Στον Γιώργο Τζιρτζιλάκη
Θυμόν συνυφασμένον εις φύσιν του έχει ο άνθρωπος, και ως εκ τούτου, ο κοινός άνθρωπος πάσχει κακώς, και μετανάστης και φυγάς εκ της οικείας εστίας καθίσταται, και ημιόνων υπηρέτης, εν ενδεία των αναγκαίων κακοπαθών, ή και αλλοφύλων ικέτης γενόμενος, είτα δε αυτόχειρ, διά του ξίφους προς τον καθ’ εαυτού φόνον ορμών.
Προ τοιούτων κινδύνων, οι ευπορότεροι και επισημότεροι, πολίαρχοι και στράταρχοι και κλήραρχοι, και όλοι οι εκ δυνάμεως εις δύναμιν πορευόμενοι, ως και ταπεινότεροι, πλην λογιότεροι, ιδία δε οι διδάσκαλοι, ιδιοχείρως ποιούν τα εν τοις λίθοις χαράγματα, και εις βάθος εντέμνουν εις την γλυφή τών στοιχείων τους χαρακτήρες, οχετεύοντες εκεί τον θυμόν, μετά μανίας και πολλάκις επάγοντες την γραφίδα εις τους τύπους. Ολοσχερώς δε καλυπτομένου εκάστου λίθου, εκ των τεκμηρίων της πολυωδύνου ψυχικής των εφέσεως, εις εμφανές σημείον της οικίας τους αυτόν αποθέτουν, και πάραυτα επί άλλου λίθου προσπίπτουν, και αμέσως επί άλλου, και άλλου, ώστε, κατ’ ανάγκην, τάσις γενικευμένη κατέστη η κόσμηση αυλίων, ή και εσώτερων χώρων, διά λίθων γεγραμμένων. Ούτως, εκ λίθων, μιμουμένων του Μωυσέως τις πλάκες, οι οικίες τους βρίθουν, και εν μέσω τούτων εγκαταβιούν εν αδιοράτω αλλά εντεινομένη ασφυξία, ήτις, αφεύκτως, τον θυμόν αναβλαστάνει.
Εις τον καιρό των μεγίστων παθημάτων, όταν εις του παροξυνομένου άμυνα ευρίσκεται η ψυχή και την θυμού ζέση ματαίως το περικάρδιον αίμα αγωνίζεται καταπραΰνει, εάν θυμοβόρος πόλεμος και λοιπές αντιδικίες σπανίζουν, προς τους λίθους αναβλέπουν, όπου ασύγχυτο και τρανό και εύδηλο το γράμμα, αν και τα γραφόμενα χοροστάσιον –γνωμικών και αφορισμών και αποφάνσεων και διδαχών– αναιδούς πανδοξίας, οι δε αυτοέπαινοι καταφανείς και άπλετοι, τα ανδραγαθήματα έκπαγλα, τα αξιώματα καταλεπτολογούμενα· ούτως, των λογισμών την ταραχή διελέγχουν εν ιδιωτική ασφαλεία, βεβαιούμενοι, εκ των λίθων, πως απολείπουν αρετήν και γνώσιν και υπεροχήν και εαυτού ονόματος δόξαν εις τους αιώνας.