Αν επιχειρήσει ο καλός αναγνώστης να διαπλεύσει τα ύδατα της νεοελληνικής λογοτεχνίας θα διαπιστώσει ότι όταν οι ποιητές/ τριες αποφασίζουν να εκδράμουν στα πλατύτερα εδάφη της πεζογραφίας τα αποτελέσματα είναι τουλάχιστον γόνιμα και θαλερά. Τα παραδείγματα είναι πολλά, όπως λόγου χάριν, του Γιώργου Σεφέρη, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Γιάννη Ρίτσου, του Άρη Αλεξάνδρου, του Γιώργου Ιωάννου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Αλέξανδρου Ίσαρη, του Δημήτρη Καλοκύρη, της Παυλίνας Παμπούδη, του Κώστα Μαυρουδή και άλλων. Αντιθέτως δύσκολα θα συναντήσουμε επιτυχείς μεταβάσεις από την πεζογραφία στην ποίηση. Το γιατί, αφήνω τους ειδικότερους εμού να το διερευνήσουν. Εικάζω όμως ότι οι περισσότερο επίμοχθοι γλωσσικοί τρόποι που απαιτεί η ποίηση καθώς και οι βαθύτερες διεργασίες που προκαλεί, ψυχικές και νοητικές, πιθανόν να συνεισφέρουν τα μάλα και να στοιχειοθετούν την βάση για να οικοδομηθούν τα τοπία της πεζογραφίας. Οι σκέψεις αυτές μου επανήλθαν με αφορμή το δεύτερο βιβλίο πεζογραφίας που πρόσφατα κατέθεσε ο Θανάσης Χατζόπουλος –ένας από τους πιο άξιους και καρπερούς ποιητές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης– με τον τίτλο Ιστορικός Ενεστώς .
Κατ’ αρχάς ο ίδιος ο τίτλος σηματοδοτεί τόσο το περιεχόμενο του βιβλίου όσο και την ίδια την γραφή του. Υπενθυμίζει -όπως εξάλλου και γραμματολογικά ο ιστορικός ενεστώς- ότι πίσω από αυτόν στοιχίζεται μια χρονική διάρκεια που ενώ μοιάζει παρελθοντική είναι απολύτως παροντική. Και τι άλλο μπορεί να είναι παρελθόν και παρόν ταυτόχρονα παρά αποκλειστικά και μόνον ο θάνατος; Παρελθόν όσον αφορά τη διάρκεια του βίου, ωσεί παρόν καθ’ όλη αυτήν την διάρκεια αφού οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να επέλθει ο θάνατος. Ποιος άλλος λοιπόν γραμματικός χρόνος θα μπορούσε να εκφράσει αυτήν την μοναδική χρονική σύζευξη και πύκνωση κειμενικά παρά μόνον ο ιστορικός ενεστώς; Αυτόν που βεβαίως επιλέγει ο Θανάσης Χατζόπουλος για να μιμηθεί/αναπαραστήσει/ βιογραφήσει τους κύκλους που ακολουθούν οι ζωές των ανθρώπων για να υπενθυμίσει ότι ο θάνατος καραδοκεί σε όλα τα στάδια της ζωής, από την στιγμή κατά την οποία αυτή εκκινεί. Είναι δηλαδή ωσεί παρόν άπαξ και γεννηθούμε. Ο βίος μας ως μια ατομική προσωπική αφήγηση ενταγμένη σε μια ευρύτερη συλλογική δεν αναιρεί στο ελάχιστο την παρουσία ενός οιονεί θανάτου.
Σ΄αυτό το πλαίσιο ο Χατζόπουλος επιλέγει να «βιογραφήσει» τις ζωές εικοσιένα απλών ανθρώπων, από αυτούς που καθημερινά μας προσπερνούν χωρίς να προκαλέσουν την οποιαδήποτε αντίδραση μας και χάνονται μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Αυτός όμως ο απλός και χωρίς κανένα ενδιαφέρον φαινομενικά κόσμος είναι αυτός που σηματοδοτεί τον αδυσώπητο κύκλο της ζωής και του θανάτου και μάλιστα με όρους που κάποτε αγγίζουν την τυχαιότητα, το παράδοξο, την ειρωνεία, το απρόβλεπτα και αναπάντεχα μοιραίο, την υπέρβαση. Το ελάχιστο της ζωής τους, το ελάχιστο του θανάτου τους, ιδού το δίπολο που περιτρέχει όλες τις αφηγούμενες «βιογραφίες» ενταγμένες μέσα στην νομοτελειακή σκληρότητα του ιστορικού ενεστώτος. Η δεκαοχτάχρονη Μαρία Λαγγαδά αφού έχει περάσει έναν ανέφελο και, σύμφωνα με όλα τα στερεότυπα, οικογενειακό και σχολικό βίο, σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα την επομένη της θριαμβευτικής της εισόδου στο Πανεπιστήμιο. Η παραδοξότητα έγκειται στο ότι το αυτοκίνητο στο οποίο επιβαίνει προσκρούει σε ένα «ευτελές εμπόδιο», σε στύλο της ΔΕΗ. Πρόκειται για την εταιρεία στην οποία επί χρόνια εργαζόταν ο πατέρας της και παρείχε στην οικογένεια του τα προς το ζην. Ο Αθανάσιος Ηλιόπουλος, ο ολίγων ωρών γιος, το μόνο που προλαβαίνει από τον ελάχιστο βίο του είναι το αεροβάπτισμα. Μόνο και μόνο για να λάβει το πατρικό όνομα και επίθετο και να ενταφιαστεί στον οικογενειακό τάφο. «Η πιο βαθιά παραχωμένη ιστορία.» Η μοναχή Θεοκτίστη -κατά κόσμον Ιωάννα Θεοβαδίστου- βαδίζει σταθερά στον δρόμο του Θεού από την εφηβεία της έως την προχωρημένη μέση ηλικία της, αρνούμενη το σώμα της ακόμα και όταν αυτό αρρωσταίνει από καρκίνο. Πραγματώνει έτσι την προσωπική της «ανταρσία» από τα «σκοτεινά» εγκόσμια έχοντας ουσιαστικά αρνηθεί ολόκληρη σχεδόν την ζωή της. Μ’ ένα λόγο, το παράδοξο μιας ζωής που βιώνεται ως θάνατος. Στο έξοχο «Νεκροτοτομείο», η Ευρυδίκη, ανάμεσα στην ψυχρότητα των μαρμάρων και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας του θανάτου, προσπαθεί να αναγνωρίσει το πρόσωπο του άνδρα με τον οποίο συμβίωσε επί είκοσι χρόνια και σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Ποιος είναι όμως ο άνδρας του οποίου το πρόσωπο πρέπει να αναγνωρίσει; Το γνώριζε και εν ζωή αυτό το πρόσωπο ή το αναγνωρίζει τώρα εν θανάτω σε όλες του τις λεπτομέρειες, αυτές που αγνοούσε επί είκοσι χρόνια, έτσι ώστε να συνειδητοποιήσει/βεβαιωθεί ότι ο θάνατος του συζύγου της είναι ένα χειροπιαστό γεγονός. Μ’ άλλα λόγια η απώλεια οικείου προσώπου πρέπει να μας κατοικήσει για να βεβαιωθούμε γι’ αυτήν και να την πενθήσουμε. Ο Μιχάλης Μαύρος θα έρθει στον κόσμο μεσούσης της γερμανικής κατοχής και ο 62χρονος βίος του θα συμβαδίσει με την συλλογική ιστορία της χώρας και προπαντός με την τοπική του νησιού του, της Μυκόνου. Με μια διαφορά: ότι ενώ ο δικός του βίος παραμένει καθηλωμένος βασανιστικά μέσα σε ένα ραχιτικό και καμπούρικο σώμα που ελάχιστα αναπτύσσεται, ο βίος του γενέθλιου νησιού του αναπτύσσεται ραγδαία και σύντομα μετατρέπεται σε κέντρο διεθνούς τουρισμού. Όταν, το 2004, ο Μιχάλης Μαύρος, αποβιώνει και απελευθερώνεται από την βάσανο του ραχιτικού του σώματος, ο γενέθλιος τόπος του έχει φτάσει στο ζενίθ της αλλοτρίωσης και καταστροφής του. Η αποδημία του Ανέστη Πρωτονοτάριου δημοσιοποιείται με μια «ευχαριστήριο» ανακοίνωση της οικογένειας του προς όσους συμμετείχαν στο βαρύ της πένθος και τα λοιπά. Το ειρωνικά παράδοξο έγκειται στο ότι η ανακοίνωση αυτή αναγράφεται στην στήλη των «Κοινωνικών», της οποίας για πολλά χρόνια συντάκτης ήταν ο εκλιπών. Δηλαδή, ο Ανέστης Πρωτονοτάριος επί χρόνια διαχειριζόταν, μέσα από ολιγόγραφες καταγραφές, εκείνα τα συμβάντα που διαπερνούν τον συνήθη βίο των ανθρώπων: Βαφτίσεις, αρραβώνες, γάμους, κηδείες. Από το ζενίθ στο ναδίρ, προπαντός το δεύτερο, διότι τα αγγελτήρια θανάτων πάντα υπερτερούσαν. «Έτσι ο βίος του έγινε εκείνο το αλωνάκι, αυτή η ημισελίδια κάθειρξη με τις γραμματοσειρές που έκλειναν το άλλοθι του θανάτου συν το άλλοθι της ζωής και λογάριαζαν πως μπορούσαν να συνοψίσουν μέσα σε ελάχιστο χώρο τους όρους και τις αλήθειες, τα ψέματα και τα σκαμπανεβάσματα ενός ανθρώπινου βίου».
Όλες αυτές οι «βιογραφίες» που ιστορούν το μάταιο του βίου και το παράλογο του θανάτου θα μπορούσαν κάλλιστα, ως εκ του θέματος τους, να υποπέσουν στην παγίδα της αισθηματολογίας, με αποτέλεσμα να μειώσουν την έντασή τους, αν ο Θανάσης Χατζόπουλος δεν επέλεγε να ακολουθήσει την μέθοδο της αποστασιοποίησης. Μέθοδος που εκφέρεται με μια σειρά εξαιρετικά επιτυχημένων υφολογικά «μιμήσεων», ανάλογα με την περίπτωση του «βιογραφούμενου». Έτσι, η πυκνή, λιτή, δημοσιογραφική ανταπόκριση, [«Νεκρό βρέφος στο παγωμένο Αιγαίο», «Πτώμα γυναίκας»], δίνει την θέση της στην εγκυκλοπαιδική χρονολογική αφήγηση ενός βίου, [«Μαρία Λαγκαδά», «Ελένη Γκαστούδα», «Γεωργία Μαχαρίου» και άλλων], προχωρεί στο λιτό, μεστό μικρής επιφάνειας αφήγημα, [«Νεκροτομείο», «Ανέστης Πρωτονοτάριος»], επανέρχεται στο επετειακό αυτή την φορά δημοσιογραφικό άρθρο [«Ιορδάνης Χείρογλου»]. Συνακόλουθα χρησιμοποιείται και η γλώσσα. Απλή καθαρεύουσα όταν πρόκειται για «βιογραφίες» παλαιών ετών με ενσωματωμένα κάποτε στοιχεία ηθογραφίας, δημοσιογραφικός λόγος στα «ρεπορτάζ» και τις «ανταποκρίσεις», ιατρικό γλωσσικό ιδίωμα όταν απαιτείται. Με τον δεξιοτεχνικό αυτόν τρόπο αυτό η αντίθεση ζωής/ θανάτου, το απρόβλεπτο, το τυχαίο και το παράδοξο της ύπαρξης αποκτούν μια γκροτέσκα διάσταση πασπαλισμένη με έντονη γεύση ειρωνείας. Εν κατακλείδι, πίσω από το άκρως επιτυχημένο εγχείρημα του Θανάση Χατζόπουλου υποκρύπτεται ο θάνατος, ο οποίος, από τη γωνιά του, χαμογελάει σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις σαρδόνια, ωσεί παρών.