Ο προσφάτως αποδημήσας Ιταλός μουσουργός Ένιο Μορικόνε (Ρώμη, 10.11.1928 – Ρώμη, 6.7.2020) φανερώθηκε μεγαλόπρεπα στο παγκόσμιο στερέωμα της 7ης τέχνης στα μέσα τής σφύζουσας από δημιουργικό παλμό δεκαετίας 1960-1970, με όχημα το προκλητικό «σπαγγέτι γουέστερν» του ομογάλακτου και νεανικού του φίλου Σέρτζιο Λεόνε. Μια κινηματογραφική τριλογία τον (τους) οδήγησε στη δόξα: Για μια χούφτα δολάρια (1964), Μονομαχία στο Ελ Πάσο (1965), Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος (1966). Μαζί με αυτούς, ας μην το λησμονούμε, αναδείχτηκε και ο «Άνθρωπος δίχως όνομα», που είχε βεβαίως όνομα και ήταν γνήσιος Αμερικανός· ο Κλιντ Ήστγουντ βεβαίως. Η όχι και τόσο γνωστή αλήθεια είναι ότι ο Λεόνε και ο Μορικόνε για να πείσουν τους χρηματοδότες της πρώτης τους ταινίας ότι αυτή θα είναι αμερικανική παραγωγή χρησιμοποίησαν σε αυτήν αντιστοίχως τα ονόματα Μπομπ Ρόμπερτσον και Νταν Σάβιο! Οι μύθοι των ταινιών της τριλογίας ήταν αντισυμβατικοί. Καμία σχέση με τους ηρωικούς αλαλαγμούς των αυθεντικών αμερικάνικων γουέστερν, που ήθελαν σαφείς διαχωρισμούς των καλών από τους κακούς, τους ιθαγενείς ινδιάνους σχεδόν πάντοτε στη μεριά των κακών και τους ήρωες, ήρωες. Σε τούτες τις πρωτόγνωρες ταινίες οι ινδιάνοι ήταν μάλλον ανύπαρκτοι και οι ήρωες ήταν περισσότερο αντιήρωες. Ουδεμία σχέση με τους χαρακτήρες που ενσάρκωσαν ο Τζων Γουέιν, ο Γκάρυ Κούπερ, ο Τζέιμς Στιούαρτ, ο Άλαν Λαντ και τόσοι άλλοι εμβληματικοί αστέρες της μεγάλης οθόνης. Αντισυμβατική ήταν βεβαίως και η σκηνοθεσία του Λεόνε, που ήταν βγαλμένη από τα νεορεαλιστικά χωράφια της Τσινετσιτά και όχι από τις θαλερές αλέες του Χόλυγουντ! Άλλο πράγμα ο μεγάλος Τζων Φορντ και ο αισθηματίας Χάουαρντ Χωκς και άλλο βεβαίως ο κυνικός Λεόνε. Διαφορετικές τεχνικές, διαφορετικές αισθητικές. Συμβατικές με τα προμνημονευθέντα, αντισυμβατικές επομένως προς την μέχρι τότε παράδοση, ήταν και οι μουσικές που τους χάρισε ο Ένιο Μορικόνε . Δεν υπήρχε το ηχοχρωματικό και ηχορυθμικό υπόβαθρο της μουσικής της αμερικάνικης υπαίθρου – country and western ο προσδιοριστικός χαρακτηρισμός της – που συναντάται σε αλησμόνητες σχετικές προτάσεις του Ντμίτρι Τιόμκιν, του Μαξ Στάινερ και των λοιπών συνοδοιπόρων τους.
Ο Μορικόνε δημιούργησε μια διαφορετική ηχητική ατμόσφαιρα και ένα καινούριο ήθος στο είδος. Ένα είδος χωρίς εθνικά χαρακτηριστικά, χωρίς πατρίδα. Όργανα και ρυθμοί απρόβλεπτοι έπλαθαν ένα καινούριο ηχητικό περιβάλλον που υπογράμμιζε περισσότερο τη δράση παρά τα συναισθήματα. Ηλεκτρικές κιθάρες, σφυρίγματα, κρόταλα, μαστίγια, καμπανάκια, γκιμπάρντες, αγελαδινές κουδούνες, ήχοι από αυτοσχέδια όργανα, ανδρικές άναρθρες κραυγές, ή μελωδικές οστινάτο φράσεις τραγουδισμένες «μπους φερμέ», ξάφνιαζαν πρώτα, γοήτευαν μετά. Μια μικρή επανάσταση; Ναι μια μικρή επανάσταση, με άκρως δημιουργικά όμως αποτελέσματα.
Αυτός ήταν λοιπόν ο Ένιο Μορικόνε; Αυτός ήταν, ως προς τις επινοήσεις και τις καινοτομίες, αλλά όχι μόνον αυτός. Από τις 520 ταινίες για τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη –519 είναι καταγεγραμμένες στην IMDb [International Movie Database]– τις οποίες υπηρέτησε με αξιοσύνη η μουσική του, μικρό ποσοστό, αρκετά λιγότερο του 10% έχει το άρωμα της Δύσης, αυθεντικής και επίπλαστης. Όσο όμως μπορεί να ταυτιστεί η μουσική του Μορικόνε με τη βία που αναδύεται από τις ταινίες του Λεόνε, άλλο τόσο μπορεί να ταυτιστεί με την τρυφερότητα που αγκαλιάζει τις ταινίες του Τζουζέππε Τορνατόρε. Το μαρτυρούν αυτό άλλωστε και τα γεγονότα.
Ο Λεόνε σκηνοθέτησε από το 1961 μέχρι το 1984 επτά ταινίες μυθοπλασίας. Αν εξαιρέσουμε την πρώτη, για τις υπόλοιπες έξι είχε ως συνεργάτη-σύντροφο τον Μορικόνε . Και οι έξι τους ήταν εστιασμένες στη Δύση, πάντοτε την ... Άγρια. Ο Τορνατόρε σκηνοθέτησε από το 1986 μέχρι το 2016 δώδεκα ταινίες μυθοπλασίας – περιμένουμε ακόμη κάποια καινούρια ταινία του. Εκτός από την πρώτη, για την οποία συνέθεσε μουσική ένας άλλος σπουδαίος του ιταλικού κινηματογράφου, ο Νικόλα Πιοβάνι, στις υπόλοιπες έντεκα ο σκηνοθέτης αποζήτησε τη συντροφιά των μουσικών εμπνεύσεων του Μορικόνε . Και ευτύχησε αν αναλογιστούμε πως λειτούργησαν μουσικά οι ιδέες του μουσουργού σε ταινίες-σταθμούς όπως Σινεμά ο Παράδεισος (1988), Ο θρύλος του 1900 (1998), Μαλένα
(2000). Η μουσική, συνεχώς παρούσα, υπογραμμίζει με λυγμούς τρυφερότητας ακόμη και τα δραματικά κορυφώματα. Και σε αυτές οι γραμμές μιας αειφόρου μελωδίας, ανασαίνουν τη ρομαντική αύρα της Μεσογείου. Η αλμύρα τους προέρχεται άλλοτε από τη θάλασσα και άλλοτε από το δάκρυ. Χωρίς όμως να πλησιάζει ποτέ τα όρια του μελό. Άλλο μελόδραμα και άλλο μελό.
Ο Μορικόνε , όπως είναι γνωστό, δεν αρνήθηκε να γράψει μουσική για καμιά από τις ταινίες που του προτάθηκαν. Παραμέρισε τους όποιους εκλεκτισμούς και προτιμήσεις και εργάστηκε με ευσυνειδησία, επαγγελματισμό και συνέπεια ασχέτως με το είδος της ταινίας η οποία θα παρουσιαζόταν και με τη δική του υπογραφή: δράματα, κωμωδίες, αστυνομικές, πολεμικές, πολιτικές, τρόμου, περιπετειώδεις, επικές, αισθησιακές – στην ταινία Dedicato al Mare Egeo (Αφιερωμένο στη θάλασσα του Αιγαίου, 1979), που μεγάλο μέρος της γυρίστηκε στην Ελλάδα, χωρίς ωστόσο να προβληθεί επίσημα εδώ, συμμετείχε και η Ιλόνα Στάλερ, η μετάπειτα γνωστή ως Τστσιολίνα! – απήλαυσαν τη μουσική του.
Συνεργάστηκε με ανυπόληπτους σκηνοθέτες, χωρίς ποτέ να μετανιώσει για αυτό, κυρίως όμως με ξακουστούς και καταξιωμένους όπως ο Μάουρο Μπολονίνι, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ο Ρομάν Πολάνσκι, ο Ανρί Βερνέιγ, ο Ρόλαντ Τζόφφι, ο Ντάριο Αρτζέντο, ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο Τζων Κάρπεντερ, ο Μάικ Νίκολς, ο Μπράιαν ντε Πάλμα, ο Μπάρρυ Λέβινσον, ο Όλιβερ Στόουν, ο Τζων Μπούρμαν, ο Βόλφγκανγκ Πέτερσεν, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο Εντουάρ Μολιναρό, οι Αδελφοί Ταβιάνι, ο Φράνκο Τζεφιρέλι...
Η εικόνα και η «εικόνα» ως πηγή έμπνευσης ήταν χαρά ζωής για αυτόν. Η μουσική την οποία έπλαθε δεν είχε αισθητικά όρια. Και καθώς ήταν σπουδαίος τεχνίτης της ενορχήστρωσης –ως ενορχηστρωτής άρχισε τη σπουδαία σταδιοδρομία του– μπορούσε να συνδυάζει ευφάνταστα τα άκρα της μουσικής: από την κλασική –είχε σπουδάσει μουσική θεωρία και τρομπέτα στην περίφημη Εθνική Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης– έως τη σύγχρονη πειραματική – υπήρξε δραστήριο μέλος της ομάδας/συνόλου Gruppo di Improvvisazione Nuova Consonanza. Μολονότι οι ιδέες και οι εμπνεύσεις του δεν είχαν τελειωμό, δεν δίσταζε να δανειστεί μουσικά θέματα άλλων όταν αυτά ταίριαζαν στη μουσική που σχεδίαζε. Μικρό δειγματισμό αποτελεί το θέμα «Η ετυμηγορία» [The Verdict, αγγλικά· La Condanna, ιταλικά] το οποίο συνέθεσε το 1967 για μιαν ακόμη σπουδαία ταινία που φτιάχτηκε με τη συνταγή του «σπαγγέτι γουέστερν»: την ταινία The Big Gundown/ La resa dei conti
του πολιτικοποιημένου Σέρτζιο Σολίμα, η οποία προβλήθηκε στη χώρα μας με τον τίτλο Ένας εναντίον δέκα. Με παιγνιώδη τρόπο ο Μορικόνε χρησιμοποιεί σε αυτό το θέμα, με επίμονο μάλιστα τρόπο, κάπως πειραγμένη την αρχική φράση από την περίφημη μπαγκατέλα «Για την Ελίζε» του Μπετόβεν! Το θέμα αυτό του Μορικόνε χρησιμοποίησε θυμίζουμε, μαζί με κάποια ακόμη δικά του, ο Κουέντιν Ταραντίνο στην ταινία Άδωξοι Μπάσταρδη (2009) αναγνωρίζοντας και τιμώντας έτσι την ανεκτίμητη κινηματογραφική προσφορά του Ιταλού συνθέτη-μαέστρου. Του έδωσε μάλιστα ο Ταραντίνο την ευκαιρία να αποκτήσει το 2016 το ένα και μοναδικό Όσκαρ του για τη μουσική που συνέθεσε για την ταινία Οι Μισητοί Οκτώ. Όσκαρ στα 88 του χρόνια! Δεν είναι και άσχημα...
Εκτός από την κινηματογραφική μουσική, χάρη στην οποία έγινε διάσημος, ο Ένιο Μορικόνε έβαλε τη σφραγίδα του σε πολλά τραγούδια ενώ έντονα είναι και τα χνάρια του στον τομέα της λόγιας μουσικής. Τραγούδια του τραγουδήθηκαν και στις δυο ακτές του Ατλαντικού από δημοφιλείς τραγουδιστές. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη Τζόαν Μπαέζ, τον Πωλ Άνκα, την Κέι ντι Λανγκ, τους Πετ Σοπ Μπόις, τον Στινγκ, τη Ντούλσε Πόντες, τη Μιρέιγ Ματιέ, τη Φρανσουάζ Αρντύ, τον Σέρτζιο Εντρίγκο, τον Τζάνι Μοράντι, τη Ρίτα Παβόνε, τον Τζίνο Πάολι, τον Τσούκερο, την Μίνα, τη Μίλβα, την Πάτυ Πράβο, τον Άντζελο Μπραντουάρντι, τον Αντρέα Μποτσέλι, τον Ρουτζέρο Ραϊμόντι και τον Ντέμη Ρούσσο! Κάποια από τα τραγούδια του αυτά έγιναν γνωστά αναδυόμενα από κινηματογραφικές ταινίες, όπως το έντονα φορτισμένο «Here’s to You», το οποίο ερμήνευσε η Τζόαν Μπαέζ για τη δραματική πολιτική ταινία Σάκο και Βαντζέτι (1971), ενώ άλλα εμφανίστηκαν ως ανεξάρτητα τραγούδια, όπως φερ’ ειπείν το «Ogni volta», με το οποίο συμμετείχε ο Πωλ Άνκα το 1964 στο περίφημο, τότε, Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. Περισσότερα από εκατό συνθέματα κάθε λογής λόγιας μουσικής, αλλά και ποικίλων αισθητικών αναζητήσεων, συνιστούν έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα κατάλογο, που εκτείνεται χρονικά από το 1946 έως την τελευταία χρονιά της ζωής του. Μια όπερα, η Παρθενόπη
(1996), μια λειτουργία, η Λειτουργία για τον Πάπα Φραγκίσκο (2015), δυο καντάτες, η Καντάτα (1955) και η Καντάτα για την Ευρώπη (1988), κοντσέρτα με διάφορα σολιστικά όργανα, τραγούδια για φωνή και πιάνο, έργα για ορχήστρα, χορωδιακά έργα, φωνητικά έργα, έργα μουσικής δωματίου, έργα για σόλο πιάνο, για σόλο τσέμπαλο, έργα για σόλο βιολί, έργα για τρομπέτες, για σόλο κιθάρα, για σόλο βιολοντσέλο· τι άλλο να ζητήσει κανείς...
Το 2005 το Φεστιβάλ Αθηνών, γιορτάζοντας τα 50 χρόνια του, φιλοξένησε δυο σπουδαίους Ιταλούς καλλιτέχνες. Ο ένας ήταν ο περισπούδαστος σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι. Σε δική του σκηνοθεσία και με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Αρχαίου Δράματος Συρακουσών επρόκειτο να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου η όπερα Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι. Διάφορα προβλήματα που ανέκυψαν ματαίωσαν την παρουσίαση. Αντικαταστάθηκε όμως από την εμβληματική όπερα του βερισμού Παλιάτσοι του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο, η οποία καθώς ήταν παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και τη σκηνοθεσία της υπέγραψε ο Τζεφιρέλι, αποτέλεσε το κορύφωμα των εκδηλώσεων. Ο έτερος δεν ήταν άλλος από τον Ένιο Μορικόνε.