ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΕ ΤΡΙΑ -ΣΤΑΝ
Steppe by steppe
Σε έξι πράξεις κι ένα ιντερμέδιο
Αφιερωμένο στον Θοδωρή Μανούσακα
Προς ακρόαση πριν, κατά και μετά την ανάγνωση:
1.
2.
Steppe by steppe, 0
Дала
Μόνο βήμα προς βήμα γνωρίζει κανείς τη στέπα. Κι ας είναι τόσο όμοια όλα στο τοπίο που, σε μια πρώτη ματιά, μπορεί να νιώσει πως θα χαραμίσει τα βήματά του. Είναι μια στάση κι αυτή, νιώθεται. Αν όμως αποφασίσει το πρώτο βήμα, βλέπει πως πρέπει να είναι προσεχτικός, να κρατά τα μάτια ανοιχτά σε έναν ήλιο που τυφλώνει. Η ομοιομορφία του χώρου ήταν ίσως ένας λόγος που η στέπα τράβηξε τόσο εύκολα πολλούς και ετερόκλιτους ανθρώπους και λαούς. Η ίδια αυτή ομοιομορφία τους άφησε ελεύθερους να φύγουν: δεν τους έδενε (με) τίποτα. Μια γενναιόδωρη ομοιομορφία. Μια ομοιομορφία πολύ… large. Η εκτεταμένη ομοιομορφία που γεννά την απλή αλλά καθόλου απλοϊκή πνευματικότητα του νομάδα. Νομάδες διαμόρφωσαν αρχικά -όσο διαμόρφωσαν- τις στέπες, και διαμορφώθηκαν από αυτές, εν πολλοίς.
Η στέπα στα κιργιζιανά λέγεται ντάλα. Ναι, όπως λέμε ντάλα ο ήλιος, ντάλα μεσημέρι… Μια πρώτη (δε θα πω εντελώς αναπάντεχη…) αίσθηση οικειότητας στα κατατόπια της στέπας. Είχα την τύχη να προβώ σε αυτή τη γλωσσολογική διαπίστωση την πρώτη μου μέρα στο Μπισκέκ, πρωτεύουσα του Κιργιστάν, επισκεπτόμενος το Εθνικό Μουσείο Καλών Τεχνών. Σε μια έκθεση ενός διάσημου σύγχρονου καλλιτέχνη από το γειτονικό Καζακστάν, του Kuttybek Zhakypov. Το ανακάλυψα παρατηρώντας πώς ήταν στα κιργιζιανά -γράφονται σμκτο κυριλικό αλφάβητο, άλλη μια κληρονομιά της σοβιετικής περιόδου- και πώς μεταφραζόταν στα αγγλικά ο τίτλος της: “Melody of the Great Steppe”. Έκθεση εμπνεόμενη από την Μεγάλη Στέπα του Καζακστάν, που εκτείνεται απλόχερα και στις γύρω χώρες. Εικόνες της στέπας και τοπία της ψυχής του νομάδα. Με τη χρήση της διαδεδομένη στη χώρα αυτή, όσο και στο Καζακστάν, τεχνικής του felt, που είναι ο συνδυασμός ποικιλόχρωμων και αλληλοϋπερτιθέμενων ειδών τσόχας. Δηλαδή πιλήματος από ίνες μαλλιού, μεταξιού κλπ.
Η στέπα παραπέμπει αυτόματα σε μια έκταση προς διάβαση. Νιώθεις πως παντού υπάρχουν ίχνη. Τα ίχνη, λέει στα καθ’ ημάς ο Ντεριντά (πού μού ’ρθε πάλι ετούτος;), είναι οι διαφορές εκείνες που αντιστέκονται σε κάθε σαφή ένδειξη συγκεκριμένης παρουσίας και ταυτότητας. Η νοηματοδότησή τους αφήνει πολλούς βαθμούς ελευθερίας. Και… δημιουργίας. Στην Ανατολή πάλι, στην κλασική κινεζική γλώσσα το πρωτότυπο, σε αντιδιαστολή με τα αντίγραφα, αποδίδεται ως το «αυθεντικό ίχνος», αυτό τουλάχιστον δηλώνουν τα ιδεογράμματα. Ένα ιδιαίτερο ίχνος που δεν ακολουθεί κανένα τελεολογικό μονοπάτι, δεν υπάρχουν εγγενείς προοπτικές σε αυτό. Το πρώτο πάτημα, το ίχνος του πρώτου περάσματος, που δεν αντιστοιχεί αναγκαστικά σε καμιά μελλοντική ταυτότητα. Οι πόλεις της στέπας είναι συνήθως νεαρές, όσο και νεανικές. (Θα πρέπει, όμως, να) υπάρχουν κάτω από αυτές αρχαία και ανεξιχνίαστα ίχνη. Το ψυχανεμίζονται αυτό ο νους και η καρδιά. Και αρχίζουν να ψάχνουν, έστω ξέροντας πως δεν θα βρουν τίποτα σαφές. Ή πως θα βρουν κάτι, μα δε θα ξέρουν σε τι, σε ποιον, σε πότε αντιστοιχεί.
Είπα στον οδηγό του τζιπ να σταματήσει. Είχα δει έναν καχεκτικό θάμνο, κάτι σαν ξεραμένο βάτο: καλό μέρος για κατούρημα. Ξεκίνησα να περπατώ κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο, μες στη διαφάνεια του πρωινού, ενώ βούλιαζα νοερά στην απεραντοσύνη εμπρός μου. Πολύς ο χώρος για λίγο κόσμο. Η (σχεδόν) άδεια χώρα που έλεγε ο Χρουστσόφ για το Καζαχστάν. Πριν στείλει εθνότητες από άλλα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης για να την εποικίσουν (ή να την αποικίσουν;). Και να την κάνουν μια πολυεθνική νέα χώρα, μια «μοντέρνα» χώρα, μια μικρή Αμερική με εκατό εθνότητες και πάμπολλες θρησκείες. Τα βήματα στις στέπες της Κεντρικής Ασίας, και τα υψίπεδα και τα βουνά που τις διακόπτουν αναπάντεχα, γεννούν παράξενες σκέψεις: «Λες να ’μαι ο πρώτος που πατά το πόδι του σε τούτα τα σημεία», σκέφτηκα ατενίζοντας το αχνό ίχνος που άφηνε το πέλμα μου; Έχουν, βλέπετε, ενδιαφέρον τα ίχνη και η αναζήτησή τους. Και αν δεν ήμουν εγώ ο πρώτος, ποιος να ήταν; Πολύ πιθανόν να έχουν προϋπάρξει πολλοί, αλλά πάλι… πολύς ο χώρος για λίγο κόσμο. Στατιστικά ίσως και να ’μαι ο πρώτος. Το ξανασκέφτομαι: σε τόσα και τόσα περασμένα χρόνια είναι σχεδόν βέβαιο πως θα έχουν προϋπάρξει και πολλοί άλλοι πριν από μένα, ετερόκλητοι και απροσδιόριστοι, μη ταυτοποιήσιμοι. «Μα τι σαχλαμάρες κάθομαι και σκέφτομαι», σκέφτηκα ξαφνικά, ως εξ επιφοιτήσεως, «έχω φάει κόλλημα, το μέρος είναι ιδανικό για κατούρημα». «Είναι βέβαιο πως, αν μη τι άλλο, στα ίχνη από το πέλμα μου δίπλα στον αυτοκινητόδρομο θα έχουν πατήσει και άλλοι πολλοί, στις μέρες μας, οδεύοντας προς τον σπάνιο θάμνο». Προς νερού τους. Αλλά τι να ήταν πάλι αυτοί; «Περιηγητές», είπα εντός μου αυτάρεσκα. Σαν και μένα. Όχι τουρίστες. Αποτροπιασμό μού φέρνει η αίσθηση που αφήνει η λέξη αυτή. Άσε που οι τουρίστες σπανίζουν σε τούτα εδώ τα μέρη. Ένιωσα οικειότητα προς τους προδρόμους μου. Κατούρησα αφηρημένα. Είχα μια αίσθηση ελευθερίας. Την ελευθερία του ανοιχτού πεδίου, συνοδευόμενη από μια αμυδρή αίσθηση γενικότερης αν και ανεξήγητης οικειότητας με τον τόπο. Οικειότητα με ποιους και με τι; Και το κυριότερο γιατί;
Μιας και μνημονεύσαμε την κινεζική γλώσσα, ας μην ξεχνάμε πως οι στέπες της Κεντρικής Ασίας είναι το αχανές μεσοδιάστημα ανάμεσα στην Κίνα, την κατ’ εξοχήν Ανατολή, και στον οικείο στα καθ’ ημάς αρχαίο ελληνορωμαϊκό και σημιτικό κόσμο. Ο χώρος που τους χώριζε για να μπορέσουν να αναπτυχθούν τόσο διαφορετικά, ο χώρος διά του οποίου επικοινώνησαν. Χάρη στους νομάδες και τις μετακινήσεις τους, πάντα γύρω από τους δρόμους που αργότερα θα ονομάζονταν δρόμοι του μεταξιού.
Τα βήματα στις στέπες της Κεντρικής Ασίας και, κυρίως, στα ψηλά υψίπεδα και τα βουνά που τις διακόπτουν, γεννούν παράξενες σκέψεις: τα βήματα είναι κατ’ ανάγκην αργά. Το υψόμετρο δεν επιτρέπει απερίσκεπτες βιασύνες που σου κόβουν τη ανάσα. Ο χώρος έξω γεννά χρόνο εντός. Μόνο τα αναρίθμητα άλογα τρέχουν. Η αίσθηση ακινησίας προτρέπει θαρρείς σε κίνηση. Όλα τους τρέχουν γύρω τριγύρω, κοπαδιαστά. Αλλά είναι τόσο όμοια μεταξύ τους… γεννήματα κι αυτά της στέπας. Όσο κι αν τρέξουν το τοπίο μένει ανάλλαγο. Σε μαγνητίζει. Και θες να το κοιτάς διαρκώς. Και να το πατάς, για να νιώθεις ότι πατάς σε χώμα που δονείται. Υπέροχο.
Κάποιες σκέψεις από το καλοκαιρινό ταξίδι στο Κιργιζιστάν, στο Τατζικιστάν και το Καζαχστάν, με παρέπεμψαν σε δυο τρεις έλληνες ποιητές. Ξεκινώ και σας τις ιστορώ.
Steppe by steppe, 1
Kουμούς
Στο Αρσλάν Μποπ του Νοτιοδυτικού Κιργιζιστάν, ένα δροσερό ορεινό κεφαλοχώρι, η πλειονότητα των κατοίκων είναι Ουζμπέκοι, όπως και σε άλλα μέρη του Νοτιοδυτικού Κιργιζιστάν, μια εθνική μειονότητα όπως είθισται να λένε πλέον σήμερα. Το Ουζμπεκιστάν είναι η διπλανή χώρα. Οι Ουζμπέκοι είναι ένας λαός μάλλον πιο κοντά στους Μογγόλους, κάπως διαφορετικός από τους Κιργίσιους, που είναι πιο κοντά στους Τούρκους· γλωσσολογικά τουλάχιστον αυτό προκύπτει. Τα σύνορα στα μέρη αυτά, όπως και σε τόσα άλλα μέρη του κόσμου, έχουν χαραχθεί από τους προηγούμενους αυθέντες, και εν πολλοίς αποικιστές του τόπου, τους Ρώσους. Όταν αυτοί, τυπικά, αποχωρούσαν, καθώς η ελίτ τους διέλυε εθελούσια τη Σοβιετική Αυτοκρατορία. Το Ουζμπεκιστάν και το Κιργιζιστάν ήταν δημοκρατίες της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Αναπόφευκτες οι τριβές μεταξύ Κιργισίων και Ουζμπέκων εντός του Κιργιζιστάν στις μέρες μας. Εξάλλου, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο καθείς έγινε αυτομάτως πολίτης του τόπου όπου τον βρήκε η διάλυση. Χωρίς να ερωτηθεί. Απλό.
Ο αγγλικός τουριστικός οδηγός έγραφε πως το Αρσλάν Μποπ ήταν ιδεώδης τόπος για να δοκιμάσει κανείς, κι εγώ δηλαδή, το μοναδικό γηγενές αλκοολούχο ποτό της Κεντρικής Ασίας, ένα ελαφρά ζυμωμένο γάλα φοράδας. Το αγαπούσαν όλοι οι λαοί της στέπας, το έπινε και ο Τσενγκίς Χαν (δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικά, το είκαζα ως αυτονόητο). Ως kumush το ανέφερε ο οδηγός. Τα ρωσικά παραμένουν το κοινό μέσο επικοινωνίας, μια οιονεί (συν)επίσημη γλώσσα σε όλες αυτές τις χώρες-παιδιά της Σοβιετίας, παράλληλα με τις ντόπιες γλώσσες. Είμαι πάντα περίεργος. Με τις ελάχιστες γνωστές μου ρωσικές λέξεις, αρκούντως αποτελεσματικές μέχρι στιγμής, ρώτησα στο μίνι μάρκετ πού θα βρω κουμούς. Μου έδειξαν το διπλανό μικρό κρεοπωλείο.
Πήγα. Πρόφερα τη λέξη. Ο πωλητής, και ιδιοκτήτης υποθέτω, με διόρθωσε βλοσυρός. Έπρεπε να μην το προφέρω κουμούς αλλά κάπως σαν κιμίς, με ένα ι βαθύ, με ανοιχτό το στόμα και με τη γλώσσα να πιέζει τα κάτω ούλα, όπως προφέρεται το τουρκικό i χωρίς την τελίτσα. Το πέτυχα, μιμούμαι εύκολα και ευχάριστα ποικίλες προφορές. Ικανοποιημένος και προσηνής πλέον ο πωλητής, έδειξε με το χέρι του ένα αρνοτόμαρο με ένα μεταλλικό βρυσαλάκι προσαρμοσμένο στην άκρη του σφαγμένου λαιμού του ζώου. Με ρώτησε, βοηθούμενος από νοήματα και κινήσεις, αν θέλω μια κούπα ή πιο πολύ, ένα μπουκάλι ας πούμε… Θεέ και Κύριε! Υποψιασμένος για το τι με περίμενε, του έδειξα με παρόμοιο τρόπο πως θέλω μισή κούπα. Χαμογέλασε. Ήπια αποφασιστικά το μισό του ποτού. Κατέβαινε με πολλή δυσκολία, ήταν στυφό και είχε μια μυρωδιά περίεργη. Βαριά φοραδίλα, σκέφτηκα. Πώς είναι η φοραδίλα;
Περίεργος ο πωλητής αγνόησε –δόξα τω Θεώ– ό,τι είχε απομείνει στην κούπα και με ρώτησε αμέσως –αναπόφευκτη ερώτηση, οι ξένοι είναι ελάχιστοι στα μέρη εκείνα, το είπαμε αυτό– από πού είμαι. Μόλις είπα τη μαγική λέξη, Γκρέτσια, χαμογέλασε και άδραξε την άκρη της μύτης μου. Το έκανε απροσδόκητα και λίγο άγαρμπα, είναι η αλήθεια. Δεν αντέδρασα, δεν είμαι γυναίκα και δεν το εξέλαβα ως σεξουαλική παρενόχληση. Περίμενα δυο τρία δευτερόλεπτα. Έπιασε με το άλλο χέρι αλλά με τον ίδιο άγαρμπο τρόπο και τη δική του. Μείναμε έτσι για μερικά δευτερόλεπτα. Πριν αρχίσω να νιώθω έντονη αμηχανία, άφησε τη μύτη μου και χρησιμοποίησε το ελεύθερο τώρα χέρι του για να μου δείξει το χωριό. Για να μου εξηγήσει πως δεν ήταν όλοι εκεί Ουζμπέκοι όπως πιστεύεται (δεν το ξέρουν όλοι τους βέβαια, σκέφτηκα… κάτι που συχνά συμβαίνει με κάτι τέτοια θέματα), έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια με τους Κιργίσιους. Ήταν απλώς αδέρφια του και… αδέρφια μου. Αφού είχαμε ίδιες μύτες! Που όντως έμοιαζαν, οφείλω να το ομολογήσω· η δικιά μου με τη δικιά του τουλάχιστον, με τις άλλες δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ, τον πίστευα. Ήταν όλοι τους σχεδόν εκεί Γκρέτσι (το λέω σωστά;), ήταν σαν και μένα, ήταν μακρινοί απόγονοι του Ισκαντάρ, του Μεγαλέξαντρου δηλαδή (ο πωλητής, για την ακρίβεια, τον είχε αποκαλέσει Ισκαντάρ Μακεντόνσκι… no comments!) και των ανδρείων ανδρών του. Τα κατάλαβα όλα αυτά γρήγορα, όχι χάρη στα ελάχιστα ρωσικά μου ή/και τα ακόμη πιο ελάχιστα αγγλικά του. Τα κατάλαβα γιατί τα είχα διαβάσει, μου είχαν ξανακάνει κουβέντα στα μέρη εκείνα για εκείνον τον κοινό πρόγονο Ελλήνων και Κεντροασιατών τινών. Ο πωλητής, στη συνέχεια, μου εξήγησε πως για τον λόγο αυτό οι κάτοικοι στο χωριό εκείνο ήταν χαρόσι, όμορφοι δηλαδή (στα ρωσικά). Είχε εξανεμισθεί πλέον κάθε πρόθεση διαφωνίας από μέρους μου. Αφού ήταν όλοι ωραίοι σαν Έλληνες, σαν και μένα δηλαδή! Χώρια που είναι και ηθικά ωραίο να είμαστε όλοι αδέρφια. Μπήκα στο κλίμα και κατάφερα, με ελάχιστα ρωσικά και πολλά νοήματα, να ρωτήσω τι άλλο, πέρα από την ομορφιά, είχε κουβαλήσει στον ευλογημένο εκείνο τόπο ο Ισκαντάρ (παρέλειψα το Μακεντόνσκι… όχι παίζουμε!). Και πήρα την (πληρωμένη) απάντηση: τον πολιτισμό και το Ισλάμ! Όχι παίζουμε!
Ένιωσα για μια ακόμη φορά χαρούμενος στην Κεντρική Ασία, καθώς παρέφραζα νοερά τον νομπελίστα ποιητή μας: «Τη μύτη μού έδωσαν ελληνική». Κι ένιωσα ευγνώμων προς τους γονείς μου. Τέλεια.
3.
4.