Ο Ελιά-Μπαμπά χωρίς κλέφτες

«Ο έφηβος των Αντικυθήρων», Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα
«Ο έφηβος των Αντικυθήρων», Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα

Η ελιά εί­χε φου­ντώ­σει, το πρό­σε­ξαν κι οι δυο. Όχι γλά­στρα αν­θο­πω­λεί­ου, αλη­θι­νή ελιά από φυ­τώ­ριο, που τρε­φό­ταν κα­λά. Χα­μη­λή, αλ­λά απλω­νό­ταν σαν να ήθε­λε να γί­νει σκε­πή. Από κά­τω, τα βό­τσα­λα σ’ ένα δυο ση­μεία άφη­ναν κε­νό και φαι­νό­ταν το συρ­μα­τό­πλεγ­μα. Να εί­χε κλέ­ψει κά­ποιος βό­τσα­λα; Βό­τσα­λα, στην ίδια ή σε πιο σκού­ρα από­χρω­ση, εί­χαν και οι άλ­λοι. Κά­ποιο χέ­ρι ή το χέ­ρι του αέ­ρα εί­χε ρί­ξει το μαρ­μα­ρά­κι με το όνο­μα και τις δυο χρο­νο­λο­γί­ες. Η μι­κρό­τε­ρη έσκυ­ψε κι έστη­σε το μαρ­μα­ρά­κι στη θέ­ση του. Να έβγα­ζαν μια φω­το­γρα­φία; Πή­ρε μια κο­ντι­νή με το κι­νη­τό της και την έδει­ξε στη με­γα­λύ­τε­ρη. Μάλ­λον αυ­τή αρ­κού­σε.
Την ελιά μή­πως να την έπαιρ­νες, πρό­τει­νε η με­γα­λύ­τε­ρη, που ζού­σε μα­κριά. Η μι­κρό­τε­ρη της θύ­μι­σε πως η ελιά εί­χε μπει απευ­θεί­ας στο χώ­μα. Δεν ήθε­λε να την πά­ρει. Νο­μί­ζω θα του άρε­σε να γί­νει ελιά, σκέ­φτη­κε φω­να­χτά η με­γα­λύ­τε­ρη. Δεν ήταν τέ­τοια η πρό­θε­σή της, αλ­λά ήχη­σε λί­γο σαν αντί­δρα­ση στην προη­γού­με­νη άρ­νη­ση. Και να ήθε­λαν να την πά­ρουν, δεν γι­νό­ταν, δι­καιο­λο­γή­θη­κε η μι­κρό­τε­ρη. Δεν εί­χαν έρ­θει με δι­κό τους μέ­σο, πώς θα την κου­βα­λού­σουν στο με­τρό; Για­τί όμως αρ­γούν τό­σο; ρώ­τη­σε η με­γα­λύ­τε­ρη. Ανη­συ­χού­σε που δεν εί­χαν βρει κα­νέ­ναν. Για­τί εδώ έτσι κά­νουν, απά­ντη­σε η μι­κρό­τε­ρη με κά­τι σαν γε­λά­κι. Όχι τί­πο­τα άλ­λο, ήταν Δευ­τέ­ρα. Αν τους εί­χαν βά­λει Τρί­τη, όπως εί­χε ζη­τή­σει αυ­τή στην αρ­χή, θα μπο­ρού­σαν τη Δευ­τέ­ρα να επι­βε­βαιώ­σουν μ’ ένα τη­λε­φώ­νη­μα την ημέ­ρα και την ώρα. Όμως την Τρί­τη δεν υπήρ­χε κε­νό. Δεν υπήρ­χε άλ­λο κε­νό για ολό­κλη­ρο τον επό­με­νο μή­να.
Η μι­κρό­τε­ρη προ­σφέρ­θη­κε τώ­ρα να τη­λε­φω­νή­σει στο γρα­φείο. Θα πε­ρι­μέ­νε­τε λί­γο και θα ’ρ­θούν οι ερ­γά­τες, επα­νέ­λα­βε αυ­τό που της εί­παν, και άρ­χι­σαν κι οι δυο να κοι­τά­νε με ανα­νε­ω­μέ­νο εν­δια­φέ­ρον μια μι­κρή κί­τρι­νη μπουλ­ντό­ζα στην άλ­λη άκρη, κο­ντά στον μα­ντρό­τοι­χο. Δί­πλα της στέ­κο­νταν πέ­ντε έξι άν­θρω­ποι που δεν φαι­νό­ντου­σαν κα­λά από δω. Ού­τε καν ξε­χώ­ρι­ζαν οι γυ­ναί­κες από τους άντρες. Μπο­ρού­σε κα­νείς να φα­ντά­ζε­ται πως έκα­ναν κά­τι άλ­λο εκεί, πως η μπουλ­ντό­ζα, ή μάλ­λον εκ­σκα­φέ­ας, δεν εί­χε κα­μιά σχέ­ση με τη δι­κή τους υπό­θε­ση. Κα­τά βά­θος όμως ήξε­ραν κι οι δυο πως το άσχε­το γί­νε­ται σχε­τι­κό, πως εί­ναι απλώς θέ­μα χρό­νου.
Τα πράγ­μα­τα που έπρε­πε να φέ­ρουν τα εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει η μι­κρό­τε­ρη σε μια άσπρη πλα­στι­κή σα­κου­λί­τσα που, φτά­νο­ντας, η με­γα­λύ­τε­ρη την εί­χε ακου­μπή­σει άκρη άκρη στο πε­ζού­λι. Χω­ρού­σε ίσα ίσα το κρα­σί, τις μα­ξι­λα­ρο­θή­κες και τη χλω­ρί­νη. Τι πα­ρέα να έκα­ναν τα τρία τους. Η μι­κρό­τε­ρη εί­χε μά­λι­στα φρο­ντί­σει ν’ αλ­λά­ξει τις μα­ξι­λα­ρο­θή­κες, για­τί αυ­τές που εί­χε αγο­ρά­σει η με­γα­λύ­τε­ρη δεν ήταν εκα­τό τοις εκα­τό κο­τόν.

Το δά­σος που ξε­κι­νού­σε ακρι­βώς από πά­νω, και η θέα της πό­λης ακρι­βώς από κά­τω, τρά­βη­ξαν για λί­γο την προ­σο­χή τους. Ήταν ένα όμορ­φο και κρύο πρω­ι­νό, Φλε­βά­ρης που που δεν ήθε­λε να φλε­βί­σει. Η με­γα­λύ­τε­ρη θυ­μή­θη­κε κά­τι που εί­χε πρό­σφα­τα δια­βά­σει. Τα αι­σθή­μα­τα εί­ναι απόρ­ροια της απο­τί­μη­σης ενός ερε­θί­σμα­τος, μιας απο­τί­μη­σης που θυ­μί­ζει το κύ­μα που γυ­ρί­ζει απ’ τη θά­λασ­σα, φέρ­νο­ντας κά­θε φο­ρά κά­τι άλ­λο. Πε­τρα­δά­κια, άμ­μο, φύ­κια, κο­χύ­λια. Θυ­μό, φό­βο, λύ­πη, χα­ρά. Τώ­ρα τα κύ­μα­τα έφτα­ναν άδεια, λες και ο πλού­τος αυ­τού του βυ­θού εί­χε εξα­ντλη­θεί.
Στο με­τα­ξύ, ο εκ­σκα­φέ­ας κο­ντά στον μα­ντρό­τοι­χο εί­χε δι­πλώ­σει τη δα­γκά­να του, αλ­λά το μι­κρό πλή­θος δεν έλε­γε να δια­λυ­θεί. Από δω δεν μπο­ρού­σαν να με­τρή­σουν πό­σοι ήταν ακρι­βώς. Κά­ποιους τους έκρυ­βε ένα άσπρο φορ­τη­γά­κι που ήταν στα­μα­τη­μέ­νο λί­γο πιο κει. Μπο­ρεί να υπήρ­χαν κι άλ­λοι κρυμ­μέ­νοι πί­σω απ’ τα θρεμ­μέ­να κυ­πα­ρίσ­σια. Αν ξαφ­νι­κά τους δού­με να φεύ­γουν, τό­τε θ’ αρ­χί­σω κι εγώ ν’ ανη­συ­χώ, εί­πε η μι­κρό­τε­ρη.
Η με­γα­λύ­τε­ρη σκε­φτό­ταν την ελιά. Η ελιά δεν υπο­πτευό­ταν το πα­ρα­μι­κρό. Ήταν το ίδιο αθώα με τις φω­το­γρα­φί­ες γύ­ρω τρι­γύ­ρω – πρό­σω­πα που τη στιγ­μή που απα­θα­να­τί­στη­καν δεν εί­χαν ιδέα πως η φω­το­γρα­φία, αυ­τή ει­δι­κά, θα έμπαι­νε μια μέ­ρα εδώ. Αυ­τή η στιγ­μή. Ό,τι και να λέ­νε για τα φυ­τά –πως κι αυ­τά νιώ­θουν–, η ελιά ήταν το ίδιο αθώα με τον μπα­μπά, και τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να εί­ναι αθω­ό­τε­ρο απ’ την ανυ­παρ­ξία.
Να με λέ­τε πα­τέ­ρα. Δεν μ’ αρέ­σει το μπα­μπάς. Θυ­μί­ζει τον Αλή Μπα­μπά και τους κλέ­φτες.
Εί­χαν πει οι ερ­γά­τες, άντρες δη­λα­δή. Άντρας οδη­γού­σε τον μι­κρό κί­τρι­νο εκ­σκα­φέα που προ­χω­ρού­σε λι­κνι­στά πά­νω στις χα­μη­λές του ερ­πύ­στριες. Ίσα που χω­ρού­σε να πε­ρά­σει, λες και ο διά­δρο­μος εί­χε χτι­στεί στο πλά­τος του. Από τον πά­νω διά­δρο­μο, αυ­τόν που χώ­ρι­ζε το τε­λευ­ταίο διά­ζω­μα απ’ το δά­σος, ερ­χό­ταν το άσπρο φορ­τη­γά­κι. Άντρας οδη­γός, και δί­πλα του γυ­ναί­κα. Τα δυο οχή­μα­τα κέρ­δι­ζαν έδα­φος αρ­γά αλ­λά στα­θε­ρά, ώσπου τις έφτα­σαν και τις έκλει­σαν ανά­με­σά τους. Από την κα­μπί­να του, ο οδη­γός του εκ­σκα­φέα έβα­λε τις φω­νές: Φύ­γε­τε απ’ τη μέ­ση, μη σας χτυ­πή­σω! Προ­φα­νώς δεν μπο­ρού­σε να ξέ­ρει πό­σο πλή­ρης νο­ή­μα­τος ήταν η φρά­ση. Εσύ έτρω­γες το χα­στού­κι, για­τί έμπαι­νες στη μέ­ση διεκ­δι­κώ­ντας το δί­κιο σας. Το εί­χε πει ο μπα­μπάς χρό­νια πριν στη με­γα­λύ­τε­ρη. Δεν ήταν όμως γι’ αυ­τό που εί­χε γί­νει άν­θρω­πος των άκρων.
Μπο­ρεί­τε να στα­θεί­τε από κει. O άντρας του μι­κρού φορ­τη­γού τους έδει­ξε τον πά­νω διά­δρο­μο, δί­νο­ντάς τους τη δι­καιο­λο­γία ν’ απο­μα­κρυν­θούν κά­πως. Η μι­κρό­τε­ρη πή­ρε μα­ζί της και τη σα­κού­λα. Τώ­ρα σε πρώ­το πλά­νο εί­χαν την κα­ρό­τσα, που έγρα­φε στο πλάι Δή­μος Πα­πά­γου 2004 – ίσως από τους Ολυ­μπια­κούς. Ο εκ­σκα­φέ­ας εί­χε ήδη βά­λει μπρος, όταν τις πλη­σί­α­σε η γυ­ναί­κα, που θα ήταν στην ηλι­κία τους. Φο­ρού­σε πορ­το­κα­λί γά­ντια κη­που­ρού λε­ρω­μέ­να απ’ τα χώ­μα­τα, και τό­σο foundation που δεν μπο­ρού­σες να μη σκε­φτείς πως αυ­τή θα έβα­ζε τις τε­λευ­ταί­ες πι­νε­λιές στο μα­κι­γιάζ των προ­σώ­πων. Έτσι εί­ναι η ζωή, παι­διά. Ήταν μια φρά­ση που θα την εί­χε επα­να­λά­βει αμέ­τρη­τες φο­ρές, κι ίσως γι’ αυ­τό ένιω­σε την ανά­γκη να την ξα­να­κού­σει κι η ίδια. Πε­ρι­μέ­νε­τε εδώ και θα σας πού­με, πρό­σθε­σε πριν τους γυ­ρί­σει τη πλά­τη για να επι­στρέ­ψει στους άλ­λους.

