«Μάθτορα, ο χοντρόθ πέθανε απ’ το πολύ φαΐ!», είπε ο πιτσιρικάς σαν είδε τον Καρδά να κατηφορίζει. Οι λεπτολογίες του καλικάτζαρου επιβραβεύτηκαν με μια καλοζυγισμένη φάπα, η οποία τον έτρεψε σε άτακτη φυγή μυξοκλαίγοντας.
Ξεροκατάπιε ο Καρδάς και μπήκε στην αυλή του φρεσκοασβεστωμένου σπιτιού. Κόσμος πολύς στην αυλή.
«Τι έγινε, ρε παιδιά; Πώς οριζοντιώθηκε ο Αρτέμης;»
«Κακά τα ψέματα, ο συγχωρεμένος έτρωγε, Μήτσο. Γαμιότανε στο φαΐ, θέμα χρόνου ήτανε», γύρισε και είπε ο κεντρώος λογιστής με τις ηρωικές τιράντες, που τύγχανε κοινός φίλος των δύο ανδρών.
Πράγματι, ο αποθανών ήταν φοβερό και τρομερό πιρούνι, βαρύ πυροβολικό, σε όλα του μερακλής. Η χηρεύσασα έκανε λόγο για δυο μερίδες γιαουρτλού, τις οποίες καταβρόχθισε ο περί ού ο λόγος με υστερική ταχύτητα πριν πάρει τη μεσημεριανή του σιέστα. Η παράδοση σχεδόν μιας δεκαετίας στο ξεκοιλίδιασμα κόστισε τη ζωή του πολυφίλητου Αρτέμη. Ο γιατρός είπε ότι ο συγχωρεμένος κατά τη διάρκεια του ύπνου του και μετά από μια σκληρή μάχη με τον ιδρώτα υπέκυψε στα γεύματά του.
«Ο Θεός να ξεκουράσει τη γνάθο του, ήταν καλός άνθρωπος», ξαναείπε ο λογιστής, ο οποίος δεν φάνηκε να επηρεάζεται καθόλου από τον θάνατο του καλοφαγά φίλου του. Ηχηρή απόδειξη της αδιαφορίας του, ο τρόπος που κατέβαζε τις μπουκιές τις μαγκιόρες σαν πήγανε, μετά που κλάψανε τον νεκρό, στου Καρδά να φάνε. Οι κοιλαράδες έχουν την τάση να πιστεύουν ότι όσοι την πατάνε από τη μάσα είναι τουλάχιστον δύο φορές χοντρότεροι από εκείνους, οπότε το στοιχείο του παραδειγματισμού είναι στην καλύτερη περίπτωση θνησιγενές – ο γράφων τυγχάνει ζωντανό παράδειγμα.
Του σκουπίσανε τις σάλτσες από το στόμα και τον κατεβάσανε στον λάκκο. Η κηδεία έγινε την επομένη του θανάτου, δεκαέξι Μαΐου 1963. Τη μέρα που ο Παύλος καλωσόριζε τον Ντε Γκωλ.
Του Καρδά τού στοίχισε φοβερά ο χαμός του Αρτέμη. Μπορεί να βλέπονταν αραιά και πού τα τελευταία χρόνια, αλλά ήταν «αδέρφια εν όπλοις». Πριν ο Αρτέμης υπογράψει τη δήλωση και επικεντρωθεί στο φαΐ, ήταν από τους πιο πιστούς αγωνιστές του Κόμματος. Τον απειλήσανε ότι θα του μακέλευαν τη σύζυγο και έτσι λένε πως υπέγραψε τη μετάνοια. Μετά τη δήλωση κράτησε τον λόγο του και δεν ξανασχολήθηκε ποτέ με το Κόμμα, ούτε ρωτούσε.
Πέρα απ’ τον Καρδά, τον αγαπούσε πολύ και ο Νικολά. Τον πρώτο καιρό που άρχισε ο Πεκρέρ να πηγαίνει στο οινομαγειρείο, έκανε πολλή παρέα με τον Αρτέμη, ο οποίος τότε ήταν καθημερινός θαμώνας. Ο Αρτέμης ήταν ο μόνος με τον οποίο ο Νικολά μπορούσε να μιλήσει γαλλικά εκτός της πρεσβείας, μια και ο αποθανών τα είχε μάθει τα χρόνια εκείνα που ήταν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες.
Όπως το ακούσατε, ο υπεράνω κάθε επαναστατικής υποψίας κύριος μέσα στην κάσα, με τα αχώνευτα κεμπάπ στην κοιλιά και την καραφλίτσα, ήταν ένας εκ των πεντακοσίων Ελλήνων κομουνιστών του τάγματος Γκεόργκι Δημητρόφ. Πριν πάρει τον δρόμο για το Αλμπαθέτε, ο Αρτέμης βρέθηκε στο Παρίσι, το οποίο ήταν το μέρος στρατολόγησης, στο οποίο και επέστρεψε μετά τη νίκη των φασιστών του Φράνκο επί των Δημοκρατικών. Τα σύνορα στην Ελλάδα του Μεταξά ήταν ερμητικά κλειστά για τύπους σαν τον Αρτέμη, ο οποίος αναγκάστηκε να μείνει στα γαλλικά χώματα για κάποιο χρονικό διάστημα – αγνοούμε το πόσο καθώς ο συγχωρεμένος στα ζητήματα αυτά αναφερόταν ακροθιγώς.
[ Απόσπασμα από την ομώνυμη πολιτική νουβέλα που θα κυκλοφορήσει από τις εκδ. Μωβ Σκίουρος ]