Δεν μ’ αρέσουν τα σκοτάδια του δάσους. Οι σκιές που σχηματίζουν τα κλαδιά των δέντρων με φοβίζουν ακόμα. Τα αλυχτίσματα, οι βρυχηθμοί, οι μυκηθμοί κι όλοι οι ήχοι με τα βαρύγδουπα ονόματα που υπαινίσσονται την παρουσία των ζώων που το κατοικούν με αγριεύουν. Η δουλειά μου σαν Δασικός Επόπτης βέβαια είναι καλοπληρωμένη, οπότε αντέχω. Γι’ αυτό εξάλλου την επέλεξα. Στην αρχή, πριν από δέκα χρόνια που έκανα την αίτηση στην Υπηρεσία, είχε ακόμα μεγάλη ζήτηση. Έπρεπε να βάλεις μέσον για να διοριστείς επόπτης, εδώ πάνω! Εγώ φυσικά, διορίστηκα με το σπαθί μου. Είχα ήδη συμπληρώσει ένσημα από τριάντα αυθεντικές κρίσεις πανικού -πολλοί πλέον τις προσποιούνται και μάλιστα αρκετά πειστικά- συν ένα εντυπωσιακό αυτοκτονικό επεισόδιο, το οποίο βεβαίως επινόησα για να αυξήσω τις πιθανότητές μου να διοριστώ εδώ πάνω. Από τότε όμως που διέρρευσαν στα Μέσα, τα αλλεπάλληλα περιστατικά θανατηφόρων επιθέσεων από ποντίκια σε συναδέλφους μου, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τώρα, αναγκαστικά, δίνουν διαφορετικά, πολύ γενναιόδωρα κίνητρα για να τραβήξουν κόσμο στο επάγγελμα, αφού κανείς δεν ήθελε πια να δουλεύει απειλούμενος από τα τρωκτικά. Εδώ κι ένα μήνα, παρέχουν σε όλους τους Επόπτες: ατομικές ατόλες για τις διακοπές, δια βίου, αποψιλωμένες ολοσχερώς από ζώα και έντομα, αληθινό φαγητό σε πρωτογενή μορφή κι όχι σε κάψουλες, ατομικά σκάφανδρα σε χρώματα της επιλογής μας και φυσικά, σύνταξη στην δωδεκαετία.
Αν πάθεις κρίση υπεροξυγόνωσης, καλούν αμέσως ταχυσανσέρ και σε κατεβάζουν για αποσυμπίεση στη γη, χωρίς να περάσεις από Επιτροπή . Σε οκτώ λεπτάκια έχεις ξαναμπεί στην ατμόσφαιρα. Τελικά, δεν είναι μακριά αν το καλοσκεφτείς! Μας παρέχουν επίσης το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε κρατικό ταχυσανσέρ, έως τρεις φορές το χρόνο, όταν νιώθουμε την ανάγκη να δούμε δικούς μας ανθρώπους και φυσικά, μας καλύπτουν όλα τα έξοδα εκτός έδρας όταν κατεβαίνουμε κάτω: ξενοδοχεία, γεύματα και κουπόνια σεξουαλικής εκτόνωσης σε real time. Θεωρώ λίγο κοροϊδία που μας κολλάνε ακόμα ένσημα βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων για να συμπληρώσουμε τη σύνταξη, όμως, σε μια χώρα του πρώην υπαρκτού καπιταλισμού, έχεις να παλέψεις ακόμα με πολλά στερεότυπα.
Τις Τετάρτες και τις Πέμπτες έχει την περισσότερη δουλειά. Σας το λέω, δεν την παλεύουν πλέον οι εργαζόμενοι εκεί κάτω. Έτσι, οι εργαζόμενοι, ζητάνε την «Άδεια Δασικής Εκτόνωσης» που δικαιούνται βάσει της συλλογικής τους σύμβασης, κι ανεβαίνουν εδώ να ηρεμήσουν. Να αποσυμπιεστούν. Έχει όμως πλέον τόσο κόσμο μεσοβδόμαδα εδώ πάνω, που συχνά, δεν κατορθώνω να τους εξασφαλίσω ατομικό δέντρο αποτοξίνωσης και τους στριμώχνω δυο-δυο. Χτες, για παράδειγμα, ήρθαν δυο κυρίες από την «Παγκόσμια Τράπεζα Σπέρματος.» Προϊσταμένη η μια, υφισταμένη της η άλλη. Και οι δυο ζήτησαν άδεια, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, να γλιτώσουν δηλαδή η μια από την άλλη. Τελικά, βρέθηκαν να συνωστίζονται στην ουρά για το ίδιο ταχυσανσέρ και να μοιράζονται το ίδιο δέντρο αποτοξίνωσης, λόγω quota στατικότητας. Συν τοις άλλοις έχουν και την ίδια κοψιά. Tελικά, πέρασαν και τις δώδεκα ώρες Δασικής Εκτόνωσης κοιμισμένες μέσα στα κουκούλια τους, σε εμβρυακή στάση, με την πλάτη γυρισμένη άλλη. Δεν ξεμύτησαν ούτε μέχρι το ξέφωτο για το ομαδικό μάθημα ουρλιαχτού.
Βέβαια, παρά τις προσπάθειες, έχουν χαλάσει πλέον τα πράγματα. Έχουν μαζευτεί δυστυχώς, πολλοί κομπογιαννίτες που εκμεταλλεύονται το αδιέξοδο του κόσμου: «ψαρεύουν» όσους κάνουν τις τελευταίες τους εκτονώσεις, χωρίς η κατάστασή τους να έχει βελτιωθεί και τους μοιράζουν ψεύτικες ελπίδες. Τάχα πως έχουν άκρες στο νέο Οικισμό, που άνοιξε πρόσφατα. Εκεί δεν χρειάζεται λέει να δουλεύεις. Σου παρέχουν τα πάντα, γιατί οι γηγενείς ζουν από επιδόματα που τους δίνει το κράτος για να εκτονώνονται σε αληθινούς ανθρώπους. Κάποιος μελαμψός γέρος, με το όνομα Άκμπαρ, που καταζητείται, με πέντε μηνιάτικα καπάρο, ναυλώνει ένα ταχυσανσέρ συμβατικό, που δεν κινεί υποψίες, τους στοιβάζει ξαπλωμένους σαν σαρδέλες και τους βγάζει από εδώ, στη ζούλα. Εγώ, κάνω τα στραβά μάτια. Δεν ξέρω, μπορεί αύριο- μεθαύριο να μην αντέξω, ίσως να τον χρειαστώ κι εγώ. Θα προσπαθήσω όμως να συγκεντρώσω όλα τα ένσημα και να βγω στη σύνταξη από εδώ. Θα έχω κλείσει τα ενενήντα επτά μου, οπότε, αν είμαι τυχερός, μπορεί να μη χρειαστεί να ξαναδουλέψω ποτέ.