Το εάν που μου φτάνει

Το εάν που μου φτάνει

Στην μνήμη του Δημήτρη Λιωνή


Mouloidakis20 1

Και ξαφνικά, βλέπεις στον ύπνο σου μια κηδεία που δεν έχει υπάρξει, ενός ανθρώπου που ήξερες πως περπατούσε μέχρι χτες κάπου τριγύρω σου, το ήξερες πως είναι εκεί για σένα και για κάθε άλλον που τον βλέπει αυτή η ώρα. Και είναι η αναγγελία ετούτου του σημερινού θανάτου τόσο αναπάντεχη, που δεν γνωρίζεις τι πραγματικά υπάρχει και τι όχι. Και ύστερα ξυπνάς με πρόσωπο τόσο ακόμα βυθισμένο στη διάφανη φλούδα της ουδετερότητας, τόσο αρπαγμένο απ’ τα βάθη του ύπνου κι απ’ την ωραία του ονείρου κυνικότητα, που δεν ξέρεις να πεις αν είναι εκείνος που έφυγε ή αν ίσως είσαι εσύ. Και για να μην το διαβάσεις μεγαλόφωνα στη μέση της πλατείας ετούτο το «εσύ», σκηνοθετείς, ράβεις κοστούμια, καρφώνεις σκηνικά, μοιράζεις σελίδες σεναρίου, στήνεις με βιάση το έργο, που κανονικά θα είχε άλλον πρωταγωνιστή, μα έλα που δεν θέλεις τώρα εσύ να φύγεις, ποτέ δεν θέλουμε εμείς να φεύγουμε, πάντα είναι οι άλλοι που θα φεύγουνε για μας, τόσο αντέχουμε –ας είναι–, κι αν μας λυπούν τα αγγελτήρια θανάτων είναι επειδή σαν πέφτουμε επάνω τους μπαίνουμε για ένα τρύπιο δευτερόλεπτο στη θέση αυτού που έφυγε, για λίγο είμαστε κι εμείς απόντες για τους άλλους, βλέπουμε για λίγο αυτόν τον κόσμο σαν να μας έχει ξεχάσει.
Και να που ήρθες καθυστερημένος, όπως πάντα, για την τελετή, τελετή με αξιοπρεπή –εν μέσω κορωνοϊού– κόσμο, έφτασες λέει με παρέα μέσα σ’ ένα αμάξι, μα ήσουνα μόνος, σίγουρα μόνος, γιατί έβλεπες γνωστούς και φίλους και κουβέντα δεν αλλάζατε, δεν τους μιλούσες και δεν σου μιλούσανε, κι όλους τους προσπερνούσες σαν να ήτανε φαντάσματα, ή σαν να ήσουνα εσύ τώρα το φάντασμα, κι ούτε που σου περνούσε απ’ το μυαλό πως όντως ήσουνα, ήσουν με κάποιον τρόπο πεθαμένος μέσα στο μυαλό των άλλων, όπως εκείνος που όλοι τώρα ήρθανε για να γιορτάσουν, ναι, να γιορτάσουν, γιατί, όπως ξέραν οι παππούδες μας, είναι γιορτές και οι κηδείες, αναπάντεχες, είναι ένα εβίβα στον χρόνο που πέρασε κι ένα εβίβα στον χρόνο που απομένει, ένα χαρτί – «να μην ξεχάσω» του όμορφα τρωτού της μοίρας μας, αυτού του ταλαίπωρου φύλλου στον άνεμο που μοιάζει κάποτε η ζωή και που πασκίζουμε με ετούτα και με τα άλλα κάτι να το κάνουμε, κάτι σημαντικό, κάτι που να κρατιέται, βρε παιδί μου, ας είναι κι από ένα κλαδάκι δέντρου, μα ενός δέντρου με κορμό γερό, που αρπάζεται βαθιά απ’ της γης τις ρίζες και τις βυζαίνει, μιας γης που αρπάζεται κι αυτή από του σύμπαντος τη ρίζα και τη βυζαίνει, κι έτσι εκλιπαρούμε για μια λίγη βεβαιότητα πως είναι ολάκερο το σύμπαν που αναπνέει μέσα μας, μια έστω ένδειξη ότι απ’ τη ζωή μας κρέμεται ετούτη τη στιγμή η ύπαρξή του όλη, κι έτσι και η ζωή μας γίνεται ακριβή, βέλος που αφήνεται με βουβή έξαρση στο τανυσμένο σώμα του σκοπού, ζωή μοναδική, ζωή σπουδαία –έτσι όπως των άλλων όμως, ας μην γελαστούμε, ο καθένας χτίζει με τον τρόπο του– τόσο σπουδαία που να αξίζει που ξυπνάμε το πρωί και που ανασκουμπωνόμαστε, σηκώσουμε μανίκια για να πιάσουμε δουλειά, να σώσουμε ό,τι είναι να σωθεί απ’ ό,τι σώζεται, να πούμε κάτι που δεν έχει ακόμα ειπωθεί, γιατί στο βάθος ξέρουμε, παρότι λεν πως όλα έχουν μια και δυο και τρεις μυριάδες φορές ηχήσει στον λαβύρινθο του χρόνου, το ξέρουμε, το ψυχανεμιζόμαστε, ότι ο άλλος, ο από κει, κόσμος είναι τόσο πλούσιος, τόσο ανεξάντλητος, που κάτι είναι ακόμα για να ειπωθεί εδώ, κι αυτό το κάτι τώρα το κατέχουμε μονάχα εμείς, μονάχα εμείς το ξέρουμε, κι απ’ το δικό μας στόμα περιμένει όλη η φύση για να τρέξει ο γλυκύς ο λόγος, η παρηγοριά, αλλά και τούτο δίχως διόλου έπαρση, με ταπεινότητα, κατά πως πρέπει και κατά πως αρμόζει, με ταπεινότητα αλλά περήφανοι που τρέχουμε κι εμείς τη λαμπαδηδρομία, απλά έτσι έτυχε στον κόσμο να συμβαίνει, και είναι λέει πλέον ζήτημα θανάτου και ζωής του σύμπαντος, το να μιλήσουμε αυτήν εδώ την ώρα, να ζωγραφίσουμε με ήχους και με λέξεις και μ’ όποιον άλλον τρόπο ανείπωτο υπάρχει στη ζωή, να ζωγραφίσουμε στην πλάτη του ανέμου για μια και τελευταία φορά εκείνο που δεν έχει ειπωθεί, το ένα που τώρα πρέπει να προλάβουμε να πούμε, και να/

                                                    /και να που τώρα ήρθε ο θάνατος να χωρίσει τον χρόνο στα δυο του μέρη. Σε εκείνον πριν από μας και σ’ εκείνον μετά. Και να που τώρα όλα άλλαξαν. Γιατί τώρα δεν θα υπάρχουμε για αυτούς. Γιατί τώρα δεν θα υπάρχουνε για μας. Και κανείς δεν θα μας πει ποιο είναι πιο σκληρό από το άλλο.

Έτσι. Κι ύστερα μπήκα μέσα στ’ όνειρό μου στην κηδεία εκείνου που δεν ξέρω τώρα για να πω ποιος ήταν, μα ήταν ίσως λέει ο φίλος μου –ή μήπως πρέπει να λέω ο μέχρι πρότινος φίλος μου, γιατί, υπάρχουν άραγε φιλίες ανάμεσα στους δύο κόσμους, υπάρχει τρόπος να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς, έτσι καθώς επήγαινε στον τάφο του πατέρα μου ο θείος μου ο Γιώργης, ο συνονόματος, μ’ ένα καραφάκι ρακή και δυο ποτήρια για να πιούνε, κι εκείνοι σίγουρα πίνανε, δεν ξέρω πώς αλλά πίνανε, όπως και τώρα– κι ύστερα λέει θυμήθηκα ότι αυτός είναι ο λόγος που ήρθα εδώ, για να τσουγκρίζω ένα τελευταίο ποτήρι με τον άλλον, πριν όλα αλλάξουνε οριστικά, και να που τώρα έβλεπα ωραίες γυναίκες, γυναίκες που ήταν φίλες και γυναίκες που ήταν γνωστές, να κρατάνε στα χέρια τους τα γλυκά κουλουράκια και να τα μοιράζουν ένα γύρο, κι ήταν πάντα ωραίες, γιατί το πρώτο που ξέρει ο θάνατος να θυμίζει είναι ότι κι η ομορφιά είναι φθαρτή, πεθαίνει και λιώνει κι εκείνη, και είναι τόσο εξαίσια όμορφη η ομορφιά, που θα ‘ταν ύβρις στους θεούς να ‘ναι κι αθάνατη, κι αυτό με εξαίρεση, κατά πως είπαν μερικοί, τα μεγάλα, λέει, του πνεύματος έργα, αλλά κι εκείνα λέω πως χάνουν κάτι απ’ την αξία τους, χάνουν που δεν χαϊδολογάνε μοναχά το αραχνοΰφαντο της μνήμης πανωφόρι, έτσι καθώς τα μάντρα από άμμο των Θιβετιανών όταν τα παίρνει ο άνεμος και τα χωνεύει μες στη διάφανη κοιλιά του, χάνουνε κάτι που δεν κρέμονται μονάχα απ’ τη θύμηση, μα είναι λέει και «στ’ αλήθεια» μες στον χρόνο που καταλαβαίνουνε τα Vacheron Constantin ή έστω τα Tag Heuer, γι' αυτό κι ανατριχιάζουμε σαν βλέπουμε μια Αγιά Σοφιά στην «αλήθεια της» ή κι έναν Παρθενώνα, ή και μια Νίκη άπτερο, με δυο φορές κομμένα τα φτερά της μέσα στο μουσείο του Λούβρου, κι αυτό γιατί για λίγο δεν ξέρουμε να πούμε από ποια μεριά του χρόνου ζούμε τώρα, γιατί δεν είναι ετούτα τα καμώματα του πνεύματος γραμμάτια στην τράπεζα που πρέπει να κοιτάς μη λήξουν, κατάθεση που πρέπει να ασφαλίσεις μην τη χάσεις, μα είναι δάσκαλοι ολάκερου του χρόνου μας, απ’ την αρχή του ως το τελευταίο-τελευταίο τέλος του, εάν υπάρχει τέτοιο πράγμα, κι εμείς βαδίζουμε σαν τα παιδιά παρέα με τούτα τα ωραία καμώματα, σαν να ‘ναι συγγενείς μας ενήλικοι, βαδίζουμε με την παλάμη μέσα στην παλάμη τους, με εμπιστοσύνη, στον λίγο –ατελεύτητο δικό μας χρόνο, βαδίζουμε όπως βαδίζεις ένα μονοπάτι την Άνοιξη, μ’ όλη την ομορφιά του κόσμου γύρω σου, μόνο που δίπλα σ’ αυτούς τους συγγενείς μπορείς και κοντοστέκεσαι, κει λες μια προσευχή, και ανασαίνεις, ενώ στα άλλα αν το κάνεις θα σε πουν αλαφροΐσκιωτο, τρελό για δέσιμο και δεν θα σου δίνουν σημασία, και να όμως που κι αυτός είναι ένας τρόπος για να ‘χεις την ησυχία σου, κι αυτό το ξέρανε οι μοναχοί, όπου κι αν βρίσκονταν, κι ακόμα το ξέρουνε, αλλά μ’ ετούτα και μ’ αυτά εξέφυγα από κει που πήγαινα, γιατί το ‘χει συνήθειο το μυαλό να ξεφεύγει, να το σκάει σαν το πουλί απ’ το κλουβί, να πάει να δροσιστεί στην αγκαλιά κανενός ανέμου, αλλά δουλειά δική μας είναι ν’ αφήνουμε πού και πού την άγκυρα να πέφτει στο νερό, να στεκόμαστε στο λιμάνι που δεν ξέρουμε, λίγο να ξαποστάσουμε, να ξαναμετρήσουμε τα υπάρχοντα στο αμπάρι, να ξανααγκαλιάσουμε τη μοίρα μας σαν να ‘ταν αδερφή πρωτότοκη που έλειψε στα ξένα, και να τι ίσως είν’ ο θάνατος, είτε είναι μπροστά μας είτε υπήρξε πίσω μας –είτε νεκροί, είτε ζωντανοί, και ποιος να ξέρει άραγε να πει τι είναι τι, ποιος είναι ποιος– και τότε λέει έψαχνα μες στην κηδεία εκείνη για να βρω μια τουαλέτα, και περπατούσαν δίπλα μου οι σερβιτόροι, μα ντρεπόμουνα, δεν ρώταγα, σαν να ‘μουνα μικρό παιδί που ακόμα δεν του έχουν μάθει τους κανόνες, και κράταγα μες στην παλάμη μου εκείνον τον παράξενο σύντροφο των αρσενικών και δεν ήξερα τι να τον κάνω, μα όλα γίνονται στα όνειρα, όπως και όλα ίσως γίνονται μες στη ζωή, μονάχα που δεν ξέρουμε πώς να τα πιάσουμε, χώρια που ντρεπόμαστε, γιατί στο μεταξύ προλάβαμε και μάθαμε από κανόνες, και να που τώρα, ξυπνώντας, τίποτα δεν θα πείραζε απ’ ό,τι έγινε από κει, με εξαίρεση ίσως το ότι –όντως– ο φίλος μας έφυγε, έφυγε ξαφνικά, άδικα καθώς λένε, λες κι είναι ποτέ δίκαιος ο θάνατος, έφυγε μες σε μια στιγμή, λες και χωρά ο θάνατος σε δυο στιγμές, έτσι, έφυγε ξαφνικά και δεν πρόλαβε να μας προετοιμάσει, να ‘χουμε κάνει βρε παιδάκι μου κι εμείς ένα κουμάντο, έστω και έναν μόνον απολογισμό, τι του χρωστάμε και τι μας χρωστά, τι έχουμε ακόμα για να πούμε, πόσα χαμόγελα δεν του χαρίσαμε όταν αυτός μας χαμογέλαγε, πόσες των ενηλίκων τσαπατσούλικες αγκαλιές τσιγκουνευτήκαμε σαν αποχαιρετιόμασταν –πάντα για πάντα πρέπει να ‘ναι οι αποχαιρετισμοί, τώρα το ξέραμε αλλά μετά πάλι θα το ξεχνούσαμε– και να που τώρα έφυγε χωρίς ούτε ένα αντίο, αλλά και μεις, για να εκδικηθούμε εκείνο το καψόνι του, θα στήσουμε ολάκερη σειρά μαζί του κρασοκατανύξεις, μες στο μυαλό μας, μα ποιος νοιάζεται, αυτές που μας εμπόδισε η καραντίνα κι άλλα δαιμόνια να οργανώσουμε –τι να οργανώσουμε οι πάνσοφοι ανοργάνωτοι;– θα στήσουμε αράδες τις γιορτές, βδομάδες και βδομάδες με την κάθε μέρα να ‘ναι Κυριακή, για όσους μήνες το αντέξουμε, κι εκεί θα τραγουδήσουμε, θα παίξουμε, θα πιούμε, θα χορέψουμε, θα κάνουμε ό,τι όλες τις φορές ξεχνούσαμε, και όλα ετούτα θα ‘ναι λέει σαν να ‘χουν κάπως σ’ ένα παρελθόν συντελεστεί, γιατί κι ο θάνατος μου φαίνεται δεν θα ‘ναι τόσο άκαρδος όσο τον λένε, σίγουρα θα παραχωρεί μία παράταση, μια έξτρα διορία για την κατάθεση δικαιολογητικών, σίγουρα θα επιτρέπει, βαδίζοντας στου πένθους το μονοπατάκι, να ζεις ό,τι δεν πρόλαβες με τους ανθρώπους σου, να ζεις ό,τι ακόμα έπρεπε να ζήσεις, κι αυτό εάν υπάρχει εκείνο που λένε μπρος και πίσω μες στον χρόνο.

Καλά να είναι και καλά να είμαστε κι εμείς, ώσπου να ξανασμίξουμε. Εάν. Αλλά και τούτο το εάν εμένα μου φτάνει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: