Το μικρό δοκίμιο του Λεβινάς πάνω στους συλλογισμούς του Τσέλαν για την ποίηση (κυρίως αυτούς στο κείμενο Ο Μεσημβρινός) και τους τρόπους που η ποίηση συνομιλεί με άλλους ανθρώπους και άλλα όντα, με άλλες περιστάσεις και άλλα φαινόμενα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1972. Το 1976 συμπεριλήφθηκε στον τόμο δοκιμίων Noms Propres και το 2003 δημοσιεύτηκε σε αυτόνομο βιβλίο με σχέδια του Alexandre Hollan και πρόλογο του Ανρί Μισώ από τις εκδόσεις Fata Morgana. Αυτό το βιβλίο μας προσφέρουν τώρα οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν στα ελληνικά σε πολύ καλή μετάφραση και με κατατοπιστικό επίμετρο του Θωμά Συμεωνίδη.
Στο δοκίμιό του ο Λεβινάς αναστοχάζεται την πορεία του ποιήματος προς τον «άλλο», την οποία ο Τσέλαν περιγράφει στον Μεσημβρινό: «το ποίημα που μιλούσε για μένα, μιλάει για αυτό που αφορά έναν άλλο· έναν ριζικά άλλο· ήδη μιλάει με έναν άλλο, με έναν άλλο που ο ίδιος θα ήταν κοντά, που θα ήταν ριζικά κοντά... Πηγαίνει απευθείας στη συνάντηση με αυτόν τον ´άλλο´, ήδη είμαστε μακριά – έξω, ήδη μέσα στο φως της ουτοπίας... Η ποίηση μας υπερβαίνει. Καίει τους ενδιάμεσους σταθμούς μας.»
Το άλλο, οι άλλοι κατά τον Λεβινάς επιφέρουν, ευεργετικά για την ποίηση και το ποίημα, την αϋπνία στο εσωτερικό της ταυτότητας, στη συνείδησή της, την απλώνουν «στο κρεβάτι του Είναι», η οποία με τη σειρά της διατηρεί άγρυπνη την ευθύνη προς το διαφορετικό και προς αυτό που χωρίζεται από τον εαυτό του. Μέσα στο Είναι, μέσα στον κόσμο, μέσα στον τόπο του κόσμου το ποίημα «πηγαίνει» προς έναν «μη τόπο, από εδώ προς την ουτοπία»: «Εκτοπισμός έξω από την κοσμικότητα του κόσμου…». Και στον Λεβινάς και στον Τσέλαν υπάρχει μια μικρή ή τεράστια (εξαρτάται από τη φιλοσοφική και ηθική στάση μας και τη θέλησή μας) απόσταση ανάμεσα στο εγώ και το άλλο, ανάμεσα στην ταυτότητα και τη διαφορετικότητα, ανάμεσα στον κόσμο και τον μη κόσμο, η οποία πρέπει να διανυθεί. Κατά τον Τσέλαν η πορεία αυτή, ανέφικτη αλλά συγχρόνως αναγκαία («Το ποίημα θέλει να μεταβεί σε ένα Άλλο, έχει ανάγκη αυτό το άλλο» και «Μιλώ ασφαλώς περί του ποιήματος που δεν υπάρχει!», γράφει ο Τσέλαν, μτφ. Γιώργου Σαγκριώτη) και – ουδαμώς παραδόξως – διανυτέα, είναι κυκλική, είναι «ο δρόμος της «ανάσας» και του Μεσημβρινού.
Θα μπορούσαμε εδώ ενδεχομένως (προσεκτικοί πάντα όπως ο ίδιος ο Τσέλαν στον Μεσημβρινό, όταν επαναλαμβάνει πόσο αυτά που στοχάζεται ακολουθούν την αβεβαιότητα ενός «ίσως») να αναλογιστούμε το εδώ του ποιήματος ως έναν κόσμο, μια κοσμητική διάταξη, έναν διάκοσμο που καταργεί την απόσταση ανάμεσα στο ποίημα και το άλλο, όπου το ποίημα παραμένει άυπνο στην ανοιχτότητα της ενεργώς καταφατικής του παρουσίας. Θα μπορούσαμε ίσως να αντιληφθούμε αυτόν τον διάκοσμο ως πλέγμα που προηγείται του άλλου, που προηγείται της σχέσης με το άλλο. Θα μπορούσαμε ίσως να πλησιάσουμε το άλλο ως άγνωστη (μη-)απαρχή της αβύσσου, το άλλο ως κάτι ή ως τον τρόπο που το κάτι αυτό ενεργοποιείται ως τροπικότητα, μια μετακοσμητική απεραντοσύνη που διαπερνά και μάλιστα συνιστά το εδώ τώρα, την ακατάπαυστη αϋπνία του, την ανάσα της.
Για τον Λεβινάς η αϋπνία είναι μια αβυσσώδης μήτρα με ένα πυρήνα που μετατρέπεται σε παρουσία, παίρνει μορφή και γίνεται συνείδηση, μια προϋπόθεση, μια «ανοιχτότητα» με το κενό της προς πλήρωση. Ο Λεβινάς μας προτρέπει ίσως να προχωρήσουμε και να κάνουμε το άλλο απρόσκοπτα άμεσο, να το ενσωματώνουμε παντελώς αδιαμεσολάβητο, να νιώθουμε την αϋπνία πάντα ενεργή, ώστε εντός της να μην υπάρχει ούτε ύπνος ούτε ξύπνημα, και όπου η ταυτότητα ήδη είναι ανυπόστατο κατασκεύασμα. Η αϋπνία έτσι δεν είναι το κενό, για το οποίο κάνει λόγο ο Λεβινάς. Δεν είναι επίσης πληρότητα, παρά μόνο μια μετακοσμητική τροπικότητα, μια ύφανση.
Για την ύφανση και την τροπικότητα μας έχει ήδη μιλήσει ο Λεβινάς, ο οποίος περιγράφει τη συνάντηση του ποιητικού κειμένου του Τσέλαν με την «άλλη του φωνή», συνάντηση της οποίας η «παράδοξη συνοχή» «δεν είναι αυτή ενός διαλόγου, αλλά μιας ύφανσης σύμφωνα με μια αντίστιξη που θεμελιώνει – παρά την άμεση μελωδική τους ενότητα – τον ιστό των ποιημάτων του», ενώ στο τέλος του δοκιμίου του ρωτά απαντητικά: «Δεν προτείνει», ο Τσέλαν, «την ίδια την ποίηση ως μία ανήκουστη τροπικότητα του διαφορετικά από το Είναι;» Ο Λεβινάς στη διάλεξή του για την αϋπνία (7-5-1976) γράφει για μια τροπικότητα που δεν είναι παρά αυτή της επαγρύπνησης, η οποία ως δραστηριότητα δίχως αντικείμενο εκδηλώνεται στην ανοιχτότητα που είναι η αϋπνία. Η αϋπνία αυτή αναστατώνει, ανατρέπει οτιδήποτε αναπαύεται εντός της ταυτότητας.
Αυτή την απόσταση από την αϋπνία στην ταυτότητα και μέσω της αΰπνίας στο άλλο την καλύπτουν κατά τον Τσέλαν «τα ειλικρινή χέρια», αυτά «μιας μοναδικής θνητής ψυχής», τα οποία «γράφουν αληθινά ποιήματα». Και ο ποιητής καταλήγει: «Δεν βλέπω καμία κατ’ αρχήν διαφορά μεταξύ χειραψίας και ποιήματος» (μτφ. Γ. Σ.). Το ανέφικτο, η ουτοπία, το άπειρο και κάθε άρνηση που συνεπάγονται τα υπερβαίνει η τελική κατάφαση της καρδιάς που, πέρα από κάθε «ίσως», βρίσκεται πίσω από κάθε χέρι, η ανάσα που δεν σταματά, ο Μεσημβρινός που συναντά την απαρχή του: «Κυρίες και κύριοι, βρίσκω κάτι το οποίο με παρηγορεί κάπως για το ότι με εσάς παρόντες περπάτησα αυτόν τον αδύνατο δρόμο, αυτόν τον δρόμο του αδυνάτου» (μτφ. Γ. Σ.).
Με την καταφατική αυτή κίνηση κλείνει και ο Λεβινάς το μικρό κείμενό του (αριστοτέχνης της σύντομης και πυκνής δοκιμιακής δομής και μορφής επίσης, όπως και ο Μωρίς Μπλανσό και ο πιο σύγχρονός μας Τζόρτζιο Αγκάμπεν). Η «αναζήτηση» του Τσέλαν, γράφει ο Λεβινάς, «αφιερώνεται με τη μορφή ποιήματος στον άλλο: ένα άσμα υψώνεται μέσα στη δωρεά, μέσα στο ένα-για-τον-άλλο, μέσα στη σημασία τής ίδιας τής σημασιοδότησης. Σημασιοδότηση πιο παλιά και από την οντολογία και τη σκέψη του Είναι και που προϋποθέτει γνώση και επιθυμία, φιλοσοφία και λίμπιντο».
Στην αβρότητα και πραότητα της αϋπνίας εδώ τώρα ίσως να μπορέσουμε να απαλλαγούμε για πάντα από την άρνηση που επανειλημμένα έχει καταστρέψει τον κόσμο. Την αγωνία στην ανάσα του Πάουλ Τσέλαν καθώς και το φιλοσοφικό και ηθικό άνοιγμα του Εμμανουέλ Λεβινάς προς το άλλο, προς τους άλλους ανθρώπους τα έχουμε πάντα πρωταρχική ανάγκη, αλλά στις μέρες μας που η ανθρωπότητα και πάλι δοκιμάζεται από πανδημία και ρατσιστική βία που φανερώνουν την ακόμη ανεξάλειπτη περιθωριοποίηση και περιφρόνηση του άλλου αποζητούμε ακόμη πιο επειγόντως την καταφατική του δύναμη. Το βιβλίο αυτό είναι ανεκτίμητο δώρο.