Κερασιές;
Σ’ αυτά τα μέρη
Και το χορτάρι ανθίζει
Ίσσα Κομπαγιάσι
Φίλος από παλιά, ο Πρέσβης μας στην Ιαπωνία Κυριάκος Ροδουσάκης, πριν μερικά χρόνια, μας κάλεσε από την πρώτη κιόλας μέρα που έμαθε ότι έφτασα με την γυναίκα μου στο Τόκιο, να τον συναντήσουμε στην πρεσβευτική κατοικία. Βρίσκεται στο διακεκριμένο συγκρότημα «Opus Arisugawa», στο κέντρο του Τόκιο. Διακριτικά επιπλωμένη, με ζεστά χρώματα, ξέρει να υποβάλει. Είχα να τον δω χρόνια τον Κυριάκο. Από τότε που συνυπηρετούσαμε στην Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εκείνος Γενικός Πρόξενος στο Μόναχο κι εγώ στο Ντόρτμουντ. Ήταν επόμενο να μην ξέρουμε από πού να αρχίσουμε την κουβέντα.
Επιστρέψαμε αργά στο σπίτι της Μιράντας, της αδελφής της γυναίκας μου, η οποία ζει εδώ από το 2000, παντρεμένη με Ιάπωνα, τον Σατόρου Τακαχάσι. Μας φιλοξενούν συχνά. Χωρίς να υπονοούν καμία δυσφορία για τις απανωτές ερωτήσεις που τους κάνω σχεδόν για όλα, πολλές φορές μάλιστα έως αργά το βράδυ, μου παρέχουν ό, τι κάνει έναν επισκέπτη να αισθάνεται αρκετά άνετα μέσα στον λαβύρινθο του Τόκυο. Αυτή τη φορά κοιμόντουσαν και διασώθηκαν.
Την επομένη όμως μάλλον τους εξάντλησα. Την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, τους ζήτησα να μάθω ει δυνατόν τα πάντα που αφορούν στην περιοχή της «Arisugawa», για το ομώνυμο πάρκο που την περιβάλλει, την ειδικότερη σχέση, η οποία την συνδέει, όπως είχα ήδη προλάβει να μάθω, με την σκέψη του Ζεν, αλλά και τις μεθόδους της κηπευτικής ή ανθοκομικής εξωτερίκευσής του. Επειδή τους οικοδεσπότες μας τους διακρίνει μια έμφυτη ευγένεια κι ένας ειλικρινής από ό, τι φαίνεται ζήλος να μου δείξουν πόσο εκτιμούν το συνεχές ενδιαφέρον μου για την πρωτεύουσά τους, μου υποσχέθηκαν, με έναν αυθορμητισμό που ενίσχυε βέβαια το άφθονο σακέ που είχαμε στο μεταξύ καταναλώσει αφειδώς, να με εξοικειώσουν το συντομότερο δυνατόν με την επίλεκτη αυτή μονάδα οικισμών του Τόκυο, η οποία επιδιώκει να υπονομεύσει την κατεστημένη αρχιτεκτονική μονοτονία της δομής-δίνης του.
Διαλέγουμε μια μικρή, ηλιόλουστη παρένθεση του κατά τα άλλα σκληρού χειμώνα. Το πλησιάζουμε, το περπατάμε, το ζούμε, με την αυθορμησία πρωτόβγαλτων στην εξοχή. Σαν ανανέωση αισθήσεων. Το πυκνοφυτεμένο πάρκο δίνει αμέσως την εντύπωση ενός αυθεντικού δάσους. Ξεπροβάλλοντας δυναμικά στο επίκεντρο της τσιμεντένιας υπερβολής, ακυρώνει με άνεση τις εκφάνσεις της αυστηρής, γενικότερης πολεοδομικής επιστρωμάτωσης. Έστω στην περιορισμένη, αλλά όχι αμελητέα έκτασή του συνιστά το μέτρο μιας ζείδωρης προοπτικής. Σχεδιασμένο με προσοχή και έκδηλη οικονομία μέσων, ανακαλεί την εγγενή επιμέλεια και την ώριμη αυτοπεποίθηση των αυτοσχεδιασμών ενός αναγνωρισμένου, έμπειρου τεχνίτη. Ό,τι δηλαδή διέκρινε ανέκαθεν, μεταξύ άλλων, τους δασκάλους της ζωγραφικής με πενάκι. Περισσότερο ως επαρκής υπενθύμιση του απολεσθέντος χωροταξικού ύφους των ιστορικών άστεων, παρά ως σημάδι κι έπαθλο των σύγχρονων τάσεων της διακόσμησης των μεγάλων πεδίων, η καταπράσινη αυτή έκπληξη αποτελεί σαφέστατη πρόταση δενδροκομικής ηθικής. Ένα ικανό τμήμα της παραδοσιακής τέχνης των Ιαπώνων συμποσούται εν γένει στις απρόοπτες αυτές αλέες, στις νοήμονες διατάξεις των κορμών και των φυλλωμάτων, στις ανεπαίσθητες ή ελαφρά τονισμένες αναβαθμίδες, στις σημάνσεις των πέτρινων φαναριών. Συγκεντρώνομαι στις κρίσιμες ζεύξεις των λίθων. Παραπέμπουν στην περιοριστική δομή ενός χαϊκού ή ενός τάνκα, αναδεικνύοντας την παλαιά αλληλεξάρτηση της γραφής με την αρτιότητα των κήπων.
Ο Σατόρου θυμήθηκε τον κινέζικο χαρακτήρα κοκόρο, ο οποίος έδωσε το σχήμα του σε μια λίμνη στον κήπο του ναού Τένριου-τζι του δόγματος ρινζάι, στα περίχωρα του Κιότο, που ιδρύθηκε το 1339, από τον Τακαούτζι, τον πρώτο σογκούν Ασικάγκα. Ο κήπος, όπως και ο αντίστοιχός του στον ναό Σαϊχότζι είναι δημιουργίες του Μούζο Σοζέκι, μεγάλου δασκάλου του Ζεν, ο οποίος έζησε τον 14ο αιώνα. Οι γονείς του Σατόρου δεν μένουν μακριά από εκεί. Μας έχουν ήδη προσκαλέσει να περάσουμε λίγες μέρες κοντά τους. Νομίζω ότι έφτασε ο καιρός για να τους επισκεφτούμε. Ίσως την άλλη βδομάδα.
Σε ένα σημείο του πάρκου ξεχωρίζει εύκολα ένα θέμα. Είναι η κυρίαρχη, δαντελωτή σειρά από βράχους, οι οποίοι αναπτύσσουν σταθερά την τροχιά τους εκεί που οι υπόλοιπες συνθέσεις παραχωρούν διαδοχικά τη θέση τους σε ειδολογικά διαφορετικούς σχηματισμούς. Τους ακολουθώ. Στην αρχή βαδίζω υποτονικά, μετά με αυξανόμενη περιέργεια. Σε λίγο αντιλαμβάνομαι ότι, περνώντας από το κενό διάστημα, το οποίο διαχωρίζει έναν καταρράχτη από έναν τεράστιο βράχο, μεγέθους νταλίκας, οι βράχοι εισέρχονται ανεμπόδιστα στο ίδιο το «Opus Arisugawa». Στη συνέχεια διασχίζουν την κύρια αίθουσα υποδοχής του κτιριακού συγκροτήματος για να καταλήξουν σε έναν μικρό κήπο με μπαμπού, αφού πρώτα περιηγηθούν χωρίς παύσεις ένα μακρύ διάδρομο!
