Η ιδέα ως πραγματικότητα

O Άγγελος Σικελιανός σε νεανική φωτογραφία (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη)
O Άγγελος Σικελιανός σε νεανική φωτογραφία (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη)

Ευ­τυ­χώς που η ποί­η­ση εί­ναι «πρά­ξη» διά του λό­γου. Ευ­τυ­χώς που κι ζωή επί­σης εί­ναι λό­γος διά της πρά­ξης. Κι ευ­τυ­χώς που για τους ση­μα­ντι­κούς ποι­η­τές η πρά­ξη διά του λό­γου, που εί­ναι η ποί­η­ση, και ο λό­γος διά της πρά­ξης, που εί­ναι η ζωή, εί­ναι ένα και το αυ­τό. Για τους ση­μα­ντι­κούς ποι­η­τές ποί­η­ση και ζωή δεν δι­ί­στα­νται. Αντί­θε­τα η μία επι­κυ­ρώ­νει την άλ­λη, η μία επι­κυ­ρώ­νει τον λό­γο και την πρά­ξη της άλ­λης. Πα­ρά τις αντι­φά­σεις εκεί­νο που δια­κρί­νει κα­νείς εί­ναι ότι ζωή και έρ­γο συ­νι­στούν για τους ση­μα­ντι­κούς ποι­η­τές μια λει­τουρ­γία. Ποιούν τη ζωή τους, ερ­γά­ζο­νται την ποί­η­σή τους, σαν να επρό­κει­το για το ίδιο έν­σαρ­κο υλι­κό. Στην ίδια σάρ­κα επά­νω γρά­φο­νται ποί­η­ση και ζωή. Στον ίδιο χρό­νο εγ­γρά­φο­νται, βιώ­νο­νται δη­λα­δή, πά­νω στο ίδιο φθαρ­τό ρι­ζώ­νουν. Μό­νο που άλ­λοι εκ­κι­νούν από τη μία για να φτά­σουν στην άλ­λη, κι άλ­λοι ακο­λου­θούν την ακρι­βώς αντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση. Άλ­λοι δη­λα­δή κα­τα­θέ­το­ντας την πρά­ξη του λό­γου δε­σμεύ­ο­νται ως προς αυ­τήν, και περ­νούν στη συ­νέ­χεια στο λό­γο της πρά­ξης μέ­σα στη ζωή τους, κι άλ­λοι εμπνε­ό­με­νοι από το λό­γο της πρά­ξης οδη­γού­νται δι­η­θη­τι­κά προς την πρά­ξη δια του λό­γου, εγ­γρά­φο­ντας αυ­τό που ήδη έχει συμ­βεί. Υπάρ­χει και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις ένα δε­σμευ­τι­κό εκ των υστέ­ρων, το ένα από μέ­ρους της ζω­ής, το άλ­λο από την πλευ­ρά της ποί­η­σης. Ση­μα­σία, και ως προς τις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, έχει η ελευ­θε­ρία που απορ­ρέ­ει από αυ­τή τη δέ­σμευ­ση. Για­τί η δέ­σμευ­ση εί­ναι πα­ρού­σα. Χω­ρίς αυ­τήν λό­γος και πρά­ξη, όπως και αν συν­δέ­ο­νται, αφί­στα­νται. Ο λό­γος εκ­πί­πτει σε αφό­ρη­τη θε­ω­ρία, χω­ρίς πρα­κτι­κή αξία, κι η πρά­ξη σε μια μη­χα­νι­κή πρα­κτι­κή άνευ ση­μα­σί­ας. Ο δε­σμός τους, πο­λι­κός κα­τά μία έν­νοια, μα­γνη­τι­κός δη­λα­δή, εί­ναι αυ­τός που επι­τρέ­πει στον κό­σμο να γυ­ρί­ζει όπως η γη γύ­ρω από τον άξο­νά της. Η λύ­ση αυ­τού του δε­σμού απο­βλέ­πει στην πλή­ρη μα­ταιό­τη­τα, στο α-νό­η­το, στο άνευ αξί­ας και ση­μα­σί­ας. Η ενί­σχυ­σή του λει­τουρ­γεί υπέρ του νο­ή­μα­τος, πυ­κνώ­νει την τά­ξη του κό­σμου, την ομορ­φιά και τη ση­μα­σία του, οδη­γεί το ήθος, ελευ­θε­ρώ­νει τις δυ­νά­μεις του. Κι αυ­τό γί­νε­ται φα­νε­ρό σε πρό­σω­πα και έρ­γα: οι ποι­η­τές έχουν και θα έχουν την πρώ­τη θέ­ση (αν εξαι­ρέ­σει ίσως κα­νείς όσους συν­θέ­τουν μου­σι­κή). Και ανά­με­σα σ’ αυ­τούς οι ση­μα­ντι­κό­τε­ροι, εί­τε το γνω­ρί­ζουν εί­τε όχι, δρουν και ερ­γά­ζο­νται προς την ενί­σχυ­ση αυ­τού του δε­σμού.

