Ο Βαγιανός δούλευε στον πατέρα μου. Μετέφερε εμπορεύματα από την αποθήκη στο μαγαζί, έφερνε τα ψώνια στο σπίτι μας, περιποιόταν τον κήπο. Ήταν αδύνατος, ψηλός, ίσως ψηλότερος κι απ’ τον μπαμπά μου, που ήταν ένα κι ενενήντα.
Με συμπαθούσε και με φρόντιζε. Λίγο παράδοξο, επειδή οι συγγενείς, οι φίλοι των γονιών μου, όλοι, προτιμούσαν την όμορφη καλόβολη αδελφή μου ή τον έξυπνο εξωστρεφή αδελφό μου.
Έφτιαχνε έπιπλα από θαλασσόξυλα για το κουκλόσπιτό μου, σκάλιζε σε κόκαλα σουπιάς σερβίτσια και σκεύη για τη μικροσκοπική κουζίνα του. Στη μεγάλη αμυγδαλιά της αυλής έφτιαξε μόνο για μένα μια κούνια. Με χοντρό, γερό σκοινί και γυαλιστερή πλανισμένη σανίδα. Η κούνια έγινε αντικείμενο συναλλαγής. Η αδελφή μου έκανε κούνια μόνο όταν αναλάμβανε την αντιγραφή μου, οι φίλες μου όταν με άφηναν να τις νικήσω στο κουτσό και στα μήλα.
Ύστερα αρρώστησε κι εξαφανίστηκε. Μια μέρα η μάνα μου μ’ έστειλε να πάω ένα δέμα στο σπίτι του.
– Δεν μπορώ, παίζω, της είπα.
– Τώρα.
Χτύπησα την πόρτα. Ησυχία. Σήκωσα το μάνταλο και μπήκα στο σπίτι. Ένας σκοτεινός χαμηλοτάβανος χώρος.
– Είναι κανείς εδώ; φώναξα.
Από μια σκάλα κολλητά στον τοίχο κατέβηκε η γυναίκα του. Μια ψηλή σκυθρωπή γυναίκα. Έλεγαν γι’ αυτήν ότι ο γιος της ήταν του πατέρα της, όχι του άντρα της.
Ανεβήκαμε μαζί πάνω. Ο Βαγιανός ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα στενό κρεβάτι. Τα πόδια του ξέβγαιναν απ’ τα σκεπάσματα.
– Κάνεις κούνια; με ρώτησε.
Λίγες μέρες μετά πέθανε. Θα ήταν αρκετά μακρύς ο λάκκος που θα τον έθαβαν ώστε να χωρέσουν τα πόδια του;
Μαρία Τσολακούδη