Κάθε απόγευμα Σαββάτου, στις έξι και μισή ακριβώς, η κυρία Καίτη, χήρα Τάκη, επισκέπτεται την καλή της φίλη και γειτόνισσα Βέρα, χήρα Ναυάρχου. Η Βέρα ζει σ’ ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου. Όμως η Καίτη δεν μπορεί να ανεβεί τα σκαλιά μέχρις εκεί. Η δε Βέρα, λόγω γοφού, δεν μπορεί να τα κατέβει. Έτσι, τον τελευταίο χρόνο, κατά τη σαββατιάτικη έξοδό τους, η Καίτη κάθεται στο πλατύσκαλο του ισογείου ενώ η Βέρα στην καρέκλα που βρίσκεται μόνιμα στον διάδρομο του δευτέρου.
Πάει ένας χρόνος που δεν έχουν δει η μια την άλλη μα αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο τη ζωντάνια των συζητήσεών τους. Στις έξι και τριανταδύο περίπου, αφού βεβαιωθούν κι οι δυο πως βρίσκονται αμφότερες στις θέσεις τους, αρχίζουν να φωνάζουν τα νέα τους. Σταδιακά, συντονίζονται. Το αυτί τους προσαρμόζεται στη συνθήκη, παρά τη βδομάδα που έχει μεσολαβήσει. Όμως ούτε η ακοή τους βρίσκεται στην πρώτη της νιότη, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν χώρα λογιών λογιών παρεξηγήσεις. Η συχνότερη ενσκύπτει όταν η Καίτη πηγαίνει στο κοιμητήριο –δε θέλει να το λέει νεκροταφείο– και η Βέρα τη ρωτάει πώς τα βάψαμε, πώς τα βάψαμε, φράση που η Καίτη εκλαμβάνει ως κάποιου είδους μομφή για τον πρότερο βίο του Τάκη της, πράγμα που πυροδοτεί καταστάσεις μιας κι ούτε ο Ναύαρχος στο κάτω κάτω υπήρξε υπόδειγμα συζύγου. Αλλά αυτό η Καίτη αποφεύγει να το θίγει ευθέως καθότι του εκουνιόταν του Ναυάρχου ελαφρώς. Φιλικά πάντα βεβαίως κι ανέγγιχτα. Έτσι η Βέρα, με την υπερβάλλουσα πίστη στην πίστη του συζύγου της, έχει κάθε φορά τον τελευταίο λόγο επί του θέματος.
Σήμερα η Καίτη φορά καινούριο φόρεμα μα η φίλη της δεν μπορεί να το δει. Γι’ αυτό, της το περιγράφει.
– Είναι στο χρώμα του πάγου...
– Α, θα κομποζάρει με τα μαλλιά σου.
– Κι έχει κάτι νερά μαύρα έτσι τόπους τόπους...
– Τι έχει;
– Κάτι μαύρα νερά. Σα μάρμαρο σα να λέμε. Μαρμπρέ.
– Σίγουρα κομποζάρει με τα μαλλιά σου.
– Κάνει στη μέση κι ένα ντραπεδάκι...
– Αυτό είναι χάρμα.
– Ναι, κι είναι κι οι ώμοι έτσι λίγο παρτοί.
– Φαίνεται μπράτσο;
– Τόσον όσο.
– Ύφασμα; Δεν πιστεύω να ‘ναι κανένα ρεγιόν...
– Όχι καλέ! Ρεγιόν είναι. Με φόδρα σατενάκι.
– Εύγε, Καίτη μου, εύγε. Έχεις κάποια περίσταση;
– Όχι.
– Όχι;
– Όχι.
– Για σένα είναι η ζωή, Καίτη μου...
Η Καίτη αντιπαρέρχεται.
– Το ‘βαλα στην Ανάσταση.
– Πήγες;
– Πήγα έτσι να βγω λίγο απ’ το σπίτι, να δω κάναν άνθρωπο...
– Και;
– Τι και;
– Τον είδες;
– Έλα τώρα, Βέρα μου, σάχλες.
– Μάλιστα. Πα’ να πει δεν ανέστη...
Η Καίτη σκάει στα γέλια κι ο ήχος κάνει πιγκ πογκ στους τοίχους των διαδρόμων μέχρι τον πέμπτο και πάλι πίσω. Έχει το ίδιο γέλιο απ’ όταν ήταν είκοσι. Η Βέρα λέει ακόμη τα αστεία της με τον ίδιο σοβαρό τρόπο που τα σέρβιρε από μικρή, την ώρα του μαθήματος ραπτικής, για να μη δίνει στόχο.
– Τσάμπα το φόρεμα, Καίτη μου.
– Ουδόλως, Βέρα μου. Ουδόλως. Προκάλεσε συζητήσεις. Η Φανή η Μπαταξή το βρήκε αρκούντως προκλητικό.
– Ποιος τη γαμεί αυτήν;
– Τι είπες, Βέρα μου;
– Λέω: Ποιος τη γαμεί αυτήν.
– Ήρθε ο εγγονός σου επίσκεψη;
– Ναι, του ‘λειψα, είπε. Δυο μέρες είχε να με δει.
– Πόσο πήγε;
– Πενήντα ευρώ.
– Τι τα κάνει πενήντα ευρώ μέρα παρά μέρα παιδί πράμα;
– Έχει κορίτσι, λέει.
– Πέρσι τέτοιες μέρες δεν ήταν που ήτανε αδερφή;
– Άλλαξε τώρα, λέει, έχει κορίτσι. Τι να σου πω, βρε Καίτη μου, ξέρω κι εγώ; Λίγο ακριβά μας βγαίνει εφέτο...
– Ό,τι θέλει σε κάνει, Βέρα, ό,τι θέλει. Μια ζωή τ’ αρσενικά ό,τι θέλουν σε κάνουνε.
Η Βέρα κουνά το κεφάλι σα να λέει «δεν έχεις άδικο, Καίτη μου, δεν έχεις». Μα δεν το λέει. Οπότε: παύση.
– Βλέπει, που λες, το φόρεμα η Φανή η Μπαταξή κι όλη τη λειτουργία δε μ’ άφησε απ’ τα μάτια της η γρουσούζα. Δυο μέρες πονοκέφαλο είχα ύστερα. Κι όταν αρχινάνε τα Χριστός Ανέστη και τ’ Αληθώς ο Κύριος και πιάνουμε να φιλιομάστενε, γυρνάει και μου κάνει στ’ αυτί «στις ομορφιές σου, Καίτη μου, ούτε παιδούλα...».
– Α, τη φαρμάκω...
– Ούτε παιδούλα! Ακούς εκεί λόγια;
– Γιατί το ‘πε αυτό, λες;
– Ξέρω κι εγώ; Μην ήτανε το ντραπεδάκι στη μέση;
– Δεν είναι η μέση σου όπως ήτανε, Καίτη μου, κάτι άλλο θα εννοούσε...
– Το ντραπεδάκι θα ‘τανε, το ντραπεδάκι.
– Κάτι κρύβεις, Καίτη, κάτι κρύβεις.
– Εντάξει, είναι λίγο ανοιχτό στο λαιμό...
– Χαμόγελο σαν να λέμε;
– Α πα πα, όχι, όχι χαμόγελο. Ας πούμε κάνει έτσι ένα βε.
– Ένα βε! Πόσο βε;
– Ε, κάνει.
– Τεντώνει το χέρι;
Η Καίτη βάζει τον αντίχειρα στο πηγούνι της και το μικρό της δάχτυλο ανάμεσα στο στήθος.
– Τεντώνει λίγο.
Η Βέρα κουνά το κεφάλι της παραδομένη.
– Δεν πειράζει, Καίτη μου. Πόσο θα τα φοράμε ακόμα νομίζεις...
Συμβαίνει εδώ μια παύση, κάποιος δισταγμός.
– Ο Τάκης λέει πως με φωτίζει όπως εκείνο το κόκκινο που ‘χαμε πάρει μαζί στο Βουκουρέστι, θυμάσαι;
– Τι πράμα;
– Το Βουκουρέστι. Θυμάσαι που ‘χαμε πάει με τη χορωδία στο Βουκουρέστι;
Μικρή παύση.
– Βέβαια θυμάμαι...
– Δεν είχαμε πάρει μαζί ένα κόκκινο γκρενά;
– Βισκόζ.
– Α, μπράβο.
– Ναι, τι;
– Όπως εκείνο με φωτίζει, λέει.
– Ποιος το λέει;
– Ο Τάκης.
Παύση.
– Ο Τάκης με τα ψιλικά;
– Ο Τάκης ο άντρας μου, Βέρα.
Παύση δισταγμού ξανά. Ύστερα η Καίτη ψιθυρίζει δυνατά.
– Μου μίλησε χτες...
– Ο Τάκης είναι πεθαμένος, Καίτη.
– Το ξέρω καλέ, δεν τα ‘χασα.
– Είπα κι εγώ, στραβοστόμησα.
– Μου μιλάει όμως... Έρχεται και μου μιλάει μόλις ανάβω τον απορροφητήρα.
Μεγάλη παύση.
– Τι έφτιαξες;
– Βέρα, σου λέω μου μιλάει... Πατάω το κουμπί και πιάνει την πάρλα. Ό,τι φαΐ και να κάνω.
Τάκη, φύγε, του λέω, είσαι πεθαμένος...
– Καλά του λες!
– Ναι, αλλά δε φεύγει!
– Να σβήνεις τον απορροφητήρα, δεν είναι συμπεριφορές αυτές.
– Δε μου πάει η καρδιά... Την άλλη φορά που τον έκλεισα, βάνω την άλλη μέρα να ζεστάνω τον αρακά κι ήτανε κει ο Τάκης κι έκλαιγε.
– Ήτανε κει ο Τάκης;
– Από την προηγούμενη...
– Κι έκλαιγε;
– Σαν το μωρό γατί.
Μικρούλα παύση δυσπιστίας.
– Καίτη;
– Έλα.
– Μπας και δεν είν’ ο Τάκης;
– Και ποιος να ‘ναι;
– Πότε έκλαψε μαρ’ συ ο Τάκης για να κλάψει τώρα πεθαμένος;
– Αυτό είπα κι εγώ, τώρα το θυμήθηκες;, του είπα.
– Και τι είπε;
– Μετάνιωσε, λέει, κι έκλαιγε.
– Τι έκανε;
– Μετάνιωσε!
– Τι πράμα;
– Ξέρω κι εγώ; Κι ύστερα μου ‘λεγε κάτι...
– Τι;
– Κάτι... Ξέρεις.
– Τι, Καίτη;
– Κάτι μυστήρια. Πώς μου πάει το φόρεμα και τι ωραίο το μπούστο και κάτι τέτοια χαζά.
– Σε φλερτάριζε σα να λέμε.
– Παιδί μου, ούτε ζωντανός δε μου ‘χε μιλήσει έτσι ο Τάκης. Και πόσο μου ‘λειψες, Καίτη μου, και τώρα καταλαβαίνω, Καίτη μου, και τι άμυαλος ήμουνα...
– Τι λες βρε, Καίτη μου...
– Κι έφυγα, Καίτη μου, και δε σε χάρηκα...
– Τι δε σε χάρηκε; Πενήντα χρόνια σ’ είχε.
– Ερωτικώς εννοούσε, βρε Βέρα μου.
– Α!
– Ερωτικώς. Σίγουρα ερωτικώς. Γιατί μετά...
– Τι γίνηκε μετά;
– Ντρέπομαι και να το πω... Αρχίνησε, Βέρα, να βογγάει.
– Τι να κάνει;
– Βογγούσε, έτσι, α α α...
– Μην πονούσε πουθενά;
– Πεθαμένος είναι, Βέρα, το λέει κι η νεκρώσιμος, «ένθα ουκ έστι πόνος».
– Σωστά. Άρα λες ήταν...
– Ερωτικό ήταν. Δε λέει πουθενά «ουκ έστιν έρως»...
– Δεν το λέει...
– Γιατί δεν το λέει;
– Γιατί, Καίτη μου;
– Γιατί έστιν!
Παύση.
– Καίτη, ξεμωράθηκες.
– Μία φορά να χαρείς με τη χαρά μου, μία!
– Αφού μου λες αρλούμπες! Άκου κει είν’ ο Τάκης μες στον απορροφητήρα και βογγά.
– Σου λέω, Βέρα μου, είναι!
– Ο Τάκης, Καίτη μου, μια ζωή βογγούσε έξω ‘πό το σπίτι, δεν μπορεί να ‘ρθε τώρα στο ύστερο να βογγήξει μέσα. Δεν είναι Τάκης αυτό, πώς να σ’ το πω;
– Κι άμα μετάνιωσε; Αφού το είπε, τον άκουσα! Είπε «Καίτη, μετάνιωσα».
Παύση μεγάλη εδώ. Η Καίτη κοιτάει προς τα πάνω με αγωνία. Η Βέρα κοιτάει προς τα κάτω τα νύχια της. Βρίσκει τα χέρια της ακόμα πολύ κομψά, κι ας έχει καιρό να τα φροντίσει.
«Τι να πω, μπορεί...», λέει τελικά η Βέρα στην Καίτη.
Η Καίτη παίρνει ανάσα. Για λίγο, δε μιλάει καμια τους. Μετά:
– Βέρα; Είσαι εκεί;
– Ναι.
– Ε, πες τίποτα.
Η Βέρα δε μιλάει.
– Τι έχεις τώρα;
– Τίποτα. Να παίρνεις τα χάπια σου.
Μικρή παύση. Η Καίτη γελάει.
– Ανησυχείς για τη φιλενάδα σου;
Η Βέρα δεν απαντά.
– Τα παίρνω τα χάπια μου, να μην ανησυχείς για τα χάπια μου...
– Να πας να κοιταχτείς, μπορεί να θέλεις καινούρια.
– Ούτε δυο μήνες δεν είναι που κοιτάχτηκα.
– Να πας στον Παπαποστόλου που δε χαρίζει κάστανα.
– Στον Παπαποστόλου πάω.
– Στον Σπύρο;
– Στον Σπύρο, Βέρα μου, στον Σπύρο.
Παύση.
– Απλώς ο Τάκης μετάνιωσε. Αυτό είν’ όλο κι όλο.
Η Βέρα δεν απάντησε. Ακούστηκε πάνω σούρσιμο παντόφλας κι ύστερα ένα ψυγείο να κλείνει. Άνοιγμα βρύσης και το τσικ του αλουμινίου των χαπιών. Μετά από λίγο, ένας αποκαμωμένος στεναγμός.
– Βέρα, είσαι κει;
– Ναι, το θερμοσίφωνο πήγα ν’ ανάψω...
– Εσύ κανένα νέο από τον Ναύαρχο;
– Μπα, εμείς τα ίδια. Ησυχία...
– Καλή είν’ η ησυχία, Βέρα μου, καλή.
– Καλή είναι...
Μικρή παύση. Και πάλι η Βέρα, σιγά, ίσα που ακούγεται:
– Καλή.
Αργότερα το ίδιο βράδυ, στην ξύλινη ροτόντα της κουζίνας, η Βέρα βάφει τα νύχια της με ροζ περλέ μανό. Όταν στεγνώσουν, σπρώχνει με προσεκτικές κινήσεις την καρέκλα της δίπλα στον φούρνο. Κάθεται, βολεύεται, κι ανοίγει λίγο το ρομπάκι της στα μπούτια. Παίρνει βαθιά ανάσα και πιέζει το κουμπί του απορροφητήρα στο τρία. Βουή αέρα ξεχύνεται μες στο δωμάτιο μα τίποτ’ άλλο. Η Βέρα περιμένει. Περιμένει και περιμένει. Όλο το βράδυ περιμένει μα μόνο αέρας κοπανιστός ακούγεται, μέχρι που φτάνουν μεσάνυχτα και τα βλέφαρά της αρχίζουν να σβήνουν. Σηκώνεται τρίζοντας απ’ την καρέκλα της και σέρνει τις καλές της τις παντόφλες μέχρι την κάμαρα. Σκέφτεται πως τ’ αυτιά της γεράσαν πριν από κείνην, πως έχει χρόνια να πάρει ένα καινούριο φόρεμα, πως ίσως τελικά ο Τάκης να μετάνιωσε στ’ αλήθεια.