Ευτυχώς που η ποίηση είναι «πράξη» διά του λόγου. Ευτυχώς που κι ζωή επίσης είναι λόγος διά της πράξης. Κι ευτυχώς που για τους σημαντικούς ποιητές η πράξη διά του λόγου, που είναι η ποίηση, και ο λόγος διά της πράξης, που είναι η ζωή, είναι ένα και το αυτό. Για τους σημαντικούς ποιητές ποίηση και ζωή δεν διίστανται. Αντίθετα η μία επικυρώνει την άλλη, η μία επικυρώνει τον λόγο και την πράξη της άλλης. Παρά τις αντιφάσεις εκείνο που διακρίνει κανείς είναι ότι ζωή και έργο συνιστούν για τους σημαντικούς ποιητές μια λειτουργία. Ποιούν τη ζωή τους, εργάζονται την ποίησή τους, σαν να επρόκειτο για το ίδιο ένσαρκο υλικό. Στην ίδια σάρκα επάνω γράφονται ποίηση και ζωή. Στον ίδιο χρόνο εγγράφονται, βιώνονται δηλαδή, πάνω στο ίδιο φθαρτό ριζώνουν. Μόνο που άλλοι εκκινούν από τη μία για να φτάσουν στην άλλη, κι άλλοι ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Άλλοι δηλαδή καταθέτοντας την πράξη του λόγου δεσμεύονται ως προς αυτήν, και περνούν στη συνέχεια στο λόγο της πράξης μέσα στη ζωή τους, κι άλλοι εμπνεόμενοι από το λόγο της πράξης οδηγούνται διηθητικά προς την πράξη δια του λόγου, εγγράφοντας αυτό που ήδη έχει συμβεί. Υπάρχει και στις δύο περιπτώσεις ένα δεσμευτικό εκ των υστέρων, το ένα από μέρους της ζωής, το άλλο από την πλευρά της ποίησης. Σημασία, και ως προς τις δύο περιπτώσεις, έχει η ελευθερία που απορρέει από αυτή τη δέσμευση. Γιατί η δέσμευση είναι παρούσα. Χωρίς αυτήν λόγος και πράξη, όπως και αν συνδέονται, αφίστανται. Ο λόγος εκπίπτει σε αφόρητη θεωρία, χωρίς πρακτική αξία, κι η πράξη σε μια μηχανική πρακτική άνευ σημασίας. Ο δεσμός τους, πολικός κατά μία έννοια, μαγνητικός δηλαδή, είναι αυτός που επιτρέπει στον κόσμο να γυρίζει όπως η γη γύρω από τον άξονά της. Η λύση αυτού του δεσμού αποβλέπει στην πλήρη ματαιότητα, στο α-νόητο, στο άνευ αξίας και σημασίας. Η ενίσχυσή του λειτουργεί υπέρ του νοήματος, πυκνώνει την τάξη του κόσμου, την ομορφιά και τη σημασία του, οδηγεί το ήθος, ελευθερώνει τις δυνάμεις του. Κι αυτό γίνεται φανερό σε πρόσωπα και έργα: οι ποιητές έχουν και θα έχουν την πρώτη θέση (αν εξαιρέσει ίσως κανείς όσους συνθέτουν μουσική). Και ανάμεσα σ’ αυτούς οι σημαντικότεροι, είτε το γνωρίζουν είτε όχι, δρουν και εργάζονται προς την ενίσχυση αυτού του δεσμού.
Αν διαβάσει κανείς την πρόζα του Σικελιανού, θα καταλάβει με βάση τα παραπάνω γιατί, όλα όσα γράφει ακούγονται ως θεωρίες χωρίς έρεισμα. Θεωρητικολογίες για την ακρίβεια. Στην πρόζα του ο Σικελιανός αποσυνδέει την πράξη από το λόγο, καταλύοντας τον δεσμό τους με προκατασκευασμένες ιδέες, που νόμιζε πως ταίριαζαν ανάλογα με την περίπτωση. Ευτυχώς για εκείνον, και ευτυχέστερα ακόμη για μας, από τη στιγμή που γράφει ποίηση, λησμονεί αυτές τις ιδέες κι αρχίζει να γράφει με το κορμί του, με τη βιωμένη εμπειρία του δηλαδή, αφήνοντας κατά μέρος τη θεωρία, όσο κι αν φανταζόταν ίσως το αντίθετο (τα ίδια του τα ποιήματα άλλωστε συνομολογούν σε κάτι τέτοιο). Αφού δεν ζει κανείς αληθινή ζωή με συνταγές, με συμβουλές ή με προγράμματα. Αφού έρχεται η ίδια η ζωή να του δείξει το δρόμο ακόμα κι αν τον έχει χάσει, να τον ανατρέψει και να τον αναδιατάξει· έτσι δεν γράφει κανείς ποίηση, με θεωρητικά δεδομένα. Η θεωρία βοηθάει κάποτε να καταλάβεις εκ των υστέρων, όχι να γράψεις. Αν η ίδια η κατανόηση (είναι κι αυτό ένα ερώτημα) έχει καμιά σημασία. Η γραφή, όπως και η ζωή είναι πράξεις, αρμοσμένες με τον ίδιο, αλλά διαφορετικής κατεύθυνσης, δεσμό με το λόγο.
Η σημασία και των δύο προκύπτει αβίαστα από αυτή τη συνδεσμολογία. Και από αυτή την τάξη, η οποία περιλαμβάνει ακριβώς την αταξία προς επίρρωση της ελευθερίας, της οποίας αποτελεί αποτέλεσμα. Έτσι ο Σικελιανός, κι υπάρχουν πολλές ενδείξεις γι’ αυτό, διάσπαρτες στην ίδια του την ποίηση, απέναντι στο χαρτί της ποίησης λειτουργούσε ως εργάτης κι όχι ως διανοούμενος. Διανοούμενος, με την έννοια μιας απολύτως έλλογης ρύθμισης των πραγμάτων, που απέχει από την αλήθεια. Όταν συμβαίνει αυτό, τα ποιήματα που γράφει ο ποιητής, ο κάθε ποιητής, δεν έχουν σώμα να πυκνώσουν, είναι καθαρές έννοιες, λέξεις που δεν κρύβουν κανένα πράγμα, λέξεις που δεν έχουν σκοτώσει τίποτα για να υπάρξουν. Είναι οι ίδιες αέρας. Εργάτης, με την πιο καθημερινή έννοια εκείνου που μοχθεί με σώμα και με νου πάνω στην ύλη. «Άλλη θροφή από τη θροφή μου δεν θα βρω, απ’ την ψυχή μου άλλη ψυχή, άλλο κορμί από το κορμί μου.» Αυτή είναι μια πλήρης ψυχοσωματική εγγραφή στον κόσμο και εις εαυτόν. Ο Σικελιανός την καταθέτει ήδη στον Αλαφροΐσκιωτο και πιστώνει με αυτή τη ζωή του. «Το λόγο, το κορμί μου εχάλκεψα και τη βαρύγνωμή μου νιότη.»
«Κάποιο λοιπόν αγνό μιμόδραμα ήταν όλη αυτή η εφηβική μου βίωση μες στη Φύση, μια βουβή κι ουσιαστική μέσα στους κόλπους της μυητική, θρησκευτική μου διακονία, στην οποίαν, αντί –καθώς συμβαίνει σχεδόν πάντα– να προηγείται ο στοχασμός από τα πράγματα και να ζητεί να διεισδύσει μ’ ολοφάνερην αυθαιρεσία και φανερότερην ατέλεια στη βαθύτερην υπόστασή τους, αφηνόντανε αντίθετα τα πράγματα να μπάζουνε σιγά-σιγά μες στην ψυχή μου το ιδιαίτερο τους φως –απ’ το χαλίκι ώσμε τον ήλιο κι ώσμε τ’ άστρα– και βαθμιαία να τ’ ανεβάζουν απ’ τα νεύρα μου, σα λάδι, προς το λύχνο του παρθένου αυθόρμητού μου λογισμού.» Αυτά γράφει στον Πρόλογο του Λυρικού Βίου, μιλώντας για τον Αλαφροΐσκιωτο. Κι όλα αυτά πηγάζουν από την ίδια την ποίησή του, που ευθύς εξαρχής ζητάει να βρει αυτή τη σύνδεση από το «λόγο που αχνίζει την πράξη» του Αλαφροΐσκιωτου μέχρι τη «συνείδηση της προσωπικής δημιουργίας». Εκεί στο «Αντίκρισμα με τον εαυτό μου» αναρωτιέται: «Πούθε ν’ αρχίσω, πούθε, / να σφυρηλατώ τη γύραθέ μου ζωή; // Από ποιο Λόγο; // Από το Λόγο τάχα που ήταν πρώτος ‘εν αρχή’; // Από ποιο Λόγο;». Στο «Προς την ποίηση-πράξη» φτάνει να πει: «Ω μουγκό μεγάλο ποίημα / της Ζωής βαθιά μου...» και πιο κάτω να υποκλιθεί στη σιωπή: «πως σε τούτη τη Σιγή / χρωστώ να προχωρήσω, / λησμονώντας το μεθύσι μέσα μου του Λόγου, / σιωπηλός, σα να φοβάμαι κάποιον να ξυπνήσω, / για να ιδώ το πρόσωπο του κόσμου, / όλου του κόσμου, / απ’ την αρχή!». Κι αυτή η Σιγή είναι «σιγή Ταφής». Για να καταλήξει στο ‘Κατορθωμένο σώμα’ με την απόφανση που θα τον πάει πιο πέρα από τον κάθε μύθο: «Δεν είναι σταθμός στου Λόγου την πορεία ο Μύθος». Είναι η στιγμή που ο ίδιος ο Σικελιανός ξαναβρίσκει πέρα από το μύθο τη γήινη υπόστασή του: «Πάρε, διάλεξε, σημάδεψε τον πόθο Σου, / κρατήσου, / ξαναπάρε το κορμί Σου!». Γύρω από αυτό το κορμί, με αυτό το κορμί, μέσα απ’ αυτό το κορμί γράφει τα ποιήματά του. Αυτό είναι το «μουγκό μεγάλο ποίημα» που από στίχο σε στίχο ξεδιπλώνει το λόγο και την αλήθεια του.