Ήταν καινούργιοι ασθενείς, το μόνο που ήξερα ήταν το όνομά τους, Όλσον. Σας παρακαλώ κατεβείτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε, η κόρη μου είναι πολύ άρρωστη.
Με το που έφτασα συνάντησα την μητέρα, μια εύσωμη τρομοκρατημένη γυναίκα που άστραφτε από καθαριότητα η οποία μ’ ένα ύφος σαν να ζητούσε συγγνώμη απλώς είπε, Ο γιατρός είστε; και μ’ έβαλε μέσα. Στο βάθος, πρόσθεσε. Να ζητήσουμε συγγνώμη, γιατρέ, την έχουμε στην κουζίνα που έχει ζέστη. Έχει πολλή υγρασία εδώ.
Το παιδί ήταν ντυμένο σαν κρεμμύδι και καθόταν στην αγκαλιά του πατέρα της κοντά στο τραπέζι της κουζίνας. Αυτός προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά του έγνεψα να μην μπει στον κόπο, έβγαλα το παλτό μου και άρχισα να εξετάζω τα πράγματα απ’ την αρχή. Καταλάβαινα τον εκνευρισμό τους, καθώς με κοίταγαν δύσπιστοι απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Όπως γίνεται πάντα, δεν θα μου έλεγαν τίποτα περισσότερο από τα απολύτως απαραίτητα, εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να τους πω, άλλωστε, αυτός ήταν κι ο λόγος που επένδυαν επάνω μου τα τρία τους δολάρια.
Το παιδί είχε στυλώσει επάνω μου τα μάτια του, ψυχρά, σταθερά και ανέκφραστα. Δεν κουνήθηκε και έμοιαζε συγκρατημένο, ένα ασυνήθιστα γοητευτικό τόσο δα πραγματάκι, που φαινόταν δυνατό σαν δαμάλι. Το πρόσωπό της ήταν ξαναμμένο, ανέπνεε γρήγορα και κατάλαβα ότι είχε ψηλό πυρετό. Είχε υπέροχα, πυκνά ξανθά μαλλιά. Ένα από αυτά τα παιδιά των περιοδικών, που τα βλέπεις να αναπαράγονται συνέχεια στις διαφημίσεις και στα φωτογραφικά ένθετα των κυριακάτικων εφημερίδων.
Έχει τρεις μέρες πυρετό, άρχισε ο πατέρας, και δεν ξέρουμε που οφείλεται. Η γυναίκα μου της έδωσε διάφορα, ξέρετε τώρα, όπως κάνουν όλοι, αλλά δεν είδαμε αποτέλεσμα. Και κυκλοφορούν πολλές αρρώστιες γύρω- γύρω. Έτσι σκεφτήκαμε να την δείτε και να μας πείτε εσείς τι συμβαίνει.
Όπως κάνουν συνήθως οι γιατροί, έριξα μια αναγνωριστική βολή για αρχή. Πόναγε ο λαιμός της;
Κι οι δύο γονείς απαντήσανε με μια φωνή, Όχι…Όχι, λέει ότι δεν την πονάει ο λαιμός της.
Σε πονάει ο λαιμός σου; ρώτησε η μητέρα το παιδί. Όμως η έκφραση της μικρής δεν άλλαξε, ούτε και πήρε τα μάτια της από πάνω μου.
Τον κοιτάξατε;
Προσπάθησα, είπε η μητέρα, αλλά δεν μπορούσα να δω.
Άσκηση Βίας
Καθώς μετακίνησα την καρέκλα μου πιο κοντά, με μια κίνηση αιλουροειδούς, σαν από ένστικτο, τα δυό της χέρια τινάχτηκαν απότομα μπροστά, στοχεύοντας τα μάτια μου. Παραλίγο. Για την ακρίβεια χτύπησε τα γυαλιά μου, που εκσφενδονίστηκαν και έπεσαν χωρίς να σπάσουν, αρκετά μέτρα πιο μακριά από μένα, στο πάτωμα της κουζίνας.
Ως συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είχαν υπάρξει κάποια κρούσματα διφθερίτιδας μέσα στον μήνα στο σχολείο που πήγαινε το παιδί, και προφανώς αυτό σκεφτόμαστε όλοι, αν και κανείς μας δεν το ξεστόμιζε ακόμα.
Λοιπόν, είπα, για να δούμε αυτόν τον λαιμό καταρχήν. Φόρεσα το καλύτερο επαγγελματικό μου χαμόγελο και αφού ρώτησα το μικρό όνομα του παιδιού είπα, έλα Ματίλντα, άνοιξε το στόμα σου να δω τον λαιμό σου.
Τίποτα.
Α, έλα τώρα, την καλόπιασα, μονάχα άνοιξε καλά το στόμα σου και άσε με να ρίξω μια ματιά. Κοίτα, άπλωσα τα χέρια μου, δεν κρατάω τίποτα. Απλώς άνοιξε το στόμα σου και άσε με να δω.
Κοίτα τι καλός άνθρωπος που είναι, υπερθεμάτισε η μητέρα. Κοίτα πόσο ευγενικά σου φέρεται. Έλα, κάνε αυτό που σου λέει. Δεν θα σε πονέσει.
‘Έσφιξα τα δόντια μου με αποστροφή. Μακάρι να μην είχαν αναφέρει την λέξη «πονέσει», ίσως έτσι μπορεί και να κατάφερνα κάτι. Παρ’ ολ’ αυτά, δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να χάσει την συγκέντρωσή του και μιλώντας αργά και ήρεμα προσπάθησα να προσεγγίσω πάλι το παιδί.
Καθώς μετακίνησα την καρέκλα μου πιο κοντά, με μια κίνηση αιλουροειδούς, σαν από ένστικτο, τα δυό της χέρια τινάχτηκαν απότομα μπροστά, στοχεύοντας τα μάτια μου. Παραλίγο. Για την ακρίβεια χτύπησε τα γυαλιά μου, που εκσφενδονίστηκαν και έπεσαν χωρίς να σπάσουν, αρκετά μέτρα πιο μακριά από μένα, στο πάτωμα της κουζίνας.
Οι δύο γονείς, ξέχειλοι από αμηχανία, ρίχτηκαν σε απολογίες. Παλιοκόριτσο, είπε η μητέρα, αρπάζοντας την μικρή και τινάζοντάς την απ’ το χέρι. Κοίτα τι έκανες. Αυτόν τον καλό άνθρωπο…
Για τ’ όνομα του Θεού, την διέκοψα. Μη της λέτε ότι είμαι καλός άνθρωπος. Βρίσκομαι εδώ για να εξετάσω τον λαιμό της για την περίπτωση που πάσχει από διφθερίτιδα, από την οποία διφθερίτιδα είναι πιθανό να πεθάνει. Αν και αυτό δεν φαίνεται να την προβληματίζει.. Άκου εδώ, στράφηκα στο παιδί, θα δούμε τον λαιμό σου. Είσαι αρκετά μεγάλη για να καταλαβαίνεις τι λέω. Τώρα, θ’ ανοίξεις το στόμα σου από μόνη σου, ή θα πρέπει να στο ανοίξουμε εμείς;
Ούτε μια κίνηση. Ούτε καν η έκφραση του προσώπου της δεν άλλαξε. Παρ’ ολ’ αυτά οι αναπνοές της γίνονταν όλο και πιο γρήγορες. Και τότε άρχισε η μάχη. Έπρεπε να το κάνω. Έπρεπε να εξετάσω τον λαιμό της για το δικό της το καλό. Πρώτα είπα στους γονείς ότι το θέμα αφορούσε αποκλειστικά αυτούς. Αφού τους εξήγησα τον κίνδυνο, είπα ότι δεν θα επέμενα στην εξέταση του λαιμού της κόρης τους αν δεν έπαιρναν κι εκείνοι την ευθύνη. Αν δεν κάνεις ότι σου λέει ο γιατρός θα πας στο νοσοκομείο, την προειδοποίησε σοβαρά η μητέρα.
Αλήθεια; Χαμογέλασα στον εαυτό μου. Στο τέλος- τέλος είχα αρχίσει ήδη να ερωτεύομαι αυτό το άγριο σκατόπαιδο, ενώ απ’ την άλλη ένοιωθα βαθειά περιφρόνηση για τους δικούς της. Σ΄ αυτή τη μάχη γίνονταν όλο και πιο αξιολύπητοι, όλο και πιο συντετριμμένοι, όλο και πιο ξεθεωμένοι, την ίδια ώρα που η μικρή ανέβαινε στα δυσθεώρητα ύψη ενός παρανοϊκού, λυσσαλέου αγώνα, που θέριευε απ’ τον τρόμο που της προκαλούσα.
Ο πατέρας, ένας μπρατσωμένος άντρας, έκανε απ’ την μεριά του ό,τι καλύτερο μπορούσε, αλλά πρώτον επειδή επρόκειτο για την κόρη του, δεύτερον επειδή ντρεπόταν για την συμπεριφορά της και τρίτον επειδή έτρεμε μήπως της κάνει κανένα κακό, την άφηνε να ξεφεύγει απ’ τα χέρια του συνέχεια ακριβώς την κρίσιμη στιγμή που είχα σχεδόν πετύχει τον στόχο μου, μέχρι που μου ερχόταν να τον σκοτώσω. Όμως έτρεμε εξίσου και την διφθερίτιδα, κι έτσι με πίεζε να συνεχίσω, να συνεχίσω, αυτός στα πρόθυρα της λιποθυμίας κι η μάνα από πίσω να πηγαίνει πάνω-κάτω στην κουζίνα, χτυπώντας τις παλάμες με απόγνωση.
Κράτα την γερά αγκαλιά, διέταξα, και κράτα και τους καρπούς της.
Με το που την πήρε αγκαλιά, το παιδί ούρλιαξε. Μη, με πονάς. Άσε τα χέρια μου. Άστα σου λέω. Κατόπιν στρίγκλισε τρομακτικά, υστερικά. Σταμάτα! Σταμάτα! Θα με σκοτώσεις!
Νομίζετε ότι μπορεί να τ’ αντέξει, γιατρέ! είπε η μητέρα.
Εσύ να βγεις έξω, είπε ο άντρας στην γυναίκα του. Θέλεις να πεθάνει από διφθερίτιδα;
Έλα, κράτα την, του είπα.
Άρπαξα το κεφάλι του παιδιού με το αριστερό μου χέρι και προσπάθησα να βάλω το ξύλινο γλωσσοπίεστρο ανάμεσα στα δόντια της. Πάλεψε μανιασμένα, σφίγγοντας τα σαγόνια. Αλλά πια, εγώ είχα εξοργιστεί- από ένα παιδί. Προσπαθούσα να ηρεμήσω αλλά δεν τα κατάφερνα. Απ’ την άλλη, ήξερα πολύ καλά πώς να εξετάσω έναν λαιμό. Κι έκανα ότι καλύτερο μπορούσα. Όταν, τελικά, πέτυχα να βάλω την ξύλινη σπάτουλα πίσω απ’ το τελευταίο δόντι μέσα στην στοματική κοιλότητα, άνοιξε το στόμα της για μια στιγμή και πριν μπορέσω να δω το ξανάκλεισε, σφίγγοντας και κάνοντας κομμάτια το γλωσοπίεστρο με τους τραπεζίτες της πριν προλάβω να το τραβήξω έξω.
Δεν ντρέπεσαι; της φώναξε η μητέρα. Δεν ντρέπεσαι να συμπεριφέρεσαι έτσι σ’ ένα γιατρό;
Φέρτε μου ένα κουτάλι, ή κάτι τέτοιο, της είπα. Θα τελειώνουμε μ’ αυτό. Το στόμα του παιδιού αιμορραγούσε ήδη. Η γλώσσα της είχε κοπεί και το κορίτσι ούρλιαζε βγάζοντας άγριες, υστερικές κραυγές. Ίσως θα έπρεπε να είχα αποφασίσει να φύγω και να γυρίσω πίσω καμιά ώρα μετά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έτσι θα ήταν καλύτερα. Αλλά έχω δει τουλάχιστον δύο παιδιά να κείτονται νεκρά στα κρεβάτια τους από ιατρική αμέλεια σε παρόμοιες περιπτώσεις, και έτσι, νοιώθοντας ότι πρέπει να κάνω διάγνωση ή τώρα ή ποτέ, όρμησα πάλι. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι πια είχα ξεπεράσει τα όρια. Μέσα στο μένος μου θα μπορούσα να είχα κάνει το παιδί κομματάκια και να το ευχαριστηθώ κι από πάνω. Ήταν ηδονικό να της επιτίθεσαι. Το πρόσωπό μου έκαιγε απ’ την έξαψη.
Το αναθεματισμένο το κωλόπαιδο πρέπει να προστατευτεί από την ίδια της την χαζομάρα, λέει κανείς στον εαυτό του σε κάτι τέτοιες στιγμές. Πρέπει να προστατεύσουμε και τους υπόλοιπους ανθρώπους απ’ αυτήν. Είναι κοινωνική αναγκαιότητα. Σωστά ειν’ αυτά. Στο βάθος όμως, τα πραγματικά μας κίνητρα είναι μια τυφλή μανία, μια αίσθηση ενήλικης ενοχής κι η λαχτάρα να ασκήσουμε σωματική βία. Μέχρι το τέλος.
Σε μία τελειωτική, χωρίς λόγο επίθεση, κόντεψα να συνθλίψω τον λαιμό και τα σαγόνια του παιδιού. Έσπρωξα το βαρύ, ασημένιο κουτάλι πίσω απ’ τα δόντια της και αποκάλυψα τον λαιμό της τόσο πολύ που το κορίτσι κόντεψε να πνιγεί. Και νάτο- κι οι δύο αμυγδαλές της ήταν καλυμμένες με μεμβράνη. Είχε παλέψει γενναία για να μην αποκαλύψω το μυστικό της. Έκρυβε τουλάχιστον επί τρείς μέρες τον πονόλαιμο λέγοντας ψέματα στους γονείς της, μόνο και μόνο για να γλυτώσει απ’ όλο αυτό.
Τώρα πραγματικά ήταν εξαγριωμένη. Πριν αμύνονταν, τώρα επιτέθηκε. Προσπάθησε να κατέβει απ’ την αγκαλιά του πατέρα της και να μου ορμήξει, ενώ δάκρυα ήττας τύφλωναν τα μάτια της.
(Προδημοσίευση από επικείμενη έκδοση από τις εκδ. Αρμός)