Η διαμόρφωση της σπείρας αυτής των βράχων μαθαίνω ότι συνιστά ατομικό δημιούργημα του πενηντατριάχρονου μοναχού Σούνμιο Μασούνο, ο οποίος εδρεύει στον ναό Κενκότζι, απόκτημα της υποομάδας Σότο του Ζεν, κοντά στο Τόκυο. Θέλοντας προφανώς να συναιρέσει την πρωτογενή τάξη των πραγμάτων, την οποία υποστασιοποιεί σε ένα βαθμό το πάρκο «Arisugawa», με την έπαρση του ανθρώπου, η οποία είθισται να εκδηλώνεται περίτρανα και στους πολυτελείς οικισμούς του, ο Ζεν μοναχός-σχεδιαστής κήπων και παρτεριών κατέφυγε στην πανηγυρική ρήξη των συνδέσμων, οι οποίοι συντηρούν την εσφαλμένη εναντίωση έξω-μέσα. Έτσι ο διζωνικός, διχαστικός εν ολίγοις περίγυρος εξομαλύνεται δραστικά.
Καταργώντας, για να το πω αλλιώς, την παραδοσιακή είσοδο των ανθρώπινων κυψελών, την ανελαστική σύμπραξη τσιμέντου και κάθε άλλο παρά ευγενών μετάλλων, τις μεγαλοπρεπείς κρυστάλλινες πόρτες, τους συρταρωτούς, ενίοτε επικίνδυνους αυτοκρατορικούς υαλοπίνακες και τα άλλα, δήθεν πρακτικότερα, πανάκριβα κατά κανόνα υποκατάστατά τους, ο φίλιος καταρράκτης και ο ογκόλιθος ταίρι του εισηγούνται νέες –που είναι ασφαλώς παμπάλαιες– αποστομωτικές αλήθειες χώρου.
Σε πείσμα των ενδείξεων ή των δηλώσεων της ασθματικής διαβίωσης, το συγκεκριμένο πολεοδομικό επίτευγμα σπεύδει να δεσμεύσει τους χρήστες-ενοίκους του για μια συνολική επαναδιευθέτηση των οικολογικών παραμέτρων. Εννοείται ότι ο μοναχός πήρε μέρος σε όλη την επιχείρηση της διασύνδεσης του συμπλέγματος των κατοικιών με το ζωοφόρο πάρκο. Τον αφορούσε και η παραμικρή λεπτομέρεια. Ιδίως το στήσιμο της κάθε πέτρας, του κάθε βράχου. Μαθαίνω ότι ακολουθεί τις υποθήκες ενός προγενέστερου μοναχού, του Ζοέν, που έδρασε τον 15ο αιώνα, όπως κατατίθενται στο εγχειρίδιό του για την διασφάλιση της προαγωγής των κήπων σε εργαστήρια και πολύτιμα ενδιαιτήματα του πνεύματος. Ένα μικρό δείγμα: « Η επιτυχία ενός κήπου, ο οποίος πρόκειται να διαφυλάξει τις αξίες του Ζεν, επαφίεται κυρίως στους τρόπους φύτευσης των δέντρων, αλλά και στην διασπορά των χαλικιών και της άμμου.»
Ανάλογα ισχύουν και με την απόδοση των μανιταριών του Ζεν. Παραθέτω την σχετική παραβολή: «Μια μέρα που έκαιγε ο τόπος, ένας μοναχός ξεραίνει μανιτάρια, χωρίς να νοιάζεται καθόλου. «Γιατί δεν ζητάτε από κάποιον άλλο να σας κάνει αυτή τη δουλειά;», τον ρωτά ο αφελής περαστικός. Η απάντηση συνιστά τυπικό δείγμα γείωσης του εγώ στην ασφαλή ή πλανερή υφή των όντων. «Ένας άλλος δεν είμαι ασφαλώς εγώ, όπως κι εγώ δεν είμαι ένας άλλος. Ένας άλλος δεν μπορεί να εμπεδώσει την εμπειρία της δικής μου πράξης. Την εμπειρία μου από το στέγνωμα των μανιταριών, οφείλω να την εμπεδώσω εγώ».