Ο άντρας του μι­κρού φορ­τη­γού εί­χε στο με­τα­ξύ απλώ­σει πά­νω στους δι­πλα­νούς έναν με­γά­λο μου­σα­μά. Τον έχει βά­λει για να μην πέ­φτουν χώ­μα­τα, εί­πε η με­γα­λύ­τε­ρη. Η μι­κρό­τε­ρη εί­πε κά­τι για το φέ­ρε­τρο. Τα φτιά­χνουν από ξύ­λο που απο­συ­ντί­θε­ται αμέ­σως. Η με­γα­λύ­τε­ρη της εί­πε να ακου­μπή­σει κά­τω τη σα­κού­λα, δεν υπήρ­χε λό­γος να την κρα­τά­ει. Ο εκ­σκα­φέ­ας συ­νέ­χι­ζε το έρ­γο του. Τό­σο χώ­μα που πώς να εί­ναι ελα­φρύ.
Ο άλ­λος ήταν πο­λύ ντυ­μέ­νος, άκου­σαν σε μια στιγ­μή τον οδη­γό του μι­κρού φορ­τη­γού. Μι­λού­σε στη γυ­ναί­κα, που κά­τι του απά­ντη­σε χα­μη­λό­φω­να. Λες κι εί­χε πέ­σει το σύν­θη­μα, εί­δαν να στρί­βει στον πά­νω διά­δρο­μο ένα σκού­ρο Peugeot. Ερ­χό­ταν κα­τα­πά­νω τους ψά­χνο­ντας την έξο­δο. Με­τέ­φε­ρε κά­ποιους από τους αν­θρώ­πους που εί­χαν δει από από­στα­ση, τους συγ­γε­νείς του πο­λύ ντυ­μέ­νου. Τι γαϊ­δού­ρια που εί­ναι με­ρι­κοί! σχο­λί­α­σε με δυ­να­τή φω­νή η με­γα­λύ­τε­ρη, όταν το Peugeot στα­μά­τη­σε μπρο­στά τους. Από τον κά­τω διά­δρο­μο, ο οδη­γός του μι­κρού φορ­τη­γού φώ­να­ξε πως δεν γι­νό­ταν να με­τα­κι­νη­θεί. Ήταν ηλί­ου φα­ει­νό­τε­ρο. Εί­χε σταθ­μεύ­σει εκεί ώστε ο εκ­σκα­φέ­ας να ρί­χνει το χώ­μα μέ­σα στην κα­ρό­τσα. Χοῦς εἰς χοῦν, μια που η κα­ρό­τσα πε­ριεί­χε ήδη το χώ­μα του πο­λύ ντυ­μέ­νου. Το αυ­το­κί­νη­το των συγ­γε­νών άρ­χι­σε αρ­γά την όπι­σθεν.
Όταν ο οδη­γός του εκ­σκα­φέα μά­ζε­ψε το φτυά­ρι του, ο οδη­γός του μι­κρού φορ­τη­γού έβγα­λε το δι­κό του. Τέ­τοιο φτυά­ρι εί­χε κι ο μπα­μπάς. Φτυά­ρι­ζε τα χώ­μα­τα στο εξο­χι­κό και τα με­τέ­φε­ρε από το ένα μέ­ρος στο άλ­λο προ­σπα­θώ­ντας να διορ­θώ­σει την κλί­ση. Το κα­λο­καί­ρι με το φα­νε­λά­κι – του εί­χαν πει πως ο ήλιος κα­θα­ρί­ζει τη δρω­τσί­λα ή και την ψω­ρί­α­ση. Σαν τον Έφη­βο των Αντι­κυ­θή­ρων, αστειευό­ταν, αλ­λά αυ­τές δεν γε­λού­σαν. Με μό­νη δια­φο­ρά πως ο Έφη­βος των Αντι­κυ­θή­ρων βρέ­θη­κε στο νε­ρό, κι όχι θαμ­μέ­νος στη γη.
Της το εί­χε πει όρ­θιος στην κου­ζί­να ένα με­ση­μέ­ρι, μάλ­λον αφού εί­χαν απο­φά­ει. Δεν θυ­μό­ταν αν εί­χε λεί­ψει προη­γου­μέ­νως στο χω­ριό για να κά­νει αυ­τή τη δου­λειά ή αν κά­τι άλ­λο έγι­νε αφορ­μή να της το πει, να το πει στη με­γα­λύ­τε­ρη, που κα­θό­ταν στην ακρια­νή μπορ­ντό κα­ρέ­κλα ανε­βά­ζο­ντας τα πό­δια της στην πόρ­τα του ψυ­γεί­ου. Πώς κά­θε­σαι έτσι, θα πέ­σεις και θα σπά­σεις τη μέ­ση σου. Η από­στα­ση απ’ το ψυ­γείο ήταν μι­κρή. Έπρε­πε να γλι­στρή­σει χα­μη­λά στην κα­ρέ­κλα και να στη­ρί­ξει τη μέ­ση της στο επεν­δυ­μέ­νο με δερ­μα­τί­νη κά­θι­σμα, κρα­τώ­ντας κό­ντρα με λυ­γι­σμέ­να πό­δια στην ακ­μή της πόρ­τας του ψυ­γεί­ου. Στά­ση εμ­βρύ­ου, θα μπο­ρού­σε να την πει κα­νείς, απο­κλεί­ε­ται όμως να της το εί­πε ενώ εί­χε πά­ρει αυ­τή τη στα­ση, ή να πή­ρε αυ­τή τη στά­ση ενώ της το έλε­γε. Το εί­χε πει μία και μό­νη φο­ρά.
Εί­χε πε­ρά­σει πολ­λά χρό­νια μέ­σα στη γη, και τα κό­κα­λά της ήταν άσπρα και όμορ­φα σαν πέ­τρες από κά­ποια ακρο­για­λιά. Έτσι το εί­χε πει.
Την εί­χαν γνω­ρί­σει από μια φω­το­γρα­φία που έστε­κε κα­δρα­ρι­σμέ­νη σε κά­ποιο ρά­φι του μπου­φέ. Χρό­νια με­τά βρέ­θη­κε και μια δεύ­τε­ρη ακα­δρά­ρι­στη, μαυ­ρό­α­σπρη κι αυ­τή. Εκεί στε­κό­ταν δί­πλα στον παπ­πού τους, που και στα ενε­νή­ντα του ήταν λε­βε­ντιά κα­μα­ρω­τή. Ψη­λός σαν κυ­πα­ρίσ­σι, ενώ εκεί­νη ήταν κο­ντού­λα, σαν τη λε­μο­νιά στο τρα­γού­δι, σε φί­λη­σα κι αρ­ρώ­στη­σα, που το ξέ­βρα­ζαν τώ­ρα στο μυα­λό της τα κύ­μα­τα της απο­τί­μη­σης. Μάλ­λον εξαι­τί­ας της ελιάς πά­νω απ’ την τρύ­πα – κο­ντού­λα κι αυ­τή. Κο­ντού­λα, αλ­λά πο­λύ άξια. Εί­χε πε­θά­νει νω­ρίς, πριν πα­ντρευ­τούν οι γο­νείς τους. Την αγα­πού­σαν στο χω­ριό, και τη ζη­τού­σαν και σ’ άλ­λα χω­ριά για­τί ήξε­ρε να λέ­ει μοι­ρο­λόι.

Όλα εντά­ξει, φώ­να­ξε η γυ­ναί­κα πριν ακό­μη φτά­σει κο­ντά τους. Μπο­ρεί να βγει. Για­τί αλ­λιώς θα χρεια­ζό­ταν να πε­ρά­σουν μή­νες. Για μια στιγ­μή, η προ­ο­πτι­κή να περ­νού­σαν μή­νες έμοια­ζε προ­τι­μό­τε­ρη. Πα­πάς, εξα­κο­λού­θη­σε η γυ­ναί­κα, ο προη­γού­με­νος ήταν πα­πάς, και οι άλ­λοι ήθε­λαν να πά­ρουν τα αμ­φία. Έτσι τα εί­πε πα­ρα­το­νί­ζο­ντας, έτσι να τα εί­χαν πει κι οι συγ­γε­νείς του πα­πά; Άμ­φια, τη διόρ­θω­σε η με­γα­λύ­τε­ρη. Άμ­φια, επα­νέ­λα­βε η γυ­ναί­κα και ολο­κλή­ρω­σε αυ­τό που πή­γαι­νε να πει. Τους εί­πα εί­ναι βρεγ­μέ­να και σκι­σμέ­να, τι να σας δώ­σου­με;
Ωκύ­πους σαν τον Αχιλ­λέα, αυ­τό σκέ­φτη­κε, όταν εί­δε το πρώ­το, μαύ­ρο σαν τη γη, να το ση­κώ­νει στα χέ­ρια του ο ερ­γά­της σαν να ήθε­λε να το πε­ριερ­γα­στεί. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι το μη­ριαίο. Εί­χε γρή­γο­ρα πό­δια ακό­μη και στα ογδό­ντα του, κι έτρε­χαν από πί­σω του αυ­τές να τον προ­λά­βουν, μι­κρό­τε­ρη και με­γα­λύ­τε­ρη.
Από ένα ση­μείο και με­τά δεν κοι­τού­σαν. Έκο­βαν άλ­λω­στε τη θέα η ελιά και η δι­πλα­νή επι­τύμ­βια στή­λη. Ο ερ­γά­της του δή­μου έβα­ζε σε μια σα­κού­λα τον μπα­μπά, θα τον πή­γαι­ναν με­τά στο πλυ­ντή­ριο. Κι επει­δή ήταν χει­μώ­νας, θα έπαιρ­νε μέ­ρες να στε­γνώ­σει, κι ύστε­ρα η απο­λύ­μαν­ση. Κυ­ρία Λί­τσα, να ζη­τή­σε­τε τη Λί­τσα, έλε­γε τώ­ρα η γυ­ναί­κα, κι όλα αυ­τά θα τα εί­χε ξα­να­πεί αμέ­τρη­τες φο­ρές. Σε βαθ­μό που οι λέ­ξεις εί­χαν γί­νει κό­κα­λα.

Να με λέ­τε πα­τέ­ρα. Ο Έφη­βος των Αντι­κυ­θή­ρων βρέ­θη­κε στο νε­ρό.
Τι όνο­μα; ρω­τού­σε τώ­ρα η γυ­ναί­κα, κι άρ­χι­σε να το γρά­φει με μαρ­κα­δό­ρο πά­νω στη σα­κού­λα. Εί­χε το μέ­γε­θος σα­κού­λας σκου­πι­διών, δεν ήταν όμως μαύ­ρη αλ­λά ένα ασυ­νή­θι­στο κα­φε­τί – σα­κού­λα κη­που­ρού. Με δύο λάμ­δα, φώ­να­ξε η με­γα­λύ­τε­ρη, νιώ­θο­ντας πως πρό­δι­δε ένα μυ­στι­κό.
Μην ανη­συ­χεί­τε, δεν θα τους μπερ­δέ­ψου­με.
Κι αυ­τό από την κυ­ρία Λί­τσα. Τό­τε μό­νο πρό­σε­ξαν πως υπήρ­χε και δεύ­τε­ρη σα­κού­λα κη­που­ρού. Ήταν ακου­μπι­σμέ­νη κα­τά­χα­μα, άκρη άκρη στον διά­δρο­μο ανά­με­σα στα μνή­μα­τα, και το όνο­μα πά­νω ήταν δι­σύλ­λα­βο. Ο πα­πάς.
Ο κί­τρι­νος εκ­σκα­φέ­ας ετοι­μά­στη­κε να κά­νει τη στρο­φή. Ο ερ­γά­της του δή­μου πέ­τα­ξε το φτυά­ρι στην κα­ρό­τσα κι ανέ­βη­κε στη θέ­ση του οδη­γού. Η γυ­ναί­κα με­τέ­φε­ρε τη δι­κή τους σα­κού­λα δί­πλα στου πα­πά. Εκεί­νη τώ­ρα ήταν υπεύ­θυ­νη για τους δυο τους.
Θέ­λε­τε να πά­ρε­τε τα πράγ­μα­τα; της πρό­τει­νε η μι­κρό­τε­ρη. Δεν θα ρω­τού­σαν πώς θα τα χρη­σι­μο­ποιού­σαν – εί­χαν προ­τι­μή­σει να μην το συ­ζη­τή­σουν ού­τε με­τα­ξύ τους. Η γυ­ναί­κα πή­ρε τη μι­κρή άσπρη σα­κού­λα κι έρι­ξε μια μα­τιά στα πε­ριε­χό­με­να. Για τις μα­ξι­λα­ρο­θή­κες δεν ρώ­τη­σε τί­πο­τα.
Εί­ναι και το κου­τί, ξα­νά­πε η μι­κρό­τε­ρη. Κά­ποιος τους εί­χε πει πως έπρε­πε να το αγο­ρά­σουν στο τέ­λος. Τώ­ρα ήξε­ραν για­τί.
Θα το φέ­ρου­με εμείς από το μα­γα­ζί, τις δια­βε­βαί­ω­σε η γυ­ναί­κα κι έδει­ξε αό­ρι­στα προς τα κά­τω. Το μαρ­μα­ρά­δι­κο βρι­σκό­ταν στην εί­σο­δο του νε­κρο­τα­φεί­ου. Εκεί εί­χαν πα­ραγ­γεί­λει τον τά­φο.
Δί­νο­ντάς της το πε­νη­ντά­ρι­κο, ανα­ρω­τή­θη­καν αν έπρε­πε να της αφή­σουν κά­τι. Φι­λο­δώ­ρη­μα, που έλε­γε κι ο μπα­μπάς. Ήταν αρ­γά για να σκε­φτούν τους άλ­λους δύο. Ο εκ­σκα­φέ­ας κό­ντευε να φτά­σει στην εί­σο­δο. Το φορ­τη­γά­κι ανέ­βαι­νε προς την απέ­να­ντι πλευ­ρά, εκεί που εί­χαν στα­θεί προη­γου­μέ­νως οι άλ­λοι. Η γυ­ναί­κα έβγα­λε να δώ­σει τα ρέ­στα, και της εί­παν κρα­τή­στε τα.
Τώ­ρα ίσως ήταν κα­λή στιγ­μή.
Κυ­ρία Λί­τσα, θα μπο­ρέ­σε­τε να φυ­τέ­ψε­τε κά­που την ελιά; H με­γα­λύ­τε­ρη έλ­πι­ζε αό­ρι­στα πως η προ­σφώ­νη­ση μπο­ρεί να βοη­θού­σε.
Δεν ήταν ο μπα­μπάς, ήταν ο Ελιά-Μπα­μπά χω­ρίς κλέ­φτες. Δεν εί­χαν δει κλέ­φτες εδώ, κι ας ήταν εξο­χή, κι ας υπήρ­χε δά­σος. Το εί­δος των κλε­φτών που πε­τά­νε κλε­φτά, σαν να χο­ρεύ­ουν. Κλέ­φτες, άν­θη του χνου­διού. Κλέ­φτες που κλά­πη­καν οι ίδιοι.
Ξέ­ρε­τε πό­σα δέ­ντρα φυ­τεύ­ου­με, πό­σοι μας ζη­τά­νε, εί­πε η γυ­ναί­κα, κι έκα­νε μια αό­ρι­στη χει­ρο­νο­μία που θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει τα πά­ντα μα­ταιό­της. Ή και όχι.
Αν μπο­ρού­σα­τε να φυ­τέ­ψε­τε άλ­λο ένα, εί­πε η μι­κρό­τε­ρη.
Η γυ­ναί­κα χα­μο­γέ­λα­σε, χω­ρίς να υπο­σχε­θεί. Πα­ρά την πα­χιά στρώ­ση foundation, φαι­νό­ταν συ­μπα­θη­τι­κή. Εί­χε κά­πως βρε­θεί να κά­νει αυ­τή τη δου­λειά, και δεν ήθε­λε να δί­νει ψεύ­τι­κες υπο­σχέ­σεις. Έτσι εί­ναι η ζωή, παι­διά.
Πρώ­τη εκεί­νη άλ­λα­ξε θέ­μα. Τους έδω­σε κά­ποιες οδη­γί­ες. Ποιες ώρες δου­λεύ­ει εδώ, πό­τε να πά­ρουν τη­λέ­φω­νο, με­τά από πό­σο και­ρό. Οι δυο σα­κού­λες έγερ­ναν τώ­ρα η μια πά­νω στην άλ­λη, σαν ζευ­γα­ρά­κι σε πα­γκά­κι που τους βλέ­πεις πλά­τη. Δεν τους εί­χαν πει πού θα τις πή­γαι­ναν για αρ­χή. Στην πά­νω πλευ­ρά, εκεί που εί­χε στρί­ψει προη­γου­μέ­νως το Peugeot, στην άκρη του δά­σους, ήταν στα­μα­τη­μέ­νο το άσπρο φορ­τη­γά­κι και με ανε­βα­σμέ­νη την κα­ρό­τσα άδεια­ζε τα χώ­μα­τα. Έτσι κι αλ­λιώς δεν παί­ζουν παι­διά εδώ, σκέ­φτη­κε η με­γα­λύ­τε­ρη.
Ακό­μα εδώ εί­στε; φώ­να­ξε επι­στρέ­φο­ντας ο οδη­γός.
Ακό­μα εδώ. Πε­ρί­με­ναν να τον κα­τευο­δώ­σουν. Η κα­ρό­τσα ήταν άδεια, κι όπως τις ανέ­βα­σαν, οι δυο σα­κού­λες κρο­τά­λι­σαν όπως κρο­τα­λί­ζουν οι πέ­τρες. Ελα­φρό­πε­τρες. Κι άλ­λος κρό­τος με­τά, ίσως η γυ­ναί­κα εί­χε τσου­γκρί­σει κά­που το μπου­κά­λι με το κρα­σί. Μη φο­βά­στε, άκου­σαν τη φω­νή της, δεν έσπα­σε κά­τι. Δεν φο­βό­ντου­σαν πια, αλ­λά κά­τι εί­χε σπά­σει με τον τρό­πο που σπά­νε τα αγ­γεία στη γη και γί­νο­νται όστρα­κα.

Πε­ρί­με­ναν μέ­χρι να φτά­σει το φορ­τη­γά­κι στην άκρη του πά­νω δια­δρό­μου. Εκεί εί­χε ρί­ξει τα χώ­μα­τα προη­γου­μέ­νως, δί­πλα στα πρώ­τα κω­νο­φό­ρα του δά­σους. Υπήρ­χε χώ­ρος εκεί για να φυ­τέ­ψουν την ελιά που στε­κό­ταν ακό­μη στο προ­σκε­φά­λι της τρύ­πας, αλώ­βη­τη. Ήταν η τε­λευ­ταία μα­τιά. Ύστε­ρα γύ­ρι­σαν προς τη με­ριά της πό­λης κι άρ­χι­σαν να κα­τε­βαί­νουν προς τα κά­τω από τον πλαϊ­νό διά­δρο­μο.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Δή­μη­τρας Κολ­λιά­κου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: