Η Σίλα περπατούσε πάνω κάτω νευρικά και άρρυθμα στο στενό μπαλκόνι του κ. Λάμπρου κάνοντας ελιγμούς ακριβείας γύρω από τον κουβά, την απλώστρα και την άρρωστη λεμονίτσα, που ασφυκτιούσε κι αυτή μέσα στη στενή γλάστρα της.
Ο κύριος της δεν είχε γυρίσει ακόμα. Είχε πάει προχθές πρώτα σ’ ένα συλλαλητήριο και μετά σε ένα νοσοκομείο. Η δε κυρία του κυρίου της βρισκόταν εδώ και μια βδομάδα στο Νταβός για χειμερινές διακοπές.
Η Σίλα είχε πάρει αυτές τις πληροφορίες από περαστικούς σκύλους. Ο ένας, είχε δει, λέει, τον κ. Λάμπρο μπλεγμένο σε σκυλοκαβγά. Ο άλλος, είχε δει, λέει, την κ. Τζέλλα με κάποιον σκυλομούρη πρώην βουλευτή.
Ήταν νηστική δυο μέρες (εκτός από μια άνοστη βελουτέ παντόφλα που είχε μασήσει λίγο για να βάλει κάτι στο στόμα της), αλλά δεν παραπονιόταν, γνωρίζοντας ότι άλλοι σκύλοι δεν βρίσκουν ούτε μια σαγιονάρα να φάνε.
Περίμενε λοιπόν στωικά, πλην γρυλλίζοντας πότε-πότε, να δει τι θ’ απογίνει και, χοροπηδώντας, έκανε ασθμαίνοντες στοχασμούς που παρέπαιαν μεταξύ περιπατητικής και κυνικής σχολής.
«Είμαι», σκεφτόταν, «το μοναδικό ον το οποίο ζει σύμφωνα με όλες εκείνες τις χριστιανικές αρετές (πίστη, υπακοή, εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη, υποχωρητικότητα, ταπεινοφροσύνη, αυτοθυσία, αφοσίωση, ανιδιοτέλεια κ.τ.τ.), οι οποίες πληρώνονται ακριβά σ’ αυτή και αμείβονται αποκλειστικά στην άλλη ζωή… Αντιθέτως, ο κ. Λάμπρος και η κ. Τζέλλα, παρά την ανώτερη θέση που κατέχουν στην τροφική αλυσίδα, δεν φαίνεται να είναι πρότυπα χριστιανών… Ούτε με μας έχουν καμιά σχέση κι ας τρώγονται σαν τα σκυλιά συνέχεια. Δεν τους καταλαβαίνω… Εκείνη του φέρεται σα να ναι σκυλί: του λέει πως κοπροσκυλιάζει στο γραφείο και πως στέκεται με την ουρά στα σκέλια μπροστά στον τμηματάρχη του, σαν δαρμένος σκύλος. Εκείνος την αποκαλεί ξαναμμένη σκύλα κι εκείνη σκυλιάζει και του λέει: ΄Παλιόσκυλο, σκύλας γιε, θα φύγω μια και καλή!΄»
Στο σημείο αυτό (που όντως υπερέβαινε την αντιληπτική της ικανότητα), η Σίλα έξυσε με το πόδι το αυτί της, αυτό το θαύμα μιας εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας, που μπορούσε να συλλαμβάνει μυριαπλάσιους ήχους από το αυτί του κ. Λάμπρου (που ήταν εθισμένο σε ήχους σκυλάδικων) καθώς και απίστευτο αριθμό υπερήχων και υποήχων, χωρίς αυτό να της δημιουργεί κανέναν επιπρόσθετο λόγο ανησυχίας.
Ξάπλωσε λοξά ανάμεσα στον κουβά και την απλώστρα βάζοντας αναπαυτικά την μουσούδα ανάμεσα στα πόδια και, για να ξεχάσει την πείνα της άρχισε να απαριθμεί από μέσα της τις αρχές της Κυνικής φιλοσοφίας ειδικά αυτές που ταίριαζαν στην περίπτωσή της:
(Ένα τίποτα είμαστε… / Φύλα την γούνα σου να’ χεις την μισή… / Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα… / Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει… / Ο σκύλος κι ο φίλος τον πρώτο χρόνο χαίρονται… / Δείξε μου τον σκύλο σου να σου πω ποιος είσαι… / Ο σκύλος στην ανάγκη φαίνεται… / Αν έχεις σκύλο διάβαινε… / Παλιοζωή παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία, κ.ο.κ. )
Πάνω που είχε αρχίσει να την παίρνει γλυκά ο ύπνος, η οξύτατη ακοή των θαυμαστών αυτιών της συνέλαβε ένα χαρμόσυνο συνοθύλευμα ήχων (στρίγκλισμα φρένων, βρόντημα πόρτας βυσσινί σκόντα, ξερόβηχας, ρούφηγμα μύτης, κλειδί εξώπορτας με μπρελόκ σήμα μερσέντες, τρίξιμο, αναστεναγμός, εξαγωγή μπουφάν, κρέμασμα μπουφάν, διπλός ήχος από πέταγμα παπουτσιών στο χαλί, τρίψιμο δαχτύλων μέσα απ’ τις κάλτσες, ήχος ποδιών με μια τρύπια δεξιά κάλτσα και μια αριστερή παντόφλα και, τέλος, άνοιγμα των ρολών του μπαλκονιού.
Η Σίλα όρμησε ασυγκράτητη πάνω στον κ. Λάμπρο γαβγίζοντας ευτυχισμένα. Τον κοίταζε με μάτια όλο προσμονή και με τα σάλια να της τρέχουν. Ήταν αλήθεια. Μόνο μαζί της πια ο κ. Λάμπρος ένιωθε επιθυμητός.
Άδειασε στο πιάτο της το κεσεδάκι με το φαγητό που του είχαν σερβίρει στο νοσοκομείο, τη χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι, πήρε από το μπαλκόνι τη μισοφαγωμένη δεξιά του παντόφλα και τη φόρεσε.
Ηθικά διδάγματα:
1) Όσο γρυλλίζω, ελπίζω.
2) Γαβγίζω, άρα υπάρχω.
3) Γαβώ την ατυχία μου!
(συνεχίζεται)