Κάθε επίσκεψη στο έργο του Τόμας Πύντσον (Thomas Pynchon) ισοδυναμεί με ερμηνευτική ναυσιπλοΐα στο σκοτάδι της σημασίας: τα κείμενά του είναι διάστικτα από αστερισμούς σημασιολογικών πιθανοτήτων, αλλά είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατον να χαράξει κανείς ασφαλή πορεία προς ένα νοηματικό κέντρο, το οποίο ίσως και να μην υπάρχει.
Στο δεύτερο, χρονολογικά, μυθιστόρημά του, με τίτλο The Crying of Lot 49 (1965), η αναζήτηση ενός νοήματος που διαρκώς εκφεύγει συνυφαίνεται με θεμελιώδη συστατικά στοιχεία του οιδιπόδειου μύθου. Η συνύφανση δεν είναι καθόλου άτοπη: το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, η Οιδίπα Μάας (Oedipa Maas), είναι προφανέστατα σύγχρονη ενσάρκωση του Οιδίποδα, του μυθικού ήρωα που αρχετυπικά εκπροσωπεί την παραδοχή ότι η αλήθεια υπάρχει και πρέπει να αναζητηθεί, ότι το Νόημα μπορεί και πρέπει να ιχνηλατηθεί και να συγκροτηθεί σε εσωτερικά συνεπή, λογικά επαληθεύσιμη δομή. Εντούτοις, η Οιδίπα, όπως και ο μυθικός συνονόματος και πρόδρομός της, διαπιστώνει πως η επιδίωξή της να αναγάγει την αινιγματική και αντιφατική πολυπλοκότητα των εμπειριών της σε ένα πεπερασμένο, ενιαίο σύνολο λογικών πορισμάτων αποβαίνει εντέλει μάταιη.
Η ταλάντευση ανάμεσα στο νόημα και στην αναστολή του, ανάμεσα στην ασφάλεια των έλλογων δομών και στην ιλιγγιώδη πολυμορφία των πιθανών (αλλά αβέβαιων) σημασιών, αποτελεί τον πυρήνα του οιδιπόδειου μύθου, έτσι όπως διαμορφώθηκε τουλάχιστον από τον Σοφοκλή. Ο σοφόκλειος Οιδίπους συγκροτεί μια καθ’ όλα πιθανοφανή, αλλά εντέλει εσφαλμένη ερμηνεία του δελφικού χρησμού: ενώ θεωρεί ότι έντεχνα αποφεύγει την εκπλήρωση της προφητείας, που τον θέλει πατροκτόνο και μητροκοίτη, εντούτοις οδηγείται αναπόδραστα στην εκπλήρωσή της. Αυτός ο έξοχος λύτης των αινιγμάτων, που κατόρθωσε να αρθρώσει σε ενιαία, συνεκτική δομή τη φαινομενικά αντιφατική πολλαπλότητα του γρίφου της Σφίγγας (ό,τι μοιάζει τριπλό –τετράποδο, δίποδο, τρίποδο– είναι στην ουσία ένα), αποδεικνύεται εντέλει ανίκανος να εξιχνιάσει τη χρησμοδοτημένη ολέθρια ταυτότητα, ή μάλλον τη σύγχυση, ρόλων και λειτουργιών, της οποίας φορέας είναι ο ίδιος (γιος και σύζυγος της μητέρας του, πατέρας και αδελφός των παιδιών του, γιος και φονιάς του πατέρα του). Η εύτακτη ερμηνεία του κόσμου για την οποία επαίρεται ο Οιδίπους (βλ. προπάντων Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος 390-6) αποδεικνύεται απατηλή παρερμηνεία, στρεβλή ανάγνωση των διαθέσιμων τεκμηρίων, τραγικά πλανημένη συγκρότηση ενός ερμηνευτικού συστήματος χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Κατά παρόμοιο τρόπο, το σύγχρονο αμερικανικό απείκασμά του, η Οιδίπα, αποδύεται σε μιαν απέλπιδα αναζήτηση νοήματος, προσπαθώντας να επιβάλει ερμηνευτική ευταξία στο χάος της ανθρώπινης εμπειρίας, το οποίο όμως αποδεικνύεται πολλαπλά ερμηνεύσιμο και, ίσως, εγγενώς ακατανόητο.
«Oιδίπους επί Καλιφορνία» / η αναστολή του νοήματος στο «The Crying of Lot 49» του Thomas Pynchon
Ακόμη και ο αριθμός 49 μοιάζει να είναι επίτηδες επιλεγμένος για να ενισχύσει την αινιγματική πολυσημία: περιέχει δύο ιερά ψηφία (το 4 είναι ο τέλειος αριθμός των Πυθαγορείων, ενώ το 9 είναι ο μαγικός αριθμός 3 υψωμένος στην τρίτη), τα οποία δίνουν άθροισμα 13, που σχεδόν αρχετυπικά ταυτίζεται με τον κίνδυνο και την ατυχία.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος Η εκποίηση της μερίδας 49 παραπέμπει εκ πρώτης όψεως στην ορολογία των δημοπρασιών. Η εκπλειστηριαζόμενη «μερίδα 49» περιλαμβάνει μια συλλογή πλαστών γραμματοσήμων που ανήκε κάποτε στον Pierce Inverarity, μεγιστάνα κτηματομεσίτη και πρώην εραστή της Οιδίπας, σύμφωνα με τις εντολές του οποίου η διαθήκη του θα έπρεπε να εκτελεστεί από την ίδια την Οιδίπα. Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι πολλαπλά ερμηνεύσιμος και ειρωνικά αμφίσημος. Εκτός από την προφανή μετάφραση που προαναφέραμε («Η εκποίηση/δημοπράτηση της μερίδας 49»), The Crying of Lot 49, μπορεί να σημαίνει επίσης «Η κραυγή (ή ο κλαυθμός) της μοίρας (ή του λαχνού) 49».[1] Κεντρικό ρόλο στη δημιουργία της πολυσημίας έχει εδώ η λέξη lot, που θα πει «μερίδιο», «μοίρα», αλλά και «λαχνός» και «τεμάχιο γης». Ο εκπλειστηριασμός της περιουσίας του Pierce Inverarity ανατίθεται στην Οιδίπα χωρίς να το επιδιώξει η ίδια: είναι ένα είδος «λαχνού» (lot) που της επιφύλασσε η μοίρα (lot). Εξάλλου, ο τωρινός σύζυγος της Οιδίπας, ο Wendell Maas, υποφέρει από σύνδρομα ενοχής και άγχους, εξαιτίας του γεγονότος ότι είχε εργαστεί για μεγάλο διάστημα ως πωλητής σε μάντρα (lot) μεταχειρισμένων αυτοκινήτων: η μάντρα (lot) όπου κατέληγαν τα ναυάγια των οχημάτων κατέληξε να ταυτιστεί με τη μοίρα (lot) του Wendell. Ακόμη και ο αριθμός 49 μοιάζει να είναι επίτηδες επιλεγμένος για να ενισχύσει την αινιγματική πολυσημία: περιέχει δύο ιερά ψηφία (το 4 είναι ο τέλειος αριθμός των Πυθαγορείων, ενώ το 9 είναι ο μαγικός αριθμός 3 υψωμένος στην τρίτη), τα οποία δίνουν άθροισμα 13, που σχεδόν αρχετυπικά ταυτίζεται με τον κίνδυνο και την ατυχία. Εξάλλου, όπως έχει επισημανθεί από πλειάδα κριτικών, ο αριθμός 49 απέχει μία μονάδα από το 50, τον αριθμό που παραπέμπει στην Πεντηκοστή, στο υπέρλογο αποστολικό βίωμα που συνδέεται κατεξοχήν με τη μετοχή στον εξ επιφοιτήσεως Λόγο. Με το να σταματά ένα μόλις ψηφίο πριν από τον κρίσιμο αριθμό 50, ο τίτλος του μυθιστορήματος υπαινίσσεται ότι η σημασιολογική καταδίωξη που θα εκτυλιχθεί στις σελίδες του είναι καταδικασμένη να μετεωρίζεται εσαεί στα πρόθυρα της πεντηκοστιανής επιφοίτησης, χωρίς ποτέ να εξασφαλίζει τη δίχως συσκοτισμούς και αμφισημίες θέαση του εξ αποκαλύψεως Λόγου.
Τέτοιου είδους διαγλωσσικά παιχνίδια χαρακτηρίζουν και την ονοματολογία των προσώπων του μυθιστορήματος. Για παράδειγμα, το επώνυμο της Oedipa Maas παραπέμπει στην ολλανδική λέξη maas, που θα πει «θηλιά», «πλέγμα», «δίχτυ» – στα δίχτυα, άλλωστε, μιας παγκόσμιας συνωμοσίας καταλήγει να εμπλακεί, όπως θα δούμε, η Οιδίπα. Όσο για τον ίδιο τον Pierce Inverarity, το μικρό του όνομα («διαπερνώ», «διεισδύω») έχει προφανείς γενετήσιες συνδηλώσεις, αλλά και προτυπώνει την επικείμενη απόπειρα της Οιδίπας να «διεισδύσει» (pierce) στο «πλέγμα» (maas) των αδιάγνωστων ερμηνευτικών ιχνών που έχει αφήσει πίσω του ο πεθαμένος εραστής της. Ακόμη πιο πολύσημο είναι το επώνυμο Inverarity: μπορεί ταυτόχρονα να δηλώνει το αντίθετο της αλήθειας (αποφατικό μόριο in + λατιν. verum) αλλά και την καταφατική συνταύτιση με την αλήθεια (λατιν. in vero). Ταυτόχρονα, το ίδιο αυτό επώνυμο εμπεριέχει τη λέξη rarity, «σπανιότητα»: πράγματι, η συλλογή γραμματοσήμων που εκποιείται αποτελεί αυτόχρημα «σπάνιο κομμάτι», rarity, καθώς φαίνεται να συνιστά τεκμήριο (ίσως όμως πρόκειται για απλή απάτη) μιας πελώριας αντικαθεστωτικής συνωμοσίας ενάντια, ακριβώς, στο μονοπώλιο των ταχυδρομικών υπηρεσιών – δηλαδή της γραπτής επικοινωνίας.
Η λαβυρινθώδης πολυσημία του τίτλου και των ονομάτων υποδεικνύει το κεντρικό πρόβλημα του The Crying of Lot 49: το πρόβλημα της αναζήτησης νοήματος, το πρόβλημα της ερμηνείας. Ήδη στο πρώτο κεφάλαιο του έργου ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια εμβληματική υποτύπωση του ζητήματος. Πρόκειται για την περιγραφή ενός ζωγραφικού τρίπτυχου, έργου της Ισπανίδας ζωγράφου Maria de Los Remedios Varo y Uranga (1908-1963), το οποίο απεικονίζει κοπέλες έγκλειστες στην κορυφή ενός πύργου να φτιάχνουν ένα υφαντό, που το αφήνουν κατόπι να ξετυλιχτεί από τα παράθυρα του πύργου. Το υφαντό παριστάνει τον κόσμο ολόκληρο – ή μάλλον είναι ο κόσμος ολόκληρος, «αφού όλα τ’ άλλα κτήρια και τα πλάσματα, όλα τα κύματα, τα καράβια και τα δάση της γης περιέχονταν σε τούτο το υφαντό, και το υφαντό ήταν ο κόσμος».[2]
Θυμόμαστε ότι η λατινική λέξη για το «υφαντό», textus, κατέληξε να σημαίνει «κείμενο» στα αγγλικά (text) και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Χάρη σ’ αυτόν τον (χαρακτηριστικά πυντσονικό) διαγλωσσικό υπαινιγμό, το υφαντό των κοριτσιών στο τρίπτυχο της Remedios Varo συνοψίζει το βασικό πρόβλημα της ερμηνευτικής και της γνωσιολογίας: αν το υφαντό/κείμενο είναι ο κόσμος μας, τότε η θέαση του κόσμου μέσω του κειμένου –δηλαδή μέσω της γλώσσας– κινδυνεύει να οδηγήσει σε έναν διαρκώς αυτοτροφοδοτούμενο ερμηνευτικό σολιψισμό, που έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία επαλήθευσης του νοήματος. Με άλλα λόγια, εάν αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα δεν είναι παρά γέννημα της διάνοιάς μας, κατασκεύασμα ενός νου καρτεσιανής κοπής, ο οποίος δεν μπορεί να είναι βέβαιος παρά μόνο για την ίδια την ύπαρξή του, τότε η αναζήτηση νοήματος είναι όχι απλώς μάταιη αλλά α-νόητη, στερημένη από νόημα. Σε μια τέτοια περίπτωση, είμαστε όλοι μας δέσμιοι του νου μας: η συνείδηση που έχουμε για την ύπαρξη του εαυτού μας και του κόσμου που μας περιβάλλει είναι προϊόν της σκέψης μας (της res cogitans, για να μιλήσουμε με καρτεσιανή ορολογία). Η τέτοια συνείδηση δεν υπόκειται σε επαλήθευση, διότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε το αδύνατο: να χρησιμοποιήσουμε, δηλαδή, εξωλογικά διανοητικά εργαλεία, κατηγορίες σκέψης ανεξάρτητες από τον ανθρώπινο νου, για την επαλήθευση των παραστάσεων του ίδιου του ανθρώπινου νου. Με αφορμή τον πίνακα της Remedios Varo, με τα πρόσωπα του οποίου νιώθει να ταυτίζεται, η Οιδίπα συνειδητοποιεί ότι «μια τέτοια δεσμώτιδα, καθώς έχει μπόλικο καιρό για να στοχαστεί, σύντομα αντιλαμβάνεται πως ο πύργος της, το ύψος του και η αρχιτεκτονική του, είναι απλά συμβεβηκότα, όπως άλλωστε και το εγώ της: πως ό,τι στ’ αλήθεια την κρατά δέσμια είναι κάποια μαγική δύναμη, ανώνυμη και κακόβουλη, που ήρθε και τη βρήκε δίχως κανέναν απολύτως λόγο» (σελ. 11-12).
Η Οιδίπα ξεκινά την αναζήτησή της με μιαν επίσκεψη στην (φανταστική) πόλη του San Narciso στην Καλιφόρνια, το όνομα της οποίας, παρωδώντας προφανώς το San Francisco (επίσης στην Καλιφόρνια), παραπέμπει ευθέως στον μύθο του Νάρκισσου και της νύμφης Ηχώς – άλλωστε, «Δώματα της Ηχώς», Echo Courts, λέγεται το ξενοδοχείο όπου καταλύει η Οιδίπα (διαφημιστικό του έμβλημα το γιγάντιο ομοίωμα μιας Νύμφης). Στον σχετικό μύθο η Ηχώ, μη μπορώντας να μιλήσει –αφού την έχει καταδικάσει η Ήρα να επαναλαμβάνει, απλώς, τα λόγια των άλλων–, αδυνατεί να κοινωνήσει το ερωτικό μήνυμά της στον Νάρκισσο. Ο Νάρκισσος, από την άλλη πλευρά, ερωτεύεται το ίδιο το είδωλό του, καταργώντας έτσι αυτόχρημα τη δυική ετερότητα που είναι προϋπόθεση της ερωτικής κοινωνίας.[3] Κοινός παρονομαστής και στις δύο περιπτώσεις είναι η κατάρρευση της (επι)κοινωνίας, η οποία συναρτάται με την αδυναμία της ίδιας της Οιδίπας να εντοπίσει κάποιου είδους σημασιολογική συνοχή μέσα στο δάσος των ετερόκλητων συμβόλων που την περιβάλλει. Όταν αντικρίζει για πρώτη φορά το San Narciso που απλώνεται μπροστά της, η Οιδίπα το παραλληλίζει με το πολυδαίδαλο κύκλωμα ενός τρανζίστορ – ενός μέσου προορισμένου για τη μετάδοση μηνυμάτων, τα οποία όμως στην περίπτωση αυτή παραμένουν ανεπίδοτα: η κάτοψη της πόλης, όπως και η κάτοψη του τρανζίστορ, μεταδίδουν «μιαν ιερογλυφική αίσθηση κρυμμένου νοήματος, πρόθεσης για επικοινωνία» (σελ. 14). Οι ιερογλυφικοί χαρακτήρες εμπεριέχουν ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα, απευθύνουν πρόσκληση για επικοινωνία, η οποία όμως αποβαίνει μονόπλευρη και παραμένει σημασιολογικά αδρανής. Η αμηχανία της Οιδίπας απέναντι στα «ιερογλυφικά», στην ερμητική παρασημαντική του δυσερμήνευτου, επανεμφανίζεται, ελαφρώς μεταμφιεσμένη, σε κατοπινό σημείο του μυθιστορήματος (σελ. 72-74), όταν ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά που δίνουν πληροφορίες, κρυπτικές όμως και δυσεξήγητες, στην Οιδίπα για να διαφωτίσουν την πορεία της αναζήτησής της είναι κάποιος υπέργηρος κύριος Θωθ (Mr Thoth), συνονόματος του αιγυπτιακού θεού που επινόησε την ιερογλυφική γραφή (πρόκειται για τον Θευθ του πλατωνικού Φαίδρου).
Αντιμέτωπη με τη διαρκή αναστολή του νοήματος, η Οιδίπα μοιάζει να υποκύπτει στον πειρασμό ενός δυισμού πλατωνικής σχεδόν υφής· απρόθυμη ή ανίκανη να οργανώσει την εγκόσμια εμπειρία σε ένα ορθολογικό, συνεκτικό ερμηνευτικό σχήμα, προτιμά να μεταθέσει την ευθύνη για την παραγωγή και τη συγκρότηση του νοήματος στη σφαίρα του μεταφυσικού: «σε κάποιαν άλλη, θα ’λεγες, συχνότητα, ή και μέσα από το μάτι ενός ανεμοστρόβιλου που περιστρεφόταν τόσο αργά, ώστε το ξαναμμένο δέρμα της δεν μπορούσε ούτε καν να νιώσει τη φυγόκεντρη δροσιά του, προφέρονταν λέξεις» (σελ. 14).
Αυτή η αίσθηση της εσαεί επικείμενης και ουδέποτε επιτελούμενης επικοινωνίας ορίζεται ρητά ως «θρησκευτική στιγμή», ως «υπόσχεση ιεροφάνειας» (σελ. 14, 15, 20). Ερχόμαστε, με άλλα λόγια, και πάλι αντιμέτωποι με το μοτίβο του διαρκώς υπεκφεύγοντος νοήματος, που υποδηλώνεται, όπως είδαμε, στον τίτλο του μυθιστορήματος: το 49 ποτέ δεν γίνεται 50, καθώς σταματά πάντοτε ένα βήμα πριν από την Πεντηκοστή και την αποκαλυπτική επιφοίτηση που εκείνη υπόσχεται.
Η λαβυρινθώδης πολυσημία του τίτλου και των ονομάτων υποδεικνύει το κεντρικό πρόβλημα του The Crying of Lot 49: το πρόβλημα της αναζήτησης νοήματος, το πρόβλημα της ερμηνείας.
Σύντομα, πάντως, το τοπίο αλλάζει, και η Οιδίπα βρίσκεται απροσδόκητα αντιμέτωπη με έναν κόσμο ημιπαράνομων μυστικών οργανώσεων, που δρουν υπογείως και που σε μία τουλάχιστον περίπτωση έχουν μέλη τους επιστήμονες και ειδικούς της αεροναυπηγικής. Πρόκειται για το υπόγειο κύκλωμα που η Οιδίπα επονομάζει Σύστημα Tristero. Η επωνυμία υποκρύπτει τριπλό διαγλωσσικό λογοπαίγνιο με την αγγλική λέξη tryst («μυστικό ερωτικό ραντεβού»), τη λατινική λέξη tristis («θλιβερός», «θλιμμένος») αλλά και τη λόγια ιταλική tristo («ελεεινός», «κακεντρεχής»).[4] Το αδιαπέραστο αυτό δίκτυο συναιρεί τη γοητευτική υπόσχεση της ερωτικής συνεύρεσης με τον κίνδυνο της (ηθικής;) εξαθλίωσης και με την προοπτική της δυστυχίας – συνδυάζει, δηλαδή, τα τρία βασικά συστατικά του μύθου του Οιδίποδα. Πάντως, προς το τέλος του μυθιστορήματος πληροφορούμαστε ότι το όνομα της μυστικής οργάνωσης προέρχεται από ένα πλασματικό «ιστορικό» πρόσωπο που επινοεί ο Πύντσον, κάποιον Hernando Joaquín de Tristero y Calavera, σφετεριστή της εξουσίας του Jan Hinckart, του ανθρώπου που ο Γουλιέλμος της Οράγγης είχε τοποθετήσει επικεφαλής των ταχυδρομικών υπηρεσιών (δηλαδή υπεύθυνο για τον έλεγχο όλων των γραπτών επικοινωνιών) στις Κάτω Χώρες. Πράγματι, αποστολή του κυκλώματος Tristero είναι η διακίνηση αλληλογραφίας έξω από το πλαίσιο του κρατικού ταχυδρομικού μονοπωλίου – ως πράξη αντίστασης, υποτίθεται, στον έλεγχο των επικοινωνιών από την κεντρική εξουσία. Έδρα του κυκλώματος είναι ένα παράξενο και μάλλον ύποπτο μπαρ με την επωνυμία «Το Σκόπιο» (The Scope), συντομογραφία προφανώς της λέξης ταλαντοσκόπιο (oscilloscope), που δηλώνει το όργανο με το οποίο απεικονίζονται ηλεκτρομαγνητικά πεδία υπό μορφή ταλαντούμενων καμπυλών. Το όργανο αυτό, του οποίου ομοίωμα από νέον βρίσκεται στην είσοδο του μπαρ, μοιάζει να λειτουργεί ως προγραμματικό έμβλημα ολόκληρου του μυθιστορήματος, καθώς συνδυάζει την ιδέα της θέασης και της παρατήρησης (όλοι οι θαμώνες του μπαρ έχουν την ιδιαιτερότητα να φορούν γυαλιά και να κοιτάζουν σιωπηλοί) με την ιδέα της απροσδιοριστίας και της αβεβαιότητας, που συμβολίζονται από τις ταλαντούμενες καμπύλες («τον διαρκώς μεταβαλλόμενο χορό των σχημάτων Lissajous»)[5] στο ταλαντοσκόπιο του μπαρ. Στις τουαλέτες του ίδιου μπαρ η Οιδίπα ανακαλύπτει ενδείξεις για την ύπαρξη ενός ακόμη μυστικού κυκλώματος που συνδέεται με το δίκτυο Tristero: πρόκειται για το κύκλωμα WASTE. Η λέξη waste έχει πολλαπλές σημασίες (ως ουσιαστικό δηλώνει τη «σπατάλη» ή τα «απόβλητα», ενώ ως ρήμα σημαίνει «ερημώνω», «φθίνω»), αλλά η συντομογραφία WASTE, όπως αποκαλύπτεται πολύ αργότερα, αποτελεί αρκτικόλεξο της φράσης We Await Silent Tristero’s Empire, δηλαδή «Περιμένουμε Σιωπηλοί την Αυτοκρατορία του Tristero». Σύμβολο του WASTE είναι μια ταχυδρομική σάλπιγγα με φραγμένο στόμιο («Θεέ μου, ιερογλυφικά», μονολογεί η Oedipa όταν πρωταντικρίζει το σήμα, επισημαίνοντας για άλλη μια φορά την επαπειλούμενη α-σημία): πρόκειται, βέβαια, για σαφή υπαινιγμό στην υπονόμευση του μονοπωλίου των επικοινωνιών, έμβλημα του οποίου ήταν η ταχυδρομική σάλπιγγα.
Σε μεταγενέστερο σημείο του μυθιστορήματος, η Οιδίπα, καθώς περιπλανιέται στην Καλιφόρνια, ελπίζοντας να συλλέξει στοιχεία για να διεισδύσει στα απόκρυφα των συνωμοτικών δικτύων που την περιβάλλουν, νομίζει ότι βλέπει παντού χαραγμένο το σύμβολο της οργάνωσης WASTE – την ταχυδρομική σάλπιγγα με το φραγμένο στόμιο. Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι «τόσο πολύ περίμενε να το δει [το σύμβολο], που μπορεί, τελικά, να μην το είδε τόσο πολλές φορές όσες θυμόταν αργότερα. Δυο τρεις φορές θα ήταν πράγματι ό,τι πρέπει. ΄Η και παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει» (σελ. 100).
Το ερώτημα που υποκρούεται εδώ είναι, βεβαίως, εάν αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα είναι όντως υπαρκτό ή αποτελεί απατηλό σημειολογικό είδωλο μιας ανυπόστατης οντότητας. Στη διάρκεια της περιπλάνησης της Οιδίπας, το ίδιο σύμβολο του WASTE εμφανίζεται επανειλημμένα, άλλοτε ανάμεσα στα ιδεογράμματα μιας κινέζικης βιτρίνας (αν και ο χλομός δημόσιος φωτισμός εμποδίζει την Οιδίπα να διακρίνει καθαρά), άλλοτε χαραγμένο στο κάθισμα ενός λεωφορείου, άλλοτε στον πίνακα ανακοινώσεων ενός δημόσιου πλυντηρίου. Έτσι, η Οιδίπα καταλήγει να υποψιάζεται πως αυτές οι ως διά μαγείας εμφανίσεις της φιμωμένης ταχυδρομικής σάλπιγγας «ήταν απλώς ένα είδος αποζημίωσης. Για το γεγονός ότι έχασε μια για πάντα τον άμεσο, επιληπτικό Λόγο, την κραυγή που θα μπορούσε να καταργήσει τη νύχτα» (σελ. 95). Η αναφορά στον «επιληπτικό Λόγο» παραπέμπει σε προγενέστερο σημείο του μυθιστορήματος (σελ. 76), όπου ο αγώνας για τον εντοπισμό του νοήματος συγκρίνεται με τη μυστική γνώση που αποκαλύπτεται στον επιληπτικό κατά τη διάρκεια της κρίσης του και που λησμονιέται μόλις παρέλθει η καταληψία.
Η αφήγηση τούτης της απελπισμένης, αδιέξοδης περιπλάνησης, αυτής της δίχως αποτέλεσμα αναζήτησης νοήματος, διαστίζεται από σαρδόνιες παραπομπές στον μύθο του Οιδίποδα. Για παράδειγμα, η Οιδίπα μπαίνει σχεδόν άθελά της σε ένα γκέι μπαρ του Λος Άντζελες που ονομάζεται «The Greek Way», «Ο ελληνικός τρόπος»· προφανώς εδώ υπονοείται η αρχαιοελληνική ομοφυλοφιλία, αλλά δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει την υποκείμενη συνάφεια με το ελληνικό μυθικό υπο-κείμενο του μυθιστορήματος. Άλλωστε, η Οιδίπα αντιλαμβάνεται το Λος Άντζελες ως μια «μολυσμένη πόλη» (σελ. 94, ‘‘infected city’’), χαρακτηρισμός που παραπέμπει ευθέως στη Θήβα του οιδιπόδειου μύθου, την πόλη που μαστίζεται από λοιμό αλλά και από το μίασμα, που φορέας του είναι ο ίδιος ο Οιδίπους. Στο αεροδρόμιο του Λος Άντζελες, η Οιδίπα βλέπει έναν νεαρό που αποχαιρετά τη μητέρα του φιλώντας την παθιασμένα στο στόμα, με τη γλώσσα, ενσαρκώνοντας με τρόπο απροσδόκητο, σχεδόν παρωδικό, τη μορφή του αιμομείκτη Οιδίποδα. «Στείλε μου γράμμα με το WASTE, μην ξεχάσεις», συμβουλεύει η οιονεί αιμομείκτρια μητέρα τον γιο της· «αν μου το στείλεις με το άλλο, θα το ανοίξει η κυβέρνηση» (σελ. 99-100), προσθέτει, υπογραμμίζοντας έτσι για άλλη μια φορά την απόκρυφη διασύνδεση ανάμεσα στον Οιδίποδα, τον κατεξοχήν λύτη τον αινιγμάτων, και το παράνομο σύστημα επικοινωνίας, το WASTE, που τα μυστικά του αγωνίζεται, δίχως επιτυχία, να εξιχνιάσει ο σύγχρονος θηλυκός Οιδίπους.
Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με τρόπο χαρακτηριστικά αμφίσημο και γριφώδη, που αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπει, υπαινικτικότατα, για μια τελευταία φορά στον μύθο του Οιδίποδα. Η Οιδίπα πληροφορείται από έναν εξειδικευμένο συλλέκτη ότι μια συλλογή γραμματοσήμων που ανήκε στον Inverarity θα εκποιηθεί σύντομα: είναι η μερίδα υπ’ αριθμόν 49. Πρόκειται για πλαστά γραμματόσημα που, κατά τα φαινόμενα, διοχετεύονταν στην αγορά από το δίκτυο Tristero / WASTE και που δεν διέφεραν παρά ελάχιστα από τα αντίστοιχα γνήσια. Ταυτόχρονα, η Οιδίπα πληροφορείται ότι στη δημοπρασία θα συμμετέχει ένας ανώνυμος, μυστηριώδης συλλέκτης, ο οποίος, κατά τα φαινόμενα, έχει σκοπό να συγκεντρώσει και να εξαφανίσει κάθε τεκμήριο για την ύπαρξη του Tristero / WASTE· ίσως, λοιπόν, πρόκειται για εντεταλμένο εκπρόσωπο του δικτύου, με αποστολή να συγκαλύψει τα ίχνη της μυστικής οργάνωσης. Απελπισμένη, η Οιδίπα επιτρέπει στον εαυτό της μια τελευταία απόπειρα να λυτρωθεί από την αγωνία της αναζήτησης νοήματος: μπαίνει στο αυτοκίνητό της και οδηγεί με τα φώτα σβηστά μέσα στη νύχτα, ελπίζοντας να προκαλέσει τον ίδιο τον θάνατό της· εδώ υποκρύπτεται υπαινιγμός στο οιδιπόδειο μοτίβο της (αυτο)τύφλωσης, αν λάβει κανείς υπόψη του την αμερικανική καθομιλούμενη έκφραση «οδηγώ στα τυφλά» (to drive blind), που θα πει «οδηγώ με σβηστά τα φώτα». Το πιο απροσδόκητο, όμως, νεύμα στον μύθο του Οιδίποδα λανθάνει στις τελευταίες αράδες του έργου, όπου η Οιδίπα αποφασίζει να παρευρεθεί στη δημοπρασία της «μερίδας υπ’ αριθμόν 49», με την ελπίδα να ανακαλύψει, επιτέλους, την ταυτότητα ενός μέλους του Tristero. Εκεί το μυθιστόρημα τελειώνει, ή μάλλον διακόπτεται· η λύση του μύθου αναστέλλεται· η πλοκή μένει αμετάκλητα μετέωρη, χωρίς ούτε να επικυρώνει ούτε να αναιρεί οποιαδήποτε από τις πιθανές εξελίξεις της πλοκής. Ίσως η μόνη σταθερή παράμετρος να είναι, εντέλει, το ίδιο το όνομα της Οιδίπας και οι μυθολογικές συνδηλώσεις του: αυτές μας υποχρεώνουν να αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα ότι, όπως η μεθοδική έρευνα του Οιδίποδα του αποκάλυψε ότι ο ίδιος ήταν ο δολοφόνος που αναζητούσε, έτσι και της Οιδίπας η αναζήτηση θα την οδηγήσει, ίσως, στη διαπίστωση ότι ο μυστηριώδης αντιπρόσωπος του Tristero είναι αυτή η ίδια.
Αυτό όμως δεν είναι τίποτε άλλο από απλή πιθανότητα – μία μόνο από τις απειράριθμες εξωφρενικές πιθανότητες προς τις οποίες καταφάσκει, προσωρινά και επιφυλακτικά, το κείμενο του Πύντσον, για να τις αναιρέσει αμέσως μετά ή για να τις αντιπαραθέσει προς εναλλακτικά, κάποτε και αντιφατικά, σημασιολογικά ενδεχόμενα, προβάλλοντας το φάσμα ενός νοήματος που βρίσκεται διαρκώς λίγα εκατοστά πιο πέρα από τα όρια των ερμηνευτικών μας δυνατοτήτων.
- Ο τίτλος του μυθιστορήματος μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Δημήτρη Δημηρούλη ως Η συλλογή των 49 στο σφυρί (α´ έκδ. ύψιλον 1986· β´ έκδ. gutenberg 2017), ενώ το «στο σφυρί» παραπέμπει ευκρινώς στην ορολογία των δημοπρασιών, το «η συλλογή των 49» ελέγχεται άστοχο: το «lot 49» του πρωτοτύπου δηλώνει τον αριθμό της μερίδας που εκπλειστηριάζεται σε μια δημοπρασία.
- Pynchon, Crying, σ. 11, οι παραπομπές στο The Crying of Lot 49 ακολουθούν τη σελιδαρίθμηση της έκδοσης του 1999, T. Pynchon, The Crying of Lot 49, Νέα Υόρκη, Harper Perennial.
- Για την κατάργηση αυτή της ετερότητας πρβ. τα λόγια του ίδιου του Ναρκίσσου στις οβιδιακές Μεταμορφώσεις (3.466–8) «ό,τι ποθώ το έχω, κι η αφθονία ετούτη με φτωχαίνει. Μακάρι να χωρίζομουν από το ίδιο μου το σώμα! Ευχή για εραστή πρωτόφαντη: είθε αυτό που αγαπώ να ήταν μακριά μου» (quod cupio mecum est: inopem me copia fecit. | o utinam a nostro secedere corpore possem! | votum in amante novum, vellem, quod amamus, abesset).
- Τον τρίτο αυτόν υπαινιγμό τον επισημαίνει ο ίδιος ο Pynchon (Crying, σελ. 82): «… η λέξη trystero … ψευδοϊταλική παραλλαγή τού triste (=άθλιος, έκφυλος)» («...the word trystero [...] a pseudo-Italianate variant on triste (=wretched, depraved)»).
- Pynchon, Crying, σελ. 34: ‘‘The ever-changing dance of Lissajous figures’’. «Καμπύλες Lissajous» ονομάζονται τα διαρκώς μεταβαλλόμενα καμπυλόγραμμα σχήματα που απεικονίζονται στην οθόνη του ταλαντοσκοπίου, όταν αποστέλλεται ηλεκτρικό σήμα.