Ο ταξιδιώτης μέσα μου κουράστηκε να διαβαίνει
γέφυρες εσπερινές που ενώνουν
όχθες αόρατες, κατά το σκότος
που προσκαλεί και προμηνύει.
Ο οδοιπόρος μου τραβά κατά το σκότος
όπου στο σεληνόφως φλογέρας μουσική
υφαίνει ένα πέπλο από ασήμι και βελούδο,
σάβανο για την καρδιά του που χηρεύει.
Κι ας είναι κουρασμένος, κι η καρδιά του
μονάχη μες στη θλίψη, φοβούμαι
δεν θα σταθεί να ξαποστάσει· η γέφυρα ωθεί
διαρκώς μπροστά κι η μουσική σε θέλγει.
Κι αν επιμείνει στην πορεία του, μαζί του πάντα θα ’μαι,
ας αντέξει όποιος μπορεί, ή ας πέσει.
Έχω στρέψει την καρδιά μου στη σιωπή
που σαν μανδύας μεταλλικός κρατεί και συνετίζει.