Αν δια­βά­σει κα­νείς την πρό­ζα του Σι­κε­λια­νού, θα κα­τα­λά­βει με βά­ση τα πα­ρα­πά­νω για­τί, όλα όσα γρά­φει ακού­γο­νται ως θε­ω­ρί­ες χω­ρίς έρει­σμα. Θε­ω­ρη­τι­κο­λο­γί­ες για την ακρί­βεια. Στην πρό­ζα του ο Σι­κε­λια­νός απο­συν­δέ­ει την πρά­ξη από το λό­γο, κα­τα­λύ­ο­ντας τον δε­σμό τους με προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νες ιδέ­ες, που νό­μι­ζε πως ταί­ρια­ζαν ανά­λο­γα με την πε­ρί­πτω­ση. Ευ­τυ­χώς για εκεί­νον, και ευ­τυ­χέ­στε­ρα ακό­μη για μας, από τη στιγ­μή που γρά­φει ποί­η­ση, λη­σμο­νεί αυ­τές τις ιδέ­ες κι αρ­χί­ζει να γρά­φει με το κορ­μί του, με τη βιω­μέ­νη εμπει­ρία του δη­λα­δή, αφή­νο­ντας κα­τά μέ­ρος τη θε­ω­ρία, όσο κι αν φα­ντα­ζό­ταν ίσως το αντί­θε­το (τα ίδια του τα ποι­ή­μα­τα άλ­λω­στε συ­νο­μο­λο­γούν σε κά­τι τέ­τοιο). Αφού δεν ζει κα­νείς αλη­θι­νή ζωή με συ­ντα­γές, με συμ­βου­λές ή με προ­γράμ­μα­τα. Αφού έρ­χε­ται η ίδια η ζωή να του δεί­ξει το δρό­μο ακό­μα κι αν τον έχει χά­σει, να τον ανα­τρέ­ψει και να τον ανα­δια­τά­ξει· έτσι δεν γρά­φει κα­νείς ποί­η­ση, με θε­ω­ρη­τι­κά δε­δο­μέ­να. Η θε­ω­ρία βοη­θά­ει κά­πο­τε να κα­τα­λά­βεις εκ των υστέ­ρων, όχι να γρά­ψεις. Αν η ίδια η κα­τα­νό­η­ση (εί­ναι κι αυ­τό ένα ερώ­τη­μα) έχει κα­μιά ση­μα­σία. Η γρα­φή, όπως και η ζωή εί­ναι πρά­ξεις, αρ­μο­σμέ­νες με τον ίδιο, αλ­λά δια­φο­ρε­τι­κής κα­τεύ­θυν­σης, δε­σμό με το λό­γο.

Η ση­μα­σία και των δύο προ­κύ­πτει αβί­α­στα από αυ­τή τη συν­δε­σμο­λο­γία. Και από αυ­τή την τά­ξη, η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει ακρι­βώς την ατα­ξία προς επίρ­ρω­ση της ελευ­θε­ρί­ας, της οποί­ας απο­τε­λεί απο­τέ­λε­σμα. Έτσι ο Σι­κε­λια­νός, κι υπάρ­χουν πολ­λές εν­δεί­ξεις γι’ αυ­τό, διά­σπαρ­τες στην ίδια του την ποί­η­ση, απέ­να­ντι στο χαρ­τί της ποί­η­σης λει­τουρ­γού­σε ως ερ­γά­της κι όχι ως δια­νο­ού­με­νος. Δια­νο­ού­με­νος, με την έν­νοια μιας απο­λύ­τως έλ­λο­γης ρύθ­μι­σης των πραγ­μά­των, που απέ­χει από την αλή­θεια. Όταν συμ­βαί­νει αυ­τό, τα ποι­ή­μα­τα που γρά­φει ο ποι­η­τής, ο κά­θε ποι­η­τής, δεν έχουν σώ­μα να πυ­κνώ­σουν, εί­ναι κα­θα­ρές έν­νοιες, λέ­ξεις που δεν κρύ­βουν κα­νέ­να πράγ­μα, λέ­ξεις που δεν έχουν σκο­τώ­σει τί­πο­τα για να υπάρ­ξουν. Εί­ναι οι ίδιες αέ­ρας. Ερ­γά­της, με την πιο κα­θη­με­ρι­νή έν­νοια εκεί­νου που μο­χθεί με σώ­μα και με νου πά­νω στην ύλη. «Άλ­λη θρο­φή από τη θρο­φή μου δεν θα βρω, απ’ την ψυ­χή μου άλ­λη ψυ­χή, άλ­λο κορ­μί από το κορ­μί μου.» Αυ­τή εί­ναι μια πλή­ρης ψυ­χο­σω­μα­τι­κή εγ­γρα­φή στον κό­σμο και εις εαυ­τόν. Ο Σι­κε­λια­νός την κα­τα­θέ­τει ήδη στον Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το και πι­στώ­νει με αυ­τή τη ζωή του. «Το λό­γο, το κορ­μί μου εχάλ­κε­ψα και τη βα­ρύ­γνω­μή μου νιό­τη.»

«Κά­ποιο λοι­πόν αγνό μι­μό­δρα­μα ήταν όλη αυ­τή η εφη­βι­κή μου βί­ω­ση μες στη Φύ­ση, μια βου­βή κι ου­σια­στι­κή μέ­σα στους κόλ­πους της μυ­η­τι­κή, θρη­σκευ­τι­κή μου δια­κο­νία, στην οποί­αν, αντί –κα­θώς συμ­βαί­νει σχε­δόν πά­ντα– να προη­γεί­ται ο στο­χα­σμός από τα πράγ­μα­τα και να ζη­τεί να διεισ­δύ­σει μ’ ολο­φά­νε­ρην αυ­θαι­ρε­σία και φα­νε­ρό­τε­ρην ατέ­λεια στη βα­θύ­τε­ρην υπό­στα­σή τους, αφη­νό­ντα­νε αντί­θε­τα τα πράγ­μα­τα να μπά­ζου­νε σι­γά-σι­γά μες στην ψυ­χή μου το ιδιαί­τε­ρο τους φως –απ’ το χα­λί­κι ώσμε τον ήλιο κι ώσμε τ’ άστρα– και βαθ­μιαία να τ’ ανε­βά­ζουν απ’ τα νεύ­ρα μου, σα λά­δι, προς το λύ­χνο του παρ­θέ­νου αυ­θόρ­μη­τού μου λο­γι­σμού.» Αυ­τά γρά­φει στον Πρό­λο­γο του Λυ­ρι­κού Βί­ου, μι­λώ­ντας για τον Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το. Κι όλα αυ­τά πη­γά­ζουν από την ίδια την ποί­η­σή του, που ευ­θύς εξαρ­χής ζη­τά­ει να βρει αυ­τή τη σύν­δε­ση από το «λό­γο που αχνί­ζει την πρά­ξη» του Αλα­φρο­ΐ­σκιω­του μέ­χρι τη «συ­νεί­δη­ση της προ­σω­πι­κής δη­μιουρ­γί­ας». Εκεί στο «Αντί­κρι­σμα με τον εαυ­τό μου» ανα­ρω­τιέ­ται: «Πού­θε ν’ αρ­χί­σω, πού­θε, / να σφυ­ρη­λα­τώ τη γύ­ρα­θέ μου ζωή; // Από ποιο Λό­γο; // Από το Λό­γο τά­χα που ήταν πρώ­τος ‘εν αρ­χή’; // Από ποιο Λό­γο;». Στο «Προς την ποί­η­ση-πρά­ξη» φτά­νει να πει: «Ω μου­γκό με­γά­λο ποί­η­μα / της Ζω­ής βα­θιά μου...» και πιο κά­τω να υπο­κλι­θεί στη σιω­πή: «πως σε τού­τη τη Σι­γή / χρω­στώ να προ­χω­ρή­σω, / λη­σμο­νώ­ντας το με­θύ­σι μέ­σα μου του Λό­γου, / σιω­πη­λός, σα να φο­βά­μαι κά­ποιον να ξυ­πνή­σω, / για να ιδώ το πρό­σω­πο του κό­σμου, / όλου του κό­σμου, / απ’ την αρ­χή!». Κι αυ­τή η Σι­γή εί­ναι «σι­γή Τα­φής». Για να κα­τα­λή­ξει στο ‘Κα­τορ­θω­μέ­νο σώ­μα’ με την από­φαν­ση που θα τον πά­ει πιο πέ­ρα από τον κά­θε μύ­θο: «Δεν εί­ναι σταθ­μός στου Λό­γου την πο­ρεία ο Μύ­θος». Εί­ναι η στιγ­μή που ο ίδιος ο Σι­κε­λια­νός ξα­να­βρί­σκει πέ­ρα από το μύ­θο τη γή­ι­νη υπό­στα­σή του: «Πά­ρε, διά­λε­ξε, ση­μά­δε­ψε τον πό­θο Σου, / κρα­τή­σου, / ξα­να­πά­ρε το κορ­μί Σου!». Γύ­ρω από αυ­τό το κορ­μί, με αυ­τό το κορ­μί, μέ­σα απ’ αυ­τό το κορ­μί γρά­φει τα ποι­ή­μα­τά του. Αυ­τό εί­ναι το «μου­γκό με­γά­λο ποί­η­μα» που από στί­χο σε στί­χο ξε­δι­πλώ­νει το λό­γο και την αλή­θεια του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: