Σουίτα των Αδελφών Γκριμ

Σουίτα των Αδελφών Γκριμ


Μικρή –παντός καιρού– εισαγωγή (παραλλαγή δεύτερη)

Το να επιστρέφεις σε μια παλαιότερη εποχή είναι σαν να τακτοποιείς τα ράφια της βιβλιοθήκης ανακαλύπτοντας θησαυρούς και γιατρεμένες πληγές,  ν’ αλλάζεις θέση στα κάδρα στους τοίχους κι αυτά να ζωντανεύουν, να φυλλομετράς την ως εδώ ιστορία σου, λίγο πριν συνεχίσεις τα καθημερινά ταξίδια,  εκείνα που σε κάνουν ν’ αναγνωρίζεις κάθε πρωί τον εαυτό σου στον καθρέφτη.
Ο μουσικός τοποθετεί με κόπο τον εαυτό του σε κοινή θέα, τον βάζει σε ένα σημείο στο οποίο μπορεί κάποιος, δυνητικά, να τον συναντήσει και ν’ αναγνωρίσει στην φωνή του την συγγένεια που νοηματοδοτεί και την δική του ύπαρξη, να ανιχνεύσει το κοινό κέντρο, εκείνο που πρώτος ο τεχνίτης, εξαιτίας της φύσης της δουλειάς του, καταφέρνει να ψηλαφήσει στα σκοτάδια του συλλογικού ασυνείδητου.
Επειδή ο θάνατος είναι κοινός για όλους, η ζωή γίνεται ο δεύτερος κοινός μας τόπος, μια περιοχή φωτισμένη απ’ την παρηγορητική λάμψη της παροδικότητας, μια νησίδα το ίδιο πολύτιμη για κάθε ύπαρξη. Γι’ αυτό η χάραξη της προσωπικής πορείας –ενστικτώδης ή συνειδητή– είναι το πρώτο, το τελευταίο –και το μόνο, άλλωστε– μέλημα κάθε εχέφρονος πλάσματος σ’ αυτόν τον πλανήτη. Κατά την διαδικασία της χάραξης, το να βάζεις σε τάξη πράξεις και σκηνές του παρελθόντος, είναι σαν να χαϊδεύεις μία μία τις ψηφίδες που συνθέτουν το αληθινό σου πρόσωπο. Είναι ξεκάθαρο πως μια τέτοια επιστροφή μεταμορφώνεται σε καίριας σημασίας πράξη, όποτε κι αν συμβαίνει να την επιχειρείς.
Περπατώντας, λοιπόν, κι εγώ ξανά εκείνη την διαδρομή, πεινασμένος για τη μία μορφή που μου ταιριάζει, βεβαιώνομαι για το κατά πόσο η ως εδώ πορεία υπήρξε «η σωστή», η πιο πλούσια, η νοηματοδοτημένη απ’ τα κρυφά δωμάτια, και όχι απ’ το «εκεί έξω» των άλλων (τότε που οι «άλλοι» δεν είναι τα πολύτιμα μόρια ενός υπερβατικού Εμείς, αλλά είναι απλώς άλλοι).
Μετά απ’ αυτήν την στιγμή ρεμβασμού ανάμεσα σε σκηνές του παρελθόντος, που μπορεί και να κράτησε χρόνια –καθώς το ξέρουμε ότι ο χρόνος δεν είναι γραμμικός, μα διαστέλλεται ακαταπαύστως προς κάθε κατεύθυνση, αναλόγως της ικανότητάς μας να τον αντιλαμβανόμαστε–, συνεχίζω στο δεύτερο κομμάτι αυτής της πορείας, με την απαραίτητη εμπιστοσύνη: Ό,τι σπουδαίο σ’ αυτόν τον κόσμο θα γίνει από μόνο του.
Ακόμη: Αυτά εδώ τα έργα δηλώνουν μια συγγένεια με πρόσωπα με τα οποία, συμπτωματικά ή όχι, συμπορευτήκαμε – παρότι δεν πιστεύω σήμερα στην έννοια κανενός τυχαίου. Οι πορείες μας τρίφτηκαν για λίγο μεταξύ τους, και παρήγαγαν εκείνο το αόρατο μεταξένιο φόρεμα που ακόμα, χωρίς να το ξέρουμε, μας ζεσταίνει. Ότι το σώμα μας, όχι μόνο το αντέχει, μα και το επιζητεί, δηλώνει την συγγένεια, λέει πως όλα καλώς είχαν τότε, πως όλα καλώς έχουν για πάντα.  
         
Γιώργος Μουλουδάκης

Σουίτα των Αδελφών Γκριμ

Γιώργου Κουμεντάκη: «Σουίτα των Αδελφών Γκριμ», για κιθάρα


——————————————————————————————

[Αφιερωμένο στον Γιώργο Μουλουδάκη. Κιθάρα: Γιώργος Μουλουδάκης. Πρώτη εκτέλεση. Απ’ το άλμπουμ Η Γιορίντε, ο ακροβάτης και η κουκουβάγια (Lyra-Musurgia 2001), που περιείχε επίσης έργα για κιθάρα του Ν. Κυπουργού και του Γ. Μουλουδάκη. Η ηχογράφηση έγινε στο Studio 19, απ’ τον Κώστα Μπώκο και τον Βασίλη Κουντούρη.]

——————————————————————————————

1.
Η όμορφη Κατερινούλα και ο Πιφ-Παφ γαντζονούρης


2.
Ο θαυμαστός βιολιστής

3.
Η Τριανταφυλλένια

4.
Γιορίντε και Γιορίνγκελ


5.
Η Κοκκινοσκουφίτσα


Τα σχόλια του τώρα

Τα Παραμύθια των Αδελφών Γκριμ υπάρχουν στην δεύτερή τους αυτή γραφή για κιθάρα εξαιτίας της γόνιμης τότε συνεργασίας του συνθέτη και του κιθαριστή, κάτι που υπήρξε μια σταθερή παράδοση για το όργανο. Σπανίως ο συνθέτης –εξόν και ήταν ο ίδιος δεξιοτέχνης κιθαριστής– γνώριζε τις ιδιομορφίες του οργάνου και τις κρυμμένες του δυνατότητες τόσο, ώστε να επιχειρήσει μόνος του, χωρίς την βοήθεια ενός στοιχειωδώς ευφάνταστου κιθαριστή, να γράψει για κιθάρα. Χαρακτηριστικό δείγμα στο ρεπερτόριο υπήρξαν τα έργα του Britten και του Henze, που προέκυψαν εξαιτίας της σχέσης των συνθετών τους με τον Julian Bream.
Εδώ είχαμε στα χέρια μας ένα ήδη ολοκληρωμένο έργο, στην μορφή του για κουαρτέτο εγχόρδων και επιχειρήθηκε –ως πρόκληση και σαν παιχνίδι–  μια δεύτερη γραφή για κιθάρα, η οποία όμως θα ακολουθούσε δυο αυτονόητους κανόνες:

α) δεν θα έκανε καμιά παραχώρηση στην πυκνότητα της γραφής και στην αντιστικτική χρήση των φωνών του κουαρτέτου, και
β) δεν θα πρόδιδε την «εξομολογητική» φύση της κιθάρας.

Αυτό το δεύτερο ήταν εύκολο, γιατί η φύση του ίδιου του Κουμεντάκη υπήρξε εξαρχής τέτοια, εξομολογητική και μαζί ερμητική, μιλούσε δηλαδή με όμοιο με την κιθάρα τρόπο. Το πρώτο έγινε ο δικός μου γρίφος, που λύθηκε με την πιο απλή μέθοδο την στιγμή που ανακάλυψα την κρυμμένη συγγένεια των εγχόρδων. Έτσι, αποφάσισα μια κίνηση που θα οδηγούσε στην έξοδο: η κιθάρα υιοθέτησε ένα όμοιο με το κουαρτέτο κούρδισμα και το κουβάλησε στο σώμα της σαν γκαστρωμένη σύζυγος. Έτσι, το έργο ολοκληρώθηκε, παίχτηκε, ηχογραφήθηκε και εκδόθηκε το CD και η παρτιτούρα.
Ήταν πάντως ένα έργο απαιτητικό. Ποτέ όμως σε τέτοιες περιπτώσεις δεν διαλέγεις την έκπτωση στο όνομα μιας ευκολίας που θα βάλει τη δουλειά σου στα ράφια του σουπερ μάρκετ, και σε αυτό ασφαλώς ήταν σύμφωνος και ο Γιώργος. Και πάλι, όπως και με το έργο του Κυπουργού, τα πέντε αυτά μέρη της σουίτας έστησαν μια σχολή τεχνικής για το όργανο, και εννοώ ότι θα έπρεπε, όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια περίπτωση, να επανεφεύρεις απ’ την αρχή την τεχνική που θα συμβούν τα πράγματα. Αυτό για μένα υπήρξε και πρόκληση και χαρά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το έργο δεν θα ήταν εδώ σήμερα αν έλειπε η συγγένεια συνθέτη-κιθαριστή, και λόγω καταγωγής (Ρεθεμνιώτες, ο καθένας με τον τρόπο του) και λόγω συγγενούς μουσικού περιβάλλοντος (κοινά πρόσωπα έχτισαν κοινές στη ζωή μας μυθολογίες).

Πρέπει να προσθέσω ότι, παρότι το έργο αποτελεί ένα αυτοδύναμο πλέον γεγονός για την κιθάρα και, για μένα, ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα έργα του ρεπερτορίου της, η καταγωγή του ακουμπά χωρίς αμφιβολία στον πρώτο του τόπο, τα Παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ, όπως αυτά παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά απ’ την τότε Ομάδα Εδάφους, με την Όλια Λαζαρίδου στον ρόλο της λαμπερής αφηγήτριας που περιφερόταν στο σκηνικό που έστησε για την παράσταση ο Σωκράτης Σωκράτους, με το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο επί σκηνής να συνδιαλέγεται με την αφήγηση και να παρουσιάζει στο τέλος κάθε μέρους πλήρες το αντίστοιχο έργο, με τον Γιώργο Κουμεντάκη και το Studio 19 (τον Βασίλη Κουντούρη και τον Κώστα Μπώκο) στα χέρια των οποίων έγινε η πρωτοποριακή -τότε και τώρα- ηχητική επεξεργασία των υλικών, ώστε ο ακροατής να αιωρείται ανάμεσα σε θραύσματα μουσικών θεμάτων και ήχων, μες στη μετέωρη μήτρα του ίδιου του παραμυθιού, και με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου να διευθύνει το σύνολο απ’ την πιο ταπεινή θέση του τελευταίου θεατή, έτσι κατά πώς πάντα είναι ηθικό, μα και ιδιοφυές, να συμβαίνει. Το ηχητικό μέρος της παράστασης με την αφήγηση κυκλοφόρησε σε CD, και μπορεί κανείς σήμερα να πάρει μια αίσθηση του «άλλου » τρόπου, ο οποίος υπήρξε η πρώτη μήτρα του έργου που  εδώ ακούμε στην κιθάρα, καθώς και η αφορμή της γνωριμίας μας με τον Γιώργο.
Κλείνω εδώ το σημείωμα με τα λόγια του Κουμεντάκη, που μιλά για την πρώτη αφορμή του έργου:

«Όταν η Όλια Λαζαρίδου και ο Σταύρος Πετσόπουλος μου ζήτησαν να γράψω τη μουσική για το CD με τα παραμύθια των αδελφών Γκριμμ, μου έδωσαν ουσιαστικά τη δυνατότητα να πραγματοποιήσω μια επιθυμία μου: να επικοινωνήσω με τον κόσμο του παιδιού μέσω της γλώσσας της μουσικής που θα έδινε στο παιδί τη δυνατότητα να ταξιδέψει στο χώρο της φαντασίας, με εργαλεία την τρυφερότητα, το φόβο, την αναμονή, το παιχνίδι.
Ο περίπατος αυτός απαιτούσε σαφήνεια, καθαρότητα και απλότητα στα εκφραστικά μέσα. Η καλή συνεργασία όλων όσοι δούλεψαν γι’ αυτό, έδωσε τελικά το στίγμα του CD.
Η μουσική, εκτός από τη θεατρική χρήση (Θαυμαστός βιολιστής, Γιορίντε και Γιορίνγκελ), ανακεφαλαιώνει ύστερα από κάθε παραμύθι τις εικόνες της κάθε ιστορίας.
Γίνεται έτσι οδηγός της φαντασίας σε έναν κόσμο πιο προσωπικό και βέβαια πιο αφηγηματικό. Επιθυμία μου θα ήταν να οικειοποιηθούν τα παιδιά με ανέμελο τρόπο τον κόσμο της έντεχνης μουσικής δημιουργίας.»  ––––––––Γιώργος Κουμεντάκης

Γ. Μ. [ 19 Ιουλίου 2020 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: