Χρόνου μέγα αγώνισμα

Ως παιδί, το είχα δει πρώτα σε κακέκτυπη ασπρόμαυρη φωτογραφία και μετά στην πραγματικότητα. Στη φωτογραφία, τραβηγμένη από τα νοτιοανατολικά, το άνω μέρος του διακρινόταν μέσα από το αραιό φύλλωμα μιας αγριελιάς, που φαινόταν μικρή και κοντά στον φακό. Έτσι, το αντικείμενο της φωτογραφίας, κάποιοι αρχαίοι κίονες με τα επιστύλιά τους, θα μπορούσε επίσης να μην είναι πολύ μεγάλο, και αυτή ήταν η εκδοχή που εν τέλει είχε καθίσει στο μυαλό μου.
Όταν, παιδί ακόμα, πρωτοείδα το Ολυμπιείο, θυμήθηκα τη φωτογραφία, ήταν όμως πολύ μεγάλο, και έτσι οι κολώνες της φωτογραφίας έπρεπε να είναι άλλες.
Κάποτε, χωρίς καν να έχω μπροστά μου τη φωτογραφία ή το μνημείο, περισσότερο με λύπη και λιγότερο με ικανοποίηση, κατάλαβα την αλήθεια. Ωστόσο, σε στιγμές μειωμένης ενάργειας, το προσφιλές εκείνο παιδικό κατασκεύασμα επέστρεφε. Τότε, αμήχανα, το άφηνα μέχρι να φύγει μόνο του. Αργότερα θα έπραττα το αυτό με εκλιπόντες οικείους στα ενύπνιά μου. Όταν δεν φαινόταν να το γνωρίζουν, ενώ τύχαινε εγώ να το ξέρω, δεν ήθελα να μου ξεφεύγει λέξη ή έκφραση που θα τους έκανε να καταλάβουν ότι είναι νεκροί. Ομοίως προσπαθούσα να διώχνω την πικρή αλήθεια και από τη δική μου σκέψη.
Πολύ διαφορετική είναι η περίπτωση της ζωηρής ανάμνησης ενυπνίου ως συμβάντος. Το φαινόμενο είναι γνωστό στους ειδικούς και εκ πείρας σε πλείστους μη ειδικούς, όπως εγώ. Οι δικές μου πλαστές αναμνήσεις θα μπορούσαν να μετρηθούν πέρα από τα δάκτυλα του ενός χεριού, αν κατάφερνα ποτέ να ανασύρω κάποιες από τη λήθη που τις κάλυψε, τη μια μετά την άλλη, κάθε φορά μετά την ανακάλυψη της αλήθειας. Δυστυχώς, ένα αξιόλογο χρηματικό ποσόν που κάποτε θα μπορούσα όποτε ήθελα να εισπράξω, ήταν επίσης αποτέλεσμα μιας τέτοιας πλαστής ανάμνησης. Οι άλλες είχαν σχέση με καρπούς εργασίας, σχέδια, ιδέες, ανακαλύψεις. Η μακροβιότερη, διατηρηθείσα ίσως επί σχεδόν τριετία, εκτός από πλούσιο λεκτικό μέρος, περιείχε ένα έξοχο τεχνικό σχέδιο τεκμηρίωσης σπανιότατου αρχιτεκτονικού στοιχείου, φυλασσόμενου σε αποθήκη πολύ γνωστού μουσείου. Θυμάμαι πάντοτε τη στιγμή που, σκεπτόμενος να αναζητήσω και να ξανακοιτάξω το μαρμάρινο αριστούργημα, ξαφνικά συμπέραινα ότι αυτό ουδέποτε υπήρξε, πόσω μάλλον το όποιο σχέδιό μου. Μια τρίτη περίπτωση αποτελούν τα χρήσιμα διανοητικά προϊόντα ενυπνίων, ιδέες, αποφάσεις και λύσεις υπαρχόντων προβλημάτων, τα διατηρούμενα στη μνήμη ξεκάθαρα σαν τέτοια, δηλαδή ως κατ’ επίγνωση παραχθέντα υπό το κράτος του Μορφέα και, ωστόσο, έγκυρα. Αν αυτά εξαιρεθούν, εκείνα που απομένουν είναι πλαστά και πρέπει να νιώθουμε τυχεροί όταν εγκαίρως τα ξεφορτωνόμαστε. Και όμως, η αναγκαστική διαγραφή του πλαστού «άλλου» Ολυμπιείου από την προ πενήντα πέντε ετών μικρή πνευματική μου περιουσία, μου είχε δώσει περισσότερη λύπη παρά ευχαρίστηση. Αλλά ο καιρός όλα τα θεραπεύει.
Δύο χρόνια μετά βρέθηκα για πρώτη φορά κάτω από τις γιγάντιες κολώνες, στάθηκα κοντά στα μέλη της πεσμένης, πρόσεξα το κατεβασμένο στο έδαφος επιστύλιο και το γιγάντιο μάρμαρο που τόσο μοιάζει με βαθύτατο τετραθέσιο καναπέ. Δέος, σεβασμός, απορία, θαυμασμός, όλα σε υπερθετικό βαθμό, πουθενά χώρος για αναμνήσεις συμπτωματικών παιδικών εντυπώσεων.
Ο Σεπτέμβριος 1968 ήταν σταθμός στη σχέση μου με το μέρος. Με σκαμνάκι και ελαφριά πινακίδα έμεινα δύο σχεδόν ώρες κοντά στην πεσμένη κολώνα, και το αποτέλεσμα, εκτός από μια πρώτη εισαγωγή στα μυστικά της δομής και του στυλ, ήταν ένα σχέδιο ρομαντικής κατεύθυνσης, που ακόμα υπάρχει. Με αυτό, λοιπόν, άρχιζε μια τελείως νέα εποχή κάπως συχνών επισκέψεων και εμπειριών, που η εξιστόρησή τους θα γέμιζε πολλές σελίδες. 
Συνήθως σύντομες, όταν ανάμεσα στις τακτικές υποχρεώσεις έμενε χρόνος, ή ενίοτε πολυήμερες για εντατική εργασία με κατάλληλο εξοπλισμό, οι επισκέψεις μου στο Ολυμπιείον, δεκάδες σε μισό αιώνα, αθροιστικά θα γέμιζαν σχεδόν διμηνία, ενώ τρεις φορές μακρότερη ήταν η επεξεργασία στοιχείων και η σχεδίαση. Χωρίς να υπολογιστούν επισκέψεις με φοιτητές ή άλλους για εμβάθυνση γνώσης, η ενασχόλησή μου εκεί πολύ συχνά περιείχε τυχαίες συναντήσεις με γνωστούς και αγνώστους. Ο κατάλογος είναι πράγματι μεγάλος και κάποιες είναι εξόχως αξιομνημόνευτες. Μία ήταν η αρχή ισόβιας φιλίας. Ακόμη, όπως και άλλοτε σημείωνα, σε τέτοια μέρη συναντάς πολλά άλλα θαύματα: πετρώματα, μάρτυρες της ιστορίας της γης και δείγματα, έστω ταπεινά, του ζωικού βασιλείου, ή της βλάστησης, που ενίοτε εκπλήσσουν.

Θυμάμαι πάντοτε τη στιγμή που, σκεπτόμενος να αναζητήσω και να ξανακοιτάξω το μαρμάρινο αριστούργημα, ξαφνικά συμπέραινα ότι αυτό ουδέποτε υπήρξε, πόσω μάλλον το όποιο σχέδιό μου.

Ένα πρωινό, την άνοιξη του 1985, με μεγάλη όρεξη για μετρήσεις και σχεδίαση, έχοντας ήδη απλώσει τα σύνεργα στην πανύψηλη βαθμίδα της κρηπίδας, στη βόρεια πλευρά του ναού, έριξα μια ματιά πάνω από τα δέντρα του περιβόλου για να υπολογίσω πόσο ακόμα θα είχα τη σκιά τους. Καθώς, λοιπόν, το ένα φέρνει το άλλο, είπα να περιμένω την πρώτη ηλιαχτίδα που θα περνούσε τα φυλλώματα. Αυτό δεν άργησε πολύ και ξαφνικά ο δεξιός μου ώμος βρέθηκε στο φως. Σε τρία λεπτά το μέτρο που εξείχε από την αριστερή τσέπη και σε άλλα τρία το αριστερό μου γόνατο ήταν επίσης στο φως. Μετά από άλλα τρία λεπτά, με το φως να χαϊδεύει ήδη το χώμα, μπροστά αριστερά, μια σκιά σε αυτό, μεγάλη όσο καλαμάκι πορτοκαλάδας, έμοιαζε ακίνητη στο ένα άκρο της και παλλόμενη στο άλλο. Μου φάνηκε τελείως λογικό να ανήκει σε κάποιο βλασταράκι. Ωστόσο, ο χρονισμός της δεν ακολουθούσε τις ελαφρές θωπείες της αύρας που ήδη αισθανόμουν στο πρόσωπο. Αλλά καθώς, παρασυρόμενος από αρχές της Φυσικής, σκεφτόμουν κάποια επίδραση της ιδιοσυχνότητας του υποτιθέμενου βλασταριού, ευτυχώς απέφυγα την παγίδα, χάρις στην τότε πολύ οξύτερη όρασή μου. Χωρίς καν να σκύψω, έβλεπα ότι το συμπεραινόμενο βλασταράκι ήταν στην πραγματικότητα ένα ζωύφιο, σχεδόν τέσσερα εκατοστά μακρύ, με κεφαλάκι, ποδαράκια και… όχι ποδαράκια, …μάλλον κάμπια… ναι, αλλά όντως με ποδαράκια… Δεν χρειάστηκε περισσότερο και ήδη είχα γονατίσει και σκύψει για να βλέπω κάθε λεπτομέρεια. Ήταν κάτι παρόμοιο με κάμπια, με τη συνήθη παρατακτική διάταξη δεκατριών ζωνών, σκληρόδερμων όμως, με τα συνήθη κοντόχοντρα πίσω ψευδοποδαράκια κολλημένα στη γη, αλλά με κανονικά ποδαράκια εντόμου, αντί για μπροστινά μαλακά κοντόχοντρα. Εκτός αυτού, το μακρύ σώμα, αντί οριζόντιο, ήταν ορθωμένο σαν λαιμός καμηλοπάρδαλης. Στο κεφαλάκι, εκτός από τα ανεπτυγμένα μάτια και τις στοματικές λαβίδες, έβλεπα δύο όχι αμελητέες κεραίες.
Αλλά σαν να μη έφτανε αυτή η κάπως αποκρουστική μείξη κάμπιας και εντόμου, καθ’ εαυτή η συμπεριφορά του πλάσματος φαινόταν τελείως αλλόκοτη: ακίνητο κάτω, κινούσε το ορθωμένο λοιπό σώμα δεξιά, αριστερά, μπροστά και πίσω, πολλές φορές ανά λεπτό, κατά τρόπο κυκλικό και κυρίως επίμονο.
Ήδη σκεφτόμουν ότι την ίδια ημέρα θα έπρεπε να κοιτάξω κάποια βιβλία εντομολογίας. Μετά από πεντάλεπτο και ενώ αναρωτιόμουν αν άξιζε να αναβάλλω την ποθητή δουλειά μου επί τόσην ώρα, το τερατάκι χαμήλωσε το σώμα, τα ποδαράκια του άγγιξαν το χώμα και άρχισαν να βαδίζουν μακραίνοντας λίγο την απόσταση από τα μαλακά πίσω ψευδοπόδια, τα οποία αμέσως έσπευσαν να εκτελέσουν τον τυπικό για κάμπιες ελαστικό βηματισμό. Με αυτήν τη διαδοχή κινήσεων προσθίου και οπισθίου μέρους, το τερατάκι προχώρησε περίπου τριάντα εκατοστά σε ευθεία γραμμή προς τα ανατολικο-νοτιο-ανατολικά, κάπως πιο γρήγορα από κάμπια, μετά σταμάτησε, μετά ανασηκώθηκε πάλι ως λαιμός καμηλοπάρδαλης και μετά άρχισε να κινεί το σώμα του κυκλικά προς όλες τις κατευθύνσεις, ακριβώς όπως πριν.
Τούτη τη φορά η διαδικασία ήταν συντομότερη και μετά από δύο λεπτά αυτό κινήθηκε πάλι τριάντα εκατοστά στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση. Όταν πάλι κάλυψε άλλα τριάντα εκατοστά και ανασηκώθηκε για τρίτη φορά, νόμισα ότι κάτι είχε αλλάξει στη μέση κατεύθυνση των κινήσεων. Τότε πάτησε και πάλι τη γη με τα πρόσθια, η πορεία του όμως είχε νέα κατεύθυνση, ακριβώς προς ανατολάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πεντάλεπτα διαδέχονταν το ένα το άλλο και το τερατάκι είχε διανύσει οκτώ ή εννέα διαστήματα των τριάντα σχεδόν εκατοστών εντός περιοχής πλάτους μισού και μήκους ενός και μισού μέτρου.
Τρεις φορές είχε αλλάξει σαφώς κατεύθυνση, μια φορά ελαφρά και μια φορά είχε ακολουθήσει γωνία σχεδόν ενενήντα μοιρών. Όλη εκείνη την ώρα, η εσωτερική φωνή που κανονικά με σπρώχνει στη δουλειά είχε σχεδόν βουβαθεί, ενώ σαφώς δεν είχα πια καλή αίσθηση του χρόνου. Το μόνο που ήθελα ήταν να καταλάβω τι ήταν αυτό που έβλεπα. Ένιωθα δε μεγάλη αμηχανία στη σκέψη ότι όλα αυτά μπορεί να βρίσκονταν σε κάποια βιβλία μου εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου που δεν είχα προσέξει. Αλλά ασχέτως αυτών των σκέψεων, το μόνο που μου έμενε στον εκεί τόπο και χρόνο ήταν να επιμείνω στην παρακολούθηση του μικρού πλάσματος, πάντοτε γονατιστός και σκυμμένος, μετατοπιζόμενος και εγώ κάθε τόσο για να μη χάνω καμιά λεπτομέρεια του θεάματος.
Ευτυχώς, για την περιέργειά μου, …αλλά κατά τ’ άλλα, ας πούμε, δυστυχώς, η απάντηση στην κύρια απορία μου ήταν ήδη μπροστά μου: ένας κοχλιός! Μόλις είχα αρχίσει να καταλαβαίνω. Όλη αυτή την ώρα το τερατάκι στόχευε τον κοχλιό με ένα σύστημα εντοπισμού, κατά πάσαν πιθανότητα βασισμένο στην όσφρηση και όχι στην όραση, δεδομένων κάποιων ανωμαλιών του εδάφους, μικρών, αλλά επαρκών ως οπτικών εμποδίων για παρατηρητή ύψους τεσσάρων εκατοστών. Τις σκέψεις αυτές που άρχισαν να γεννώνται στη φάση της τελικής ευθείας δεν θέλησα εκείνη τη στιγμή να τις δουλέψω περισσότερο. Ό,τι προείχε ήταν η παρατήρηση έως το τέλος. Απλό, αλλά τελικά δύσκολο. Το τερατάκι, κινούμενο τώρα γρηγορότερα, αιφνιδίασε τον κοχλιό με ένα τσίμπημα μεταξύ προσώπου και κοιλιάς, στο οποίο αυτός αντέδρασε με βιαστική υποχώρηση στο κέλυφος και ταυτόχρονη παραγωγή και πρόταξη πυκνού αφρού από σάλιο έξω από τη θύρα του.

Το τερατάκι φάνηκε να δυσκολεύεται, αλλά με επιδέξιους ελιγμούς έριξε άλλο ένα δάγκωμα, στο οποίο ο καημένος κοχλιός δεν μπόρεσε να αντιδράσει αποτελεσματικά. Χωρίς να γνωρίζω ακόμη κάτι για το είδος αυτής της μάχης, ανησυχούσα ότι ο κοχλιός υπέφερε χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αλλά από πού ξεφύτρωσε ξαφνικά η λέξη «ανησυχούσα»; Μόλις πριν ήθελα να παρακολουθήσω απλώς για να καταλάβω τι ήταν αυτό που έβλεπα. Αλλά ήδη το συναισθηματικό μέρος των συνειρμών μου ήταν ισχυρότερο από την απλή επιστημονική περιέργεια.

Πολλά χρόνια πριν, ένα βράδυ στο εξοχικό του θείου μου, είχα την ιδέα να μετρήσω πώς και πόσο γρήγορα τρέφεται ένας κοχλιός. Είχα, λοιπόν, ετοιμάσει από ακρόφυλλο δροσερού μαρουλιού λωρίδα πλάτους χιλιοστών, της οποίας το ένα άκρον πλησίαζα με κατά το δυνατόν βραδύτατες κινήσεις προς τον κοχλιό. Βοηθούντος του λευκού μαρμάρινου δαπέδου και ενός χαμηλά σε ικανή απόσταση τοποθετημένου φωτισμού, είχα παρακολουθήσει με επιτυχία τη διαδικασία που με ενδιέφερε: το στόμα του κοχλιού, τελείως αφανές όταν είναι κλειστό, άνοιγε σαν τρυπούλα και σχεδόν ρουφούσε τη λιχουδιά. Ταυτόχρονα, η ημιδιαφάνεια του γλοιώδους δέρματός του ήταν αρκετή για να παρακολουθώ την προώθηση της πράσινης λωρίδας στο εσωτερικό του μαλακού υπόλευκου σώματος. Θυμάμαι ακόμη πόσο είχα ικανοποιηθεί από αυτήν την εμπειρία και το υψηλό πνεύμα συνεργασίας που είχε επιδείξει εκείνος ο κοχλιός.
Θυμάμαι, επίσης, καλά ότι αμέσως μετά, πιστεύοντας ότι η γενίκευση ενός συμπεράσματος απαιτεί παρατήρηση περισσότερων ατομικών περιπτώσεων, είχα επαναλάβει τη διαδικασία με περισσότερους κοχλιούς στο αυτό μέρος και με τον αυτό τρόπο. Μετά από κάποιες ώρες, κατά τις οποίες μεγάλο μέρος του μαρουλιού είχε φαγωθεί, συνειδητοποιούσα πόσα πολλά είναι εκείνα που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει.
Από όλα αυτά πιο συναρπαστική νομίζω ακόμη την πολύωρη διαδικασία ζευγαρώματος των κοχλιών, που κατά καιρούς είχα την τύχη να παρακολουθήσω κάποιο μέρος της, συνήθως μετά από ελαφριά βροχή, πότε σε ένα λιβάδι, πότε κάτω από ένα δένδρο, πότε δίπλα σε ένα ρυάκι. Θυμάμαι καλά τα δύο πλασματάκια να μοιράζονται την πανέμορφη και δροσερή, εκ φύσεως έτοιμη, πράσινη κλίνη με τα διαδοχικά παραπετάσματα εύκαμπτων φύλλων χλόης γύρω τους, κοσμημένα με διαυγέστατα σταγονίδια, εφάμιλλα μαργαριταριών, κατάλληλα για πολύτροπα παιχνίδια με τις χαμηλές ηλιαχτίδες. Η περιγραφή των ιριδισμών και των μικρών καθρεφτισμάτων σε επιφάνειες τέλειες κυρτές ή κοίλες θα μπορούσε μόνη της να καλύψει πολλές σελίδες, αν ήθελε κανείς να μεταφερθεί στον μικροσκοπικό κόσμο αυτών των φαινομένων.
Η περίπτυξη των κοχλιών είναι εύκολη. Υψώνουν το μαλακό μυώδες σώμα τους, ώστε να ακουμπούν οι υγρές κοιλιές τους τελείως. Ταυτόχρονα, επί δύο τουλάχιστον ώρες, πάλλονται αργά και ελαφρά, ενώ οι κεραίες του ενός ψαύουν εκείνες του άλλου. Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να έχει πολλές απορίες. Οι κεραίες ενός κοχλία, δύο μεγαλύτερες άνω και δύο μικρότερες πιο κάτω, καταλήγουν κάθε μια σε έναν υποτυπώδη οφθαλμό. Τι μπορεί, λοιπόν, να βλέπει ένας τέτοιος οφθαλμός; Πώς μπορεί να αυξομειώνεται τόσο πολύ η κεραία του, από κατάσταση πλήρους στύσης έως μηδενικού μήκους; Οι κινήσεις των κεραιών κατά την ώρα της συνεύρεσης δηλώνουν επιθυμία των χοχλιών να βλέπουν καλύτερα ο ένας τον άλλον; Ή ενυπάρχει και κάτι άλλο σε αυτές; Επίσης: όπως ήδη γνωρίζουμε από τη σχολική ζωολογία, οι κοχλίες είναι ερμαφρόδιτοι, διαθέτουν δηλαδή σπέρμα, υποτυπώδες πέος, κόλπο και ωοθήκες. Γιατί, λοιπόν, να μην αυτογονιμοποιούνται και να πρέπει να ζευγαρώνονται;
Η Βιολογία δίνει όλες τις εξηγήσεις, μία από τις οποίες έγκειται στην υψηλότερη πιθανότητα διατήρησης και εξέλιξης των χρήσιμων για την επιβίωση ιδιοτήτων, όταν σε κάθε άτομο που γεννιέται δοκιμάζεται η μείξη γενετικών υλικών διαφορετικών ατόμων. Πώς ακριβώς επικράτησε αυτή η αρχή, η απάντηση βρίσκεται μάλλον στην ιδέα της Φυσικής Επιλογής. Και γιατί όμως τα μικρά αυτά πλάσματα, όπως και άλλα, δηλαδή τα πάντα, έως τα μεγαλύτερα, να εφαρμόζουν όλους αυτούς τους κανόνες; Επειδή τους ανακάλυψε η Βιολογία; Από υψηλό πνεύμα καθήκοντος απέναντι στο είδος τους; Μάλλον όχι, μιας και κάτι τέτοιο δεν δουλεύει, ούτε καν με την τεράστια διάνοια του κορυφαίου όλων. Τότε τι; Ασφαλώς ένα ζωικό κίνητρο ή ένστικτο, όπως της αυτοσυντήρησης, ως αυτοσκοπός ύπαρξης: ένας αυτοσκοπός σωματικής ικανοποίησης και ηδονής.
Επομένως, τα σωματικά όργανα της αναπαραγωγής έπρεπε ανέκαθεν όχι μόνον να την επιτελούν, αλλά και να την επιθυμούν. Ανέκαθεν, επειδή οποιαδήποτε διακοπή του προγράμματος κατά τη διάρκεια ενός μόνον κύκλου, έστω και του πιο σύντομου, θα ήταν αρκετή για την εξαφάνιση ενός φυσικού είδους, ακόμη και ενός μονοκύτταρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο φθάνουμε στην απώτατη αρχή του έμβιου κόσμου, το αποτέλεσμα μοριακών δομών που, κατά τη Βιολογία, όχι μόνον διέθεταν ικανότητα παραγωγής αντιγράφων τους, αλλά και επιθυμία γι’ αυτό. Αλλά πόσο παλιά είναι αυτή η επιθυμία και από πού προέκυψε; Μήπως είναι ένα σύνθετο παράγωγο του χημικού σθένους των ανόργανων υλών και χημικών ενώσεων από τις οποίες συντέθηκαν τα πρώτα πολύπλοκα μόρια;

Οι περιπλανήσεις στις θεωρίες του φαινομένου της Ζωής μάς βοηθάνε να αντιληφθούμε καλύτερα τη θέση του κοχλία στη μακρότατη κλίμακα. Χωρίς αμφιβολία, ο βαθμός ανάπτυξης του ταπεινού αυτού πλάσματος βρίσκεται πολύ πλησιέστερα στον δικό μας, παρά σε εκείνον των μικροβίων, για να μη μιλήσω για πολύ αρχαιότερες εκδηλώσεις της Ζωής. Το φαντάζομαι, λοιπόν, να πονάει ή να ηδονίζεται, σχεδόν όπως και εμείς, έστω και εάν η διανοητική του ανάπτυξη είναι ασυγκρίτως μικρότερη της δικής μας.
Αυτές περίπου ήταν οι σκέψεις μου εκείνη την ημέρα, καθώς παρακολουθούσα τη μάχη, έχοντας πάρει το μέρος του κοχλιού, όχι μόνον επειδή ήταν θύμα και όχι θύτης, αλλά και επειδή κατά καιρούς είχα σχέση τρυφερότητας με πολλά άτομα του είδους του. Ωστόσο δεν τιμώρησα τον θύτη, εκείνο το αποκρουστικό τερατάκι, αλλά προτίμησα εγκαίρως να αρπάξω τον κοχλιό, πριν δεχθεί ένα ακόμη, ίσως μοιραίο κτύπημα και να τον αποθέσω σε… πού όμως; Μα φυσικά όχι πολύ μακριά, ώστε να υπάρχουν πιθανότητες παράτασης και εμπλουτισμού των παρατηρήσεών μου. Παρά την ορθότητά της, αυτή η ενέργειά μου δεν είχε το ποθητό αποτέλεσμα.
Ο διώκτης φάνηκε να εγκαταλείπει, κινούμενος στην αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι και εγώ μπορούσα να επιστρέψω στη δουλειά μου και μαζί να απαλλάξω τα γόνατά μου από τη σκληρή δοκιμασία τους. Σηκώθηκα, τέντωσα το σώμα, ένιωσα πάλι το πιάσιμο στα πόδια μου κάπως διαφορετικό, αλλά χειρότερο από πριν, και θυμάμαι ότι για δύο η τρία λεπτά χαιρόμουν που το αισθανόμουν να φεύγει γοργά, ενώ στο βάθος μέσα σε μια πλυμένη από τις βροχές ατμόσφαιρα η Ακρόπολη έλαμπε. Αλλά φαίνεται δεν ήταν γραφτό να ξεφύγω.
Ο διώκτης, που φευγαλέα πρόλαβα να ιδώ ανασηκωμένο, κατευθυνόταν ήδη προς το μέρος του κοχλιού και ήταν βέβαιον ότι μετά από πέντε περίπου λεπτά θα το έφθανε. Βρέθηκα, λοιπόν, και πάλι γονατιστός παρατηρητής, αλλά και διαιτητής του επικείμενου δεύτερου γύρου ενός αγώνα με ίσως κακή πρόγνωση για τον προστατευόμενό μου.
Αλλά σαν να μη έφτανε αυτή η έγνοια, αισθάνθηκα βήματα να πλησιάζουν. Αμέσως μετά, η περιφερειακή όραση έπιανε το μεγάλο ανάστημα ενός επισκέπτη και το αυτί τη γνώριμη φωνή του. Ήταν ο ΣΜ, ένας από τους καλύτερους νέους συναδέλφους και φίλους. Μερικές μέρες πριν, μου είχε ζητήσει να του εξηγήσω κάποιες εξειδικευμένες τεχνικές της τεκμηρίωσης της αρχαίας οικοδομικής, και εγώ τον είχα προτρέψει να έρθει στο Ολυμπιείον. Θυμάμαι επίσης ότι σποραδικά, στις μέρες που μεσολαβούσαν, είχα σκεφτεί πώς θα οργάνωνα την παρουσίαση αυτών των τεχνικών θεμάτων και την εξήγηση της τεκμηρίωσής τους. Είχα δε διπλή χαρά, επειδή, εκτός από το θέμα, ο ΣΜ μού ήταν, όπως και μέχρι τώρα, τόσο αγαπητός. Παρά ταύτα, με την εκτός προγράμματος ενασχόλησή μου με τον αγώνα των ταπεινών ενοίκων της χλόης του Ολυμπιείου, είχα σχεδόν τελείως ξεχάσει τον ΣΜ και, καθώς τώρα στρεφόμουν προς το μέρος του, χωρίς τελείως να σηκωθώ και χωρίς τελείως να στρέψω το πρόσωπο προς αυτόν, ένιωθα πολύ άβολα, επειδή ταυτόχρονα δεν ήθελα να διακόψω την παρακολούθηση. Κατάφερα μόνον να του απευθύνω έναν χαιρετισμό, σύντομο και όχι τέλεια τονισμένο.
Ο ΣΜ υπέθεσε ως αυτονόητο ότι η στάση μου στα γόνατα, μισό μέτρο από την κρηπίδα του ναού, κάποια σχέση πρέπει να είχε με επιστημονικά ενδιαφέρουσες τεχνικές λεπτομέρειες, που με κρατούσαν τόσο απορροφημένο. Πρέπει, όμως, μάλλον να απόρησε, επειδή σ’ εκείνο το μέρος η κρηπίδα είναι ανακατασκευασμένη με νέους λίθους, χωρίς κανένα ειδικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, και καθώς δεν είχε από το μέρος μου κάποια διευκρίνιση, αρκέσθηκε να σκύψει δίπλα μου και να σαρώσει με το βλέμμα τη λίθινη επιφάνεια, προσπαθώντας να εντοπίσει ή να μαντέψει τι ακριβώς ήταν αυτό που με κρατούσε επί τόσο σε εκείνο το μέρος. Αναγκάστηκα τότε, προς μεγάλη του έκπληξη, να του δείξω ποιο ήταν το θέμα και να του ζητήσω να περιμένει λίγο. Εκείνος κατάλαβε τη θέση μου και φάνηκε να συμβιβάζεται με τη σκέψη ότι θα έχανε ένα μέρος του χρόνου του. Μετά από δευτερόλεπτα, η εκ μέρους του ανοχή αυτής της κατάστασης είχε δώσει τη θέση της στην επιστημονική περιέργεια, αλλά και στη συμπόνια για την αναξιοπάθεια του κοχλιού. 
Τώρα πλέον οι επεμβάσεις της διαιτησίας αποφασίζονταν από κοινού. Κάθε φορά που το επιθετικό τερατάκι εντόπιζε πάλι το θύμα του και ήταν έτοιμο να του εφορμήσει, ένας από μηχανής θεός το απομάκρυνε. Καθώς η ώρα περνούσε, πολλά σενάρια μετακίνησης, ακόμη και απόκρυψης του θύματος δοκιμάστηκαν, με σκοπό να εκτιμηθούν η εμβέλεια των αισθητήρων του διώκτη και η επίδραση της κατεύθυνσης του εκεί ασθενούς ανέμου. Δυστυχώς, οι απαντήσεις που πήραμε από τα πειράματά μας ήταν λιγότερες από τα ερωτήματα που συνεχώς ανέκυπταν, και ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος μας.
Μετά από δύο ώρες, ο ΣΜ έπρεπε να προλάβει μια άλλη υποχρέωση, και εγώ ήμουν λυπημένος επειδή δεν είχα ανταποκριθεί στον σκοπό της συνάντησής μας. Λυπημένος, επίσης, επειδή εκείνη την ημέρα δεν θα διαρκούσε περισσότερο η συνεργασία μας που τόσο με ευχαριστούσε. Λυπημένος, ακόμη επειδή, εν τω μεταξύ, ο κοχλιός δεν φαινόταν καλά. Γιατί; Λόγω των πληγμάτων που είχε υποστεί στην αρχή, ή μήπως λόγω της μεγάλης ξηρότητας που είχε διαδεχθεί την πρωινή δρόσο;

Κανονικά θα έπρεπε αυτός ο ευαίσθητος νυκτόβιος να κατέλυε εγκαίρως σε σκιερό κρυψώνα και να είχε προλάβει να ασφαλίσει τη θύρα του κελύφους του, αντί να διώκεται από ένα επιθετικό τερατάκι και να μετακινείται συνεχώς από δύο φιλοπερίεργους επιστήμονες.
Το βράδυ, μετά από όλα αυτά, κοντά στα βιβλία μου, πολλές φορές αναρωτήθηκα τι να απέγιναν τα δύο μικρά πλάσματα, και αβίαστα θυμήθηκα μια μικρή αγριομέλισσα στο Σαγκρί της Νάξου, που τυχαία είχα βρει να πνίγεται σε έναν κουβά γεμάτο νερό. Με είχε διακόψει από τη δουλειά ο επίμονος ήχος των μικροσκοπικών φτερών της που μάταια προσπαθούσαν να τη σηκώσουν έξω από το νερό, στο οποίο έμοιαζε σαν να είναι κολλημένη. Με το αυτί για οδηγό, δοκιμάζοντας τις πιθανότερες κατευθύνσεις, είχα, τελικά, εντοπίσει τον κουβά και, βυθίζοντας τη χούφτα του χεριού στο νερό, είχα βγάλει μικρή ποσότητα από αυτό και αμέσως αδειάσει δίπλα στον κουβά, τη στιγμή που το έντομο εξέπεμπε έναν, όπως μου είχε φανεί, ύστατο ξέψυχο ήχο. Με ανακούφιση είχα δει το νερό να απορρέει αυτοστιγμεί, αφήνοντας πίσω στην πέτρα μόνο το βρεγμένο έντομο, που είχα αρχίσει αμέσως να φυσώ για να στεγνώσω την τριχωτή επιφάνειά του με τα κολλημένα σε αυτήν φτεράκια του.
Καθώς παραμέριζα τον κουβά, είχα προσέξει για πρώτη φορά, ένα σχεδόν μέτρο πιο πέρα, μια μικρή αράχνη από εκείνες που πηδάνε. Στην αρχή δεν είχα δώσει σε αυτό μεγαλύτερη σημασία, όμως εντός δευτερολέπτων είχα ήδη καταλάβει τι συνέβαινε: το αραχνάκι προχωρούσε με πήδους σε ευθεία γραμμή, τόσο ακριβώς προς το μέρος του βρεγμένου εντόμου, ώστε να φαίνεται απίθανο τούτο να είναι απλή σύμπτωση. Γοργά, λοιπόν, φυσώντας από χαμηλή θέση καθέτως προς την πορεία του οκτάποδου νεοφερμένου, είχα ωθήσει τη μικρή βρεγμένη αγριομέλισσα δέκα πόντους περίπου έξω από την πορεία του, τη στιγμή που εκείνος ορμούσε με το τελευταίο άλμα του ακριβώς εκεί που μόλις πριν βρισκόταν εκείνη.
Φυσικά, η σωτηρία του φτερωτού εντόμου ήταν τελείως πρόσκαιρη. Ευτυχώς ο διώκτης, τόσο κοντά στο πρόσωπό μου, είχε καταλάβει ότι δεν ήταν μόνος και είχε απομακρυνθεί προς το μέρος από το οποίο είχε έρθει.
Όλα αυτά συνέβαιναν στην ευρύχωρη κτιστή καμάρα κάτω από μια λίθινη σκάλα με ασπρισμένα στηθαία. Επίσης ασβεστωμένες ήταν και οι επιφάνειες της καμάρας με τις οποίες τόσο καλά ταίριαζε η γαλβανισμένη λαμαρίνα του κουβά. Τα πλαστικά ήταν ακόμα σπάνια σε αυτό το μέρος. Εν τω μεταξύ, η μικρή αγριομέλισσα είχε δείξει να συνέρχεται: μερικά αδέξια βήματα το έδειχναν. Αλλά τότε ο διώκτης είχε και πάλι πλησιάσει από το ίδιο μέρος. Τότε αναγκάστηκα να τον τρέψω σε φυγή ακολουθώντας τον επί μακρόν με βήματα που σκόπιμα δονούσαν το δάπεδο.
Δυο ώρες αργότερα, περνώντας από το ίδιο μέρος, τα είδα όλα όπως ήταν πριν. Η πέτρινη σκάλα, τ’ ασπρισμένα στηθαία, η καμάρα από κάτω, ο κουβάς από γαλβανισμένη λαμαρίνα, εκεί όπου τον είχα αφήσει, πάντοτε σχεδόν πλήρης διαυγούς ύδατος, εντός του οποίου περιέργως επέπλεε το νεκρό σώμα μιας μικρής αγριομέλισσας. Ακόμη θυμάμαι πόσο με είχε λυπήσει, αλλά και παραξενέψει το θέαμα εκείνου του νεκρού πλάσματος. Άλλη μια εμπειρία, λοιπόν, που μου είχε γεννήσει πολλές αναπάντητες εισέτι απορίες.
Αλλά ενώ η επίθεση της άλτιδας αράχνης μπορούσε ακόμη να περιμένει τις δέουσες εξηγήσεις, όπως τόσες άλλες απορίες μου, ό,τι περισσότερο με απασχολούσε εκείνη τη στιγμή ήταν η αναγνώριση της ταυτότητας του αποκρουστικού διώκτη του κοχλιού. Η έρευνα στα σχετικά βιβλία μου ήταν σύντομη, αποτελεσματική και ευχάριστη, έστω και αν με έκανε κάπως να ντραπώ για την εντομολογική ανεπάρκειά μου, μιας και, όπως είχα πιθανολογήσει, το φαινόμενο που είχα παρακολουθήσει δεν ήταν στη γενική μορφή του σπάνιο.
Το τερατάκι δεν ήταν άλλο από την ενδιάμεση μεταμόρφωση της γνωστής σε όλους πυγολαμπίδας, ή επί το λαϊκότερον κωλοφωτιάς. Στα έντομα, η ανάπτυξη περιέχει συνήθως πλήρεις μεταμορφώσεις (διαδοχικά: αυγό, προνύμφη, νύμφη/χρυσαλλίδα, ακμαίο έντομο), εξ ου και ο όρος ολομετάβολα. Σε κάποια όμως, χαρακτηριζόμενα ως ημιμετάβολα, οι μεταμορφώσεις είναι ατελείς και το έντομο έχει επί μακρόν μια μεταβατική μορφή. Οι πυγολαμπίδες, μέλη της οικογένειας Λαμπυρίδες της τάξης Κολεόπτερα, αποτελούν τυπική περίπτωση, επειδή επί δύο τουλάχιστον χρόνια μοιάζουν με συνδυασμό κάμπιας και εντόμου, τρεφόμενες σχεδόν αποκλειστικά με κοχλίες που παραλύουν, φονεύουν, ή προσωρινά εξουδετερώνουν, με δηλητήριο που δρα αρκετή ώρα μετά το δάγκωμα. Απομένει μία μόνο βραχύβια μεταμόρφωση, με την οποία αποκτούν φτερά και κανονική κοιλιά, της οποίας η βιοφωταύγεια προσελκύει τα φύλα για ζευγάρωμα. Πολλά είδη πυγολαμπίδας είναι φωτορρυθμικά και η χορευτική πτήση συνοδεύεται από ρυθμικές, εναλλαγές λάμψεων και σβέσεων. Ίσως το πιο εντυπωσιακό είναι ότι κάποιες πυγολαμπίδες συγχρονίζουν τους φωτορρυθμούς τους, όπως περίπου κάποιοι τέττιγες συγχρονίζουν τους ηχορρυθμούς τους. Αλλά ενώ για το δεύτερο, λόγω μεγάλης εμπειρίας, μπορώ να πω πολλά, η συμπεριφορά των πυγολαμπίδων μού είναι ελάχιστα γνωστή. Τις έχω συναντήσει λίγες μόνο φορές, τελευταία το 2011. Τότε είχα ξεκλέψει μία σχεδόν ώρα γι’ αυτές, η οποία όμως δεν ήταν αρκετή, δεδομένου του σκότους, ευτυχώς όχι πυκνού και δεδομένης μιας απόστασης ασφαλείας που έπρεπε να τηρώ για να μη τις φοβίσω και (μου) φύγουν. Θυμάμαι, πάντως, ακόμη τον ιπτάμενο χορό τους, μισό μέτρο περίπου πάνω από τη χλόη, πότε μινιμαλιστικό, πότε με εντυπωσιακές πιρουέτες, που ορθώς καταλάβαινα ως μέρος της διαδικασίας ζευγαρώματος. Μετά το έντομο σβήνει για πάντα το φωτάκι του, κυοφορεί επ’ ολίγον, αποθέτει τα ωά σε κατάλληλη κρυψώνα και αμέσως μετά θνήσκει.
Από εκείνη την ημέρα κοντά στις γιγάντιες κολώνες πέρασαν δεκαετίες, αλλά, παρά τη συχνή απασχόλησή μου σε εξοχικά μέρη, δεν έτυχε να παρευρεθώ ξανά σε τέτοια επίθεση εναντίον κοχλιού. Νομίζω, λοιπόν, ότι εκείνο το συμβάν ήταν μάλλον σπάνιο, επειδή δεν ήταν τη νύκτα και επειδή ο διώκτης, ή τερατάκι, όπως τον βάφτισα, είχε μεγάλη σωματική ανάπτυξη και χρησιμοποιούσε μια ικανότητα στάσεως πάνω σε τέσσερα οπίσθια ψευδοπόδια.
Έκτοτε, όπως προείπα, πέρασαν δεκαετίες και όσα μεσολάβησαν δύσκολα θα χωρούσαν σε συνήθη αποθηκευτικά μέσα. Η συστηματική μελέτη του Ολυμπιείου, στην οποία εξόχως συνέβαλαν πάμπολλοι επιστήμονες, έχει ιστορία δυόμισι και πλέον αιώνων. Πολύ μακρότερη όμως, όπως οι περισσότεροι γνωρίζουν, ήταν η διάρκεια της κατασκευής, από την πρώτη φάση της τον 6ο αιώνα π.Χ. έως την τελική, έξι αιώνες αργότερα. Γι’ αυτό και ο Φιλόστρατος, σχολιάζοντας την περάτωση του έργου από τον Αδριανό, το χαρακτήρισε Χρόνου μέγα αγώνισμα. Έτσι το βλέπω και εγώ.
Νομίζω, πάντως, ότι ο χαρακτηρισμός αγώνισμα αρμόζει όχι μόνο στην αρχαία κατασκευή, αλλά επίσης στις μεταγενέστερες περιπέτειές της, στις επιστημονικές έρευνες και στις προσπάθειες συντήρησης.
Εκτός αυτών, όμως, για καθαρά δικούς μου λόγους, ο χαρακτηρισμός αγώνισμα παραπέμπει τη σκέψη μου στον αγώνα δύο ταπεινών πλασμάτων για επιβίωση, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, κοντά στις γιγάντιες κολώνες.

Μελίσσια, 6/8/18

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: