Σκοτάδι εδώ μέσα που πάρκαρα. Και ο χώρος άηχος. Μπήκα για να προστατευτώ, αλλά τώρα δεν θυμάμαι τι με απειλούσε και με ανάγκασε να ψάχνω έναν χώρο κρυμμένο απ’ όλους, όπως νόμιζα αφελώς, διότι δεν ήμουν μόνος μου εδώ μέσα απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, μη βλέποντας βεβαίως, ακούγοντας όμως θορύβους διάφορους, διαφορετικούς κάθε φορά, ποτέ όμοιους και πολύ ύπουλους θα μπορούσα να πω, δηλαδή ήχους που έμοιαζαν σαν προειδοποιήσεις απροσδιόριστου επερχόμενου συμβάντος, επικίνδυνου κατά μία πιθανότητα, αλλά δεν είμαι και βέβαιος επ’ αυτού, και λέω πρέπει να βγω από δω μέσα, κάνω λοιπόν ν’ ανάψω πάλι τη μηχανή και μου φωνάζει κάποιος που νόμιζα ότι ήταν ο υπεύθυνος του συνεργείου όπου πήγαινα το αυτοκίνητό μου για σέρβις, έτσι μου φάνηκε, «μη, θα τιναχτούμε όλοι στον αέρα, μην ανάβεις τη μηχανή!» Αισθάνθηκα τότε ότι έσπρωχναν το αυτοκίνητό μου προς την έξοδο των ματιών μου, πράγμα που δεν ήθελα, αφού όσα συνέβαιναν έξω ήσαν πράγματι τρομερά και φοβερά, αλλιώς γιατί έψαχνα να βρω ένα μέρος για να προστατευτώ απ’ αυτά. Και πατάω με όλη μου τη δύναμη φρένο. Αυτοί που έσπρωχναν το αυτοκίνητό μου το σηκώνουν τώρα και το πετούν στον βυθό των ματιών μου, όπως κατάλαβα, αν κατάλαβα καλά, αλλά σκέφτομαι καθώς πέφτω πώς είναι δυνατόν να μπήκε ένα (1) αυτοκίνητο σε δύο (2) μάτια, κάτι άλλο θα έγινε, το πιθανότερο είναι να χωρίστηκε στα δύο το αυτοκίνητο και το ένα μέρος μπήκε στον αριστερό οφθαλμό, ενώ το άλλο μισό στον δεξιό, μπορεί και αντιστρόφως. Εγώ πρέπει να παρέμεινα στη θέση του οδηγού, εκτός κι αν βρέθηκα στη θέση του συνοδηγού, θα δούμε, σκέφτομαι, πώς θα τελειώσει αυτή η γελοία περιπέτεια της εξαίρεσης –όπως λέγεται επιστημονικώς– του καταρράκτη, κατ’ αρχάς του ενός οφθαλμού και σε λίγες μέρες του άλλου. Πήγαμε πολύ καλά, ακούω να λέει μια γυναικεία φωνή που έμοιαζε –απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ– με τη φωνή της μητέρας μου, αλλά ήταν η γυναίκα μου που είπε αυτά τα ενθαρρυντικά λόγια, ίσως και να ήταν η φωνή της νοσοκόμας, μερικές φορές μοιάζουν οι φωνές των γυναικών, και μπερδεύεται το παιδί που τόσο πολύ αγαπούν, το παίρνει τότε ο πατέρας από το χέρι και του μαθαίνει τα πρώτα βήματα, περπατούν σ’ ένα πάρκο, και το παιδί θέλει να κατουρήσει, «περίμενε», ακούει την πατρική φωνή, «περίμενε να βγάλουμε το βρακί σου», αλλά το παιδί δεν περιμένει, κατουριέται εκεί και ως έτυχε. «Δεν πειράζει, λεβέντη μου, εσύ να είσαι καλά», λέει ο πατέρας που μπορεί να είναι και η μητέρα, χωρίς να αποκλείεται και η γυναίκα του παιδιού, όταν αυτό θα μεγαλώσει και θα νυμφευτεί με το καλό, ή κάποια καλόκαρδη νοσοκόμα μέσα στο χειρουργείο, λίγο πριν αρχίσει η εξαίρεση του καταρράκτη και από τον άλλον οφθαλμό, τότε ακριβώς που αρχίζει το μυστήριο του γάμου, κι εγώ ντυμένος πολύ σικ γαμπρός στέκομαι δίπλα στη μέλλουσα γυναίκα μου, μπροστά στον ιερέα που λέει τα δικά του και είμαστε όλοι μέσα στην εκκλησία συγκινημένοι, εγώ και η μέλλουσα γυναίκα μου πάρα πολύ συγκινημένοι, έχουμε δακρύσει, και ηχούν χαρμόσυνα αμέτρητες καμπάνες και φωνάζω εγώ όσο πιο δυνατά μπορώ Σ’ ΑΓΑΠΩ, Σ’ ΑΓΑΠΩ, και φοβάμαι ότι είχα κατουρηθεί από τη χαρά μου, τόσο πολύ σε ήθελα, που κατουρήθηκα στο παντελόνι του γαμπριάτικου κοστουμιού, και έτρεχαν όλοι οι καλεσμένοι με καθαρά πανταλόνια στα χέρια τους να μ’ αλλάξουν, βρίσκει τότε ευκαιρία ο ιερέας και με ρίχνει μέσα στην κολυμπήθρα και με ξαναβαφτίζει.
Όλα πήγαν καλά, είμαστε τριάντα έξι χρόνια παντρεμένοι και η αγάπη μας όλο και δυναμώνει, όλο και θεριεύει σαν την όρασή μου, μετά και την εξαίρεση του καταρράκτη και από τον άλλον οφθαλμό.