Στους παλαιούς των κριτικών
1. Ομοφοβία: Η ιστορία (άλλης) μιας εξόντωσης.
O Γιάννης Κοντραφούρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χαραυγή του Κερατσινίου κοντά σε «υπέροχους ανθρώπους», όπως θυμόταν χαρακτηριστικά, ανάμεσα στους οποίους ένιωθε ξένος από «διαφορετικούς κόσμους». Κάπως έτσι συνέχιζε και για την οικογένειά του: «Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τον πατέρα μου. Προσπαθούσα, απλώς, να κάνω πράγματα που του άρεσαν. Κάποια στιγμή, όμως, αποφάσισα να κάνω και κάτι που να μην του αρέσει καθόλου. Και πήγα στο θέατρο. Με έπνιγε τότε η ατμόσφαιρα, εκεί. Τώρα, που κατεβαίνω στους γονείς μου, ανακαλύπτω πόσο καλό μού έκανε. Αυτή η «Κυριακή» που κουβαλάει συνέχεια αυτή η περιοχή. Έχει πολύ φως, οι τζαμαρίες στα καφενεία, η λαδομπογιά που είναι βαμμένα, μια γριά που κάθεται στο πεζοδρόμιο σε μια καρέκλα και βλέπει τα αυτοκίνητα που περνάνε».[1] Η ανθρωπογεωγραφία και η τοπογραφία της λαϊκής γειτονιάς δεν ήταν μόνο τα δυναμικά συμφραζόμενα του έργου του Κοντραφούρη, άλλα έγιναν αντικείμενα μιας «ποιητικής» και ιδεολογικής επεξεργασίας που τα μετέπλασε αντιδραστικά» σε δραματουργία, έτσι όπως ο συγγραφέας πήγε «στο θέατρο από αντίδραση» χωρίς να προσπαθήσει να αποποιηθεί την πολιτισμική καταγωγή του.[2]
Στη δύση του προηγούμενου αιώνα ο Κοντραφούρης είχε ήδη αρχίσει να καθιερώνεται ως νέος θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης — τα υπερθετικά σχόλια[3] περίσσευαν για τη σκηνοθεσία του έργου του Γιώργου Θεοτοκά Το Γεφύρι της Άρτας (Κτήριο Καλλιτεχνών, Μάιος 1998), παράσταση για την οποία έλαβε το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης. Όταν όμως η θεσμική κριτική αντιλήφθηκε ότι ο Κοντραφούρης δεν ακολουθούσε κάποιον νεοελληνικό κανόνα, άρχισε να τον εγκαλεί στην τάξη, καταδικάζοντάς τον σταδιακά σε απομόνωση με το γνωστό κριτικό αξίωμα ότι «ανασκολοπίζει»[4] τα κλασικά κείμενα και ασελγεί πάνω στο εντελές σώμα τους. Ενώ δηλαδή για τις πρώτες του παραστάσεις (και ιδιαίτερα για Το γεφύρι της Άρτας) επευφημήθηκε ως υπερταλαντούχος που διαγράφει «ανοδική πορεία»[5] και ο οποίος αν και ακολουθεί «μια δημιουργικά ανορθόδοξη αισθητική […], στηρίζεται στο κείμενο»[6] (την υπέρτατη δηλαδή αξία για τη νεοελληνική κριτική), μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο μετατράπηκε από τους κριτικούς σε ατάλαντο μιμητή γνωστών ανασκολοπιστών[7] σκηνοθετών της εποχής εκείνης. Με τον τρόπο αυτό, το 1999 ήρθε το τέλος μιας επιτυχημένης παρουσίας στο «εθνικό» θεατρικό σύστημα από το οποίο αναγνωρίστηκε και επιχορηγήθηκε, όσο ακριβώς εθνικοφρονούσε και σύναδε με τα ασφαλή παραδοσιακά παραδείγματα.
Το 1999 ήταν η ίδια χρονιά που με εντολή του αρμόδιου υπουργού κανείς από τους παραδοσιακά επιχορηγημένους «ιστορικούς» θιάσους δεν αξιολογήθηκε με κεκτημένο το δικαίωμα της επιχορήγησης και ο επί εικοσαετία Πρόεδρος της Γνωμοδοτικής Επιτροπής Κώστας Γεωργουσόπουλος παραιτήθηκε υπό το βάρος καταγγελιών (Τα Νέα, 23.06.1999)[8] και επιστολών διαμαρτυρίας (μία από τις οποίες είχε αποστείλει η Ομάδα Υψηλού Κινδύνου του Κοντραφούρη). Λίγο νωρίτερα, είχε προηγηθεί η παρακάτω κριτική για έναν Κοντραφούρη που ξαφνικά φέρεται να «ίππευσε» το καλάμι προσεγγίζοντας το Ξαφνικά το περασμένο καλοκαίρι του Τενεσί Γουίλιαμς (Θέατρο Θησείον, Μάιος 1999), αν και αυτό που έκανε ήταν μια τυπικά μεταμοντέρνα σκηνοθεσία απολύτως διαλυτική για τις ρεαλιστικές αξιώσεις και τους κανόνες της νεοελληνικής κριτικής, επειδή ταυτοχρόνως συνομιλούσε με την πιο παραδοσιακή ομοφυλόφιλη ειρωνεία και αισθητική του νεοελληνικού γκέι μοντερνισμού:[9]