Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

——————————————————
Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών ανα­ζη­τά τις ξυ­πό­λη­τες
γυ­ναί­κες των κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών και μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά τους.
——————————————————

ΧΙΧ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 9: Οι διδασκάλισσες, Α΄

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Αν, λοι­πόν, το από­λυ­το βι­βλίο των γυ­μνών πο­διών δεν μπο­ρού­σε να μην έχει και την μορ­φή εγκυ­κλο­παί­δειας, με εναλ­λα­γή λημ­μά­των και ει­κό­νων που φι­λο­δο­ξού­σαν να κα­λύ­ψουν κά­θε εμ­φά­νι­σή τους η οποία στους βί­ους και στις τέ­χνες των αν­θρώ­πων μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει κά­τι, τό­τε εί­χα κά­θε δι­καί­ω­μα να αι­σθά­νο­μαι εγκυ­κλο­παι­δι­στής και να ανα­ζη­τώ συ­να­δέλ­φους για ανταλ­λα­γή ιδε­ών έως και θέ­σε­ων. Έτσι όταν εί­δα πως σε μια πα­λιά ται­νία με τί­τλο Ball of fire μια συ­ντρο­φιά κα­θη­γη­τών εί­χε ανα­λά­βει την συγ­γρα­φή μιας φι­λό­δο­ξης εγκυ­κλο­παί­δειας που θα πε­ριε­λάμ­βα­νε ολό­κλη­ρη την αν­θρώ­πι­νη γνώ­ση, έσπευ­σα να γί­νω ο αρ­χη­γός τους, ονό­μα­τι Μπέρ­τραμ Ποτς, υπε­ξαι­ρώ­ντας την μορ­φή του Γκά­ρι Κού­περ, για να αι­σθαν­θώ και λί­γο ένας ωραί­ος μιας άλ­λης επο­χής. Ερ­γέ­νη­δες όλοι μας, ζού­σα­με στο ίδιο σπί­τι ώστε να ερ­γα­ζό­μα­στε αφο­σιω­μέ­νοι και απε­ρί­σπα­στοι, στη Νέα Υόρ­κη του 1941.

Εκεί­νη την επο­χή απο­δελ­τιώ­να­με το ιδιαί­τε­ρο αρ­γκό λε­ξι­λό­γιο των νυ­χτε­ρι­νών κέ­ντρων και με κά­ποιο τρό­πο βρή­κα­με μια chanteuse των νάιτ κλαμπ, την Sugarpuss O’ Shea (Μπάρ­μπα­ρα Στάν­γουικ) που προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε να συν­δρά­μει στην σχε­τι­κή έρευ­να, όχι βέ­βαια για να προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες της στην επι­στή­μη του πνεύ­μα­τος αλ­λά με σκο­πό να κρυ­φτεί στο σπί­τι ώστε να απο­φύ­γει μια ανά­κρι­ση για τα μπλε­ξί­μα­τα του μα­φιό­ζου συ­ντρό­φου της. Σύ­ντο­μα όλοι μας γοη­τευ­τή­κα­με από αυ­τή την Χιο­νά­τη του υπό­κο­σμου που άρ­χι­σε να μας μα­θαί­νει εκεί­νον τον κου­βέ­ζι­κο καρ­να­βα­λι­κό χο­ρό ονό­μα­τι conga και ση­μα­σί­ες εκ­φρά­σε­ων όπως γιαμ γιαμ, που ση­μαί­νει φι­λιά. Ομο­λο­γώ πως το τε­λευ­ταίο με απα­σχό­λη­σε έντο­να, όχι τό­σο το αν θα το εντά­ξου­με ως λήμ­μα, όσο το να γευ­τώ την εμπει­ρία του.

Ήταν μια με­τά τα με­σά­νυ­χτα όταν ετοι­μα­ζό­μα­σταν για ύπνο όταν κα­τέ­φτα­σε ως πρό­θυ­μη εθε­λό­ντρια και κά­θι­σε σε μια πο­λυ­θρό­να δη­λώ­νο­ντας έτοι­μη να συ­νερ­γα­στεί. Δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κα για το ακα­τάλ­λη­λο της ώρας αλ­λά εί­πε ότι μπο­ρού­με να δου­λεύ­ου­με όλη τη νύ­χτα (ρο­μα­ντι­κή μου­σι­κή από πί­σω)· κο­μπιά­ζο­ντας υπο­στή­ρι­ξα ότι η έρευ­να δεν θα εί­ναι επαρ­κής χω­ρίς τις ση­μειώ­σεις μου κι εκεί­νη με την άνε­ση μιας περ­πα­τη­μέ­νης γυ­ναί­κας συμ­φώ­νη­σε κι άρ­χι­σε να ξε­κου­μπώ­νει τα πα­πού­τσι της ρω­τώ­ντας με πού θα κοι­μη­θεί. Με μια διαρ­κή έκ­πλη­ξη στο πρό­σω­πό μου τής τό­νι­σα ότι εί­μα­στε όλοι ερ­γέ­νη­δες, με την εξαί­ρε­ση ενός χή­ρου, όπως πρό­σθε­σα σαν τυ­πι­κός λη­ξί­αρ­χος, και κα­μία γυ­ναί­κα δεν δια­νυ­κτε­ρεύ­ει εκεί, ού­τε η οι­κο­νό­μος μας. Τό­τε έβγα­λε την κάλ­τσα της με από­λυ­τη φυ­σι­κό­τη­τα, άπλω­σε το γυ­μνό της πό­δι και μου ζή­τη­σε να το πιά­σω και να της πω πώς εί­ναι! Το άγ­γι­ξα φευ­γα­λέα, εί­ναι κρύο της εί­πα, και υγρό, συ­μπλή­ρω­σε εκεί­νη, ενώ πί­σω, στην άκρη της σκά­λας, πα­ρα­κο­λου­θού­σαν εμ­βρό­ντη­τοι οι υπό­λοι­ποι εγκυ­κλο­παι­δι­στές.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Μου ζή­τη­σε να πλη­σιά­σω το πρό­σω­πό μου προς το μέ­ρος της, «πιο κο­ντά, πιο κο­ντά», κι όσο έντρο­μος έσκυ­βα τό­σο σί­μω­ναν κι οι γέ­ρο­ντες (για να με σώ­σουν; για να αι­σθά­νο­νται ότι προ­σκα­λεί κι αυ­τούς;). Ήταν η σει­ρά του ασθε­νούς λαι­μού της να απο­δεί­ξει την εξά­ντλη­σή της ενώ ο για­τρός της ομά­δας κλή­θη­κε να αγ­γί­ξει το μέ­τω­πό της. Τώ­ρα τους έπαιρ­νε με το μέ­ρος της! Πα­ρα­πο­νέ­θη­κε πως θέ­λω να την διώ­ξω έξω στην βρο­χή και τους απο­κά­λε­σε «παι­διά», μια έν­δει­ξη για το ποιος θα εί­ναι ο δά­σκα­λος και ποιοι οι μα­θη­τές. Κά­ποιος προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε να της δώ­σει το δω­μά­τιό του, ισχυ­ρι­ζό­με­νος άλ­λω­στε ότι φο­βά­ται τους κε­ραυ­νούς, άρα θα κοι­μη­θεί στο δω­μά­τιο ενός άλ­λου συ­νερ­γά­τη κι όλοι πε­ρι­χα­ρείς την ακο­λού­θη­σαν στις σκά­λες. Αντέ­δρα­σα ανη­συ­χώ­ντας πως αν η φι­λο­ξε­νία της γί­νει αντι­λη­πτή από το Ίδρυ­μα που μας χρη­μα­το­δο­τού­σε θα υπήρ­χε πρό­βλη­μα αλ­λά εκεί­νη εί­χε πά­λι έτοι­μη την απά­ντη­ση που ήταν ερώ­τη­ση: αυ­τό εί­ναι έρευ­να, έτσι δεν εί­ναι; πώς λε­γό­ταν εκεί­νος που πα­ρα­τή­ρη­σε το μή­λο να πέ­φτει; Ο Νεύ­τω­νας απά­ντη­σα (επι­βε­βαιώ­νο­ντας τη νέα μα­θη­τι­κή μου ιδιό­τη­τα) - Έτσι θέ­λω να με δεί­τε, κα­θη­γη­τά, σαν ένα άλ­λο μή­λο. Μπρο­στά στον κύ­κλο των κα­τα­γρα­φέ­ων της γνώ­σης, η Σού­γκαρ­πους ανα­λάμ­βα­νε τον ρό­λο του ζου­με­ρού καρ­πού που θα επα­λή­θευε την θε­ω­ρία της βα­ρύ­τη­τας, του έρω­τα προ­φα­νώς. Κι έτσι έγι­να ο Νεύ­τω­νας των Γιαμ Γιαμ της.

