Ο Νίκος Καββαδίας αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα.
Ένας λογοτέχνης που οι γραμματολογίες, αν δεν τον αγνοούν, τον κατατάσσουν στους ελάσσονες λογοτέχνες μας, διαβάζεται σταθερά εδώ και εννιά σχεδόν δεκαετίες (Η πρώτη ποιητική συλλογή «Μαραμπού» εκδόθηκε το 1933). Παρά το γεγονός ότι η ποίηση στη χώρα μας έχει ένα πολύ περιορισμένο κοινό -θα τολμούσα να πω «ειδικό κοινό», υπό την έννοια ότι τα πεζογραφήματα και όχι οι ποιητικές συλλογές αποτελούν πρώτη επιλογή του κοινού που επισκέπτεται τα βιβλιοπωλεία-, οι στίχοι του Καββαδία ευτύχησαν και ευτυχούν να βρίσκονται στα χείλη πάρα πολλών ανθρώπων, και μάλιστα –και αυτό ας σημειωθεί- νέων, πολύ νέων ανθρώπων. Κάποιοι από αυτούς τους στίχους πέρασαν και στην κοινή χρήση και ακούγονται σε ποικίλες περιστάσεις, όπως το «μάνα, θα πάω στα καράβια» ή το «ιδανικός κι ανάξιος εραστής». Αλλά αυτό ακριβώς συνέβαινε και πριν από 75 ολόκληρα χρόνια, αν πιστέψουμε τον Κώστα Βάρναλη, ο οποίος σημείωνε το 1943 για τον Καββαδία: «Όλοι τον αναγωρίζουνε και τον εχτιμούνε και ξέρουνε στίχους του απέξω»! Ας σημειωθεί ότι το 1943 δεν είχε εκδοθεί καν η δεύτερη ποιητική συλλογή «Πούσι» (1947), πράγμα που σημαίνει ότι όλη την προηγούμενη δεκαετία 1933-1943 τα «Μαραμπού» είχαν γίνει πολύ δημοφιλή.
Δεν θα αναλύσω το γνωστό θέμα, αν οι μελοποιήσεις έχουν οδηγήσει σήμερα σε αυτό το αποτέλεσμα ή ο ίδιος ο ποιητικός λόγος. Μιλώντας πάντως γι’ αυτό το θέμα, ας λαμβάνουμε υπ’ όψιν ότι χρήζει επίσης ερμηνείας το γεγονός ότι τόσοι συνθέτες ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τον Καββαδία. (Δείτε σχετικό άρθρο του Μιχάλη Γελασάκη για τον μελοποιημένο Καββαδία εδώ ). Όπως επίσης ότι, ενώ για τη θάλασσα και τα ταξίδια έχουν γράψει πολλοί, και μάλιστα και άλλοι ναυτικοί, ο Καββαδίας είναι που έχει ταυτιστεί στο συλλογικό ασυνείδητο με τον κόσμο της θάλασσας. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι όσα εννοούμε στην καθημερινή μας γλώσσα αναφερόμενοι σε «θαλασσινά ταξίδια», «κόσμο της θάλασσας και των καραβιών», «ναυτικούς» και τα όμοια, απέχουν αρκετά από αυτό που ο Καββαδίας καθορίζει ως «θάλασσα» στο ποιητικό του σύμπαν.
Θα ήθελα λοιπόν με αφορμή τα παραπάνω να αναφερθώ σε τέσσερις λέξεις που βοηθούν να προσεγγίσουμε βασικά στοιχεία του έργου του Καββαδία.
Αρχίζω με τον όρο διακειμενικότητα. Ο όρος σημαίνει –ας το πω όσο πιο απλουστευτικά γίνεται– την επικοινωνία ενός κειμένου με άλλα κείμενα, τις άμεσες και έμμεσες, φανερές και λανθάνουσες αναφορές ενός, λογοτεχνικού εν προκειμένω, κειμένου με άλλα κείμενα. Το έργο του Καββαδία είναι παράδεισος διακειμενικότητας. Δεν μπορεί να κατανοηθεί σε βάθος το έργο του Καββαδία χωρίς τα διακείμενα, τα κείμενα με τα οποία συνομιλεί. Απ΄ την άλλη, εντυπωσιαζόμαστε από το πλήθος και την ποικιλία των κόσμων που ανοίγονται μπροστά μας εντοπίζοντας τις πολυάριθμες διακειμενικές αναφορές. Συνήθως γίνεται μονόπλευρη αναφορά στη γαλλική ποίηση, και μάλιστα στους καταραμένους ποιητές. Η ισχυρή παρουσία της στην καββαδιακή ποίηση, υφολογική, λεξιλογική, θεματική είναι ασφαλώς τεκμηριωμένη, αλλά, αν περάσουμε στο σπουδαίο πεζογράφημα, τη Βάρδια, εκεί διαπιστώνουμε ότι ο Καββαδίας διαλέγεται –χωρίς να γίνεται αντιληπτό σε επιφανειακό επίπεδο– με όλο τον σύγχρονό του πολιτισμό, αλλά και με πολλά παλιότερα έργα.
Θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα διακειμενικότητας. Το πρώτο είναι η φράση “Sales terriens”, γαλλική φράση που σημαίνει «βρωμοστεριανοί». Με τη φράση αυτή επιγράφεται μια ενότητα στη Βάρδια, στην οποία αντιδιαστέλλονται η κουλτούρα της ασφάλειας στη στεριά, την οποία ο Καββαδίας περιφρονεί, προς την κουλτούρα της ζωής στο πλοίο, στο αέναο ταξίδι. Η φράση αυτή υπομνηματίζει ουσιαστικά την ενότητα, είναι μια υπόδειξη ανάγνωσης, αλλά δεν μπορεί να κατανοηθεί για ποιον λόγο είναι γραμμένη στα Γαλλικά και όχι στα Ελληνικά. Απάντηση δίνει το προαναφερθέν κείμενο του Βάρναλη στην εφημερίδα Πρωία του 1943, μια δεκαετία πριν από την κυκλοφορία της Βάρδιας, που αναφέρεται στην αντίδραση του Μπρετόνου ποιητή Τριστάν Κορμπιέρ (Tristan Corbière) για τον οποίο γράφει: «[…] ο θαλασσογεννημένος, ο καμπούρης, τ΄ «αηδόνι της λάσπης», που τόσο αγαπούσε τον ωκεανό, ώστε στο Παρίσι (στο δωμάτιό του) κοιμότανε σε μια... βάρκα, θύμωσε, που ο Ουγκώ θρήνησε ρωμαντικά τους θαλασσοχαμένους ναυτικούς και του ’γραψε: “Τι καταλαβαίνεις εσύ από θάλασσα, παλιοστεριανέ; (sale terrien!)”». Ο Καββαδίας σίγουρα γνώριζε το περιστατικό, εξάλλου στίχος του Κορμπιέρ προτάσσεται ως μότο στην πρώτη του ποιητική συλλογή Μαραμπού ήδη το 1933, συγκεκριμένα: «Rien n'est beau comme ça – Matelot – pour un homme;» Πρόκειται για τον πρώτο στίχο της δεύτερης στροφής του ποιήματος «Lettre du Mexique» από τη συλλογή Κίτρινοι Έρωτες (Amours jaunes, 1873). Όμως το παραπάνω κείμενο του Βάρναλη πιθανώς οδήγησε τον Καββαδία να χρησιμοποιήσει αυτή τη γαλλική φράση όταν έγραφε τη Βάρδια (Ο ίδιος σε σημείωση την αποδίδει «κωλοστεριανοί»). Η προσέγγιση της στάσης του Καββαδία απέναντι στους ανθρώπους της στεριάς και όσα αυτή εκφράζει νοηματοδοτείται και ερμηνεύεται καλύτερα αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τα δύο διακείμενα, του Κορμπιέρ και του Βάρναλη. Και προσεγγίζεται με άλλη ματιά το ποίημα «Στεριανή ζάλη» στη συλλογή Πούσι αλλά και το «Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά. / Εμούντζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει.» από το ποίημα «Θεσσαλονίκη ΙΙ» της συλλογής Τραβέρσο. (Δείτε σχετικά και το άρθρο μου στο περιοδικό «Διαβάζω» τεύχος 437, 2/2003 με τίτλο «Στεριανή ζάλη, θάνατος και ενοχή στη Βάρδια», σ. 98-104).