Μνήμη Κώστα Λαχά
Ο χώρος του Βελλίδειου Πολιτιστικού Κέντρου είναι λαμπρός και σχεδόν γεμάτος από εκλεκτό κόσμο – μεγάλη έκθεση του Τσόκλη. Μάρμαρα, τοίχοι, πίνακες, πρόσωπα αστράφτουν από το φως των μικρών προβολέων που βαλμένοι κατά παράταξη και διαγωνίως στο ταβάνι φωτίζουν τα πάντα εναργώς, σχεδόν εορταστικά.
Ο Κώστας Λαχάς, ζωγράφος και συγγραφέας, με την άσπρη γενειάδα, το κοτλέ, ελατί κουστούμι, τη γραβάτα και το θρυλικό καπέλο του, ως ιμπρεσιονιστής ζωγράφος του δέκατου ένατου, διευθυντής του Βελλίδειου, κρατάει στο αριστερό χέρι ένα κρυστάλλινο, χαμηλό ποτήρι με ουίσκι Dimple και στο δεξί, ανάμεσα στα κιτρινισμένα δάχτυλα, το άφιλτρο «Καρέλια» του.
Κάποια στιγμή κατεβαίνει τα μαρμάρινα σκαλιά η μεγάλη ποιήτρια, η Ζωή Καρέλλη. Στα εβδομήντα της πια, αλλά πανέμορφη ακόμα, με μαύρα ρούχα και μαύρη μπέρτα – τα έξοχα γαλάζια μάτια της σαρώνουνε τα πάντα με ζωτικότητα είκοσι πέντε, θαρρείς, ετών. Εξάλλου, η ομορφιά, ο ερωτισμός και η γοητεία της είναι, εδώ και δεκαετίες, παροιμιώδεις στη Θεσσαλονίκη. Αδερφή του συγγραφέα Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.
Διαδίδεται εδώ και χρόνια ότι ο πατέρας των Πεντζίκη-Καρέλλη είχε εργοστάσιο, το οποίο απολαυστικώς εξαφάνισαν οι δύο επίγονοι. Και όλοι έχουν δει την περίφημη φωτογραφία της Ζωής σε ηλικία είκοσι ετών με λευκή εσάρπα, πάνω σε ένα κάτασπρο άλογο, να καλπάζει μανιασμένα στους αγρούς της Γεωργικής Σχολής.
Είχα επισκεφθεί τη Ζωή Καρέλλη, προ μηνός, στο διαμέρισμά της στην οδό Γραβιάς, ενόψει Χριστουγέννων, για να της πάω λουλούδια. Συγκινήθηκε πολύ. Μου μιλούσε επιδέξια, με ακρίβεια –ένιωθα πως με φλέρταρε, παρά τα εβδομήντα της, με μεγάλη κομψότητα–, εγώ ήμουνα στα είκοσι εννιά. Μου σέρβιρε καφέ σε πανάκριβο, επίχρυσο σερβίτσιο. Μετά πήγε και στάθηκε όρθια στο παράθυρο – τα μάτια της είχαν κάτι το δαιμονιωδώς γαλάζιο, διαπεραστικό, εκτυφλωτικό. Όταν με κοίταζε κατάματα, μούδιαζα, έχανα την αίσθηση πού βρίσκομαι. Ενώ μιλούσε, χτύπησε το τηλέφωνο. Έστρεψα και κοίταξα δίπλα στον τοίχο όπου είχε στερεωμένη όρθια τη συσκευή: ένα μαύρο, κοκάλινο τηλέφωνο, με στρόγγυλο μεταλλικό καντράν – απ’ τα παλιά, τα παραδοσιακά του OTE. Δεν το σήκωσε για να μη χαλάσει τη στιγμή – μετά από λίγες μέρες έγραψα ένα ποίημα γι’ αυτό το μαύρο τηλέφωνο της Ζωής Καρέλλη.
Κατεβαίνει τώρα τα σκαλιά του Βελλίδειου – σούσουρο αμέσως στην αίθουσα, όπως συμβαίνει κάθε φορά που μπαίνει μια πολύ ωραία γυναίκα σε έναν χώρο. Με βλέπει και μου νεύει διακριτικά – πλησιάζει. Ο Λαχάς την αντιλαμβάνεται, αφήνει την παρέα με την οποία μιλούσε και αρχίζει να έρχεται προς εμάς. Μόλις φτάνει τέσσερα βήματα από τη Ζωή Καρέλλη, μπερδεύει το βήμα του, τρεκλίζει λίγο, του φεύγει το κρυστάλλινο ποτήρι, πέφτει κάτω στο μάρμαρο και θρυμματίζεται – το ουίσκι απλώνεται στο πάτωμα, ανάμεσα στα λαμπυρίζοντα θραύσματα. Αλλά ο Λαχάς δεν σκύβει καν να δει, παρά, φτάνοντας κοντά, στέκει και, κοιτάζοντάς την με δέος, της λέει σχεδόν τραυλίζοντας:
– Κυρία Καρέλλη... εσείς, ε – εσείς φταίτε που μου έφυγε το ποτήρι από το χέρι κι έσπασε. Γιατί... ξέρετε, είμαι μαζί σας ερωτευμένος εδώ και είκοσι χρόνια, και δεν... δεν σας το έχω πει ποτέ. Εσείς φταίτε.
Η Καρέλλη μειδιά ελαφρά, συγκρατημένα κολακευμένη. Από το πρόσωπό της περνάει για κλάσματα ένα ρεύμα ροζ θηλυκότητας (είναι εντελώς γυναίκα ακόμα και στα εβδομήντα της), τα μάτια της αστράφτουν και απαντάει με νεανική χάρη:
– Αχ, κύριε Λαχά, πόσο μ’ αρέσει να φταίω..