Ήταν προ­φα­νές: ο δρό­μος προς την γνώ­ση περ­νού­σε από την ίδια την γυ­ναί­κα και τα πό­δια της απο­τε­λού­σαν απα­ραί­τη­το μέ­σο. Εκτός αν το υγρό και κρύο πέλ­μα της υπο­δεί­κνυε την ζω­ντα­νή ζωή που βρί­σκε­ται έξω από ογκώ­δεις τό­μους και κα­λεί­ται να βιω­θεί ανά πά­σα στιγ­μή. Σε μια κα­θο­ρι­στι­κή στιγ­μή, άλ­λω­στε, το κο­ρί­τσι ανε­βαί­νει σε δυο τό­μους ριγ­μέ­νους στο πά­τω­μα για να φτά­σει να φι­λή­σει τον με­λε­τη­τή. Οι δυο λευ­κές γό­βες της ται­ριά­ζουν γά­ντι πά­νω στον κύ­βο των εκα­το­ντά­δων τυ­πω­μέ­νων σε­λί­δων. Δεν τις υπο­τι­μά αλ­λά την βο­λεύ­ουν ως βά­θρο για μια έκ­φρα­ση αγά­πης. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση η δι­κή μου βιο­ε­γκυ­κλο­παί­δεια δεν μπο­ρού­σε να αγνο­ή­σει την θε­ω­ρία ή την πρά­ξη που φέ­ρουν τα πό­δια. Και οι εκά­στο­τε δα­σκά­λες δεν γι­νό­ταν πλέ­ον να πε­ριο­ρί­ζο­νται στις σπου­δαγ­μέ­νες κυ­ρί­ες του ημε­ρη­σί­ου φω­τός αλ­λά ανα­ζη­τού­νταν ανά­με­σα στις νυ­κτό­βιες γυ­ναί­κες όλων των ιδιο­τή­των. Όσο για την υπέ­ρο­χη Barbara Stanwick, μου πρό­σφε­ρε ό,τι μου όφει­λε από εκεί­νη την αφί­σα του Double Intemnity που δεν έγι­νε σκη­νή: το υψω­μέ­νο της πό­δι προς τον άντρα. Δεν μπο­ρού­σα να της ζη­τή­σω τί­πο­τε άλ­λο.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Εί­χα πολ­λούς λό­γους να θαυ­μά­ζω εκεί­νη την γυ­ναί­κα που έφτια­ξε όνο­μα και σπί­τι στην Νό­τια Κα­λι­φόρ­νια έχο­ντας πά­ντα το Μπρού­κλιν στα νύ­χια των πο­διών της, όπως το­νί­ζει μια προ­σφι­λής με­τα­φο­ρά της γλώσ­σας της (she was Brooklyn to her toenails): με­γα­λω­μέ­νη σε δια­δο­χι­κές ανά­δο­χες οι­κο­γέ­νειες, όταν έφτα­σε στην χώ­ρα του σι­νε­μά ήξε­ρε ήδη πολ­λά από την ζωή, χω­ρίς να παύ­ει όμως να το­νί­ζει πως η εμπει­ρία της πε­ρι­πλα­νώ­με­νης κό­ρης δεν της πρό­σφε­ρε κα­μιά δι­καιο­λο­γία για γκρί­νια, πα­ρά­πο­νο ή θρή­νο· ύστε­ρα, δεν εξαρ­τή­θη­κε πο­τέ από κά­ποιο στού­ντιο, σκη­νο­θέ­τη ή ατζέ­ντη, πό­σο μάλ­λον από σύ­ζυ­γο, και πα­ρέ­μει­νε η κτή­το­ρας του εαυ­τού της.

Ανοί­γο­ντας τα μπλε Νέ­δα τε­τρά­δια της εφη­βεί­ας, όπου κα­τέ­γρα­φα φρά­σεις από τις γυ­ναί­κες της μι­κρής οθό­νης, την βρή­κα στην πρώ­τη μου γνω­ρι­μία, γη­ραιά πια κυ­ρία με λευ­κά μαλ­λιά στο σί­ριαλ The Thorn Birds (δα­κρύ­βρε­χτα με­τα­φρα­σμέ­νο ως Τα που­λιά πε­θαί­νουν τρα­γου­δώ­ντας), να πο­θεί τον νε­α­ρό ιε­ρέα πρω­τα­γω­νι­στή, ορ­θά­νοι­χτη μπρο­στά του με σπα­ρα­κτι­κό λό­γο: «Μέ­σα σε αυ­τό το ηλί­θιο σώ­μα εί­μαι ακό­μα νέα, ακό­μα αι­σθά­νο­μαι, ακό­μα θέ­λω, ακό­μα ονει­ρεύ­ο­μαι…». Το δελ­τίο της εμπλου­τί­στη­κε αρ­γό­τε­ρα με την τα­κτι­κή του Φρανκ Κά­πρα, ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποιού­σε ταυ­τό­χρο­να τρεις και τέσ­σε­ρις κά­με­ρες για να την αιχ­μα­λω­τί­ζει στην πρώ­τη και φρε­σκό­τε­ρη λή­ψη, βέ­βαιος πως με κά­θε επα­νά­λη­ψη της σκη­νής θα έχα­νε εκεί­νο το φως της αυ­θορ­μη­σί­ας.

Δέ­χτη­κα ως πο­λύ­τι­μο επι­γραμ­μα­τι­κό αφο­ρι­σμό τον τί­τλο της ται­νί­ας της There’s Always Tomorrow και ως κα­θο­λι­κή γυ­ναι­κεία αλή­θεια την ερω­τα­πό­κρι­σή της στο Clash by Night: Τι εί­δους ζώο εί­μαι; Από τις εί­δους ζού­γκλα προ­έρ­χο­μαι; Δεν γνω­ρί­ζεις τί­πο­τα για μέ­να. Δι­καιώ­θη­κα στο ψυ­χα­νέ­μι­σμά μου πως τέ­τοια πλά­σμα­τα κα­τα­κλύ­ζο­νται από έναν δί­φυ­λο ερω­τι­σμό και συ­μπλή­ρω­σα την δελ­τιο­θή­κη με το κο­λύ­μπι της σε πα­γω­μέ­νη λί­μνη και το παί­ξι­μο χω­ρίς σταντ γού­μαν στο Cattle Queen of Montana, ακό­μα και στη σκη­νή που το πό­δι της μπλέ­χτη­κε στον ανα­βο­λέα του αλό­γου που την έσυ­ρε μα­κριά, στοι­χεία που, με με­ρι­κές ακό­μα ξυ­πό­λη­τες φω­το­γρα­φί­ες, επι­βε­βαί­ω­σαν πως τα πό­δια των θαρ­ρα­λέ­ων γυ­ναι­κών εί­ναι πά­ντα τα ομορ­φό­τε­ρα. Η τε­λευ­ταία της κα­τα­γρα­φή στις σε­λί­δες μου εί­ναι η σχε­δόν βι­βλι­κή απο­στρο­φή της στο Golden Boy: Παίρ­νεις μια ευ­και­ρία την ημέ­ρα που γεν­νιέ­σαι. Για­τί να στα­μα­τή­σεις τώ­ρα;

{Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται}

Η ται­νία: Ball of fire (Howard Hawks, 1941)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: