Μια δεύτερη διακριτή ενότητα αυτού του πρώτου μέρους αποτελούν ποιήματα που ανακαλούν πρόσωπα τα οποία έχουν περάσει στην ανυπαρξία. Εμβληματικό και ιδιαίτερα βαρύνον εδώ είναι το μοτίβο της φωτογραφίας, η οποία, όπως γράφει η Susan Sontag, «από τότε που εφευρέθηκε η φωτογραφική μηχανή το 1839, έχει συντροφιά το θάνατο».[3] Η φωτογραφία αποβαίνει φέρων άξονας σε τρία από τα ποιήματα αυτού του μέρους, των οποίων οι τίτλοι ρητά αναφέρονται στη φωτογραφία, η οποία, κατά τον Ρολάν Μπαρτ, είναι το απόλυτο Μερικό, η υπέρτατη Τυχαιότητα, η Ευκαιρία, η Συνάντηση, το Πραγματικό, στην ενδελεχή έκφρασή του: «Οικογενειακό λεύκωμα», «Φωτογραφία καμένη από Kodak του ογδόντα», και το τρίπτυχο ποίημα «Παλιά φωτογραφία συντρόφισσας». Στα δύο από τα τρία ποιήματα προεξαγγέλλεται η θεματική του θανάτου όχι μόνο με την αναφορά της φωτογραφίας στον τίτλο, αλλά και με άλλα περικειμενικά στοιχεία, όπως ο υπότιτλος ή ο χρονότοπος («Οίκος ευγηρίας 1970», «Τρίκερι 1943», «Αυγή Κασιγόνη-Νικοπούλου, κοίμηση 09-09-2009»). Η Νικοπούλου, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ονειρευτή των εγκοιμήσεων, όπως η ίδια αποκαλεί στο δεύτερο ποίημα εκείνους που σώζουν κάτι από όσους έχουν φύγει οριστικά (22), αναστοχάζεται το μετά την παύλα, πάντα σε σχέση με αυτούς που βρίσκονται ακόμη στην περιοχή της παύλας ή θεματοποιεί , στο τρίτο ποίημα, την απώλεια της νεότητας μέσα από μια φωτογραφία, η οποία λειτουργεί ως μετωνυμία της «καμένης» νεότητας (20). Μια τρίτη κατηγορία ποιημάτων του πρώτου μέρους αποτελούν τα αφηγηματικά ποιήματα «Ο δρομέας», «Πολυετής χηρεία» και το αυτοβιογραφικό «Κορυδαλλέως 7-9» με υπότιτλο (1970-1980)» και με ειρωνική επιγραφή «(Θεόφιλος Σκορδαλός 1570-1645)», ποιήματα που απλώνονται σε όλο το χρονικό άνυσμα που συμβολοποιεί ο τίτλος: οι συντεταγμένες του αστικού χώρου που κυριαρχούν στο ποίημα αυτό, ξεκινώντας από το «στενό δρομάκι» της πλατείας Αμερικής, όπου έζησε η ποιήτρια για δέκα χρόνια από το 1970 έως το 1980, ως τις πολυκατοικίες, τα μπαλκόνια, τα κλιμακοστάσια, τις ταράτσες, τα ασανσέρ δεν είναι παρά χρόνος θησαυρισμένος, όπως έχει δείξει ο Gaston Bacherard στο εμβληματικό του βιβλίο Η ποιητική του χώρου. Το ποίημα «Κορυδαλλέως 7-9» είναι η πανηγυρική επιβεβαίωση της άποψης του Bachelard για τη λειτουργία του χώρου: «Ορισμένες φορές», γράφει ο Γάλλος στοχαστής, «πιστεύομε ότι αναγνωρίζομε τους εαυτούς μας μέσα στο χρόνο ενώ στην πραγματικότητα δεν αναγωρίζομε άλλο από μια διαδοχή από προσηλώσεις μέσα στους χώρους της αμετακινησίας της ύπαρξης, μίας ύπαρξης που δεν θέλει να παρέλθει, που κι όταν στο παρελθόν ακόμα ξεκινάει για μια αναζήτηση του “χαμένου χρόνου”, δεν θέλει παρά ν’ “αναστείλει” το πέταγμα του χρόνου. Μέσα στις χιλιάδες κυψέλες του, ο χώρος κρατά συμπυκνωμένο χρόνο. Σ’ αυτό χρησιμεύει ο χώρος».[4] Στο τετράπτυχο ποίημα «Κορυδαλλέως 7-9», η βιογραφία (πέρα από το βίωμα) συναντά την ποίηση, η μικροϊστορία τη μακροϊστορία και ο χώρος μετατρέπεται σε χρόνο, στην κρίσιμη δεκαετία ενηλικίωσης του ποιητικού υποκειμένου, ενώ το κυρίως θέμα, η αποδημία της παιδικής ηλικίας, με όσα τη συνοδεύουν, προβάλλεται στο μεγάλο κάδρο της Ιστορίας, που πλαισιώνει διακριτικά την ατομικότητα. Διαφορετική είναι η ποιητική λειτουργία στο ποίημα με τον ειρωνικό τίτλο «Ο Δρομέας», εξαιρετικό δείγμα της ιδιότυπης «οπτικής ρητορικής» της Νικοπούλου (16). Συγγενής του «ακίνητου δρομέα» του Αργύρη Χιόνη ο δρομέας τη Νικοπούλου συνοψίζει το δράμα της φθοράς, της απώλειας, της Πτώσης, ενώ συγχρόνως αναδεικνύει τη δύναμη της μνήμης που καρέ-καρέ, όπως ο κινηματογράφος, από στίχο σε στίχο κτίζει την ευτοπία του παρελθόντος με αλλεπάλληλες εικόνες. Με τον χαρακτηρισμό «οπτική ρητορική» αναφέρομαι σε έναν ιδιαίτερο τρόπο της ποιήτριας να αποτυπώνει καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες μέσα από αντικείμενα-εικόνες που συμβολοποιούνται εξειδικεύοντας το σημασιολογικό τους φορτίο (π.χ. ξυσμένο μολύβι γομολάστιχα για τα χρόνια του σχολείου, τρύπιες παλιές ελβιέλες για την αμεριμνησία της φοιτητικής ζωής). Χάρη σ’ αυτή την τεχνική, που ενδεχομένως κατάγεται από την άλλη βασική της ιδιότητα, αυτή της ζωγράφου, συχνά στα ποιήματά της εξεικονίζονται αφηρημένες έννοιες ή ακόμη αισθητηριακές εμπειρίες που βρίσκονται έξω από τη δικαιοδοσία του βλέμματος, όπως για παράδειγμα στο παραπάνω ποίημα: Επιταχύνει το βήμα του / δεν θέλει ν’ αργήσει / η φωνή της λευκή κυματίζει / από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα (17). Στα άλλα δύο ποιήματα αυτής της ενότητας, τα «εικαστικά» ποιήματα «Γυμνό νυχτός» με ένδειξη «ΑΣΚΤ Πολυτεχνείο 1993» και «Solaris» με υπότιτλο «Στανισλάβ Λεμ», στην πρώτη περίπτωση με τρόπο απλό και ευθύβολο, στη δεύτερη πιο σύνθετα, μέσα από τη διακειμενική συνάντηση του μυστηριακού πλανήτη Solaris του Πολωνού συγγραφέα και του ποιητικού οραματισμού του Ντε Κίρικο, αποτυπώνονται ζητήματα που αφορούν τη σχέση τέχνης και ζωής, μνήμης και πραγματικότητας, πραγματικών επιθυμιών και φασματικών ενοράσεων. Η ώσμωση της άμεσης πραγματικότητας και του αινιγματικού επέκεινα μεταμορφώνεται ποικιλοτρόπως: στο ποίημα «Έξω» (31) η εσκεμμένη αοριστία του τοπικού προσδιορισμού υπηρετεί τη μετάπτωση του χώρου σε χρόνο, στην εκβολή του ποιήματος: Και πλέον ψιχαλίζει τις αυγές / πικρά και πεινασμένα κελαηδίσματα / κι όμως εσύ επιμένεις / έξω /Πες μου πώς βγαίνεις / πώς από χρόνος γίνεσαι Καιρός; αναρωτιέται το ποιητικό εγώ προκρίνοντας την οντολογική πρόσληψη του χρόνου, ο οποίος ερήμην του ανθρώπου είναι μια δυσνόητη αφηρημένη έννοια. Το επιλογικό ποίημα της πρώτης ενότητας με τίτλο «Μια πιθανότητα» (32) σφραγίζει τη συνθήκη της κοσμικής ειρωνείας μέσα στην οποία εγγράφεται όλη η ενότητα. Το συνεκτικό νήμα που συνδέει ποιήματα στα οποία εγγράφεται η ανθρώπινη απορία για το πριν και το μετά είναι η αναπόδραστη και σκληρή μοίρα του ανθρώπου η οποία διαθλάται από την πιθανότητα μιας θεϊκής βούλησης: Και τι θυμίζεις όταν / το σώμα εξευτελίζεις / με τόσο κόπο το ’φτιαξες / τι τώρα καταστρέφεις // Σε ποια νέα φόρμα οδηγείς / και που μας στέλνεις δίχως. Η ρητορική του ποιήματος, με τους απρόσμενους διασκελισμούς και τις ανολοκλήρωτες φράσεις, που εντείνουν την απορία, αποτυπώνει την εκκρεμότητα μιας αβέβαιης πίστης.