Στο ολοκαίνουριο καπέλο της Τερέζας λάμπει ένα τσαμπί κεράσια και μερικά γυαλιστερά φύλλα. Στέκεται μπροστά στις βιτρίνες και κοιτάζεται, παρατηρεί για την ακρίβεια το καπέλο και το διορθώνει χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Στη συνέχεια ξαναπαίρνει τον δρόμο της με βήμα ανάλαφρο, «με ζωντάνια» όπως λέει η ίδια.
Υπάρχουν λόγοι γι’ αυτή την καινούρια εμφάνιση, γι’ αυτό το πηδηχτό βήμα. Ο φωτογράφος, στον οποίο εργάζεται, της έδωσε άδεια ενός μηνός. Μόλις πριν λίγο τον άφησε, τον ευχαρίστησε, τον αποχαιρέτισε· προ πάντων, μόλις πριν λίγο τακτοποίησε προσεκτικά τα πινέλα της, τα χρώματά της. Είκοσι τέσσερα χρόνια ρετουσάρει, κάνει αυτή τη μαγική λεπτοδουλειά! Γιατί γνωρίζει όσο κανένας πώς να εναρμονίζει ένα φόντο με το πινέλο της βουτηγμένο σε σέπια, πώς να δίνει ζωή στο μάτι ενός παιδιού. Ξέρει επίσης πώς να σβήνει ορισμένες σκιές που γερνάνε τόσο γρήγορα τα πρόσωπα των ανθρώπων και να τους ξαναδίνει, με τρυφερότητα, αυτό το κάτι το λείο, το ήρεμο, το άτρωτο που προσθέτει τόση γοητεία σε ένα πορτραίτο άξιο του ονόματός του.
Εντούτοις, δεν έχει σκοπό να κάνει το ίδιο στο δικό της πρόσωπο, παρά την αποκρουστική φωτογραφία που μορφάζει, εδώ και κάποιες μέρες, στο καινούριο της διαβατήριο. Το μόνο που διασώθηκε πάνω σε τούτη τη φριχτή εικόνα είναι το ντεκολτέ της. Σκεπάζει με τα δάχτυλα το πρόσωπο και κοιτάζει για λίγο την αποτύπωση του πλούσιου στήθους της. Αυτή τη μικροδουλειά πρέπει να την έκανε το αφεντικό της· η ίδια, δεν είχε την τόλμη να τη ζητήσει.
Η Τερέζα επιταχύνει το βήμα, διασχίζει την υγρή αυλή του κτηρίου όπου κατοικεί και φτάνει, λίγο λαχανιασμένη, στον τελευταίο όροφο. Μέσα στο διαμερισματάκι της, κάθεται για λίγο, βγάζει τα γάντια και ανασύρει, για δεύτερη φορά, μέσα από την τσάντα της το διαβατήριο. Σίγουρα δεν υπάρχει περίπτωση να ρετουσάρει αυτό το γκριζωπό πορτραίτο, που το κοιτάζει με την περιφρονητική ματιά του ειδικού. Διορθώνουμε μόνο ό,τι αξίζει τον κόπο. Όλα στη φωτογραφία αυτή είναι ψέμα και κακολογίες. Αυτή η τελευταία λέξη της προκύπτει στη στιγμή, επειδή κάποιο φως, στημένο ανοήτως στο πλάι, σκάβει το μέτωπό της, θρονιάζεται εκεί και χαράζει σα σουγιάς ανύπαρκτες ρυτίδες, δημιουργώντας έτσι, στο σημείο αυτό, αηδιαστικές κοιλότητες και εξογκώματα, που μάταια ψάχνει να τα εντοπίσει ψηλαφώντας με τα τόσο ευαίσθητα δάχτυλά της. «Πώς είναι δυνατόν να κάνει κάποιος τέτοιου είδους δουλειά» αναρωτιέται και να μεταμορφώνει μια δεσποινίδα, κάποιας ηλικίας σίγουρα –σαράντα οκτώ ετών γράφει στο διαβατήριο– ώστε να δείχνει σα βαρυποινίτης, σκυθρωπός και γερασμένος; Μετά, ανασηκώνει τους ώμους, παίρνει τον καθρέφτη για να δει το πρόσωπό της γελαστό και πιάνει από την τσάντα της την επιστολή του ξενοδοχείου Μπελαβίστα. Τα χρήματα που εξοικονομούσε εδώ και μερικά χρόνια, σίγουρα αρκούν για πληρώσει τη διαμονή της εκεί, στην τιμή που ξαναδιαβάζει για πολλοστή φορά.
————≈ ————
Το ξενοδοχείο σε χρώμα βεραμάν, αρκετά φορτωμένο με διακοσμητικά στοιχεία, ξεχωρίζει πάνω στο λευκό επικάλυμμα της λίμνης. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Τερέζας μόλις ξεπρόβαλε μπροστά της το Albergo Bellavista. Θυμήθηκε την επιστολή του διευθυντή και τη βινιέτα που στόλιζε τη δακτυλογραφημένη σελίδα. Έδειχνε ένα απίστευτο μέγαρο γιγαντιαίων διαστάσεων να κυριαρχεί στη μέση ενός πάρκου πιο πυκνού, πιο εντυπωσιακού, πιο μεγάλου από κάθε πραγματικότητα. Μια «βικτώρια» παρόμοια με εραλδικό έντομο περιδιάβαζε θριαμβευτικά μέσα στις αλέες με τις υπέροχες καμπύλες. Το φως, σχημάτιζε απαλές σκιές και δημιουργούσε, με τρόπο αρκετά μυστηριώδη, ένα κλίμα γαλήνης και άδολης ευτυχίας. Κάποια διακοσμητικά σύννεφα τέλος, τοποθετημένα σωστά στον ουρανό, φαίνονταν σαν αποδείξεις της σωστής οργάνωσης του ξενοδοχείου.
Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Η αντίθεση έχει κάτι το μελαγχολικά κωμικό. Ο δημιουργός της βινιέτας, ο ψεύτης και ποιητής λιθογράφος ίσως να είναι ο ίδιος ο ξενοδόχος, αυτός που τώρα, σα σαστισμένος, υποκλίνεται μπροστά στην καινούρια του πελάτισσα.
Περπατάει μπροστά από την Τερέζα, διασχίζει το χολ και κατευθύνεται στον ανελκυστήρα που τρίζει και ανεβαίνει με απίστευτη βραδύτητα. Ο γκρουμ με γυρισμένη την πλάτη, χειρίζεται κάτι περίεργους μοχλούς. Στον τρίτο, όπου φτάνουν κοπιωδώς, κάνει μεταβολή, ακουμπά στην πόρτα με τα χέρια στην πλάτη και την ανοίγει οπισθοδρομώντας, σα να εκτελούσε εκείνη τη στιγμή κάποια τελετουργική κίνηση. Το λευκό ροζ παιδικό πρόσωπό του έρχεται σε αντίθεση με το εφηβικό σώμα και την κατακόκκινη στολή, που θα ’λεγε κανείς ότι είναι ραμμένη σε τσόχα.
Μπροστά στον μακρύ διάδρομο, η Τερέζα δεν μπορεί να συγκρατήσει μια κραυγή και σφίγγει, για μια στιγμή, με το χέρι της το μπράτσο του ξενοδόχου.
– Συγγνώμη, κάνει αμέσως, αλλά ο διάδρομος αυτός μου θύμισε κάτι…
Η παιδική κατάπληξη παραμένει ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, στρογγυλεύει το μισάνοιχτο στόμα της. Ακολουθεί εντούτοις τον Διευθυντή, ο οποίος φαίνεται να την κοιτάζει προσεκτικά καθώς την οδηγεί στο δωμάτιό της, ενώ παίζει στα δάχτυλά του ένα πελώριο κλειδί.
