Ο διευθυντής της Αστυνομίας της Λωζάνης είχε ζητήσει στις 24 Ιουλίου
1923 από τον αστυνόμο Ολιβιέ Ρυφιέ να καθυστερήσει την υποβολή
παραίτησής του, λόγω συμπλήρωσης ευδοκίμου υπηρεσίας τριάντα ετών και
τριών μηνών, ώστε να προσφέρει τις πολύτιμες γνώσεις του στην
διελεύκανση της χθεσινής δολοφονίας της κυρίας Ντοντό, επί της σορού της
οποίας είχε τοποθετηθεί γάτα σκισμένη στα δύο. Ο κύριος διευθυντής είχε
σχολιάσει ότι στην στήλη «Ατυχήματα» της ημερήσιας Εφημερίδας της Λωζάνης,
όπου η απαρίθμηση των πατημένων σκύλων από αυτοκίνητα, άμαξες, κάρα και
ποδηλάτες παρέμενε λίγο-πολύ σταθερή, είχαν αρχίσει να
πολλαπλασιάζονται τα σχόλια για την αύξηση των κρουσμάτων
αποκεφαλισμένων γάτων, δίχως να υπολογίζονται γάτες με κομμένες ουρές.
Σκύσιμο γάτας όμως δεν είχε αναφερθεί, επρόκειτο για αναβάθμιση της
εγκληματικότητας, η οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, βρίσκεται πάντα αρκετά
βήματα πιο μπροστά από τους αστυνομικούς διώκτες της.
Το ερώτημα
λοιπόν ήταν: η κυρία Ντοντό είχε αντισταθεί άραγε στις 23 Ιουλίου στον
δολοφόνο της γάτας και υπέστη συνεπώς τα θανατηφόρα χτυπήματά του; Μήπως
ο δολοφόνος μαχαίρωσε την κυρία Ντοντό και στην συνέχεια, εν είδει
σατανικής τελετουργίας, έσκισε την γάτα με την χατζάρα του και άφησε το
αίμα της να ρεύσει και να αναμιχθεί με το αίμα της κυρίας Ντοντό; Ο
αστυνόμος Ολιβιέ Ρυφιέ ομολόγησε πως δεν είχε αντιμετωπίσει άλλοτε
τέτοια περίπτωση και πως η επαγγελματική του συνείδηση επέβαλε να μην
υποβάλει την παραίτησή του και να αναλάβει αμέσως την υπόθεση
προσωπικώς.
Σύμφωνα με τον φάκελο που είχε μπροστά του, η κυρία
Ντοντό δεν είχε γάτα στο σπίτι της, άρα ο δολοφόνος είχε φέρει το άτυχο
ζώο από άλλο σπίτι, ζώο αρτιμελές, το οποίο έσκισε πάνω από το πτώμα της
κυρίας Ντοντό. Το είχε φέρει νεκρό, αλλιώς δεν κουβαλάς γάτα ζωντανή
στα χέρια σου, θα σε νυχιάζει μέχρις αιμορραγίας. Αν είχε φέρει την γάτα
ζωντανή για να την θυσιάσει επιτόπου, θα πρέπει να την είχε στριμώξει
σε σακούλι, πράγμα που θα προκαλούσε την προσοχή περιπατητών και
συγκατοίκων της κυρίας Ντοντό, αφού οι γάτες νιαουρίζουν μανιωδώς όταν
έχουν κλειστεί σε σακούλι. Σακούλι πάντως δεν είχε βρεθεί στον τόπο του
εγκλήματος. Άρα, ο δολοφόνος είχε δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην γάτα,
την είχε στραγγαλίσει, ώστε να ολοκληρώσει το έγκλημά του σε βάρος της
κυρίας Ντοντό, πριν προλάβει η κυρία Ντοντό να νιαουρίσει «βοήθεια».
Όσον
αφορά την ράτσα της γάτας, ο κτηνίατρος του Δήμου Λωζάνης είχε
αποφανθεί πρωί-πρωί ότι ήταν καθαρόαιμη γάτα του Σιάμ, ότι υπήρχε
επικαιροποιημένος κατάλογος πεντακοσίων τριάντα πέντε ευνουχισμένων
γάτων στην πόλη, άγνωστος ο αριθμός τών μη ευνουχισμένων στα προάστια,
καμία αναφορά αδέσποτης γάτας του Σιάμ. Άρα, ο δολοφόνος είχε αρπάξει το
θύμα του από κάποιο οίκημα, δεν υπήρχε όμως καταγγελία κλοπής γάτας,
πράγμα που σημαίνει ότι ο δολοφόνος είχε την γάτα πάνω του, όπως έχουμε
το πορτοφόλι στην τσέπη μας.
Ο βίος της κυρίας Ντοντό είχε υπάρξει
ανέφελος: είχε διατηρήσει επί δεκαετίαν οίκον ανοχής στην περιοχή Ουσύ
με θέα την λίμνη της Γενεύης και ουδέποτε είχε προκαλέσει την προσοχή,
επιδεικνύοντας στις αρχές τα απαραίτητα υγειονομικά έγγραφα, οδηγώντας
τους επιφανείς πελάτες της από υπόγεια στοά στα ενδότερα του διόροφου
οικοδομήματος ιδιοκτησίας της, στο Ιαπωνικό Δωμάτιο πρωτίστως, όπου
γκέισες της Μεσογείου και των Αράβων με αραχνοϋφαντα πέπλα επιφανών
μόδιστρων του Παρισιού και του Λονδίνου, πρόσφεραν τσάι με ενισχυτικά
βότανα και εκδουλεύσεις μέχρις τελικής πτώσεως. Σε εκείνον τον Παράδεισο
είχε γεράσει η Κοκό, η λεγόμενη Αμαζόνα, η οποία είχε προσέλθει
αυτοβούλως προ μεσημβρίας στον αστυνόμο Ολιβιέ Ρυφιέ για να δηλώσει πως η
κυρία Ντοντό, όταν υποδεχόταν απαιτητικούς πελάτες, συνοδευόταν από μια
γάτα του Σιάμ, την οποία κρατούσε από ασημένιο λουρί πιασμένο στο
ασημένιο κολάρο που ντιντίνιζε γύρω στον λαιμό της. Η συνοδεία της γάτας
δήλωνε πως όλα ήταν έτοιμα και πως το όργιο μπορούσε να αρχίσει:
πρόλογος, πράξεις και σκηνές του έργου, αυλαία, χειροκροτήματα.
– Λοιπόν, λοιπόν, χαμογέλασε ο αστυνόμος Ολιβιέ Ρυφιέ, σκύβοντας
μπροστά στο ρυτιδιασμένο, αλλά λαμπερό πρόσωπο της Κοκό, της λεγόμενης
Αμαζόνας, η οποία έσφιγγε την τσάντα της στην μασχάλη της.
– Όπως
όλοι γνωρίζουμε, η Ντοντό ερωτεύτηκε σφόδρα τον Τούρκο χαρτοπαίκτη ηγέτη
ονόματι Κεμάλ Μπέι για τον οποίο είχε διαρρυθμίσει το δωμάτιο των Ουρί
τού Παραδείσου, στο οποίο εκείνη είχε τον ρόλο της Σουλτάνας και τα
κορίτσια καυκασιανά και κερκέζικα φυλάγονταν από ευνούχους, που έπαιζαν
μπαρμπούτι, ενώ τα κορίτσια χόρευαν λάγνους χορούς υπό τους ήχους του
ελληνικού άσματος «Gel Gel Kayıkçı Yavaş Yavaş».
– Λοιπόν, λοιπόν, επανέλαβε ο αστυνόμος Ολιβιέ Ρυφιέ και κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα πίσω από το ξύλινο γραφείο του.
–
Κατά την εξέλιξη της εργασίας, ψιθύρισε η Κοκό, ο Κεμάλ Μπέι άρπαζε την
γάτα από την ουρά και την έσερνε πάνω στο εφήβαιο της κυρίας Ντοντό,
ζητώντας της να νιαουρίζει στον ίδιο τόνο με την γάτα.
– Και λοιπόν; αναρωτήθηκε ο αστυνόμος Ολιβιέ Ρυφιέ.
–
Ξοδεύτηκαν αμύθητα ποσά για την επούλωση των τραυμάτων της κυρίας
Ντοντό, οι ευνούχοι κέρδισαν από τον Κεμάλ Μπέι το διόροφο σπίτι στο
μπαρμπούτι, η κυρία Ντοντό βρήκε ένα μικρό διαμέρισμα για να περάσει τα
τελευταία έτη του βίου της ειρηνικά, μακριά από τον κόσμο, ζούσε
φτωχικά, ελάχιστα χρυσά γρόσια είχε κρατήσει, τα ξόδευε προσεκτικά.
– Εννοείτε πως το σπίτι όπου γίνεται η Διάσκεψη της Λωζάνης ήταν το σπίτι της κυρίας Ντοντό...
– Μαζί με την υπόγεια στοά...
– Εκεί όπου υπογράφεται σήμερα, 24 Ιουλίου 1923, το μέλλον Ελλάδας και Τουρκίας...
– Εγώ δεν ξέρω από αυτά...
– Ξέρετε όμως ποιος είναι ο δολοφόνος!
Η Κοκό, ως πραγματική Αμαζόνα, σηκώθηκε, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε μια φωτογραφία.
– Ο δολοφόνος είναι εδώ, έδειξε.
– Ποιος είναι; ρώτησε ο αστυνόμος Ολιβιέ Ρυφιέ.
– Μυστακοφόρος.
– Όλοι έχουν μουστάκι, διαμαρτυρήθηκε ο αστυνόμος Ολιβιέ Ρυφιέ.
–
Κανένα μουστάκι δεν είναι ίδιο με το άλλο, κάποιο ξεχωρίζει. Αυτό που
είπε σήμερα, 24 Ιουλίου 1923, «σκίσαμε! Την σκίσαμε τη γάτα».