Η πόλη τον ήχο του νερού αγνοεί στις παρειές του μπετόν, από ωραίων παθών παφλασμούς βιασμένη –
Στην κοιλιά τ’ ουρανού χοχλάζουν βροντές και στo στέρνο του ανοίγουν ουλές αστραπών, σεντόνια ασημίζοντας με λέπια ψαριών και φωνές από άμμο
Αστραπές εδραιώνουν στους δρόμους φαντάσματα σκύλων, όπως γαβγίζουν νεογνά-αστερίες που βυζαίνουν αστραφτερές κελεμπίες θεών στο σκοτάδι
Αναιδής η βροχή γυροφέρνει στις γούρνες τα οστά της ημέρας, να ξεπλύνει των ανθρώπων το ίζημα και μια γόβα, με φούξια στρας, της μικρής Θηρεσίας
Μπορεί και μακάβριο μειδίαμα να ’ναι η οιμωγή του νερού, αφού το σιδερένιο φουρό του ανοίγει με τούλια από λάσπη ν’ αγκαλιάσει τον ρόγχο που λιώνουν οι τοίχοι
Περιπαίζει σαν πόρνη ορυμαγδούς και πλημμύρες, κ’ οι πομπές τους τρεκλίζουν απειλή σε δελφίνια, σανδάλια, σεζ-λονγκ, ηλιοτρόπια στο μπαλκόνι της ξανθιάς Αριάδνης
Η Αριάδνη τραβά τις κουρτίνες να μαλάξει με κεραυνούς τα μαλλιά της, ενώ ψαλμωδίες βατράχων προσγειώνονται με γόους στα κάγκελα
Φρενήρης υποψία την καλλονή ταλαντεύει πως δεν υπάρχουν θάλασσες πλέον να λικνίσουν έστω κι έναν Θησέα λειψό σε βαρκούλα
Την πήραν ω! την Ξανθούλα, γρατζουνάει μια μπαλάντα ξινή στα μικρά της δοντάκια, και δαγκώνει κεράσια
Κάποιος με μαύρο αδιάβροχο, βαλίτσα, ημίψηλο, στον φανοστάτη κουρδίζει την κούκλα Θηρεσία, πιστεύει στο θαύμα
Το ρεύμα γλιστρά τη γυαλάδα του μαύρου στα δοντάκια της νέας, που μ’ ένα στιλέτο ορμάει στο πάπλωμα
Πούπουλα, κερασάκια στα λιγωμένα μου χειλάκια, τραγουδά η Θηρεσία, και το ημίψηλο όλο την κουρδίζει, την κουρδίζει με μανία…
Τόσος ρόχθος υδάτων κι ούτε μια χάρτινη βάρκα να βρει τον γκρεμό για τη θάλασσα!