Τώρα είναι μόνη, καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού και περιφέρει το βλέμμα στους τοίχους, στο ξύλινο πάτωμα, στο μεγάλο παράθυρο απ’ όπου φαίνεται σαν κιτρινωπό σημάδι στο λυκόφως η ποθητή λίμνη. Όλα αυτά, όμως, τα κοιτάζει αφηρημένα και μετά βίας απαντά στον καμαριέρη που αποθέτει τις βαλίτσες της εδώ κι εκεί. Ο διάδρομος, ο μακρύς διάδρομος παραμερίζει κάθε σκέψη, τα σβήνει όλα και αφυπνίζει ορμητικά τη μνήμη της.
Αυτός ο κατάλευκος διάδρομος είναι ο ίδιος με εκείνον του ελβετικού οικοτροφείου όπου πέρασε τρία γεμάτα χρόνια της ζωής της, υπέροχα χρόνια, όταν ο πατέρας της ζούσε ακόμη και της εξασφάλιζε μια εύκολη, σχεδόν πολυτελή ζωή… Τίποτα δεν λείπει από αυτό τον διάδρομο που μόλις διέσχισε. Ούτε οι ψηλές πόρτες με τη γαλαζωπή λαδομπογιά, ούτε το χαλί που διατρέχει ο μαίανδρος που τόσο καλά γνωρίζει, ούτε και τα πλακάκια με τους μικρούς, πράσινους και κόκκινους ρόμβους!
Όχι, δεν θα κατέβει απόψε για φαγητό στην τραπεζαρία. Θα φάει εκεί κάποια σάντουιτς που είχε ετοιμάσει για το ταξίδι και δεν τα άγγιξε. Ίσως να παραγγείλει αργότερα μια ζεστή λουίζα. Έτσι θα ικανοποιήσει την επιθυμία της να μείνει μόνη. Μόνη με τον διάδρομο.
Τη βλέπουμε καθισμένη στο κρεβάτι, το καινούριο της καπέλο έχει γείρει προς τα δεξιά, τα λιπαρά δάχτυλά της γυαλίζουν στο φως της λάμπας. Καμιά φορά ξεχνιέται και ρίχνει έξω από τον κάλαθο των αχρήστων τα φλούδια ενός πελώριου πορτοκαλιού που ξεφλουδίζει με λαίμαργο δάχτυλο, με κοφτερό νύχι. Ενίοτε τρίβει τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού της, συναντάει έκπληκτη το καπέλο της και κλείνει τα τζάμια του παραθύρου όπου έχει ήδη πέσει η νύχτα. «Κιόλας» λέει με φωνή σχεδόν χαρούμενη. Και να’ τη που ξεντύνεται αργά και αφουγκράζεται τους αμυδρούς, συγκεχυμένους θορύβους που αποτελούν και τη νυχτερινή ησυχία του Albergo Bellavista: από τις σωληνώσεις του νερού, από τους αραιούς τριγμούς του κοντινού ανελκυστήρα και από τους αλάδωτους μεντεσέδες από πόρτες που κλείνουν προσεκτικά.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι απολαμβάνει περισσότερο αυτή την ηρεμία που κρατάει μακριά το ασταμάτητο βουητό της μεγαλούπολης την οποία μόλις άφησε πίσω της. Συλλογίζεται λίγο, στη συνέχεια ανασηκώνεται και οργανώνει μια ξεχασμένη τελετή, για την οποία όμως απόψε της ξανάρχεται ορμητικά η διάθεση. Είναι πολύ απλή. Αρκεί να τοποθετήσει τα δύο μαξιλάρια το ένα δίπλα στο άλλο, σε ίσο ύψος όμως, ώστε να σχηματίζουν ανάμεσά τους κάποια κόγχη, την οποία η Τερέζα στρογγύλευε, τον καιρό εκείνο, χτυπώντας την απανωτά με τις γροθιές της. Στη συνέχεια, ξάπλωνε μπρούμυτα, με το πρόσωπο χωμένο μέσα στην έτοιμη φωλιά και τα χέρια απλωμένα πάνω στα δροσερά σεντόνια. Ανέπνεε λίγο δύσκολα εκεί μέσα, αλλά και απολαυστικά, με το σώμα της σαν αιχμάλωτο ενός θωπευτικού συμπλέγματος.
Απόψε όμως σκέφτεται τον διάδρομο. Η μυρωδιά των σεντονιών, η γλυκερή μυρωδιά του Οικοτροφείου μπαίνει από παντού. Το λέει μέσα της και χαμογελάει. Μετά, γυρίζει ανάσκελα με κλειστά τα μάτια και βυθίζεται αμέσως σε μια ονειροπόληση με απαιτήσεις.
Οποτεδήποτε γύριζε η σκέψη σου στα Μελισσόπουλα, εκείνα στο ανταποδίδανε. Αυτό το οικοτροφείο δεν σου ερχόταν στο νου όπως άλλα οικοτροφεία, μ’ ένα μαυροπίνακα και αδέξιες νότες κάποιου ψυχρού πιάνου. Η ιδέα της αιχμαλωσίας δεν είχε καμία σχέση με αυτό: καθώς επάλλοντο τα φυλλώματα από Τα Μελισσόπουλα, το φως έφτανε ως εσένα μόνο μέσα από τις καστανιές. Έτσι, αποκτούσε μια ελαφρά απόχρωση που έκανε το κάθε δωμάτιο να μοιάζει με ενυδρείο. Πόσο όμορφα κολυμπούσες μέσα κει, πόσο ευκίνητη και ανάλαφρη ένιωθες! Και βέβαια, όσο η Τερέζα αφηνόταν να κυλήσει πίσω σε κείνα τα μακρινά χρόνια, γνώριζε καλά ότι θα θυμηθεί τον Πρωτάγγελο. Άλλαζε συνεχώς όψη, τη μια με το ψηλό κολάρο του Μυσέ, την άλλη με το μαλακό του καθηγητή της γυμναστικής. Η Τερέζα γνώριζε τώρα ότι μία ήταν η μοναδική εξήγηση για την παρουσία αυτού του αγγέλου στα Μελισσόπουλα. Καταλάβαινε ότι όλα τα οικοτροφεία έχουν τον δικό τους, για τον λόγο ότι τα ιδρύματα αυτού του είδους δεν είναι παρά χώροι αναμονής. Σήμερα όμως δεν περίμενε κανέναν. Τα χρόνια είχαν τελικά καταστρέψει αυτή την ποθητή Σκιά, αυτόν τον Άγγελο που ο χρόνος είχε πια μαδήσει δεόντως, αυτόν τον άγνωστο που ποτέ δε συνάντησε και που απόψε είχε αναστηθεί εξαιτίας ενός άτιμου διαδρόμου. Σε ποιόν όμως να εξομολογηθεί αυτές τις λησμονημένες τρέλες;
….. Το πράγμα γινόταν πιο παράδοξο εξετάζοντας προσεκτικά το χαλί και τον μαίανδρό του, τους ρόμβους στα πλακάκια που εναλλάσσονταν –δύο πράσινοι εναλλάξ με έναν μαύρο– και σίγουρα, ναι σίγουρα, την αμίμητη κακοσμία των κλινοσκεπασμάτων και του στιλβωτικού! Όλα αυτά έκαναν τη σύμπτωση ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Μήπως, όμως, μόνη της έβαλε αυτές τις ιδέες στο μυαλό της; Μήπως είχε αγνοήσει μια μικρή λεπτομέρεια, κάποια ελάχιστη διαφορά, μόνο και μόνο για γευτεί καλύτερα την απολαυστική ανατριχίλα του θαύματος;
Κάποια στιγμή της ήρθε η διάθεση να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, να μισανοίξει την πόρτα και να ξανακοιτάξει τον ανησυχητικό διάδρομο. Δε θα συναντούσε κανέναν τέτοια ώρα και θα έβγαζε μιαν άκρη.
Για να γίνει, όμως, αυτό έπρεπε να βρει τις παντόφλες της, να φορέσει μια ρόμπα και να κάνει τις ίδιες κινήσεις όπως τότε. Γιατί τώρα η Τερέζα αναθυμόταν τις ταραγμένες νύχτες στα Μελισσόπουλα. Στις δέκα η ώρα ήδη το οικοτροφείο κοιμόταν, παρά τους διαπληκτισμούς της Μονίκ, της Καμίγ, κυρίως της Ποπύ, αυτής της Αμερικάνας με το γελοίο όνομα που την αντιπαθούσε, αλλά θαύμαζε τις τσόχινες κούκλες της. Μία απ’ αυτές ξεπρόβαλε κάτω από τα βλέφαρά της, άρχισε να παίρνει μορφή. Ολοζώντανο, με κάθε λεπτομέρεια, ξανάβλεπε αυτό το παιδί- στρατιώτη. Ο δημιουργός του είχε δώσει μορφή περιπαθή και υπερβολικά γωνιώδη. Η Τερέζα, απλά κλείνοντας λίγο πιο σφιχτά τα μάτια, ένοιωθε τα δάχτυλά της να ακουμπάνε πάνω στο σώμα του, το μαλλιαρό και άκαμπτο. Μπορούσε να τον δει ακόμα και απ’ το πλάι, ντυμένο στα κόκκινα και πράσινα, χυμένο και σκεπτικό, με ραμμένο στο πρόσωπο ένα σκούρο μάτι από μαύρο κεχριμπάρι, να εξέχει από το κεφάλι του. Για χάρη του ξεκίνησαν αυτοί οι βασανιστικοί περίπατοι. Καρφώθηκε μέσα της σαν έμμονη ιδέα, σαν αρρώστια. Φυσικά, παρά τα δεκαπέντε της χρόνια, κοιμόταν με την κούκλα της, η οποία όμως τσαλακωνόταν πάρα πολύ. Το πρωί, κανείς δεν μπορούσε να πει σαν τι έμοιαζε αυτή η άμορφη μάζα, αυτή η ξεφτισμένη μπάλα απ’ την οποία κρεμόντουσαν τέσσερα πόδια από πορσελάνη και μια άθλια κίτρινη περούκα, που έδειχνε σαν τις ανακατεμένες κλωστές του καλαθιού με τα ραφτικά. Και, εξ άλλου, αυτή ήταν κορίτσι.
Για όλους αυτούς τους λόγους η Τερέζα περίμενε με αδημονία στο δωμάτιό της να χτυπήσουν μεσάνυχτα. Αυτή ήταν η ώρα που μπορούσε να ξεκινήσει την παρακινδυνευμένη κατάκτηση και να φτάσει στο δωμάτιο της Ποπύ. Τίποτε δεν προκαλούσε μεγαλύτερη διέγερση στην Τερέζα από το ψάξιμο της πολυπόθητης κούκλας μέσα στο σκοτάδι, ενώ η σφυριχτή και ήρεμη αναπνοή της Αμερικανίδας ανέβαινε και κατέβαινε, με τον κανονικό ρυθμό ενός μετρονόμου. Τα χέρια της Τερέζας ψαχούλευαν για αρκετά λεπτά μέσα στο ερεβώδες σκοτάδι μέχρι τα δάχτυλά της να αναγνωρίσουν το γωνιώδες και τριχωτό σώμα του νεαρού στρατιώτη. Μόλις τον έπιανες στα χέρια γύριζες πίσω σχεδόν πετώντας και η κεραυνοβόλα επιστροφή σε έκανε να μορφάζεις και να χάνεσαι μέσα σε μια απολαυστική σκοτοδίνη. Και μετά, μπορούσες επιτέλους να χωθείς στο χλιαρό κρεβάτι σου. Τότε η Τερέζα, στο αποκορύφωμα χαράς που την τρόμαζε, έδιωχνε μακριά την κούκλα της, έβαζε την κατάκτησή της κάτω από την κοιλιά και γύρευε, μπρούμυτα, τρέμοντας από ηδονή, να χώσει το πρόσωπό της στο κενό ανάμεσα στα δύο μαξιλάρια.
Ορισμένες νύχτες, όμως, η επιχείρηση αυτή γινόταν δυσκολότερη. Άλλοτε ήταν η Ποπύ που έδειχνε να κοιμάται πιο ελαφριά, άλλοτε το φως του ημιωρόφου που έμενε αναμμένο μέχρι τη μία το πρωί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν προτιμότερο να περιμένει, επειδή τα ξύλα του πατώματος στο δωμάτιο δεν εφάρμοζαν καλά κι έτριζαν ακόμα και κάτω από την πιο ανάλαφρη πατημασιά. Στην Τερέζα όμως άρεσαν, στα κρυφά, αυτές οι δυσκολίες. Σχημάτιζαν γύρω στον λαιμό της κάτι σαν σφιχτό κολάρο που της έπαιρνε την ανάσα. Στον παραμικρό θόρυβο που ακουγόταν στο διάδρομο, κρυβόταν στις εσοχές των παραθύρων.
Αυτός που ακουγόταν συνεχώς, εδώ και λίγη ώρα, έφτανε από το βάθος του διαδρόμου, τούτη τη φορά όμως, δεν είχε τον χρόνο ώστε να γυρίσει πίσω στο δωμάτιό της. Για μια στιγμή, νόμισε πως αναγνώρισε τη σιλουέτα της Διευθύντριας. Η σκιά στάθηκε, όμως, μπροστά στον ανελκυστήρα. Η Τερέζα, ενώ η καρδιά της χτυπούσε κάτω από το χέρι της, δεν άργησε να αναγνωρίσει την κατακόκκινη στολή του γκρουμ. Χαμογελούσε, αλλά και έτρεμε ταυτοχρόνως, γιατί από τη σκέψη της τώρα περνούσε η ιδέα ότι ο διάδρομος αυτός έμοιαζε, κατά περίεργο τρόπο, με εκείνον του Albergo Bellavista. «Δε λείπει τίποτα, μουρμούριζε βιαστικά, ούτε το χαλί με τον μαίανδρο, ούτε τα πλακάκια με τους πράσινους και μαύρους ρόμβους, ούτε τα ψηλά παράθυρα με τη γαλαζωπή λαδομπογιά».
Ούτε ο γκρουμ με την τσόχινη στολή.
Βγήκε λοιπόν από τη κρυψώνα της, προχώρησε αποφασιστικά, κύλησε σχεδόν μέχρι την πόρτα του ανελκυστήρα και με φωνή πνιγμένη από την ταραχή ρώτησε τον έφηβο τι ώρα είναι.
«Δύο και έξι» είπε ο νεαρός που έκανε πίσω από την έκπληξη. Δεν είχε όμως κοιτάξει το ρολόι του και τώρα έστεκε ακίνητος, με τα μάτια καρφωμένα στο πλούσιο και γυμνό στήθος της Τερέζας.
Κι εκείνη έστεκε σαν μαρμαρωμένη, όμοια με άγαλμα, ενώ άκουγε να θροΐζουν τα φύλλα από τα δέντρα των Μελισσόπουλων, γεμάτα ίσκιους και άνεμο. Στη συνέχεια, τόλμησε και άγγιξε με το χέρι της τη στολή του γκρουμ, νοιώθοντας στα παγωμένα δάχτυλά της τη χλιαρή απαλότητα της τσόχας. Ταυτόχρονα, έφτανε στ’ αφτιά της η υπέροχη ησυχία που βασίλευε εκεί. Σίγουρα το Οικοτροφείο κοιμόταν βαθιά. Έτσι, άνοιξε προσεκτικά την πόρτα του δωματίου της, εισέπνευσε και πάλι τη μυρωδιά των κλινοσκεπασμάτων και του στιλβωτικού και τράβηξε μέσα τον νεαρό που ήταν λίγο διστακτικός.
Vassily Photiadès, «Le corridor», πρώτη δημοσίευση: Οι διαφανείς (Les transparents), εκδ. Stock, Παρίσι 1958