Επικαλούμενος τα αγαθά από την αδιάπτωτη αρμονική συνύπαρξη όλων ανεξαιρέτως των στοιχείων του ζωτικού περιβάλλοντος, ο Σούνμιο Μασούνο θέλησε να καταδείξει σε δεύτερο βαθμό την υπόρητη πνευματικότητα, η οποία εξακολουθεί να ενυπάρχει στο νεωτερικό, χαοτικό Τόκυο. Ενοποιώντας συστηματικά το ένδον της σύγχρονης κατοικίας με την δαψίλεια της ζωής, η οποία ακμάζει εξ ορισμού σε έναν αξιοπρεπώς φροντισμένο κήπο, επαναφέρει στο προσκήνιο της καθημερινής σπουδής στερεότυπα της εθνικής συναισθηματικής παράδοσης και ταυτότητας, τα οποία είθισται να υπονομεύει η σημασιολογική ακράτεια των ημερών. Διαχειριζόμενος με συνέπεια τις θεμελιώδεις βουδικές αρχές, τονίζει αναλόγως την αλληλουχία, η οποία θα πρέπει να πρυτανεύει πάντοτε μεταξύ των εκφάνσεων της φύσης και των έργων εκείνων, για την αυθαίρετη ή μη κατασκευή των οποίων ευθύνεται στο ακέραιο ο αυτοονομαζόμενος Homo Sapiens.
Το Ζεν του μητρικού πάρκου «Arisugawa», αλλά και του καινοφανούς παραρτήματός του, δηλαδή του φανερά επαυξημένου κήπου του «Opus Arisugawa», όπου η έκδηλη λακωνικότητα του ωραίου αμιλλάται επάξια την τεκμηριωμένη απλότητα μορφών και σχημάτων, προωθεί συνεπώς, με τον δικό του νηφάλιο τρόπο, τόσο την υπόθεση της ένταξης στα μυστήρια της πολυπόθητης, ακαριαίας φώτισης, δηλαδή του σατόρι, όσο και την προσαρμογή στην τακτική της
επαγρύπνησης, την οποία κήρυξαν επί αιώνες σχολές βουδιστών.
Ο Σούνμιο Μασούνο, ο οποίος, μεταξύ άλλων, είναι επικεφαλής μιας εταιρείας που ασχολείται με την διατήρηση της φυσιογνωμίας του ιαπωνικού τοπίου, της «Japan Landscape Consultants», διδάσκει καλαισθητική οργάνωση περιβάλλοντος στην Σχολή Καλών Τεχνών Τάμα του Τόκιο, ενώ όταν του το επιτρέπει το ετήσιο σφιχτό πρόγραμμά του, δεν παραλείπει να δίνει σειρές διαλέξεων, ως επισκέπτης καθηγητής, στην Σχολή Σχεδίου του Χάρβαρντ ή στο αντίστοιχο τμήμα του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολούμπια. Ο ίδιος έχει επίσης προσδώσει στο ξενοδοχείο «Κοτζιμάτσι Καικάν», φυτεμένο σε μια πολυσύχναστη, εμπορικό περιοχή του Τόκυο, την διαχρονική, εμπράγματη διάσταση της αντίληψης του Ζεν.
Ο απαραίτητος καταρράκτης φαίνεται ότι συνιστά τμήμα της αίθουσας υποδοχής, ότι δεν την διακοσμεί απλώς, όπως θα μας βεβαίωνε η πρώτη, επιπόλαιη ματιά, αλλά την συγκροτεί κατά κύριο λόγο. Συνιστά άμεση συνέπεια του τολμηρού αρχιτεκτονικού σχεδίου. Αν όμως τον παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά από πολύ κοντά, διαπιστώνει ότι στην πραγματικότητα βρίσκεται εκτός της ξενοδοχειακής μονάδας. Το θεσμικά εκτός όμως έχει ήδη προλάβει στο μεταξύ να θεωρηθεί ουσιαστικό μέρος του τυπικού εντός.
Ο δε ενσωματωμένος στο εσωτερικό του ξενοδοχείου θεαματικός «Κήπος των Κυανών Ορέων και των Πράσινων Νερών», με τις συμμετρικά μοιρασμένες λιμνούλες, τα βραχάκια, τις ελικοειδείς γραμμές των χαλικιών και τις ομιλητικές φυλλωσιές του, λειτουργεί απερίσπαστος στον αντίποδα της εκκωφαντικής ροής, η οποία κυλάει μόλις στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πρόκειται για ένα ιδιοφυές πρωτόκολλο προσαρμογής στις αρετές του υψωμένου στο τετράγωνο φυσικού περιβάλλοντος. Το υπογράφουν οι εγγενείς ορμές για συμπάθεια. Οι ροπές για την επανένωσή μας με απολεσθείσες ουσίες.
Έτσι οι τυχεροί θαμώνες του «Κοτζιμάτσι Καικάν» κοινωνούν Ζεν. Ακόμη και όσοι δεν το αντιλαμβάνονται. Κι ίσως τότε να μετράει περισσότερο, διατείνονται χαμογελώντας οι ειδικοί.
Η Μιράντα κι ο Σατόρου μου υπέδειξαν να ρίξω μια ματιά και στην Πρεσβεία του Καναδά. Πήγα λίγες μέρες μετά. Με τον υπόγειο μάλιστα. Αποδείχτηκε κατά πολύ ευκολότερο από ό,τι αρχικά είχα νομίσει.
Η υπογραφή του Σούνμιο Μασούνο είναι αμέσως ορατή. Άλλωστε η εκτίμησή του ότι «Στο βαθμό που σέβεται κανείς την ουσία της δεδομένης παράδοσης, η οποία θέλει τον κάθε κήπο να αποτελεί καταρχήν φυσιολογική προέκταση ενός ναού, μπορεί χωρίς δισταγμούς να προχωρήσει σε μεικτές πλην όμως νόμιμες παραλλαγές του βασικού θέματος», του δίνει το πλεονέκτημα να μετατρέπει όψεις του άγονου ή και επιθετικού ενίοτε περιβάλλοντος της πολυάνθρωπης πρωτεύουσας σε πραγματικές οάσεις του Ζεν.
Στον κήπο του τετάρτου ορόφου, από μια μεριά με υποδέχονται γρανίτες, οι οποίοι ξεπετάγονται άναρχοι και γοητευτικοί ταυτόχρονα, υποδηλώνοντας προφανώς τα απότομα καναδικά βουνά, ενώ απέναντί τους έχουν παραταχθεί βράχοι, υπακούοντας σε μια προκαθορισμένη γεωμετρική αρμονία. Θυμίζουν εν γένει ιδεόγραμμα, το οποίο αναπτύσσεται ελεύθερα και δυναμικά αφ’ εαυτού. Κοίτη ξεροπόταμου, ίσως θα εννοούσαν άλλοι.
Είναι περιττό να τονίσω ότι η ευφυώς σχεδιασμένη αυτή αντίστιξη παράγει στην κυριολεξία τον σπινθήρα του Ζεν: πεισματικά ελλειμματικές αποδόσεις των δομών θυσιάζονται στο βωμό μιας κατευναστικής, ακριβολόγου εξισορρόπησης. Η όλη σύνθεση εμπεριέχει, σε καθαρά ένυλη μορφή, την κοσμοθεωρία του μοναχού, ο οποίος δικαιώνεται, υποσκάπτοντας όσες φαινομενικές εναντιώσεις των πραγμάτων μπορεί να θέσει υπό τον έλεγχό του .
Το απόλυτο λιτό, άνυδρο τοπίο, το ιερατικό καρενσανσούι, αποτελείται μόνον από χαλίκια κι έναν συγκεκριμένο κάθε φορά αριθμό βράχων. Η υπέρτατη έκφραση του βουδισμού Ζεν λέγεται ότι αποτυπώνεται στους δεκαπέντε λίθους του βραχώδους κήπου με τους απλούς χωμάτινους τοίχους, ο οποίος περιστοιχίζει τον ναό Ριοάν-τζι του Κιότο, έργο του 1450. Αν και το Ζεν το ίδιο υπονομεύει την δυνατότητα κατάθεσης ορισμών γύρω από αυτό, πολλοί δοκίμασαν και δοκιμάζουν να διερμηνεύσουν τις αλληλεξαρτήσεις των λίθων. Ο ερωτηματικός-απορητικός χαρακτήρας του καρενσανσούι θυμίζει την δυσκολία να ορισθεί με ακρίβεια ο τόπος εν γένει. Απλοποιώντας, για τις ανάγκες του περιβάλλοντος του ναού Ριοάν-τζι, μιαν αριστοτελική πρόταση θα μπορούσε να διαπραγματευτεί κάποιος: “Δοκεί δε μέγα τι είναι και χαλεπόν ληφθήναι ο κήπος”.
Εκεί που ο Βέρθερος του Γκαίτε υψώνει τα τείχη της απομόνωσης του καταπονημένου υποκειμένου από την δεδομένη πολλαπλότητα του αντικειμένου, ώστε να εδραιωθεί η εικόνα δύο μαθηματικά κεχωρισμένων επικρατειών, καταργώντας πεισματικά το ενδεχόμενο της μέθεξής τους, ο Σούνμιο Μασούνο διεκπεραιώνει μόνο φιλότητες: « Αυτό το θερμό αίσθημα της πληρότητας που γεννούσε στην καρδιά μου η ζωντάνια της φύσης, το οποίο με πλημμύριζε με τέτοια ηδονή, και το οποίο έκανε τον κόσμο γύρω μου παράδεισο, γίνεται τώρα για μένα ένας ανυπόφορος δήμιος, ένα διωκτικό πνεύμα, που με κατατρέχει όπου κι αν πάω. […] Μπροστά στην ψυχή μου είναι σαν να ’χει παραμεριστεί ένα παραπέτασμα και βλέπω τη σκηνή όπου εκτυλίσσεται η απεραντοσύνη της ζωής να μεταβάλλεται ενώπιόν μου στην άβυσσο ενός αιώνια ανοικτού τάφου».
Η ρήξη με τον διάκοσμο είναι προάγγελος της καταστροφής των κήπων. Η έξαρση των διατυπώσεων του ευάλωτου δυτικοευρωπαίου μαρτυρεί προϊούσα νεύρωση: “Εμένα μου τρώει την καρδιά αυτή η διαβρωτική δύναμη που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στο σύνολο της φύσης η οποία δεν έχει φτιάξει κανένα ον που να μην καταστρέφει το διπλανό του, να μην τον ίδιο του τον εαυτό. […] δεν βλέπω άλλο από ένα τέρας που καταβροχθίζει αέναα και αέναα μηρυκάζει”. Έχοντας αδρανοποιήσει ρητά την δημιουργική πρόσληψη του εγώ, ο τραυματικός Γερμανός βλέπει αντιξοότητες εκεί που ανθίζει η κερασιά ή πιστοποεί «βερνικωμένες μινιατούρες» εκεί ακριβώς που κάθεται και νοσταλγεί ο αρχαίος βράχος: «Ω όταν αυτή η υπέροχη φύση στέκεται μπροστά μου παγωμένη κι άψυχη σαν βερνικωμένη μινιατούρα χωρίς όλη αυτή η απόλαυση να μπορεί να κάνει να περάσει ούτε μια σταγόνα ευδαιμονίας από την καρδιά μου στο μυαλό μου».
Επουλώνοντας ανάλογα εννοιολογικά άλγη και επώδυνες σημειωτικές, οι εντατικές επεμβάσεις του Σούνμιο Μασούνο στην αναδιάρθρωση της χωροταξίας επιχειρούν να επαναφέρουν τους επίδοξους, κυρίως, Βέρθερους του Τόκυο, που δεν λίγοι, στην εποπτεία του Ζεν.
Να περπατήσω νοερά αυτή τη φορά και σε κάποιους άλλους κήπους. Έστω για μισή ώρα. Τους περιποιείται ένας δικός μας σοφός. Ας πούμε για λόγους διαλεκτικής κομψότητας. Τους προσαρμόζω πρόχειρα στη γλώσσα μας στο μεσοδιάστημα που μεσολαβεί ως την άλλη εμπειρία στην Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου: «Η τεράστια διαφορά μεταξύ των κήπων της Αγγλίας ή μάλλον της Κίνας, με τους παλαιούς κήπους της Γαλλίας, οι οποίοι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, αν και ακόμη μπορεί να συναντήσει κανείς κάποια λαμπρά δείγματά τους, έγκειται αποκλειστικά στο ότι οι πρώτοι οργανώνονται με ένα καθαρά αντικειμενικό πνεύμα , οι δε δεύτεροι με ένα υποκειμενικό. Έτσι στην περίπτωση των πρώτων, η βούληση της φύσης, όπως αντικειμενικοποιείται στο δέντρο, στον θάμνο, στο βουνό και στην υδάτινη επιφάνεια, εκφράζεται πλήρως. Μέσα από τα συγκεκριμένα αυτά απεικάσματα των Ιδεών της, αποκαλύπτει την εσώτερη ουσία της. Αντιθέτως, μόνο η βούληση των κατόχων τους εμφαίνεται στους γαλλικούς κήπους. Διότι έχει υποταχθεί η φύση σε τέτοιο βαθμό ώστε, αντί για τις Ιδέες της, μας αποδίδει, ως δείγματα της δουλείας της, μορφές που μαρτυρούν την βία που ασκήσαμε πάνω της, ψαλιδίζοντας τους φράκτες των θάμνων, προσαρμόζοντας τα δέντρα σε όλα τα είδη των σχημάτων, διανοίγοντας δρόμους και στοές, φτιάχνοντας τόξα και τα παρόμοια». Οι συλλογισμοί ανήκουν στον Αρθούρο Σοπενχάουερ και περιλαμβάνονται στο τριακοστό τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου του θεμελιώδους του έργου Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση.
Υπάρχουν κήποι στο Τόκιο, αλλά και στην ευρύτερη ιαπωνική επικράτεια, οι οποίοι έχουν διατηρηθεί άθικτοι επί αιώνες. Άλλοι έχουν υποστεί αναπόφευκτες, ελαφρές ή μείζονες επιδιορθώσεις. Τους έχουν προστατεύσει πάντως με σπάνια αφοσίωση και συνέπεια, ως να ανήκουν στα ιερά και στα όσια της φυλής. Αρκετοί μάλιστα δημιουργήθηκαν πριν από τον 12ο αιώνα, όταν δεν είχε καν εισαχθεί εδώ ο βουδισμός Ζεν. Προφανώς οι κήποι αυτής της κατηγορίας συνιστούν, μεταξύ άλλων, εφαρμογές της καλλιγραφίας. Το σχέδιο, φέρ’ ειπείν του Ρικούγκι-εν, το οποίο ολοκληρώθηκε μέσα σε επτά χρόνια, αρχίζοντας το 1695, αναπαριστά ογδόντα οκτώ τοπία, σε σμίκρυνση βέβαια, από τα πλέον φημισμένα βάκα, τα κλασικά ποιήματα με τις 31 συλλαβές. Βρίσκεται λίγο πιο έξω από την πρωτεύουσα. Πήρα τη γραμμή του τραίνου Ναμπόκου από τον σταθμό Κομαγκόμε. Προσπάθησα να απομνημονεύσω δυο-τρία χαϊκού του Μπασό. Φτάνοντας, ήταν σαν αύρα προσφιλών στίχων να με περιμένει στην αποβάθρα.
Δύο ώρες στον κήπο. Τα πάντα παραλλάσσουν κάθε λίγα μέτρα. Η κλαίουσα στην είσοδο, ένα είδος κερασιάς, μου λένε ότι όλο το χρόνο παραμένει το ίδιο όμορφη. Δεν έχω κανένα λόγο να μην τους πιστέψω. Άλλωστε αποτελεί την εισαγωγή αυτού του φυτολογικού έπους. Είναι ανάγκη να αλλάζει με τις εποχές; Αφού δεν είναι πλέον δέντρο, αλλά αναβαθμισμένος λόγος. Στην αρχή μετρώ τα θέματα-τοπία. Χάνω τον λογαριασμό, δεν χρειάζομαι βοήθεια. Είναι μάταιη, ο κήπος με περιέχει, με υποστηρίζει. Είμαι συμφιλιωμένος με ωκεάνια άγνοια και φυλλαράκια γνώσης. Εάν δικαιολογείται η ταυτότητα «οι κήποι είμαστε σε ένα μεγάλο βαθμό εμείς», ο κήπος Ρικούγκι-εν, ο οποίος ανακαινίστηκε κατά την περίοδο Μέιτζι, από τον Ιβασάκι Γιατάρο, ιδρυτή της Μιτσουμπίσι, αποτελεί αναντίρρητα μια από τις πειστικότερες αποδείξεις.
Θα τον θυμηθώ τον παραπάνω αφορισμό, μόλις περάσω στον Κοϊσικάβα Κοράκουεν, κήπο-ραψωδία στο κέντρο του Τόκυο. Με καταλαμβάνει σύμπνοια. Μήπως όλα επιτέλους έχουν κάποιο σκοπό –μπορεί και μηδαμινό– και ότι αυτόν ακριβώς δοξάζουν; Έστω και μέσα στο τίποτά τους; Μήπως είχε δίκιο τελικά ο Αριστοτέλης; Δεν θα αργήσω να διαπιστώσω ότι και πάλι συνάπτεται καταλλήλως η ποίηση του Μεσαίωνα με τα μονοπάτια και τις δηλώσεις του κήπου. Ένα είδος ρηματικής – εξωρηματκής συναντίληψης. Οι σαφείς προεκτάσεις των στίχων, οι αλληγορίες των χρωματικών εκλεπτύνσεων, τα απρόοπτα σχήματα: ο χώρος είναι πρωτίστως σκέψη. Η σημειολογία του, το άνθος της δαμασκηνιάς. Το αίτημα της απώτερης αρμονίας. Κι η αίσθηση ότι μπορεί να ικανοποιηθεί. Άρχισε να κατασκευάζεται το 1629 για να ολοκληρωθεί μόλις το 1659. Το όνομά του σημαίνει κατά λέξη «Κήπος της τελευταίας ευχαρίστησης». Αναφέρεται στους στίχους «Ας είσαι ο πρώτος που θα αισθανθεί στην καρδιά του τα βάσανα του κόσμου κι ο τελευταίος που θα απολαύσει τις χαρές του» από το ποίημα στα κινεζικά του Φαν Ζονγκιάν «Κάστρο Γιουεγιάνγκ». Ο Ζου Σουνσούι, εξόριστος λόγιος από την γειτονική Κίνα, πήρε μέρος στον σχεδιασμό του. Κύριο γνώρισμά του η γέφυρα «Ενγκετσούκο», ή «Πανσέληνος» στη γλώσσα μας. Πρόκειται για μιαν αψίδα από καλοπελεκημένη πέτρα. Είναι επόμενο ο αντικατοπτρισμός της να υποβάλει την ιδέα ενός φιλικότατου, σχεδόν χειροπιαστού ολόγιομου φεγγαριού.
——————
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Γκαίτε, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, μτφρ. Στέλλα Νικολούδη, εκδ. Άγρα 1994
Ίσσα Κομπαγιάσι, 91 ιαπωνικά ποιήματα συν 1, μτφρ. Γιώργος Μπρουνιάς, εκδ. Το Ροδακιό 2004