Το δραστήριο συνεργείο του Δήμου δούλευε με μεγάλη αφοσίωση. Κούρευε τους θάμνους και τα δέντρα στο πεζοδρόμιο, κόνταινε κι όσα είχαν φουντώσει μέσα από τους κήπους και ξεχείλιζαν προς τα έξω. Είχαν ήδη σωριάσει μεγάλες κίτρινες σακούλες με κλαδιά και φύλλα. Έβαζαν τις τελευταίες πινελιές και σε λίγο θα έφευγαν, αφήνοντας πίσω μια εικόνα τάξης και καθαριότητας. Μέχρι του χρόνου, τέτοια εποχή.
Περνούσα τυχαία από το σημείο. Γυρίζοντας να δω πόσο άλλαξε η εικόνα, κοίταξα προς τον κήπο ενός σπιτιού που πιο πριν μόλις διακρινόταν πίσω από τα θεριεμένα δέντρα και τους κισσούς. Το έβλεπα τώρα καθαρά, ενώ τόσον καιρό το είχα χάσει. Τίποτα δεν είχε αλλάξει επάνω του. Ένα διώροφο πέτρινο με δύο μικρές βεράντες προς τον δρόμο στο ισόγειο, με μια παρατημένη παλιά καρέκλα στην κάθε μια. Κλειστά παντού παντζούρια και όλα αφημένα να μεγαλώνουν και να πεθαίνουν ελεύθερα, χωρίς να επεμβαίνει ανθρώπινο χέρι.
Εδώ θυμάμαι από χρόνια να μένει ένας ζωγράφος που εικονογραφούσε παιδικά βιβλία με την οικογένειά του. Εκείνος έλειψε πρώτος, έμεινε η γυναίκα του – που την έβλεπα στο δρόμο να περπατάει με δυσκολία πηγαίνοντας για ψώνια. Η κόρη τους είχε κι εκείνη πια χαθεί, θα παντρεύτηκε. Τίποτε άλλο. Μετά το σπίτι σαν να σκοτείνιασε, έτσι κλειστό κι αφώτιστο.
Όμως εδώ πριν τρία χρόνια ακριβώς, περνώντας όπως σήμερα, είχα γίνει μάρτυρας σε μια σκηνή που για καιρό μετά θα μ’ έκανε ν’ απορώ αν την είχα πραγματικά δει ή την είχα φανταστεί. Είχα στρίψει προς το σπίτι το κεφάλι μου γιατί άκουσα τον στριγκό ήχο ενός βιολιού, φανερά αδέξιο. Ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας καθισμένος στο ένα μπαλκόνι, έβλεπα την πλάτη του κι έπαιζε. Όταν με αντιλήφθηκε, σταμάτησε και περίμενε να περάσω. Αναγκαστικά προσπέρασα και από απόσταση τον άκουσα να ξαναρχίζει να παίζει. Άρα κάποιος εξακολουθούσε να ζει μέσα σε αυτό το κατάκλειστο σπίτι, που τόσα χρόνια έβλεπα σκοτεινό, μέσα στις σκιές των φυλλωμάτων.
Περνούσε ο καιρός. Συχνά πήγαινα επίτηδες από εκείνο το σημείο, ασυνείδητα περιμένοντας να ξαναδώ τον σιωπηλό ένοικο του σπιτιού να παίζει βιολί. Μάταια όμως. Το σπίτι κρυμμένο σώπαινε. Είπα ότι θα πέθανε, τι πιο λογικό για μοναχικούς κατοίκους σε παλιά σπίτια της περιοχής. Και να τώρα, έβλεπα πάλι καθαρά το σπίτι να διαγράφεται όπως ακριβώς το θυμόμουν, με τα δυο του μπαλκονάκια και τις καρέκλες, λες και κανείς δεν τις μάζεψε ποτέ και τις άφησαν να σαπίζουν. Και το μυαλό μου αναπολούσε το σπίτι ακόμα παλιότερα, όταν στον στενό διάδρομο της εισόδου του κήπου του υπήρχε μια μοτοσικλέτα παρατημένη, ποιος ξέρει από πόσα χρόνια. Τότε που φανταζόμουν ποιος ζούσε εκεί και άλλοτε χρησιμοποιούσε μια τέτοια σακαράκα. Είχε μάλιστα ζωγραφίσει άτεχνα με το χέρι ένα απαγορευτικό σήμα πάνω στη σιδερένια εξώπορτα – άραγε πότε;
Τον σκεφτόμουν λοιπόν. Και έτυχε τότε να μου ζητήσει ένας φίλος να του δώσω ένα κομμάτι για το περιοδικό του. Σκέφτηκα ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να γλiτώσω από την ανάμνηση εκείνου του μυστηριώδη βιολιστή που πότε-πότε μου ερχόταν απροειδοποίητα στη μνήμη. Και άρχισα να καταστρώνω στο μυαλό μου ένα σχέδιο, τι θα πω και τι θα κρύψω. Ώσπου σήμερα, ορκίζομαι χωρίς να το σκεφτώ, ξαναπέρασα από εκείνο το σημείο. Οι θάμνοι και τα δέντρα κουρεμένα. Το πεζοδρόμιο καθαρό, φροντισμένο. Κανείς άλλος δεν περπατούσε εκείνη την ώρα εκεί γύρω. Ήμουν μόνος και πλησίαζα στο σπίτι.
Πριν φτάσω μπροστά του όμως, είδα κι άκουσα. Είδα επιτέλους ξανά τον άγνωστο εκείνο βιολιστή, αυτή τη φορά κατά πρόσωπο. Και έπαιζε πάλι, το ίδιο χάλια, γρατσουνίζοντας ακριβώς όπως τον θυμάμαι. Εκείνος σταμάτησε μόλις με είδε να τον κοιτάζω. Εκείνος περίμενε να περάσω, δεν μου άφηνε άλλη διέξοδο. Καμώθηκα τον αδιάφορο, έστριψα το βλέμμα μου προς τον δρόμο και προσπέρασα με αργά βήματα. Πίσω μου σιωπή. Ήμουν όμως φοβερά αναστατωμένος, έπαιρνα ανάσες. Πώς να κρύψω την έκπληξή μου, γιατί αυτός που είδα μού ήταν από κάπου γνώριμος. Ίδια κοψιά, να πλέει στα ρούχα του. Μετά τόσα χρόνια εδώ, σε αυτό το κλειστό σπίτι, να κάθεται στο μπαλκόνι και να παίζει βιολί ρίχνοντας άγριες ματιές γύρω του.
Άκουγα τώρα τη φωνή του στην πλάτη μου: «Άκου εδώ. Ξέρω πως γράφεις κάτι για μένα. Πρόσεξε τι θα πεις, γιατί αλλιώς θα λογαριαστούμε!» Έμεινα, τι να πω. Ήθελα μόνο να συνεχίσω να περπατώ και να στρίψω στη γωνία. Τίποτε άλλο. Ήμουν βέβαιος πως κοίταζε προς το μέρος μου, ώσπου χάθηκα.
Φτάνοντας στο σπίτι, συνήλθα. Έπρεπε τώρα να αναθεωρήσω το γραπτό μου. Όχι ότι τον φοβόμουν, δεν ήταν αυτό. Άλλωστε δεν ήξερα αν ήταν πραγματικός ή της φαντασίας μου, γιατί συμβαίνουν κι αυτά. Τι σχέση να είχε με τους παλιούς ενοίκους του σπιτιού; Να ήταν γιος ή εγγονός του ζωγράφου; Να ήταν κάποιος μακρινός συγγενής; Πώς βρέθηκε εκεί; Τι σχέση είχε με τη μοτοσικλέτα;
Ευτυχώς είχα προλάβει να γράψω μόλις ένα μικρό κομμάτι, για ζέσταμα. Αναγκαστικά θα άλλαζα την πορεία μου, ρίχνοντας τώρα το βάρος στην αποκάλυψη της ταυτότητας του βιολιστή, κάνοντας μερικές τολμηρές υποθέσεις. Κάνοντας νύξεις για τις συνέπειες του έργου του στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης, της λογοτεχνίας αλλά και της μουσικής. Σεμνά πάντως, χωρίς εξάρσεις, χωρίς άσκοπους κομπασμούς. Και ν’ αφήσω μετά τους άλλους να καταλάβουν την αξία της ανακάλυψής μου, για να της δώσουν τη θέση που της ταιριάζει. Δεν ήταν και λίγο!
Και τον περίμενα να φανεί. Αλλά δεν φάνηκε. Όσες φορές και να ξαναπέρασα από το παλιό σπίτι, δεν υπήρχε ψυχή γύρω. Μόνο οι πρασινάδες που σιγά-σιγά άρχισαν πάλι να πνίγουν τα μπαλκόνια.