Γενικώς περπατούσε πολύ. Αλλά στον μικρό χρόνο που τά όνειρα εγκαθίστανται στα μάτια πριν τον ύπνο, έκανε την αρχαία διαδρομή προς το σπίτι των παιδικών του χρόνων· αυτό φαίνεται πως ήταν το μόνο αληθινό σπίτι, η μόνη αληθινή διαδρομή. Ο χρόνος έμπαινε σε μια ανεπαίσθητη παραίσθηση, σ’αυτό το αδιερεύνητο νέφος της συνείδησης που πασχίζει για εικόνες χωρίς αμφισβήτηση, σχεδόν πριν τη νοημοσύνη, χωρίς κανένα στρώμα ύστερης γνώσης ή επιθυμιών.
Kατοικούσε τα τελευταία σαράντα χρόνια σε άλλη ήπειρο, πλησίαζε τα 60, είχε σπάνια καριέρα, σύζυγο αλλοεθνή αποκτημένη από νεανική επιθυμία και ανάγκη, αξιοπρεπή, άχρωμη και ένα σωρό παιδιά. Ήταν πολύ καλά με τα τσεκάπ του και όλα, αν εξαιρούσε κανείς αυτό το ακατανόητο όνειρο που τρυπούσε τη συνείδησή του κάθε νύχτα και τελευταία του χάριζε ανήσυχα πρωινά. Μάλιστα είχε παρατηρήσει ότι όσο πιο γλυκό ήταν το ονειρο, τόσο πιο εκνευριστικό ήταν το πρωί που ακολουθούσε, γεμάτο οικογενειακές και επαγγελματικές μικροτριβές.
Ένα πρωί, απολύτως απροσδόκητα και στο μέσον μιας επαγγελματικής συνάντησης, ένοιωσε μια στιγμιαία, αιχμηρή σχεδόν, παραίσθηση, ένα φλας όπως λένε και θυμήθηκε ότι, το προηγούμενο βράδυ, το όνειρο είχε άλλη αρχή. Μπερδεμένος στο πλήθος μιας αποβάθρας, χωρίς αποσκευές μάλλον, προσπαθούσε να επιβιβαστεί σ’ ένα υπερωκεάνειο, έσπρωχνε και σπρωχνόταν και μετά υπήρχε ένα κενό. Ο πειθαρχημένος νους του τον επανέφερε στο γραφείο του, η αναπνοή του η οποία στο ελάχιστο διάστημα αυτό είχε σταματήσει επανήλθε στο συνήθη ρυθμό και ένα επαγγελματικό καθάρισμα του λαιμού, του έδωσε τον απαραίτητο χρόνο να συνέλθει εντελώς. Το βράδυ αργά θυμήθηκε αυτήν την παραδοξότητα, αλλά την αρχειοθετησε αμέσως, απαντώντας ότι, ναι, η μέρα του ήταν καλή, ναι, τηλεφώνησε στους φίλους τους να αποδεχθεί την πρόσκληση, ναι, θα μπορούσε να πάει στον αγώνα χόκεϊ του μικρότερου γιού του.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε με πολύ αμεσότερη συναίσθηση τού φαινομένου, έχοντας καταφέρει να μπει στο υπερωκεάνειο, έχοντας εξασφαλίσει θέση για το ταξίδι, και έχοντας κοιτάξει την ήπειρο που απομακρυνόταν, την φαιά της ακτή και κάνα δυο άγνωστα πρόσωπα γύρω του· ακολούθησε το κενό μήμης και το όνειρο συνεχίστηκε κανονικά, προστατεύοντας τον ύπνο του όπως το πετύχαινε εδώ και χρόνια. Πραγματικά δεν είχε καταλάβει αν τα ίδια τα όνειρα προστάτευαν τον ύπνο του, ή αυτός τα προκαλούσε προκειμένου να προστατέψει τον ύπνο του απ’ τη νύχτα που καραδοκούσε χρόνια τώρα, να του γεμίσει το στέρνο με εικόνες ασπρόμαυρες, φευγαλέες, άλλου χρόνου, άλλης σκευής, άλλης όψης.
Το τρίτο πρωινό συνειδητοποίησε πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το ταξίδι έμελλε να συνεχιστεί, αφού πλέον όλη τη νύχτα χάζευε τον ωκεανό από την κουπαστή του πλοίου, μιλούσε με συνεπιβάτες και έτρωγε κανονικά γεύματα στην τραπεζαρία. Από ένστικτο απέφυγε να μιλήσει γι΄αυτό στους οικείους του, αλλά του αφιέρωσε έναν χρόνο που το όνειρο έμοιαζε να διεκδικεί.
Είπε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσουν και κάρφωσε το βλέμμα του έξω απ’ τον πελώριο υαλοπίνακα του γραφείου, που τον χώριζε απ’ τη θέα, από την επιθυμία να πετάξει κι απ’ ότι άλλο του καρφωνόταν στο μυαλό στην διάρκεια της επαγγελματικής μέρας. Η πόλη χανόταν σε μια συνηθισμένη θολερότητα και δεν του απάντησε τίποτα, συνεχισε να δουλεύει, κουρντισμένα μεν ανόρεχτα δε, και το βράδυ κοιμήθηκε μ’ ένα μείγμα περιέργειας προσμονής και δέους για το μυαλό του, που είχε αναλάβει αυθαίρετα να κανονίζει τα όνειρά του κατα το δοκούν.
Όπως προβλέψαμε και όπως είχε προβλέψει κι αυτός, είχαν ήδη περάσει τον Βόρειο Πόλο και σχολίαζε με άλλους επιβάτες αυτό το απίστευτο χρώμα του οινοπνεύματος που έχουν τα παγόβουνα, αναλύοντας το δέος που τον είχε καταλάβει όταν στο βάθος του ορίζοντα ένα από αυτά γύρισε ανάποδα περι τον άξονά του και μάλλον ο ήχος ακούστηκε μέχρι το πλοίο. Μετά το απαραίτητο κενό, το όνειρο συνεχίστηκε κανονικά και αναμενόμενα.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν με βασανιστική βραδύτητα μέχρι να συναντηθεί με το μαξιλάρι του, αλλάζοντας το bed time reading που συνήθιζε, με την «Κίχλη» στην αρχή και τον «Νεκρόδειπνο» αργότερα. Μέχρι το λιμάνι του Πειραιά είχε ξαναδιαβάσει τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, είχε σταθεί γεμάτος τρομερή συγκίνηση εκεί στις τρύπες που ριγούν τα τρωκτικά του Αναγνωστάκη, και, συλλάβει ένα παράξενο συναίσθημα ενοχής να διατρέχει το όνειρο, να το διαποτίζει, ούτως ειπείν, για ποιό λόγο αδύνατον να πει.
Ωστόσο καμάρωνε που τόσα χρόνια είχε κατορθώσει να κρατήσει την επαφή του με την πατρίδα, ο δε γενέθλιος τόπος –μια γειτονιά της Αθήνας στις υπώρειες του Υμηττού– είχε, όπως θυμάστε, ενσωματωθεί στα βήματά του και στον καθημερινό ύπνο του, και ερχόταν αδιαλείπτως μετά το μικρό κενό το οποίο προηγούνταν του πάλαι κυρίως ονείρου.
Οι δικοί του παρατήρησαν την εμφανή πλέον αφηρημάδα του στη διάρκεια των γευμάτων, την δυσφορία με την οποία απαντούσε, όταν να τον διέκοπταν από κάτι και τους όλο και συχνότερους περιπάτους του στην πιο κοντινή ακτή.
Τηλεφώνησαν και του έκλεισαν ραντεβού μ’ έναν νευρολόγο, παλιό του συμμαθητή και φίλο, πράγμα που τον έκανε έξαλλο, μίλησε πολύ ώρα μαζί του στο τηλέφωνο, και το ίδιο βράδυ μετέφερε τα πράγματά του σε άλλο δωμάτιο, διέσχισε την οικογενειακή σιωπή με εμπρόθετη αδιαφορία, την επομένη δεν σηκώθηκε καθόλου και την μεθεπόμενη διέσχισε τον Πειραιά, το κέντρο της Αθήνας, το Παγκράτι, τον Βύρωνα και το κενό ανάμεσα στο βασικό όνειρο και τις εναρκτήριες προσθήκες, και βυθίστηκε στην μασχάλη της μάνας του που μύριζε πορτοκάλι και λίγο ιδρώτα, όπου και παρέμεινε μέχρι τέλους.