Ταξίδι: τα πόδια τα ιερά

Είχες πάντα την αίσθηση πως για να παρατηρείς πρέπει να περπατάς, να πισωγυρίζεις, να κοιτάς σαν την γυναίκα του Λοτ, και το ρίσκο όλο δικό σου∙ να περπατάς, και πως το ταξίδι δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ατελείωτο περπάτημα στους μεγάλους δρόμους του κόσμου, όπου μας έφερε η επιθυμία ή η τύχη, καθόλου ευκαταφρόνητη και η ανάγκη του καιρού. Πώς θα ταξιδέψεις αν δεν περπατήσεις. Η αντανάκλαση του διαφορετικού εξωτερικού κόσμου μέσα μας, του τόσο όμοιου εντέλει, που τον παίρνεις μαζί σου, ο εσωτερικός κόσμος σου θα κρατήσει το νήμα του τόπου μέσα από εικόνες, τα αρώματα, τα χρώματα, οι ήχοι, οι γεύσεις. Και όταν έρθει η στιγμή τα βλέπεις όλα να καταλαγιάζουν, να γίνονται σκάλες που οδηγούν σε συναισθήματα, σκέψεις: πλούτος του μυαλού ή μήπως της ψυχής, αξεχώριστα να παίρνουν τη θέση τους στο μέσα τοπίο.
Το περπάτημα, λοιπόν. Λαμπικάρει το μυαλό, η σκέψη ακουμπά τον βαθύτερο κόσμο της εμπειρίας του σώματος καθώς τα πόδια αλωνίζουν πλάκες και ασφάλτους, μουσκεμένο γρασίδι, πεζοδρόμια που γλιστρούν, μονοπάτια χωμάτινα μέσα στα δένδρα, φιδίσιους δρόμους και παράδρομους, αδιέξοδα ανάμεσα σε ψηλά κτίρια, δρομάκια αναγεννησιακών πολιτειών, σοκάκια άγνωστων συνοικιών, αμμουδιές στην άκρη της θάλασσας, αμμουδιές της άμπωτης, σιδηροδρομικούς σταθμούς και λιμάνια και λιμενοβραχίονες∙ υπόγειες στοές σε μοντέρνα μετρό, και πάλι δρόμους, κεντρικές λεωφόρους, κάτω από τις ακακίες, δίπλα σε ολάνθιστες αλέες, λασπουριές σε ξεχασμένα από το θεό γκέτο, διόδους που φρουρούν οπλισμένοι στρατιώτες, παραποτάμιες όχθες, κακοτράχαλα περάσματα σε βουνίσιες κορφές, κατάστικτες από τη μνήμη διαδρομές που γίνονται, εξ αρχής, διαδρομές της Μνήμης∙ περίπατοι του ταξιδιώτη στις πορείες των άλλων, στο καθημερινό πάρε-δώσε της ζωής τους, στο ιστορικό γίγνεσθαι και είναι, περίπατοι προς τα μέσα, κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν, τα δικά τους μυστικά –αλήθειες και ψέματα– τι σημασία έχει, το σώμα αποταμίευσε, με μοχλό την συνεχή κίνηση, αισθήματα. Και σκέψεις.
Μονοπάτια της μνήμης οι περίπατοι, τα πόδια ιερό εργαλείο, θα το ήξερε καλά εκείνος ο μάστορας: κάπου στα χίλια τετρακόσια πενήντα προ Χριστού, στο Καστέλι της πάλαι ποτέ Κυδωνίας, (Κουντονίγια την φέρουν οι πινακίδες της γραμμικής Β΄), στην πόλη των Χανίων. Πήρε στα χέρια τον πηλό και μαστόρεψε ένα πόδι, νομίζω το δεξί, μπορεί για κομμάτι αγάλματος που δεν σώθηκε, μπορεί ανατομικό ανάθημα – ξόρκι στην αναπηρία, μπορεί απλώς γιατί ήθελε να υμνήσει αυτό το πόδι. Και νάτο ετούτο πίσω από το τζάμι στην βιτρίνα του Μουσείου κάτω από τον θόλο της εκκλησίας των Φραγκισκανών και μου γελά. Το βρήκα σε φωτογραφία και του φόρεσα κορνίζα να με θωρεί και κείνο πάνω από το ράφι των ταξιδιωτικών βιβλίων. Το περπάτημα, λοιπόν. Το πλήθος, ο μοναχικός περιπατητής μέσα στο πλήθος, προσηλωμένος στις αισθήσεις του, που τον φθάνουν από εκεί έξω. Διψασμένα μάτια πάνω στους περαστικούς, ρούχα, πρόσωπα, χρώμα του δέρματος, κούρεμα των μαλλιών, τσάντες στα χέρια, παπούτσια. Η κοινωνιολογία του τώρα. Το ανθρώπινο γένος πάνω στη γέφυρα του Καρόλου της Πράγας, ή στην πλατεία Pioneer του Σιάτλ, στη λεωφόρο Νιέφσκι απόβραδο στο λαμπερό ημίφως, στο δρόμο κάτω από τις φιλύρες με τα βήματα της χήνας ν’ αντηχούν ακόμα στα αυτιά – περπατώντας ακούς πάλι και πάλι τον απόηχο της Ιστορίας. Κι ύστερα, ότι και αν πούμε, άλλο το περπάτημα της χήνας στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και άλλο το ανέβασμα του προσκυνητή στα νησιά του Αρχιπελάγους.
Το μέγα πλήθος και ο ήχος του άσκηση στην ακοή. Βήματα, εύγλωττη ερμηνεία του οδοστρώματος. Με κλειστά μάτια αναγνωρίζεις την άσφαλτο, τις πλάκες των πεζοδρομίων, τα χαλίκια ανάμεσα στις αλέες των λουλουδιών. Με αρκετή εξάσκηση μαθαίνεις να ξεχωρίζεις βήματα κουρασμένα, χαρούμενα, σκεφτικά, ανυπόμονα, ερωτευμένα, ανήσυχα, απονενοημένα, ευτυχή, ελπιδοφόρα, πεινασμένα. Ομιλίες, γλώσσες, αισθήματα ανθρώπων μέσα από το γέλιο, το ξεφωνητό, το κλάμα, την κραυγή του επείγοντος, την γκρίνια των παιδιών, την απαιτητικότητα της ερωμένης, την απογοήτευση του εραστή, την απαντοχή του προδομένου, την επαιτεία του ανήμπορου στην άκρη του δρόμου. Και τον μουσικό του δρόμου∙ μοναχικός συχνά, με την κιθάρα του, τα ακούσματα αναδρομή στην ηλικία του, στη γενιά του, την κουλτούρα του, το βάρος του τόπου του, ξέρεις σαν ακούσεις τη μίμηση της φωνής του Μπομπ Ντύλαν στο «Blowing in the wind» πόθεν η σκούφια του, δεν χρειάζεται καν να κοιτάξεις, οι διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ είναι εκεί, και τα αμερικάνικα campus να φλέγονται: η νοσταλγία μιας ακόμη χαμένης γενιάς. Και το ακορντεόν του Βαλκάνιου που νανουρίστηκε στις νότες του, σε παίρνει σε τοπία του Δούναβη, διαλυμένα Βαλκάνια τον έφεραν στα πεζοδρόμια της μητριάς Ευρώπης, και στη δική μας πόρτα∙ ή, την ορχήστρα ολόκληρη, η διαδρομή τώρα από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό στα μουσικά, θλιμμένα αναποδογυρισμένα καπέλα των σπουδαγμένων στα Ωδεία του κάποτε σοσιαλισμού. Και ο άνθρωπος-ορχήστρα: πως όλα συνδεδεμένα στο κορμί του, μα περισσότερο απ’ όλα εκείνη η φυσαρμόνικα στο ύψος του στόματος, ο ρυθμός στα πόδια μαζί με τα δεμένα γύρω από τον αστράγαλο κουδούνια, μουσική κάντρι, έτσι να μην ξεχνιόμαστε, στη μέση του επαρχιακού δρόμου, σύνορα ΗΠΑ με Καναδά∙ να περνούν αμίλητοι οι Άμις πάνω στην άμαξα, δίπλα στο πέρασμα που πρώτος διέπλευσε ο Χουάν ντε Φούκα, Ιωάννης Φωκάς ήταν ο πολύπλανος Κεφαλλονίτης ναυτικός.
Ακοή, και πάλι: το τρόχισμα του τσιμέντου από τα σκέιτ των αγοριών μπροστά στο Παλαί ντε Σαγιό και το σιδερένιο τσικ που κάνουν τα μεταλλικά σφαιρίδια σαν συγκρούονται στο παιγνίδι των γέρων Μαγκρέπων κάτω από τη σκιά του Πύργου του Άιφελ. Τα πόδια τώρα δίπλα στο κύμα, τα μποφόρ ανήσυχα στο λιμάνι του Βανκούβερ, συριγμός ανεπαίσθητος σε αλκυονίδες μέρες στην ακτή του Κουμ Καπί Γενάρη μήνα, – στο Κουμ Καπί της Ιστανμπούλ ή σε κείνο της γενέθλιας πόλης, τόσο μακριά, τόσο κοντά. Ή, μήπως τιτιβίσματα σε πάρκο θαλερό, με τις ιτιές να φλερτάρουν το νερό του Άρνου ένα ξημέρωμα καθώς περπατάς κάτω από το παράθυρο της παλιάς πανσιόν στα περίχωρα της Φλωρεντίας. Ξέρεις με τα τιτιβίσματα πού γυροφέρνεις, ακόμα κι αν μπήκαν τα κοτσύφια στις πόλεις. Κι αν απλώσεις τα χέρια, ξέρεις, πως θ’ ακουμπήσεις τα κλαδιά ενός δένδρου, ανθισμένο σαμπούκο, μήνα Ιούνιο στο καλαβρέζικο Άσπρο Μόντε, ή κόκκινα φύλλα σφεδαμιού στο δρόμο για το Βανκούβερ, καθώς παρατηρείς τον τελώνη να σκαλίζει ερευνητικά το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου.
Και μυρωδιές, δώσε μου μυρωδιές τώρα, μπαχάρια και ξερό τριαντάφυλλο για τσάι. Το κάρδαμο στον καφέ, στο στενό πίσω από το τζαμί των Ομεγιάδων, και το άρωμα μήλου στο ναργιλέ για τις κυρίες στο ξενοδοχείο της Βηρυτού. Ξεραμένες μπάμιες στο κορδόνι, ξέρεις με κλειστά μάτια που είσαι, στην καθ’ ημάς Ανατολή πάλι βρέθηκες, μανόλιες και φούλια, στο μεσογειακό Νότο, τώρα μπήκες στους κήπους, κουρεμένο γρασίδι μετά την βροχή, εδώ είναι ο Βορράς να σε δροσίζει. Το μυαλό μαζεύει τις μυρωδιές όχι η μύτη, το μυαλό συντονίζεται με τα βήματα, είσαι εδώ με όλο το σώμα, είσαι αλλού, κάπου πιο πέρα, κάπου βαθύτερα, συναρμολογείς την μνήμη, της προσθέτεις, δεν αφαιρείς∙ η τόσο χρήσιμη αφαίρεση δεν συνάδει με το περπάτημα στους δρόμους που κάθε φορά ταξιδεύοντας ανακαλύπτεις.
Και γεύσεις: λες και το Τokai είναι άλλο κρασί σαν το πίνεις σ’ ένα από τα ημιυπόγεια μπιστρό της Βουδαπέστης ανάμεσα σε φωνές πολιτών του κόσμου, οι φοιτητές από την αμερικάνικη ανατολική ακτή έψαχναν μέσα σ’ αυτό το ίδιο κρασί τα χνάρια της Κεντρικής Ευρώπης, μπορεί και τα ίχνη των προγόνων τους πριν πάρουν το δρόμο της μετανάστευσης δεκαετίες πριν ή και αιώνες. Και το ταγκίρι στην Πλάθα Μαγιόρ, άλλη η ζεστασιά του στο λαρύγγι, και το μαχλεμπί στο στενορύμι της παλιάς Σιδώνας, να το τρως στο χέρι, απλωμένα τα σιρόπια στις φλέβες της παλάμης, γραμμές –λένε– γραμμές της ζωής, του θανάτου, του ταξιδιού.
Πόδια ιερά. Διαδηλώσεις. Ακοή, όραση, όσφρηση, υποβαλλόμενη η συνεργασία, δακρυγόνα. Διαδηλώσεις και πώς να τις ξεχάσεις, πώς να μην τρέξεις σαν τις δεις να περνούν δίπλα σου, όχι από νοσταλγία, κι ας είναι ίδιες της νιότης σου και διαφορετικές μαζί, μα από την ανάγκη να καταλάβεις που πάνε οι πρωτεύουσες του κόσμου. Στη λεωφόρο Νοταρμπάρτολο τέλη Μάη, ανήμερα της επετείου της δολοφονίας του Φαλκόνε από την Μαφία στο Παλέρμο. Το πλήθος κάτω από την μανόλια, φυτεμένη μπροστά στο σπίτι του, το πλήθος στο δρόμο να ονειρεύεται έναν κόσμο χωρίς έγκλημα, ζωές ξεπουλημένες από τις σφαίρες, κορίτσια και αγόρια από το ιταλικό Βορρά, θ’ αράξουν σε λίγο στις παγωταρίες γύρω από τον σταθμό του τρένου. Και στην μεγάλη πλατεία του Βαγιαζήτ, μπροστά στο Πανεπιστήμιο, έρχονται τα παιδιά με τα πόδια να βοούν στις πλάκες των γύρω δρόμων από το Φατίχ και το Λάλελι, όμορφα τα μάτια των κοριτσιών, σφιχτά δεμένη η μαντίλα στο κεφάλι, και, ώ, τι αντίθεση, να λάμπει το σκουλαρικάκι στην μύτη, σημάδι ανταρσίας, πρόκληση στη Δύση και το Ισλάμ μαζί.
Κι αν τα πόδια σε φέρουν ως τα στρατόπεδα των σκοτωμένων και των εξόριστων, αν συρθείς ως τους φούρνους και τους χώρους βασανιστηρίων, κοίτα να πατάς αλαφρά, με δέος και ευγνωμοσύνη.
Στο Βατερλό υγρασία, μούχλα, αναχώρηση, δεν την άκουσε την μυρωδιά ο Μέγας Ναπολέων; Στις Βρυξέλες, καρδιά της γηραιάς Ευρώπης, οι καβαλάρηδες, καβαλάρηδες διώκτες της ανταρσίας στις πλακόστρωτες πλατείες και ο γιάπης στην έξοδο της Επιτροπής αναχωρεί για το σπίτι, οδεύει προς τον ηλεκτρονικό του διάδρομο, ή στο high tech γυμναστήριο, συνδεδεμένος σταθερά με το ipod, κάνει ζάπινγκ στις συνεδριάσεις των χρηματιστηρίων του κόσμου, αυτός, ο μεταπράτης της ιδέας μιας ενωμένης Ευρώπης, διανύει χιλιόμετρα πάνω σε μια λουρίδα συνθετικού ταρτάν, μετρά τους παλμούς της καρδιάς του φοβισμένος, φορώντας στενή αθλητική φόρμα που διαγράφει το γυμνασμένο σώμα του – χώμα, βότσαλο, νερό, λουλούδι, πού είστε; Φοβάμαι.
Το διαφημιστικό φυλλάδιο μας προτείνει εξωτικά φρούτα, στιβαρούς καμηλιέρηδες, μεταξωτά υφάσματα και πορφυρά δειλινά. Αν δεν είμαστε σε θέση να δούμε μέσα στο κάδρο αυτού του θεσπέσιου δειλινού τον κουρασμένο χωρικό να περνά με την καμήλα του προσηλωμένος στον αρχέγονο δρόμο του καραβανιού, τι ήρθαμε εδώ να κάνουμε; Ταξίδι μοιάζει να είναι η ανάγκη φυγής από την δική μας καθημερινότητα, να σταθούμε στην άκρη μιας πλατείας, εκείνο το σκούντημα των περαστικών που ποτέ δεν θα τους ξανασυναντήσουμε, ένα βλέμμα στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου, το τρέξιμο του αργοπορημένου επιβάτη λίγο πριν την αναχώρηση του πλοίου. Είναι η περιέργεια: πώς σκέφτονται οι άλλοι, ποια μουσική αγαπούν, ποιους ποιητές διάλεξαν να κρατούν στη θέση της καρδιάς; Το ταξίδι γίνεται όλο και περισσότερο μαζικός τουρισμός, οι περιηγητές τουρίστες, η ταξιδιωτική λογοτεχνία τουριστικοί οδηγοί γραμμένοι στο γραφείο και οι φωτογραφίες εκατοντάδες χιλιάδες στο διαδίκτυο. Σημάδια των καιρών. Οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους του κόσμου. Αποφεύγουν τα σταυροδρόμια και τα μονοπάτια. Επισκέπτονται το θαυμάσιο αλλά αποστειρωμένο περιβάλλον των Μουσείων, στρέφουν την πλάτη στα κτίρια που τα κατοικούν μουρμουρητά, οιμωγές και ψίθυροι, κι αν το αρμόδιο πρακτορείο τους φέρει ως εδώ, το αυτί τους δεν έχει εξασκηθεί στην σύλληψη μυστικών φωνών του παρελθόντος: η ανάγνωση της Ιστορίας δεν συμπεριλαμβάνεται στο μενού τους. Είχαμε το βίωμα, όμως μας διέφευγε το νόημα, αντιγράφω από τον T.S. Eliot. Πίσω στο σπίτι. Να συνταιριάξω τις λέξεις και τις εικόνες και τις μυρωδιές, να βρω το μονοπάτι που με οδηγεί από το βίωμα στο νόημα: γιατί αυτό το ταξίδι; Γιατί αυτό το βιβλίο; Γιατί αυτός ο δρόμος; Γιατί η μνήμη κράτησε ετούτα και όχι τα άλλα; Είναι τα ταξίδια που διαλέγουμε να κάνουμε μια απλή διασκέδαση ή και ή κυρίως ο καθρέφτης που αντανακλά τον εαυτό μας; Είναι η ανάγκη μας να βρούμε απαντήσεις σε βαθύτερα ερωτήματα, όχι ούτε κυρίως αυτά της καθημερινής επιβίωσης, ούτε αυτά της κατανάλωσης της εμπειρίας, αλλά εκείνα τα άλλα: Ποιοι είμαστε; Πού πάμε; Διαμορφώνουμε την Ιστορία;
Και στο φόντο ο Άλλος, περπατά ακόμη. Ταξιδεύοντας, παρατηρώντας το βάθος των πραγμάτων, ταξίδι από αγάπη. Και ταξίδι από ανάγκη, άλλοτε τρέχοντας, αποδιωγμένος, ξένος, πίσω του η έρημος, ό,τι αυτό κι αν σημαίνει, πίσω του το τσουνάμι, το χρέος, η μόλυνση, – πληγώνουν τα ταξίδια όλο και περισσότερο, σαν μπορείς να βλέπεις και όχι απλώς να κοιτάς, κι η άσφαλτος παντού.
Καταμεσής του δάσους στη Σιέρα Σεγούρα με ψιλή βροχή μήνα Νοέμβρη αντηχεί το κινητό, και τα πουλιά αλλάζουν ρότα. Θυμώνεις και σκέφτεσαι τον Λόρκα: Σ’ άρεσε η πολιτεία σταλαματιά-σταλαματιά, / που σμίλεψε το νερό καταμεσής στα πεύκα; Λόρκα, στα Ένδεκα σονέτα του σκοτεινού έρωτα. Κάτω μακριά κυλά το ποτάμι. Τα συναισθήματα ανεβαίνουν από το στομάχι προς το λαιμό, πού κατοικούν, πώς έρχονται πώς φεύγουν πώς ανθίζουν στο ταξίδι, πώς τα συναισθήματα κάνουν την αντίληψη μας για τον κόσμο εναργή, κλείνω το βιβλίο, εκείνο το άλλο, δεν μου χρειάζεται πια. Τη φράση του ποιητή την έχω μάθει απέξω: Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστεΜέσα μας είναι που τα τοπία έχουν τοπίο, γράφει ο Μπερνάρντο Σοάρες, βοηθός λογιστή στη Λισαβώνα, ή, αλλιώς, Φερνάντο Πεσόα.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Νίκης Τρουλλινού ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: