Συνεχίζουμε την σειρά μεταφράσεων ποίησης που με κάποιο τρόπο, ρητό ή υπόρρητο, διαμορφώνει ελληνικά σκηνικά και τοπία, που με την σειρά τους χρησιμεύουν στο κτίσιμο ενός κόσμου – άλλου, αλλά όχι ξένου. Μεταφέροντας τα στην ελληνική γλώσσα αποδίδουμε σε αυτά τα ποιήματα, εν είδει δώρου, την γλώσσα χάριν της οποίας γράφτηκαν παρόλο που γράφτηκαν σε μια άλλη.
Σκηνές από την Ελλάδα των άλλων, ΙΙI
Η H.D., κατά κόσμον Hilda Doolittle, είναι κορυφαία φυσιογνωμία του αγγλόφωνου μοντερνισμού, της πειραματικής ποίησης, και της γυναικείας γραφής γενικότερα. Μαζί με τον Έζρα Πάουντ και τον Ρίτσαρντ Άλντινγκτον αποτέλεσε τον πυρήνα του κινήματος των «εικονιστών» (imagists), η επίδραση του οποίου στην πειραματική ποίηση του 20ού αιώνα παραμένει ανυπολόγιστη.
Γεννήθηκε το 1886 στην Πενσυλβάνια, κόρη καθηγητή αστρονομίας και μητέρας μουσικού. Στα 19 της γνώρισε τον Πάουντ, ο οποίος της αφιέρωσε πρωτόλεια ερωτικά ποιήματα και τον οποίον αρραβωνιάστηκε παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της – η ποιητική σχέση και συνεργασία τους διήρκησε μέχρι τέλους. Το 1911 τον ακολούθησε στο Λονδίνο, όπου γνώρισε τον Άλντινγκτον τον οποίο και παντρεύτηκε για ένα διάστημα, παρότι σε όλη της την ζωή έζησε σε ελεύθερες πολυγαμικές σχέσεις με άντρες και γυναίκες εξίσου.
Μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, το οποίο υπήρξε καθοριστικά τραυματικό γεγονός, η H.D. πρωτοστάτησε στην ποιητική avant-garde της εποχής, όχι μόνο στην ποίηση και στις εκδοτικές ενέργειες, αλλά και στην θεωρία, την πεζογραφία, την μετάφραση και τον κινηματογράφο. Σημειώνω εδώ το θαυμαστό πρωτοποριακό έργο Borderline (1930) με θέμα τις διαφυλετικές ερωτικές σχέσεις (ταμπού μέχρι σχετικά πρόσφατα), στο οποίο πρωταγωνίστησε μαζί με τον περίφημο μαύρο ηθοποιό και ακτιβιστή Paul Robeson.
Το 1933 ξεκίνησε ψυχανάλυση στην Βιέννη με τον Φρόυντ, τον οποίον τον είχε διαβάσει ήδη από το 1909 στα γερμανικά. Λέγεται ότι ενδιαφερόταν να διαφωτίσει τις αμφισεξουαλικές της διαστάσεις, τις οποίες εξάλλου ουδέποτε απώθησε ούτε απέκρυψε, αλλά πιθανότερο είναι ότι ήθελε να αντιμετωπίσει κάποια σημάδια παράνοιας, τα οποία η ίδια απέδωσε στην οδυνηρή εμπειρία του πολέμου και την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. Η αλληλογραφία της με τον Φρόυντ είναι εξαίσιο ντοκουμέντο των ηθών και ανησυχιών της εποχής και η σχέση της με την ψυχανάλυση έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ποιητικής της. Έζησε το υπόλοιπο της μποέμικης ζωής της στην Ζυρίχη όπου και πέθανε το 1961.
Την ίδια χρονιά, μεταθανάτια, δημοσιεύτηκε και Η Ελένη στην Αίγυπτο, που είχε γραφτεί δέκα χρόνια νωρίτερα (1951-52) ως γυναικεία απάντηση στα Cantos του Πάουντ. Η ελληνική σκέψη –φιλοσοφία, τραγωδία, ποίηση– υπήρξε ανέκαθεν βασική υπόσταση της ποιητικής της H.D. Στο συγκεκριμένο έργο βλέπουμε την κορύφωση αυτής της ποιητικής και στοχαστικής πορείας. Αντλώντας από ένα δεκάστιχο απόσπασμα του Στησίχορου και την τραγωδία του Ευριπίδη, η H.D. στήνει ένα επικό ποίημα στην βάση ότι η Ελένη ουδέποτε έφτασε στην Τροία –ο Πάρις μετέφερε μόνο το είδωλο της– και ότι ο Δίας την έκρυψε στην Αίγυπτο, όπου ναυάγησε ο Αχιλλέας –επιζών του πολέμου ή φάντασμα εν ζωή– την γνώρισε και την ερωτεύτηκε. Μέσα από την σχέση τους συνυφαίνονται ο αρχαιοελληνικός και ο αιγυπτιακός πολιτισμός σε ένα μείγμα γραφής, ψυχής και ιερογλυφικών συμβόλων ως νέα προοπτική της ανθρωπότητας.
Η ποιητική του έργου είναι ιδιάζουσα: κάθε ποίημα ξεκινάει με ένα πεζό σκηνογραφικό κείμενο που ακολουθείται από τερτσέτα γραμμένα σε απλή γλώσσα και με ενδιάμεση μουσικότητα, η οποία παραπέμπει στα πρώτα εικονιστικά πειράματα της ποιήτριας εμπλουτισμένα πλέον με την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής έρωτος, εξορίας και πολέμου. Ο τρόπος που η H.D. χειρίζεται τον Αχιλλέα, αλλά και το σύνολο του ομηρικού έπους, ως ποίημα μετοικισμού, εξορίας, εξιχνίασης της ιστορίας, και σύγχυσης πολιτισμών παραπέμπει στο αντίστοιχο εγχείρημα του Ντέρεκ Γουώλκοτ, με το οποίο ξεκινήσαμε τις Σκηνές από την Ελλάδα των Άλλων. Όμως, η προσήλωση στο συγκεκριμένο και στο αντικείμενο, η λιτή έκφραση, και η γενικότερη ποιητική αντίληψη πάντα συνδεόταν στο μυαλό μου με την ποιητική αντίληψη και έκφραση της Ελένης Βακαλό.
Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι επιλογές από την πρώτη εκ των τριών ενοτήτων του έργου με τον ίδιο τίτλο που δίνει και ο Στησίχορος: Παλινωδία. Ενδέχεται να επιστρέψω σε άλλη φάση με επιλογές από το υπόλοιπο του βιβλίου.
Η Ελένη στην Αίγυπτο
Παλινωδία I.ii
Η λήθη, όπως ξέρουμε, είναι το ποτάμι της αμνησίας των σκιών, καθώς περνούν από την ζωή στον θάνατο. Αλλά η Ελένη, μυστηριωδώς μετατοπισμένη στην Αίγυπτο, δεν θέλει να ξεχάσει. Είναι φάντασμα και αλήθεια συνάμα.
Το ελιξίριο δεν είναι δηλητήριο,
δεν είναι λήθη και αμνησία
αλλά μνήμη απέραντη,
η δόξα και το κάλλος των πλοίων,
το κύμα που τα ώθησε εμπρός
κι ο κραδασμός από το κρυφό κοπάδι,
η απειλή των βράχων,
τα καταπονημένα ανοιχτά πανιά
το τεντωμένο στο τέρμα του σχοινί,
η ανάσα και η εισπνοή
η ανάβαση κι η πτώση, βουνό και λαγκάδι
η απαίτηση, η ακρογιαλιά
που σιμώνει, που αποτραβιέται,
του πηδαλιούχου ο πικρός όρκος
όταν βλέπει να απομακρύνεται ο στόχος
μες την νύχτα, άπειρο και παντοτινό
τίποτα, λήθαργος της αναμονής
Ω Ελένη, Ελένη, Δαίμων που είσαι,
θα τελειώσουμε για πάντα
μ’ αυτή την χάρη, το φθονερό φίλτρο
της Αφροδίτης την κατάρα,
έτσι πολέμησαν, ξεχνώντας τις γυναίκες,
ήρωας με ήρωα, ορκισμένο αδερφό και εραστή,
καταριώντας την Ελένη εις το άπειρον.
Παλινωδία II.iii
Είχαμε δίκιο. Η Ελένη η ίδια αρνείται κάποια αληθινή νοητική αντίληψη των συμβόλων του ναού. Αλλά η σχέση της μαζί τους είναι πιο άμεση από του μαθητευμένου χαράκτη. Γι αυτήν το μυστικό της γραφής πάνω στην πέτρα επαναλαμβάνεται σε σύμβολα της φύσης ή των ανθρώπων. Αυτή η ίδια είναι η γραφή.
Είπα, έχω μαθητεύσει στην γραφή.
Αλλά την άκουσα μόνο
όταν οι ιερείς μας απέρριψαν
τα αποσπάσματα παπύρων
που κόμισαν ταξιδευτές
ως ακατέργαστα πρωτόγονα αλφάβητα.
Είχα δει μόνο το σκοτεινό σκίτσο
μιας καραβέλας με φόντο ένα τεράστιο ήλιο
σε καταρρακωμένο χειρόγραφο,
αλλά χαρακωμένο με μελανή σκιά –
έμοιαζε με σκιαγράφημα του ήλιου,
του πλοίου, ή με ζωγραφιά ενός παιγνιδιού.
Δεν με ενδιέφερε κιόλας,
δεν με μόρφωσε κανείς,
ούτε μάντεψα τον εσωτερισμό του ιερατείου,
αλλά όταν ένα πουλί χίμηξε μπροστά μου
εκείνο το απόγευμα
φάνηκε να κατανόησα την γραφή
σαν ο Θεός να έφτιαξε την εικόνα
και να την ταίριαξε
με ζωντανό ιερόγλυφο,
πώς αναγνώρισα το αρπακτικό;
πώς επικαλέστηκα την μητέρα;
γιατί τον κυρίευσε τέτοιος τρόμος;
μες το σκοτάδι, θα πρέπει να έμοιαζα
με μελανά χαρακωμένο σκιαγράφημα,
αλλά με τον θυμό του, με το αναμμένο κάρβουνο,
έγινα ό,τι η καταγγελία του εποίησε:
Ίσις, για πάντα έγκυος
και το παιδί, Ιέραξ Ώρος.
Παλινωδία II.viii
Οπότε, όντας η Ελένη της Τροίας, είτε περπάτησε στους προμαχώνες είτε όχι, πετάει την γνώση στα σκουπίδια. Μακάρι του ναού οι τοίχοι να ανθίσουν με την «ανεξιχνίαστη γραφή του Άμμωνα». Δεν είναι απαραίτητο να «αναγνώσεις» το αίνιγμα. Το σχήμα από μόνο του είναι αρκετό και πανέμορφο.
Είναι η Μοίρα αδυσώπητη;
Έχει διατάξει ο Δίας ότι, για πάντα,
ο Έρως θα είναι παιδί του Πολέμου;
Ω Έρως με τις φλεγόμενες φτερούγες σου!
Ω Ώρος με τα χρυσά φτερά σου!
άσε την καρδιά μου να πλημμυρίσει με γαλήνη,
άσε με να τον επανελκύσω σε αυτόν τον τόπο –
μόνος του, βαδίζει όντως στην θάλασσα;
ρωτάει όντως τα πλανώμενα αστέρια;
λικνιζόμενος μπροστά στο κατάρτι
«ο καιρός έχει αλλάξει,
είμαστε μακρυά από – από –»
τι ραγισμένη καρδιά, τι αγιάτρευτος
πόνος τον καίει βαθειά μέσα στους τένοντες
καθώς θυμάται το βέλος
που του έκλεψε την Αθανασία
που τον έκανε Θνητό –
άσε της Ελένης το κυρίαρχο κυνήγι
να περάσει μέσα από τον ναό, να λύσει το αίνιγμα
που είναι γραμμένο στα Τείχη,
άσε το να λυθεί σαν ιέρειας πέπλο –
καμία ιέρεια δεν τον κάλεσε να έρθει σε μένα,
δεν ρωτώ, ούτε με ενδιαφέρει να ξέρω
ποια είναι ή δεν είναι η απάντηση,
αν σαν τον Ορφέα τόλμησε να κατέβει στο βάθος της κόλασης,
αν σαν τον Φαέθωνα προκάλεσε το άρμα του ήλιου,
αν έκλεψε σαν τον Προμηθέα
την απαγορευμένη γνώση του ουρανού,
αν παρέβη τον νόμο
(Ω συγχώρα με, Δία, νομοθέτη!)
αν μεταμόρφωσε, σαν την Κίρκη,
ανθρώπους σε χοίρους,
αν αψήφησε την ίδια του την δύναμη
ενώ σωριάζονταν γυναίκες, καθώς το κυρτό
βλέμμα του τις θέριζε σαν δρεπάνι,
αν γέλασε καθώς έπεσαν,
αν βρήκε, εδώ κι εκεί,
κάποιο κορίτσι για ηδονής παραλλαγή,
αν κουρασμένοι μετά την μάχη
οι εκλεκτοί του κοιμήθηκαν στις σκηνές τους,
αν εδώ κι εκεί κάπου έκλεψε ένα παιδί
αν εδώ κι εκεί, παντού
η γοητεία του στρατολογούσε παίδες στα πεδία μάχης,
αν εξαπάτησε ή είπε ψέμματα –
(ήταν γενναίος; ένας αθάνατος
που στρίμωξε οτιδήποτε θνητό;)
αν ρήμαξε μια πόλη,
μια γυναίκα, αν φόρεσε στέμμα
που δεν του άξιζε –
τι, σαν μαγνήτης τράβηξε
το μέταλλο απ’ την πέτρα;
τον χρυσό από το άχρηστο μάγμα;
τον θάνατο από την ζωή;
ήταν ο Πόλεμος αναπόφευκτος;
Άμμωνα-Ζευ, ας μη μ’ αφήσεις να ρωτήσω
αλλά άσε με να τον διεκδικήσω και να γνωρίσω τον Ήλιο
που κρύβεται πίσω από τον ήλιο της διάφανης μέρας μας.
Παλινωδία IV.vi
Τώρα ο ίδιος ο Νέος Αχιλλέας παραδέχεται την ήττα του. Για ποιο πράγμα είχε χάσει «την κυριαρχία του στην Ελλάδα και στον κόσμο»; Για δυο πράγματα: «το λύγισμα του καρπού ενός Έλληνα» και «το κατάρτι ενός πλοίου που έφτανε να μετρήσει τα αστέρια».
Θυμάμαι μόνο το λύγισμα
του καρπού ενός Έλληνα
καθώς έδενε κόμπο ένα μαντήλι.
Θυμάμαι μόνο
το λύγισμα στο κατάρτι ενός πλοίου
που έφτανε να μετρήσει τα αστέρια.
Θυμάμαι μόνο
να παλεύω να απελευθερώσω
τα πόδια μου από κάτι μπερδεμένα σχοινιά
και ένα άλμα στο σκότος.
Θυμάμαι μόνο
τα κοχύλια, πιο λευκά κι από κόκαλα
στο ακρογιάλι της εγκατάλειψης.
Θυμάμαι μόνο
ένα τσακισμένο λουρί
που κόστισε στον Αχιλλέα
την κυριαρχία του στην Ελλάδα και στον κόσμο.
Θυμάμαι μόνο
πώς είχα αμφισβητήσει τη Διαταγή.
Γι’ αυτή την αδυναμία, την αμφιταλάντευση,
χτυπήθηκα σαν υποτελής
σαν τελευταίος υπηρέτης
πίσω από τα τελευταία κάρα με τα υπάρχοντα
και τα ζευγοδεμένα ζώα.
Παλινωδία VI.vii
Γιατί ξαφνικά νιώθει μόνη. Θα μοιραζόταν την ευτυχία της, θα διαλαλούσε το θαύμα, θα ξανάφερνε τα Αιγυπτιακά Μυστήρια στην Ελλάδα, θα ξαναδινόταν στου Αχιλλέα το έργο, «στην φροντίδα του Φάρου», στην «θαλασσινή γοητεία των ματιών του».
Σίγουρα δεν είμαι μόνη,
δεν πρέπει να υπάρχει κάποια ιέρεια, ιερέας
δεν πρέπει να υπάρχει η οικογένεια
αυτής της αρχαίας Δυναστείας,
κάποιος Φαραώ, κάποια γυναίκα του Φαραώ;
Τόσο πολύ έχω αυτοφυλακιστεί
στην περισυλλογή μου;
Τόσο πολύ με έχει χωρίσει η ευτυχία μου
απ’ την λοιπή Αίγυπτο;
Ο Αχιλλέας ανήγγειλε ότι είχε δουλειά να κάνει,
να ανακτήσει τα παράλια,
να επιβλέψει και να φροντίσει τον Φάρο,
φως και στέρνα φωτός για τα καράβια,
για άλλους σαν κι εμάς
που δεν είναι ούτε ίσκιοι ούτε σκιές
αλλά οντότητες που ζουν ζωή
ανεκπλήρωτη στην Ελλάδα:
μπορούμε, άραγε, να φέρουμε τον θησαυρό μας,
την σοφία του Άμμωνα και του Θωδ,
πίσω στα νησιά,
ώστε η μαγεία να βρει ένα τόπο
εκεί που κάποτε κυβερνούσε η ερημιά
και μια φυλή πολεμιστών,
Αγαμέμνονος και Μενελάου;
Παλινωδία VII.viii
Όνειρο; Πέπλο; Προφανώς, η Ελένη είχε διαπεράσει τον χρόνο και είχε εισέλθει σε άλλη διάσταση. Αλλά τα άχρονα ιερατικά σύμβολα βρίσκουν παράλληλα σύμβολα μέσα στον χρόνο. Η Ελένη το κατάλαβε την πρώτη φορά που γνώρισε τον Αχιλλέα, «το σχήμα αυτού του πτηνού είναι γράμμα, το λένε ιερόγλυφο». Υπάρχουν κι άλλα ιερόγλυφα, της υπενθύμισε η Θέτις, μια ακρίδα, ένα ιπτάμενο ψάρι, ένα χταπόδι – αυτά είναι ελληνικά σύμβολα μιας θαλάσσιας θεάς των Ελλήνων – «Ελένη – γύρνα σπίτι».
Προσπάθησε να μη ξυπνήσεις τους νεκρούς –
οι ασύγκριτοι οικοδεσπότες
μαζί με τον Αχιλλέα και την Ελένη
δεν έχουν πεθάνει, ούτε χαθεί,
τα νησιά είναι φωτεινά (κι όχι μακριά),
η Πάφος, οι Κυκλάδες,
ένα απλό σπειροειδές κοχύλι θα σου πει
μια ιστορία αρχαιότερη
από αυτά τα μυστήρια,
τόλμησε να ρισκάρεις στις αχαρτογράφητες θάλασσες,
ο Αχιλλέας περιμένει, και η ζωή επίσης,
πέρα από τούτους τους πυλώνες και τις πύλες
είναι μαγεία ο άνεμος, οι θύελλες,
το μυστήριο των δέντρων στα δάση
που ψιθυρίζουν μυστικά στον Κιθαιρώνα
κρατούν ένα ανεπαίσθητο νόημα
αντί αυτού που είναι γραμμένο στην πέτρα
ή στα φύλλα ενός παπύρου,
άσε την έκσταση να προσκαλέσει
την αφροπιτσιλισμένη άμμο
και τον αέρα, το χαλάζι,
την βροχή, το χιονόλευκο σάστισμα
που σηκώνει και ρίχνει
που αποκρύπτει κι αποκαλύπτει
(το πραγματικό
και εμφανές πέπλο),
Ελένη – γύρνα σπίτι.