Πείτε, λοιπόν, για την κοκάρδα με τον Κόκοτα. Θες η ευφρόσυνη αφροσύνη, θες η εσκεμμένη απερισκεψία, όπως και να ᾽χει, οδηγηθήκατε στο ναρκοπέδιο των αντιφάσεων, στο πεδίο βολής των αντινομιών. Ίσως ήταν ο τρόπος σας να μπαινοβγαίνετε στη μοίρα, να φορτώνεστε μιαν ευθύνη για να την ξεφορτωθείτε, κουρασμένοι τάχιστα από δαύτην, στον πρώτο τυχόντα, να αναλαμβάνετε ένα εγχείρημα και ανενδοίαστα να το εγκαταλείπετε όταν άρχισε ν᾽ αχνολάμπει η προοπτική κάποιου άλλου εγχειρήματος, περισσότερο δελεαστικού. Έτσι νιώθατε ελεύθεροι, παρατώντας ό,τι σας φαινόταν σαβούρα, ό,τι δεν σας γυάλιζε πια στο μάτι. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήσασταν συνεπείς στην ασυνέπειά σας, όπως λέμε για κάποιον ότι εμμένει στο να είναι επιμελώς ατημέλητος. Εξ ου και η κοκάρδα με τον Κόκοτα. Ναι, όταν άλλοι φορούσαν κοκάρδες με τους Clash, με τον Μπομπ Μάρλεϊ, ή με κουβανέζικα αστεράκια και σφυροδρέπανα, εσείς περιδιαβάζατε μειδιώντας στη Φωκίωνος Νέγρη με τον Σταμάτη Κόκοτα στο πέτο ή καρφιτσωμένο, ασπρόμαυρο μάλιστα, στην τσέπη του μεσανατολικού χιτώνιου.
Πάνω απ᾽ όλα, θέλατε να τιμάτε ό,τι αγαπάτε. Ή, όπως λέγατε, ό,τι αγαπήσατε μέσα στα ερείπια μιας εποχής. Γιατί η Μεταπολίτευση ήταν (και παραμένει, για σας έστω) μια επικράτεια ερειπίων που σας γοήτευε γιατί πιστεύατε ότι κάτι χτίζετε εκεί μέσα με τα παιζοτουβλάκια της έφηβης επάρσεώς σας. Μιας επάρσεως που το έρμο έρμα της δεν ήταν άλλο από την έντρομη αρχικά, πιο συγκροτημένη εν συνεχεία, και ακράδαντη λίγο μετέπειτα, απόφασή σας να μην ενδώσετε στην ωριμότητα, να παραμείνετε ανήμποροι να μεγαλώσετε, να γλεντάτε επί μήνες, επί χρόνια, επί δεκαετίες στο αχανές πάρκο της παιδικότητας και της εφηβείας. Έτσι λοιπόν, όταν κάποιοι έτειναν, με όλο τους το δίκιο ενδεχομένως, να σας στριμώξουν με λογύδρια υπέρ της συνέπειας, εσείς κάνατε τουμπεκί για λίγο, για να τους καθησυχάσετε, και μετά τους αφήνατε άναυδους με μιαν απλή, τύπου «γόρδιος δεσμός» κίνηση: βγάζατε από το πικάπ τον λατρεμένο όλων, τον Λέοναρντ Κοέν, ναι, βγάζατε από το πικάπ το ῾῾Famous Blue Raincoat᾽᾽, το άσμα ασμάτων για όλη τη διευρυμένη οικογένεια, και βάζατε, με κατεργάρικη αναμελιά, τον Σταμάτη Κόκοτα, βάζατε τη γλυκερή, για όσους καμώνονταν τους σκληροπυρηνικούς και τους σκληροτράχηλους, ῾῾Παρένθεση᾽᾽, ή, ακόμα χειρότερα, το επονείδιστο ῾῾Γιε μου᾽᾽. Γιατί θέλατε να τιμάτε ό,τι αγαπάτε. Πάνω απ᾽ όλα, θέλατε να εκφράσετε, έστω ατζαμίδικα, άτσαλα, ατσούμπαλα, ότι οι αντιφάσεις είναι για σας το αλατοπίπερο της ζωής, ότι οι αντινομίες, ακόμα και οι πιο επαίσχυντες, είναι η δίοδος προς ένα είδος ελευθερίας υπό κατασκευήν, under construction όπως έμελλε να πείτε αργότερα, πολύ αργότερα.