«Ένας Έλλην ζωγράφος εις την Ελβετίαν»

«Ένας Έλλην ζωγράφος εις την Ελβετίαν»

Η   Κ Α Θ Η Μ Ε Ρ Ι Ν Η   (3 Φεβρ. 1953)

————————————————
Ο κριτικός τής Εφημερίδος της Λωζάννης κ. Ρενέ ντε Σερενβίλ αφιερώνει την κάτωθι κριτικήν επί της εκθέσεως του ομογενούς καλλιτέχνου κ. Βασιλείου Φωτιάδη.
————————————————

«Πλείστα χαρίσματα συνώδευσαν τον κ. Φωτιάδην έως ότου φθάση εις την τεχνικήν ωριμότητα, χωρίς να παύση να είναι νέος! Οποίαν σταθερότητα του παρέχουν η πλήρης γνώσις της τέχνης και η μόρφωσίς του που εκφραζόμεναι εις μίαν τόσον ωραίαν γλώσσαν, του υπηγόρευσαν διά τον Τισιανόν αλησμονήτους σελίδας και ανέδειξαν τον Έλληνα αυτόν Λατίνον κριτικόν πρώτης κατηγορίας!»
Προκειμένου να ασχοληθή ο κριτικός με την έκθεσιν του Φωτιάδη, διστάζει προς στιγμήν και διερωτάται αν δεν θα επαναλάβη όσα σκέπτεται και είπεν ήδη περί αυτού από δεκαετίας. Η ανησυχία του όμως αύτη δεν διαρκεί πολύ. Όσον περισσότερον επισκοπεί την ωραίαν ζωγραφικήν του, τόσον περισσότερον γεμίζει την καρδιά και την όρασίν του. Εάν οι εντυπώσεις του παραμένουν ουσιωδώς αι ίδιαι, ποικίλλουν όμως επ’ άπειρον με ένα αίσθημα ικανοποιήσεως άνευ ορίων. Τούτο συμβαίνει κάθε φοράν που ο θεατής ευρίσκεται ενώπιον των έργων του καλλιτέχνου τούτου, ο οποίος είναι τόσον ποιητής όσον και ζωγράφος. Δια τον Αθηναίον αοιδόν τείνοντα προς τα ύψη, ο Ιωακείμ Μπελαί έγραψεν: «Έχεις εις την ράχιν καλώς προσδεδεμένας τας πτέρυγας». Ένας εκ των καλυτέρων Γάλλων κριτικών, έγραψε δια μίας παρισινήν έκθεσιν του Φωτιάδη: «Είτε πρόκειται δια τοπία, είτε δια νεκράς φύσεις, αντικρύζομεν πάντοτε την ιδίαν εκείνην ευαισθησίαν που καθιστά τα έργα του ελκυστικά και μαρτυρεί την εκλεκτήν ποιότητα». Αυτή η ποιότης ακριβώς μας συγκινεί τόσον πολύ ενώπιον των τριάκοντα πινάκων που εκθέτει σήμερον, οι οποίοι φέρουν εγγύς προς αλλήλας τας όψεις της ενδόξου πατρίδος του μετά της θετής του τοιαύτης, της Ελβετίας. Μας καθιστά αισθητόν πόσον η ατμόσφαιρα ενός τοπίου αποτελεί δι’ αυτόν την ουσίαν, διότι είναι η βάσις της αληθείας. Θα έλεγε τις ότι, αναζητών το φως, κύπτει προς το παράθυρον το οποίον διανοίγουν ενώπιόν του πότε ο Κλωντ επί ενός τοπίου της Ιταλίας και πότε ο Κορό επί της Νήσου της Γαλλίας.
Βλέπων κανείς την φωτεινήν δροσερότητα του πίνακός του «Ξέφωτο εις το Βιντί», την εικόνα «Πεύκη των Άλπεων» ή «Χιόνι στο Γκσταδ», διερωτάται με ποίον θαύμα το πινέλλο που μας διερμήνευσε τα θέματα αυτά, τα τόσον οικεία εις ημάς, κατώρθωσε να χαράξει επίσης την υπεράνθρωπον σιλουέτταν της Ακροπόλεως των Αθηνών, η οποία από είκοσιν αιώνων δεν έπαυσε να παριστά εις τον διανοούμενον κόσμον «το ωραίον ως ένα ανθρώπινον μειδίαμα επί της μετώπης των Προπυλαίων»; Την ιδίαν γοητείαν αισθανόμεθα ενώπιον του πίνακος «Πεδιάς της Αττικής» ή «Λόφος του Φιέζολε» ή «Ο Ρήνος εις την Βασιλείαν» ή «Αποβάθρα της Γενεύης». Την συγκίνησιν ενός μεγάλου σκηνογράφου αποπνέει και ο πίναξ «Παραλία του Βορρά».
Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επεκταθώμεν λεπτομερώς, αλλά πρέπει να σημειώσωμεν το εξαιρετικόν θέλγητρον των προσωπογραφιών του Φωτιάδη. Αι δύο προσωπογραφίαι κορασίδων έχουν τοιαύτην έκφρασιν, που προξενούν την μεγαλυτέραν συγκίνησιν και χαράν. Εις την προσωπογραφίαν της δ/δος Ντιάν ντε Μανσάρ βλέπωμεν το δραματικώτερον κατόρθωμα του καλλιτέχνου δια την αναπαράστασιν μιας προσωπικότητος: το φως αντανακλά βαθμιαίως από του προσώπου εις την αμαυράν επιδερμίδα της κόρης εις σημείον, ώστε να φαίνεται ότι φωτίζεται έσωθεν. Είναι ένα εξαιρετικόν έργον, όπως και η προσωπογραφία του μιας νέας που ράβει.
Η έκθεσις του κ. Β. Φωτιάδη είναι ο καρπός ενός ταλάντου, το οποίον τείνει πάντοτε εις νέας αναζητήσεις. Αυτή είναι η γνώμη ενός ενθουσιώδους Παρισινού επισκέπτου της εκθέσεως, ο οποίος μας είπεν: «Εδώ είναι η πραγματική νέα ζωγραφική και όχι ό,τι μας εμφανίζουν συνήθως οι διάφοροι νεωτερισταί».
Επισφραγίζοντες την έκφρασιν του θαυμασμού μας διά το έργον του Φωτιάδη δεν έχωμεν παρά να επαναλάβωμεν τους λόγους του μεγάλου Ροντέν:

«Εις την τέχνην είναι άσχημον ό,τι είναι ψευδές, κάθε τι που χαμογελά χωρίς λόγον, που δεν είναι παρά επίδειξις ωραιότητος και χάριτος, παν ό,τι ψεύδεται».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: