[Πύρινος ήλιος νεφοστόλιστος βυθίζεται. Άχνη της μέρας που πνίγεται στο πέλαγος. Βαδίζεις μονοπάτια του βουνού λοξοκοιτώντας προς την πόλη. Κάθε αστοχία διορθώνεται καθώς στριφογυρνάς στον ουρανίσκο καραμέλες προπατορικές: «Όσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται…» Απ’ την κορφή, με μάτια μισόκλειστα, αναρωτιέσαι αν φάνηκε στη Σαλαμίνα ο στόλος. Τώρα τα βήματά σου κινούνται προς το μοναστήρι.]
Στο προηγούμενο αναγνωρίσαμε το κάποτε καπρίτσιο της αλήθειας να προσφέρεται εξ αποκαλύψεως στον προετοιμασμένο μύστη, κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας μάγευσης (κατακυρίευσης, να πεις, κατά το «ωραία και μόνη η Ζάκυνθος / με κυριεύει»). Είναι τότε που η ψυχή αναγνωρίζει εκεί έξω ένα κομμάτι του δίδυμου αδερφού της. Μιλώντας για τη μουσική ως γλώσσα που απαιτεί την ακουστική θεώρηση του κόσμου, αναρωτηθήκαμε αν μες στους αιώνες κάτι άλλαξε στον τρόπο που αυτή μας πολιορκεί. Σημειώσαμε πως εκείνη είναι που αναζητά τον ήδη εγκατεστημένο μέσα μας μύθο, κι αν δεν τον βρει δοκιμάζει να τον εγκαταστήσει. Αποστρέψαμε το πρόσωπό μας από την εικόνα του σύγχρονου αστέρα των μέσων, του φτωχοδιαβόλου που αναπαράγει θραύσματα ψεύδους ως ευπώλητα αντίγραφα ζωής, τα οποία κατακλύζουν χώρους προορισμένους για διαλογισμό πάνω στο νόημα μιας ύπαρξης ολοένα και λιγότερο νοηματοδοτημένης. Τότε αναρωτηθήκαμε γιατί ο κόσμος μας στερήθηκε την ευλογία της μουσικής, το θεραπευτικό της άγγιγμα.