«Μεταγραφές με … “υποσχετική”»: ένα πολιτικό ποδοσφαιρογενές κείμενο του Μανόλη Αναγνωστάκη

Η δο­κι­μια­κή και κρι­τι­κή πα­ρου­σία του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη εί­ναι δια­κρι­τή στον ημε­ρή­σιο και τον πε­ριο­δι­κό Τύ­πο, ενώ υπήρ­ξε πυ­κνή και κα­τά την πε­ρί­ο­δο από τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση έως και τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1980. Τα πο­δο­σφαι­ρι­κά του κεί­με­να απο­τε­λούν μία δρα­στι­κή πτυ­χή της συγ­γρα­φι­κής του πα­ρα­γω­γής. Πα­ρό­τι κα­νέ­να δεν βρή­κε θέ­ση στην εκ­δο­τι­κή απο­κρυ­στάλ­λω­ση της δο­κι­μιο­γρα­φί­ας του,[1] δύο εί­ναι αρ­κε­τά γνω­στά[2] και ένα βρέ­θη­κε στο Αρ­χείο του Τά­κη Σι­νό­που­λου και δη­μο­σιεύ­τη­κε σχο­λια­σμέ­νο από τον Γιώρ­γο Ζε­βε­λά­κη.[3] Το κεί­με­νο, που εδώ πα­ρου­σιά­ζε­ται, δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα Η Αυ­γή, την Κυ­ρια­κή 12 Μα­ΐ­ου 1985 (ρου­μπρί­κα: «Ιδέ­ες – Πο­λι­τι­σμός», σελ. 23), ακρι­βώς τρεις εβδο­μά­δες πριν από τις βου­λευ­τι­κές εκλο­γές της 2ας Ιου­νί­ου 1985. Θε­μα­τι­κός του πυ­ρή­νας εί­ναι μία πρα­κτι­κή, απο­δε­κτή στον χώ­ρο του πο­δο­σφαί­ρου, η οποία όμως στη­λι­τεύ­ε­ται από τον Ανα­γνω­στά­κη ως ανή­θι­κη και αντι­δη­μο­κρα­τι­κή, όταν με­τα­φυ­τεύ­ε­ται στον χώ­ρο της πο­λι­τι­κής. Ο κα­βα­φι­κός σαρ­κα­σμός, που εκ­φρά­ζε­ται στο «Ας φρό­ντι­ζαν»[4] (1930) για τον αμο­ρα­λι­σμό των πο­λι­τευο­μέ­νων, αξιο­ποιεί­ται στην επι­λο­γι­κή κο­ρύ­φω­ση του κει­μέ­νου από τον Ανα­γνω­στά­κη, ώστε ο συγ­γρα­φέ­ας να στοι­χειο­θε­τή­σει τη δι­κή του αντι­κει­με­νι­κή συ­στοι­χία ως αντί­θε­ση ανά­με­σα στην κα­θα­ρή συμ­φω­νία των πο­δο­σφαι­ρι­κών με­τα­γρα­φών με υπο­σχε­τι­κή και στην κα­τα­κρι­τέα πρα­κτι­κή των αντί­στοι­χων πο­λι­τι­κών με­τα­γρα­φών.

Ο νεαρός ποδοσφαιριστής Μ.Α.
Ο νεαρός ποδοσφαιριστής Μ.Α.

Μεταγραφές με ... «υποσχετική»


Εμείς οι ποδοσφαιρόφιλοι, μια ζωή κατατρεγμένοι, καταπιεζόμενοι, συκοφαντημένοι (μωρέ διανοούμενος να σου πετύχει, που τρέχει στα γήπεδα!), μπορούμε πια να πανηγυρίζουμε: ο αγώνας τώρα δικαιώνεται!
Η δική μας γλώσσα αποδείχτηκε η μόνη ικανή να εκφράσει τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα, τα δικά μας «σημαίνοντα» και «σημαινόμενα» πέρασαν θριαμβευτικά στην κοινή χρήση – η πολιτική μας ζωή, τουλάχιστον από πέρσι, πλουτίστηκε με την καινούργια ορολογία και όλοι συνεννοούμαστε πια μια χαρά μεταξύ μας και ξέρουμε πού πατάμε. Έτσι έγιναν πια κοινοί τόποι και της μόδας: τα γήπεδα, τα ντέρμπυ, τα εκτός έδρας, οι χούλιγκανς, οι μεταγραφές, τα φάουλ – προχτές ο Λεωνίδας οργίασε στο Μενίδι, στέλνοντας ο αθεόφοβος τον «Αχαρναϊκό» να παίξει στο Γουέμπλεϋ με την Έβερτον!

Φέτος λοιπόν, προτείνουμε έναν καινούργιο, ολωσδιόλου επίκαιρο όρο, που απ’ όσο ξέρουμε δεν έχει ακόμα ξεμυτίσει.
Είναι οι λεγόμενες μεταγραφές με υποσχετική.

Για όσους δεν ξέρουν τι σημαίνει αυτό, κι έχουν κενά στη μόρφωσή τους, να το εξηγήσουμε.
Ένας σύλλογος χρειάζεται έναν παίχτη «έτσι κι έτσι», σε μια συγκεκριμένη θέση. Πλην όμως, ο σύλλογός του δεν τον παραχωρεί χωρίς σκληρά ανταλλάγματα. Ο ενδιαφερόμενος σύλλογος κρίνει ότι δεν αξίζει δα και τόσα λεφτά ο παίχτης ώστε να τον φορτωθεί ισοβίως. Τον παίρνει λοιπόν για μια μόνο περίοδο, να κάνει τη δουλειά του, με το αζημίωτο φυσικά. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, τον «αποδεσμεύει» και ο παίχτης, τσόντα περίπου της ομάδας, χρήσιμη μεν, όχι απαραίτητη δε, ξαναγυρνά στην παλιά του ομάδα. Αυτό, περίπου, σημαίνει μεταγραφή με υποσχετική.
Σημειωτέον ότι στο ποδόσφαιρο που επικρατεί πλέον ο άκρατος επαγγελματισμός και δεν υπάρχει πια εκ μέρους των παικτών η «ιδεολογία της φανέλας» οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονται σε εντελώς νόμιμα και αποδεκτά πλαίσια και με πολλές ταυτόχρονα ενδιαφερόμενες ομάδες. Όποιος δώσει τα πιο πολλά. Αλλά και οι θεατές, φανατικοί πάντα των χρωμάτων της ομάδας τους δεν είναι πια τόσο φανατικοί για τους ίδιους τους παίκτες. Η έννοια της προδοσίας, της αποστασίας, της εγκατάλειψης, έχει αμβλυνθεί, οι κραυγές «πουλημένοι, πουλημένοι», οι τόσο γνώριμες κάποτε, έχουν αισθητά ατονήσει. Σήμερα το ίνδαλμά μας παίζει με μας, αύριο με τους αντιπάλους μας. Καταλαβαίνουμε το πρόβλημά του, που είναι το αιώνιο πρόβλημα της προσφοράς και της ζήτησης. Θέλει να ζήσει ο άνθρωπος και όσο κρατάν τα πόδια του «διαπραγματεύεται».

Ποιος θα τον αναθεματίσει;

Τέτοιες υποσχετικές δόθηκαν φέτος αφειδώς –φύγαμε πια από το γνώριμο τερραίν μας και μπήκαμε στο γήπεδο της πολιτικής– και ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές τα διαπραγματευτικά κανάλια είναι ανοιχτά και δεν ξέρουμε τι ακόμη ήθελεν προκύψει.

Ο αγαπητός Γιάννης δέχεται τελικά να ενισχύσει την Ομαδάρα, αλλά υπό έναν όρο: να ξαναφορέσει όταν τελειώσει η μπόρα των εκλογών (παρά λίγο να πούμε του κυπέλλου Ουέφα) τη φανέλα της παλιάς του αγαπημένης ομάδας. Τι να κάνει ο Μεγάλος Αρχηγός; Διαθέτει κάποιο ακόμα συνοικιακό κοινό ίσως ο αγαπητός Γιάννης και μας είναι εντελώς απαραίτητα κι αυτά τα χειροκροτήματα. Στο τημ λοιπόν και ο αγαπητός Γιάννης και αύριο βλέπουμε.
Σειρά έχει τώρα ο αγαπητός Μπάμπης. Αυτός όμως το παίζει πιο βεντέτα. Περιζήτητος. Χτυπά λοιπόν όλες τις πόρτες. Έχει κι αυτός τα δικαιώματα επί του τίτλου της δικιάς του ομάδας. Μικρή μεν, ούτε καν φέτος στη Β΄ Εθνική, αλλά δυναμική και με ήθος αποδεδειγμένο. Τα τσικό της ομάδας (τσικό για τους αμύητους: οι μικροί, οι φερέλπιδες, ας πούμε οι φοιτητές εν προκειμένω) σήκωσαν μπαϊράκι τον περασμένο Απρίλη και κατέβηκαν στο γήπεδο να ενισχύσουν την άλλη μεγάλη ομάδα που λέγεται «Πανσπουδαστική» (απλή συνωνυμία με την περίφημη «Εστουντιάντες» της Αργεντινής). Γιατί; Γιατί είναι πολύ προοδευτικά παιδιά και πολύ κατά του κατεστημένου. Ο αγαπητός Μπάμπης όμως τους τα χάλασε. «Έκλεισε» την τελυταία στιγμή με την πιο κατεστημένη Ομαδάρα. Γιατί; Γιατί και ο πολύς Ντυβερζέ
[5] (φιλόσοφος είναι όχι προπονητής) είπε το περίφημο εκείνο ότι «ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα στα συγγενή ιδεολογικώς κόμματα είναι πιο σκληρός παρά στα αντίπαλα κόμματα». Θα παίξει λοιπόν στην καινούργια του Ομαδάρα σε μια θέση λίμπερο (όσοι δεν ξέρουν τον όρο, ε, ας παν να τον μάθουν) και μόλις τελειώσει το ντέρμπυ θα υψώσει πάλι τη σημαία της παλιάς του ομάδας.
Το «φαιρ πλαίυ» που λένε και οι Εγγλέζοι.

Λοιπόν ο αγώνας μας τώρα δικαιώνεται. Ας τολμήσουν πάλι να έρθουν «οι τα φαιά φορούντες»
[6] και να μας κατηγορήσουν που πάμε κάθε Κυριακή στο γήπεδο και χειροκροτούμε τους «μισθοφόρους».

Αλλού γίνονται τώρα τα μεγάλα παζάρια. Και στο κάτω-κάτω στο ποδόσφαιρο, φτωχόπαιδα είναι, μια δουλειά κάνουν όπως όλοι μας, ωραίο θέαμα μας προσφέρουν, γιατί να μην έχουν και το κασέ τους – τουλάχιστον δεν καμώνονται τους ιδεολόγους.
Αλλά ιδεολόγοι με μεταγραφές και υποσχετικές επιπλέον, ε, αυτό νομίζουμε είναι το κάτι άλλο.

Και καλούμαστε να τους επιβραβεύσουμε με την ψήφο μας (παρ’ ολίγο θα λέγαμε με το εισιτήριό μας) στο μεθαυριανό μεγάλο τελικό της 2 Ιουνίου.


Να πούμε τώρα – μια κι αρχίσαμε αυτό το πρόχειρο ποδοσφαιρομάθημα – δυο λόγια και για τους προπονητές.

Προπονητής εστί, για τους αμύητους πάντα, το νάμπερ ουάν, το κλειδί, ο επιτελικός εγκέφαλος της ομάδας. Συνήθως είναι ξένος, ιλιγγιωδώς αμειβόμενος, δοκιμασμένος, ψυχρός επαγγελματίας, πολύπειρος. Αυτός θα κάτσει κάτω, θα μελετήσει το έμψυχο υλικό του, θα κατασκοπεύει το παιχνίδι των αντιπάλων, θα καταστρώσει σχέδια αμυντικά και επιθετικά, θα μπλοφάρει αν χρειαστεί, εν πάση περιπτώσει θα χρησιμοποιήσει όλα τα δυνατά μέσα, με μοναδικό σκοπό τη νίκη. Κάποτε, στα παλιά καλά χρόνια, που λέγαμε του ερασιτεχνισμού και της «ιδεολογίας της φανέλας» για την οποία πάθαινε κόσμος καρδιακές προσβολές στις κερκίδες, ο προπονητής μάς φαίνονταν σαν μια περιττή άχρηστη φιγούρα, ένα ξενόφερτο αλλότριο σώμα, μιας και η μπάλα παίζεται με την «ψυχή» και δεν χρειαζόμαστε επαγγελματίες σκηνοθέτες. Σιγά-σιγά τον συνηθίσαμε, ο επαγγελματισμός γαρ.
Κάτι περισσότερο: προσβλέπουμε σ’ αυτόν σαν θεό και σωτήρα. Μπορεί να λέγεται Γκμοχ ή Γκόρσκυ. Μπορεί όμως να λέγεται Σώγερ ή Χάμιλτον. «Διαβρώσαμε» τα αγνά ποδοσφαιρικά μας ήθη με τους πρώτους.
Διασώζουμε τα πολιτικά μας ήθη με τους δεύτερους.

Γιατί αποδείχτηκε πως αυτοί, διεθνείς ατσίδες, ξέρουν πολύ καλύτερα από μας, πώς γεμίζει το γήπεδο της Πλατείας Συντάγματος π. χ., πώς θα διακινηθούν τα πύλμαν της Ευρυτανίας και της Ροδόπης, σε ποιο σημείο πρέπει να φωνάζουμε «ούουου» και σε ποιο ύψος πρέπει να κουνάμε τα σημαιάκια για να φαίνονται από την Τ
V.

Αλλά ας μην είμαστε και τελείως άδικοι. Ο αριθμός των ομάδων που μετέχουν φέτος στο πολιτικό πρωτάθλημα της Α΄ Εθνικής, είναι πολύ περιορισμένος. Οι παλιότεροι θα θυμούνται το περίφημο ΠΟΚ,[7] όπου τρεις μεγάλες ομάδες της Αθήνας και του Πειραιά, δικτατόρευαν το άθλημα. Περάσαμε ύστερα σε δημοκρατικότερες λύσεις και ανάσαναν λίγο και οι «μικροί». Τώρα τα περιθώρια πάλι στένεψαν. Πολλοί οι παίχτες –και άκρως φιλόδοξοι– και λίγα τα σωματεία. Όλοι πρέπει κάπου να βολευτούν, κάπου να κουρνιάσουν, έστω και ως αναπληρωματικοί. Αλλά, όπως-όπως να «περισωθούν», να μη χάσουν την «φίλαθλο ιδιότητα», να μην τους ξεχάσουν τελείως οι εναπομείναντες οπαδοί τους.

Πάλι σε σένα θα προστρέξουμε Κωνσταντίνε Καβάφη και στα ανεξάντλητα αποθέματα της σοφίας σου:

Αλλά κατεστραμμένος άνθρωπος τι φταίω εγώ
ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ…

Ο Μ.Α. με τον Λεωνίδα Κύρκο
Ο Μ.Α. με τον Λεωνίδα Κύρκο

Οι έντο­να τυ­πω­μέ­νοι όροι απο­τε­λούν συγ­γρα­φι­κή επι­λο­γή του Ανα­γνω­στά­κη. Το κεί­με­νο κα­τά βά­ση λει­τουρ­γεί ως σά­τι­ρα των πο­λι­τι­κών ηθών και της πο­λι­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς συ­γκε­κρι­μέ­νων αν­θρώ­πων και κομ­μά­των, ωστό­σο εμπλου­τί­ζει και την πο­δο­σφαι­ρο­γρα­φία του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη λό­γω της συ­γκρι­τι­κής συ­μπα­ρά­θε­σης πο­δο­σφαί­ρου και πο­λι­τι­κής, με άξο­να την τα­κτι­κή των «με­τα­γρα­φών με… “υπο­σχε­τι­κή”». Τον προ­βλη­μα­τι­σμό του συγ­γρα­φέα, διαν­θι­σμέ­νο με βιο­γρα­φι­κές και αυ­το­βιο­γρα­φι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, συ­νέ­χι­σε στην ίδια εφη­με­ρί­δα και μία Κυ­ρια­κή με­τά τη δη­μο­σί­ευ­ση του κει­μέ­νου του Ανα­γνω­στά­κη ο ση­μα­ντι­κός πε­ζο­γρά­φος, αλ­λά και μεί­ζων πο­δο­σφαι­ρο­γρα­φος, Τό­λης Κα­ζαν­τζής.[8]
Στην αρ­χή του κει­μέ­νου ανι­χνεύ­ο­νται η δια­φω­νία αλ­λά και η πι­κρία του Ανα­γνω­στά­κη για την πρό­σλη­ψη του πο­δο­σφαί­ρου σαν φαι­νο­μέ­νου αντι­πνευ­μα­τι­κού και πο­λι­τι­σμι­κά απα­ξιω­μέ­νου, η οποία με κε­κτη­μέ­νη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή τα­χύ­τη­τα συ­νε­χι­ζό­ταν έως και τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1980. Ο «Λε­ω­νί­δας» προ­φα­νώς εί­ναι ο Λε­ω­νί­δας Κύρ­κος, που μάλ­λον εί­χε εκ­φω­νή­σει κά­ποιον προ­ε­κλο­γι­κό λό­γο στο Με­νί­δι,[9] κερ­δί­ζο­ντας –κα­τά τον συγ­γρα­φέα– τις εντυ­πώ­σεις (στην πο­δο­σφαι­ρι­κή ιδιό­λε­κτο το «ορ­γί­α­σε» δη­λώ­νει πο­λύ κα­λή από­δο­ση), εν­δε­χο­μέ­νως λέ­γο­ντας και κά­ποια υπερ­βο­λή ή ανα­κρί­βεια, σχε­τι­ζό­με­νη με το πο­δό­σφαι­ρο, την οποία δεν κα­τα­φέ­ρα­με να εξα­κρι­βώ­σου­με (πά­ντως, η έδρα της Έβερ­τον εί­ναι το Γκού­ντι­σον Παρκ της πό­λης του Λί­βερ­πουλ και όχι το Γου­έ­μπλεϋ του Λον­δί­νου).
«Ο αγα­πη­τός Γιάν­νης» εί­ναι ο τό­τε πρό­ε­δρος της ΕΔΗΚ Ιω­άν­νης Ζί­γδης (1913-1997). Στις εκλο­γές του 1985 συ­νέ­πρα­ξε ως συ­νερ­γα­ζό­με­νος με την «Ομα­δά­ρα» (= ΠΑ­ΣΟΚ) και τον «με­γά­λο Αρ­χη­γό» (= Αν­δρέ­ας Πα­παν­δρέ­ου) και έτσι εξε­λέ­γη Βου­λευ­τής της Β΄ Εκλο­γι­κής Πε­ρι­φέ­ρειας Αθη­νών. Ας λη­φθεί υπό­ψη ότι οι βου­λευ­τι­κές εκλο­γές της 2ας Ιου­νί­ου 1985 έγι­ναν με λί­στα (εγκε­κρι­μέ­νη από τα κομ­μα­τι­κά όρ­γα­να και επί της ου­σί­ας από τον «Με­γά­λο Αρ­χη­γό» και τους ισχυ­ρούς βα­ρώ­νους κά­θε κόμ­μα­τος) και όχι με σταυ­ρο­δό­τη­ση των υπο­ψη­φί­ων. «Ο αγα­πη­τός Μπά­μπης» εί­ναι ο τό­τε πρό­ε­δρος του ΚΟ­ΔΗ­ΣΟ Χα­ρά­λα­μπος Πρω­το­πα­πάς (1920-2011). Εξε­λέ­γη Βου­λευ­τής Επι­κρα­τεί­ας στις εκλο­γές του 1985, συ­μπράτ­το­ντας «με την πιο κα­τε­στη­μέ­νη Ομα­δά­ρα» (=Νέα Δη­μο­κρα­τία). Ση­μειω­τέ­ον –και το επι­ση­μαί­νει δη­κτι­κά ο Ανα­γνω­στά­κης – ότι στις φοι­τη­τι­κές εκλο­γές, που διε­ξή­χθη­σαν τον Απρί­λιο του 1985, η φοι­τη­τι­κή νε­ο­λαία του ΚΟ­ΔΗ­ΣΟ εί­χε συ­μπρά­ξει με την Παν­σπου­δα­στι­κή, δη­λα­δή με τη φοι­τη­τι­κή νε­ο­λαία που συν­δε­ό­ταν και συν­δέ­ε­ται με την Κομ­μου­νι­στι­κή Νε­ο­λαία Ελ­λά­δας και με το ΚΚΕ. Ο Γιά­τσεκ Γκ­μοχ (1939- ) και ο Κά­ζι­μιρ Γκόρ­σκι (1921-2006) εί­χαν ευ­δό­κι­μη προ­πο­νη­τι­κή θη­τεία σε πολ­λούς ελ­λη­νι­κούς πο­δο­σφαι­ρι­κούς συλ­λό­γους, αλ­λά και στην Εθνι­κή πο­δο­σφαι­ρι­κή Ομά­δα της Πο­λω­νί­ας. «Σώ­γερ» και «Χά­μιλ­τον» ήταν οι εται­ρεί­ες επι­κοι­νω­νί­ας, που εί­χαν ανα­λά­βει τις προ­ε­κλο­γι­κές εκ­στρα­τεί­ες του ΠΑ­ΣΟΚ και της Νέ­ας Δη­μο­κρα­τί­ας, αντί­στοι­χα. Ίσως λό­γω σε­βα­σμού και αγά­πης προς ένα πρό­σω­πο της –εν ευ­ρεία εν­νοία– δι­κής του πο­λι­τι­κής όχθης, ο Ανα­γνω­στά­κης δεν ανα­φέ­ρε­ται στον «αγα­πη­τό Μα­νώ­λη», αλ­λά ο Μα­νώ­λης Γλέ­ζος (1922-2020) ως πρό­ε­δρος της ΕΔΑ και συ­νερ­γα­ζό­με­νος με το ΠΑ­ΣΟΚ εί­χε πε­ρι­λη­φθεί στο ψη­φο­δέλ­τιο της Β΄ Εκλο­γι­κής Πε­ρι­φέ­ρειας Πει­ραιά του κόμ­μα­τος και εξε­λέ­γη και αυ­τός βου­λευ­τής στις εκλο­γές του 1985. Εί­χε το­πο­θε­τη­θεί στην πρώ­τη θέ­ση του ψη­φο­δελ­τί­ου του ΠΑ­ΣΟΚ στην Β΄ Πει­ραιά (όπως αντί­στοι­χα στην πρώ­τη θέ­ση του ψη­φο­δελ­τί­ου της Β΄ Αθη­νών εί­χε το­πο­θε­τη­θεί ο Ιω­άν­νης Ζί­γδης).

Η ποι­η­τι­κή σι­γή του Ανα­γνω­στά­κη με­τά τον Στό­χο (1970) εί­ναι ένα ακό­μη κρι­τι­κό στε­ρε­ό­τυ­πο (Το Πε­ρι­θώ­ριο ’68-’69, το ΥΓ., τα ποι­ή­μα­τα του Μα­νού­σου Φάσ­ση και ορι­σμέ­να ακό­μη ποι­ή­μα­τα του Ανα­γνω­στά­κη το ρηγ­μα­τώ­νουν), όμως αδιαμ­φι­σβή­τη­τη εί­ναι η πα­ρέμ­βα­ση του ποι­η­τή στα πνευ­μα­τι­κά και πο­λι­τι­κά δρώ­με­να από τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση και εξής με πολ­λά δο­κι­μια­κά κεί­με­να. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από αυ­τά έχουν δη­μο­σιευ­τεί στην Αυ­γή και πα­ρό­τι εν­σω­μα­τώ­νουν πε­ποί­θη­ση γνώ­μης και υψη­λό­βαθ­μα εν­δια­φέ­ρου­σες από­ψεις, δεν έχουν εν συ­νό­λω συ­γκε­ντρω­θεί, ενώ τα πε­ρισ­σό­τε­ρα δεν έχουν σχο­λια­στεί ιδιαί­τε­ρα.

[ Για τον Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη βλ. και Χάρ­της#14, Χάρ­της#15 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: