Το λεξιλόγιο της αντιπαλότητας

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

————————————————
Σχόλια στα Σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (18)
—————————————————

Το λεξιλόγιο της αντιπαλότητας

αντιμούτσουνος, ο. (κωμικώς αντί αντιπρόσωπος). Άστυ 11-12 Ιουν. 1893.

Ο Κουμανούδης καταγράφει την υβριδική αυτή λέξη, επειδή προφανώς του έκανε εντύπωση, χωρίς βέβαια να την επικροτεί, όπως όλες τις λέξεις με το σύμβολο (+), με την ορθή επισήμανση του υφολογικού δείκτη. Η χρονολογία εμφάνισης είναι παλαιότερη. Ο Γεώργιος Σουρής στη σατιρική του εφημερίδα Ρωμηός (16.10.1888) παρουσιάζει τον Περικλέτο να απευθύνεται στον Φασουλέτο και να τον ρωτά: Είδες τον αντιμούτσουνο που έστειλε ο Σάχης;[1] Εδώ είναι εμφανής η σατιρική συνυποδήλωση. Η λέξη αυτή δεν εντάσσεται βέβαια στον πυρήνα της κοινής Νεοελληνικής, αξίζει όμως να δούμε ποια είναι η σημερινή της χρήση. Πρώτα απ’ όλα στην κυπριακή διάλεκτο χρησιμοποιείται κανονικά με τη σημασία του «πληρεξούσιου», του «αντιπροσώπου», χωρίς καμιά αρνητική συνυποδήλωση. Ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985) μεταχειρίζεται τη λέξη στο ποίημα «Πέψε τον γιον σ’ αλλαξανά».[2]

Θεέ μου που ’σαι στα ψηλά, θωρείς απενταρίαν!
πως εν πάμεν στην εκκλησ’ιάν, πέρκ’ έν εσ’ αμαρτίαν.
Γιατί τζ’ι’ οι αντιμούτσουνοι του Γιου σου, του καλού σου,
Τζ’ι’ εσέν να κατεβείς στην γην, ππαράες ι-ζητούν σου!

Από το άλλο μέρος, ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον, η λέξη χρησιμοποιείται στην Κύπρο και με απαξιωτική σημασία: «... και τώρα: το Σχέδιο Ανάν (και χειρότερο βέβαια) ήδη συζητείται από την προεδρία της Κύπρου με τον αντιμούτσουνο του Αττίλα και ογλάνι της Άγκυρας ...».[3]

Ο Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014) μεταχειρίζεται τη λέξη με θετική σημασία ως στοιχείο του προφορικού λόγου: «Σε αντίθεση με την υποβλητική πεποίθηση του Θερβάντες ότι κάθε πράγμα γεννά το όμοιό του, άρα ότι το παιδί είναι αντιμούτσουνο των γονιών του, το έργο, σαν πνευματικό τέκνο, μεσιτεύεται από παράγοντες που αψηφούν τη φυσική ομοιότητα. Γι’ αυτό, άλλωστε, στη φύση η γέννα είναι τόσο αβίαστη, ενώ στη λογοτεχνία σπανίζει».[4] Στο συγκείμενο αυτό ο συγγραφέας εννοεί ότι το παιδί μοιάζει στους γονείς του.  
Το λεξικό Δημητράκου καταγράφει δεύτερη σημασία, επίσης σκωπτική, «αντιμέτωπος»: βρέθηκαν αντιμούτσουνοι. Η ακριβής υφολογική αντιστοιχία είναι φάτσα με φάτσα.
Η μουτσούνα σημαίνει μειωτικά το πρόσωπο. Η συνυποδήλωση «άσχημο ή σκυθρωπό πρόσωπο», την οποία άλλα λεξικά εμφανίζουν ως σημασία, προκύπτει από το γλωσσικό περιβάλλον. Η μουτσουνάρα είναι από μορφολογική άποψη μεγεθυντικό, δεν σημαίνει όμως πάντα «μεγάλο (κατηφές) πρόσωπο», όπως διαβάζουμε σε λεξικά. Στην ουσία η λέξη χρησιμοποιείται με αρνητική συνυποδήλωση, όπως δείχνουν τα σύνθετα (αγριο-, χοντρο-μουτσουνάρα), αλλά και με θετική (αρχοντο-, αφεντο-μουτσουνάρα), κατά κανόνα όμως με ειρωνική ή σατιρική διάθεση ή για πρόκληση γέλιου, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον Καραγκιόζη: «Κυρίες, κύριοι και αγαπημένα μου παιδιά, καθήσατε να διασκεδάσετε με την αφεντομουτσουνάρα μου!».


Ζηλόφθων σύζυγος ξεμαλλιάζει με άκρα αντιπαλότητα τη γυναίκα του παρουσία αδρανούντων μαρτύρων (μικρογραφία, Μπρυζ, περ. 1497)


• αντιπαλότης, η: (!) Άστυ 30 Ιουν. 1891. – αντιπαλότης των δύο μερίδων. Ακρόπολις 7 Φεβρ. 1892. – Είπε τις των συγχρωμένων εμοί, ότι τοιαύτας λέξεις, οία η παρούσα, δεν επρεπε να συμπεριλάβω εν τη Συναγωγή μου, ως δήθεν γραφείσας άπαξ μόνον παρά τινος, ευρεθέντος εν στιγμή ιδιασμού. Αλλ’ εγώ δεν επείσθην, επειδή έγνων ότι κατά μίμησιν και αι τοιαύται λέξεις μετέβησαν εις κοινοτέραν χρήσιν και έπρεπε διά τούτο να συναχθώσι που. Τα των αρχαίων «άπαξ λεγόμενα» ή «άπαξ ειρημένα» δεν θησαυρίζονται εν τοις λεξικοίς; Και δεν θα ήσαν πλειότερα και διδακτικότερα δι’ ημάς, αν εσώζοντο πλειότεροι συγγραφείς αρχαίοι;

Το σχόλιο του Κουμανούδη επιβεβαιώνει, για μια ακόμα φορά, τη διορατικότητα και την ανοιχτοσύνη του πνεύματός του. Άτομο με το οποίο είχε στενή συναναστροφή, πιθανότατα συνάδελφός του, καταδίκασε το νεολογισμό αυτόν ως ευκαιριακό δημιούργημα ιδιόρρυθμου ατόμου (η αρχαία λέξη ἰδιασμός σημαίνει «ιδιομορφία, ιδιαιτερότητα»), ο σοφός όμως λεξικογράφος, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ούτε στον ίδιο αρεστή η νέα λέξη, όπως δείχνει το εντός παρενθέσεως θαυμαστικό, ακολούθησε τη σωστή λεξικογραφική αρχή: ο επιστήμονας καταγράφει τη γλώσσα και δεν προγράφει λέξεις και τύπους κατά το δοκούν. Η στάση αυτή του Κουμανούδη αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη ότι το Λεξικό Δημητράκου, μισό αιώνα αργότερα, δεν τόλμησε να συμπεριλάβει στο πλούσιο λημματολόγιό του την «παράξενη» αυτή λέξη.[5]
Σήμερα, ύστερα από 129 χρόνια, ίσως και περισσότερα, η αντιπαλότητα έχει πλήρως ενσωματωθεί στο βασικό λεξιλόγιο της κοινής γλώσσας με πλήθος σημασιολογικών αποχρώσεων και λεξικών συνάψεων οι οποίες δεν έχουν τύχει της προσοχής των λεξικογράφων.[6] Έτσι μεταφράστηκε η γαλλική λέξη rivalité, γνωστή από το 1694. Το Petit Robert παρέχει τον ορισμό: «κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα άτομα βρίσκονται σε ανταγωνισμό» (Situation de deux ou plusieurs personnes qui se disputent qqch.). Η αντιπαλότητα δεν περιορίζεται μόνο σε άτομα. To Collins-Cobuild δίνει πληρέστερη ερμηνεία (Rivalry is competition or fighting between people, businesses, or organizations who are in the same area or want the same things), ενώ το Duden προτίμησε το αοριστολογικό τηλεγραφικό ύφος: «αγώνας για (την) προτεραιότητα» (Rivalität: Kampf um den Vorrang).  
Η αντιπαλότητα ερμηνεύεται στα περισσότερα νεοελληνικά λεξικά με συνώνυμες λέξεις («αντιμαχία, διαμάχη» στο Μείζον ελληνικό λεξικό Τεγόπουλου Φυτράκη), «έχθρα, ανταγωνισμός στο λεξικό Κριαρά). Τα επεξηγηματικά παραδείγματα που χρησιμοποιούν είναι συχνά άστοχα. Το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη γράφει: «την αντιπαλότητα Βαγδάτης-Άγκυρας (Μ. Πλωρίτης)», ενώ ανακαλύπτει δεύτερη ανύπαρκτη σημασία «αντίθεση φρονημάτων: ιδεολογική αντιπαλότητα». Η σημασία αυτή προκύπτει από τη συγκεκριμένη λεξική σύναψη. Το μοναδικό παράδειγμα που έχει το Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας του Εμμ. Κριαρά είναι: «παραδοσιακή αντιπαλότητα Βόλου και Λάρισας», διαιωνίζοντας έτσι αχρείαστες στερεοτυπικές αντιλήψεις. Στο λεξικό Μπαμπινιώτη παρατίθεται το αόριστο και εκτενέστατο παράδειγμα «η διεθνής κοινότητα πρότεινε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, ώστε να αμβλυνθεί η ~ μεταξύ των δύο χωρών» με αριθμό λέξεων που αντιστοιχεί περίπου σε όσες υπάρχουν στον ορισμό του λήμματος.

Η αντιπαλότητα είναι μια λέξη με κύριο γνώρισμα τη χαλαρή συνάφειά της με άλλες, έτσι ώστε να μην εμφανίζει αυτόνομες, σαφώς οριοθετημένες σημασίες. Με αυτό τον τρόπο εξηγείται και το πλήθος των συνωνύμων: ανταγωνισμός, ανταγωνιστικότητα, αντιζηλία, αντιμαχία, αντιπαράθεση, διαμάχη, έχθρα, εχθρότητα, συναγωνισμός, σύγκρουση.[7] Η αντίθεση και η εναντίωση είναι εν μέρει συνώνυμα. Για παράδειγμα, η πολιτική αντίθεση δεν ταυτίζεται με την πολιτική αντιπαλότητα.[8] Αντιπαλότητα προκύπτει σε πολλά επίπεδα, όπως δείχνουν τα επίθετα με τα οποία συνάπτεται, μερικά από τα οποία καταγράφονται εδώ με κριτήριο τη στατιστική τους συχνότητα: πολιτική, προσωπική, ιδεολογική, κομματική, θρησκευτική, ποδοσφαιρική, επαγγελματική, αθλητική, καλλιτεχνική, επιχειρηματική, εμπορική, οικονομική, ερωτική κ.ο.κ. Αντιπαλότητα μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα σε ομάδες, λαούς και πολιτισμούς. Η σύναψη «αντιπαλότητα πολιτισμών» είναι στατιστικά σχεδόν ανύπαρκτη καθώς επικράτησε ο όρος σύγκρουση πολιτισμών, μετάφραση του τίτλου του προφητικού άρθρου «The Clash of Civilizations?» (1993) του Samuel P. Huntington (1927-2008).
Μια ακόμα σειρά επιθέτων συνδέεται με την αντιπαλότητα για την αποσαφήνιση διαφόρων ιδιοτήτων της σε ποικίλες διαβαθμίσεις: άγρια, βίαιη, διαρκής, ήπια, μεγάλη, μόνιμη, σκληρή, συνεχής. Η αντιπαλότητα συνδέεται σπάνια με τα επίθετα μέτριος, μικρός[9] και ωμός γιατί δεν προσιδιάζουν στα πρωτοτυπικά της γνωρίσματα. Η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας, ως μορφή ανταγωνισμού, εκφράζει την ήπια αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων η οποία, με το ξέσπασμα της επιδημίας του κορονοϊού, κλιμακώνεται σε εμπορικό και οικονομικό πόλεμο.

Η αντιπαλότητα δεν έχει ακριβή αντωνυμική αντιστοιχία με καμιά λέξη, του τύπου «άσπρο-μαύρο». Το Perit Robert παραθέτει τη λέξη coopération και το λεξικό Μπαμπινιώτη τη σύμπνοια και τη συνεργασία. Στο Λεξικό συνωνύμων-αντωνύμων προσθέτει τη συμπόρευση και τη φιλία. Οι καταγραφές αυτές δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα καθώς ανήκουν σε ένα πολύ χαλαρό και διευρυμένο σημασιολογικό πεδίο.
Αυθεντικά λογοτεχνικά και επιστημονικά κείμενα επιβάλλεται να αξιοποιούνται κατά τη διδασκαλία της γλώσσας για το λόγο ότι έχει κανείς την ευκαιρία να μελετήσει την αβίαστη χρήση της γλώσσας. Αναφέρω ένα τυχαίο παράδειγμα:[10]

«Η αγάπη, η ιδιαίτερη προσοχή και το ενδιαφέρον των γονιών είναι εξαιρετικά πολύτιμα και το καθένα [παιδί] διεκδικεί την αποκλειστικότητα. Από εδώ ξεκινάει η ανταγωνιστικότητα και η αντιπαλότητα μεταξύ τους, που μπορεί να αρχίσει από την πολύ τρυφερή ηλικία. Όπως δείχνουν οι έρευνες, τα παιδιά έχουν εξαιρετικά αναπτυγμένες κοινωνικές δεξιότητες, από τον πρώτο κιόλας χρόνο της ζωή τους, οι οποίες παίρνουν θέση στις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα αδέρφια τους. […] Όσο μεγαλύτερη διαφορά διαισθανθούν στη μητρική τρυφερότητα και προσοχή, τόσο περισσότερη επιθετικότητα και σύγκρουση αρχίζει να γεννιέται στη σχέση με τα αδέρφια τους».

Ο γιατρός που συνέταξε το παραπάνω κείμενο χρησιμοποιεί εύστοχα τα συνώνυμα ως υφολογικές εναλλακτικές δυνατότητες. Προφανώς δεν είχε υπόψη του τις υποδείξεις των λεξικογράφων που επιμένουν στη συνωνυμική σχέση της ανταγωνιστικότητας με την αντιπαλότητα. Στο συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον η έννοια της πρώτης λέξης αποτελεί λογική συνέπεια της άλλης. Το παρακάτω απόσπασμα αποσαφηνίζει αυτή τη σχέση:[11]

«Η αντιπαλότητα ανάμεσα στα αδέρφια συνήθως προκαλείται από τον ανταγωνισμό που δημιουργείται ανάμεσά τους για να κερδίσουν την αγάπη των γονιών τους. Τα σημάδια της αντιπαλότητας μπορεί να περιλαμβάνουν χτυπήματα, πειράγματα, διαπληκτισμούς και ανώριμη συμπεριφορά. Τα παιδιά συχνά εμφανίζουν αυτό το είδος της συμπεριφοράς μετά τη γέννηση ενός μωρού».


Και άλλη συζυγική «αντιπαλότητα», Codex Schürstab, Νυρεμβέργη (περ. 1472)


Ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα

Η λεξική αυτή σύναψη έχει υποστηριχθεί ότι «ανήκει στον Ανδρέα Παπανδρέου και την ακριβή ερμηνεία της θα μπορούσε να την δώσει μόνο ο ίδιος, αν ζούσε».[12] Η έκφραση διαδόθηκε ως ατάκα του Χάρρυ Κλυνν (Βασίλη Κωνσταντινίδη, 1940-2018) ο οποίος σατίριζε συχνά τα κούφια λόγια της πολιτικής και ιδιαίτερα το πασοκικό λεξιλόγιο.
Σε διαδικτυακές συζητήσεις οι σχετικές αναφορές, με καυστική ειρωνεία και πικρόχολα σχόλια, είναι εντυπωσιακά πολλές.[13] Ένα ακόμα χαρακτηριστικό δείγμα:  
«Με βάση την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα, η αέναη μορφή των κοινωνικών προτσές οφείλει να μετατρέψει την αυθόρμητη φευγαλέα σκέψη του λούμπεν προλεταριάτου σε συνειδητή μόνιμη πράξη της αναγκαίας ταξικής ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος, πάνω σε νέες επεξεργασμένες πλατφόρμες κομματικής δημιουργίας».[14]

Αντίθετα, η δομική αντιπαλότητα είναι αποδεκτή ως έκφραση. Εμφανίζεται κατά κανόνα σε κείμενα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού.[15] Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη «μακρόχρονη δομική αντιπαλότητα της Τουρκίας με την Ελλάδα».

Συμπερασματικά θα έλεγα ότι η απαξιωμένη από τη στιγμή της γέννησή της και επί πολλές δεκαετίες αντιπαλότητα, μια λέξη που θεωρήθηκε νόθο παιδί, βιώνοντας τον κοινωνικό αποκλεισμό και την αποκλήρωση, μεγάλωσε στο περιθώριο της γλώσσας. Μια κακοποιημένη λέξη, με αψευδή μαρτυρία την «ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα», δεν πτοήθηκε από τον βιασμό που υπέστη, ξαναβρήκε το δρόμο της, για να πάρει τελικά την εκδίκησής της: επιβλήθηκε με την ευελιξία που τη διακρίνει και μπήκε σε γλωσσικά σαλόνια που ούτε η ίδια είχε φανταστεί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: