Σκηνοθεσία συνόρων

–– Σ’ αγαπώ το ξέρεις;

Εγώ όχι, το κατάλαβες;

–– Δεν ζω, το φαντάζεσαι;

Εγώ θέλω να ζήσω και αν χρειαστεί θα σε σκοτώσω
Εκεί, στα σύνορα, υπάρχει μια πόλη. Υπάρχουν πόλεις στα σύνορα παντού. Σε όλους τους χάρτες, σε όλες τις γλώσσες, σε όλα τα σώματα.

–– Σου μιλάω, ακούς;

Δεν ακούω, τι να ακούσω;

–– Εσύ με έμαθες

Με φορτώνεις το ξέρεις εδώ είσαι αλλά μη με ενοχλείς
Εκεί στα σύνορα, υπάρχουν γυναίκες. Παντού υπάρχουν γυναίκες. Σε όλους τους χάρτες, σε όλες τις γλώσσες, σε όλα τα σώματα.

Το φύλο έχει αναλάβει μια οδύσσεια ή μια ορειβασία ή μια κατάδυση.
Μένει έξω και δεν ζητά να ανήκει.
Σε αυτά τα σώματα βρισκόμαστε στο διεθνές έπος.
Τα μη-σώματα, τα όχι-σώματα.
Χώροι από σάρκα που ψάχνουν νέες κατευθύνσεις, νέες λέξεις, νέες αντιμετωπίσεις.
Χώροι μπορεί και άυλοι που αυτοτιτλοφορούνται άτιτλοι.

Όταν μια ιστορία δεν έχει τίτλο δεν έχει οδηγό, γίνεται απροσδόκητη.
Μπορεί και το φύλο να γίνεται απροσδόκητο.
Μπορεί και το φύλο να είναι ιστορία.

Όμως έτσι πώς υπάρχει αγάπη;
Όμως έτσι πώς υπάρχει επιθυμία;

Ποιά είναι τα όργανα που αναλαμβάνουν την επιθυμία;
Για την αγάπη δεν συζητώ, αυτή την αναλαμβάνει η πόλη.

Ένας κώδικας αστικός που ανοίγει και κλείνει τα ίδια αινίγματα. Ένας κώδικας αστικός που απεμπολίζει τα τέρατα της αποκωδικοποίησης. Ένας κώδικας που δεν θέλει ούτε να λυθούν τα αινίγματα ούτε να μη λυθούν. Ένας κώδικας που κατασκευάζει ανείπωτα κελιά να χωρέσουν τα σώματα που θα γεννηθούν. Αυτά που πεθαίνουν, φροντίζονται με πλάκες. Όχι του Μωυσή, αυτές έχουν δοθεί. Αν περάσεις το βράδυ, οι πλάκες της μιας πλευράς φωτίζονται από την αφιέρωση μιας μικρής φλόγας και την υπενθύμιση ενός κύκλου άφθαρτου: λέγεται στεφάνι. Της άλλης δεν έχουν φώς μόνο κυπαρίσσια – ή κάτι σαν κυπαρίσσια με λέξεις προσωπικές που γράφονται στο σώμα που έφυγε. Να θυμάσαι την απώλεια ή τον αποχαιρετισμό. Αναζητούνται ισόρροπα μεγέθη. Πώςς το αίνιγμα παράγει μέγεθος; Πώς το μέγεθος παράγει λύση; Πώς η λύση παράγει σώματα;

Μη με αγαπάς

–– Δεν σου είπα ποτέ πως σε αγαπώ

Το έμαθα όμως

–– Δεν σου το δίδαξα εγώ

Στο Άμστερνταμ δεν υπάρχουν πόρτες. Υπάρχουν παράθυρα. Από τα παράθυρα βλέπεις και στα παράθυρα βλέπεσαι. Οι πόρτες ασφαλίζουν μια προσδοκία αστικής διαβίωσης, τίποτα άλλο. Υπάρχεις στην επιθυμία και από την επιθυμία του λαθραίου. Σε βλέπω και με βλέπεις οτι σε βλέπω. Σου δείχνω ότι δεν έχω τίποτα να κρύψω, ενώ κρύβω. Σου δείχνω πως ζω όπως και εσύ. Η αντωνυμία γίνεται σχέση και η σχέση ζητά διάρκεια την ώρα που διακόπτεται. Μέσα στις αντωνυμίες αναπτύσσεται ένα πάθος που ξεκοιλιάζει χωρίς νεκρούς, χωρίς μνήματα, χωρίς «θυμάμαι», «θυμάσαι».

Στη συνοριακή μικρή πόλη υπάρχουν πόρτες. Ακόμα και τα παράθυρα είναι πόρτες. Από τις πόρτες ούτε βλέπεσαι ούτε βλέπεις. Τα παράθυρα είναι προσδοκόμενα και μεγάλα. Υπάρχεις στη κατάργηση της στη στιγμή που κουρσεύει άλλο ένα κρεβάτι, άλλο ένα σκοτεινό σημείο να κρυφτεί. Όσο πιο πολύ κρύβεται, τόσο πιο μεγάλη δύναμη αποκτά. Δύναμη υλική, σαν άρμα μάχης ή σιδηρόδρομος. Πορεύεται. Δεν τη νοιάζει ο δρόμος. Ανεβαίνει και κατεβαίνει όπου θέλει. Σκίζει σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντηλα. Τα ρούχα δεν τα αγγίζει. Τα αφήνει άθικτα. Δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο.

Στο Άμστερνταμ υπάρχουν ακόμα πειρατές, και στη Χάγη. Έχει ένα μπαρ εκεί που μαζεύονται. Είναι αποκλειστικό όπως είναι οι σχέσεις που προκύπτουν από σώματα που κάνουν δέρμα το πάθος. Αν δεν είσαι πειρατής δεν μπαίνεις. Αν δεν είσαι πειρατής δεν βγαίνεις. Αν το φύλο είναι πειρατής, τι κουρσεύει και πότε; Άν το μπαρ είναι το σώμα τι μπαίνει και τι βγαίνει;

Η συνοριακή πόλη είναι μικρή. Ώσπου να μπείς, βγήκες. Ακριβώς το αντίθετο από το να κάνεις έρωτα με μια γυναίκα. Εκεί αργείς και να μπεις και να βγείς. Φυσικά «η γυναίκα» είναι ένας προσδιορισμός που στις νέες συνθήκες αμφισβητείται. Σαν μια πόλη που προσπαθείς να τη κάνεις μητρόπολη. Δεν γίνεται αυτό, γίνεται;

Η μητρόπολη είναι ένας αστικός κώδικας και ένα μέγεθος. Καταλαμβάνει και καταλαβαίνει. Το πλήθος που την αποτελεί επινοεί τον εαυτό του ευρηματικά και αυτή η επινόηση αναλαμβάνεται δομικά. Οι δομές είναι εξηγήσιμες με πολλούς τρόπους, είναι εφαρμόσιμες, κλειστές ή ανοιχτές. Όσο πιο ευφυής είναι μια πόλη τόσο πιο πολύ εμφανίζει τις δομές της ανοιχτές, ευέλικτες.

Στη συνοριακή πόλη οι ευφυείς είναι οι γυναίκες.
Το φύλο παρουσιάζεται θεατρικά και κρυφά, και αυτό είναι ευφυές. Εκπαιδευμένο άναρθρα και διπλωματικά – σαν συνθήκη διακρατική. Η αναταραχή που προκαλεί κρύβεται σε εκδρομές, διελεύσεις καθημερινές μέσα και έξω από τα σύνορα, γεύματα μέσα στη πόλη και έξω από τη πόλη. Η αναταραχή που προκαλεί γίνεται ερωτική εξομολόγηση έτσι ώστε να μην την ακούσεις ποτέ. Λέγεται όμως. Και όχι μόνο λέγεται, αλλά η προσδοκία είναι πως την άκουσες, την έλαβες υπόψη και πράττεις ανάλογα. Το φύλο ακούει, δεν ακούει, δέχεται, δεν δέχεται. Καρφώνεται σαν μαχαίρι πάνω στα χέρια, ή στο λαιμό από μπροστά. Μιλάς με φύλο, αγγίζεις με φύλο.

Κατάλαβες εσύ;

–– Κατάλαβα.

Και τι κάνεις;

–– Τι να κάνω;

Μίλα.

–– Τι να μιλήσω να πω;

Στις πρόβες, όλη αυτή η παράσταση του PEACE TALK, είναι μια συνθήκη προβών. Στις πρόβες λοιπόν, μια από τις γυναίκες με ρώτησε «τι» ουσιαστικά τις σκηνοθετεί. «Το Χάος», απάντησα, «Το Χάος». Θα μπορούσε λοιπόν να μιλήσουμε για το πώς σκηνοθετεί το ΧΑΟΣ. Θα μπορούσαμε να την ανα/στοχαστούμε τη στιγμή που παρουσιάζεται το ΧΑΟΣ.

Ο φόβος είναι χάος;

–– Τώρα ακούς τι λέμε;

Πάντα ακούω τι λέτε.

Η ερμηνεία του χάους είναι ανοιχτή και μη-αναμενόμενη. Όπως το φύλο και τα σώματα που σκηνοθετεί συνεχώς ενώ υπολείππεται της αιδούς. Δεν φοβάται δεν ντρέπεται, δεν υπακούει – το φύλο. Σε αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε και εδώ και παντού. Βέβαια η “ειρηνευτική διαδικασία” που είναι η μετάφραση του PEACE TALK έχει στόχο την επίλυση της σύγκρουσης, έχει στόχο την ειρήνη. Αυτή η ειρήνη είναι φτιαγμένη από ελάχιστές στιγμές πολύπλοκων συστημάτων. Οι έννοιες γίνονται αντιληπτές στο θέατρο τη στιγμή που συμβαίνει, τη στιγμή που υπάρχει. Όλες το δεχόμαστε αυτό.

Το χάος προκαλεί φόβο.
Το φύλο προκαλεί φόβο.
Το θέατρο προκαλεί φόβο.

Και τα τρία μαζί είναι μια σχέση τριγωνική σαν ένα τραγούδι που μιλά για μια  «αγάπη παράλληλη». Ένα τραγούδι που ακούγεται ένα βράδυ στη μικρή πόλη και δίνει λόγο, έστω και συμβολικά, αλλά σίγουρα μέσα από την απόλαυση, στη ουσιαστική σχέση μειονότητας – πλειονότητας – καθώς και σε εκείνη ανάμεσα στη πλειονότητα και τη πλειονότητα. Μια σχέση, φανερή, απολύτως κρυφή, εναλλασσόμενη και αλλόκοτα ερωτική. Ένα σεξ απροσδόκητο, σίγουρα σκληρό και οπωσδήποτε άναρθρο και παράλληλο. Ένα σεξ που επιτελείται σαγηνευτικά και εμπόλεμα. Μόνο το θέατρο μπορεί και το παρουσιάζει. Η ηδονοβλεψία έχει σχεδόν «διπλωματικές διαστάσεις» – η ματιά είναι γεμάτη κώδικες, συμφωνίες, όρια. Κατευθύνει, επιβάλλει, υπομένει, επιμένει. Η ίδια η ματιά. Μια τέτοια αλήθεια σε ένα τραγούδι παρίσταται. Σαν στρατιώτης, λαμπάδα, νονά.

Το χάος γελάει, ο ήχος ακούγεται σπασμός, λυγμός ή σεισμός.
Αυτά είναι τα προνόμια του χάους.