Ο ρουλετίστας

Μετάφραση: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς
Ο ρουλετίστας

Ο Μίρ­τσεα Καρ­τα­ρέ­σκου (Mircea Cărtărescu), πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος, διε­θνούς εμ­βε­λεί­ας Ρου­μά­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος και δο­κι­μιο­γρά­φος, γεν­νή­θη­κε το 1956 στο Βου­κου­ρέ­στι, όπου σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γία και υπο­στή­ρι­ξε την δι­δα­κτο­ρι­κή του δια­τρι­βή. Σή­με­ρα εί­ναι κα­θη­γη­τής στο πα­νε­πι­στή­μιο Alma Mater Bucharestiensis. Από τα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια συ­ντά­χθη­κε με την πολ­λά υπο­σχό­με­νη ομά­δα «του ΄80», γνω­στή και ως «γε­νιά με τα τζιν», η οποία ει­σή­γα­γε τον Με­τα­μο­ντερ­νι­σμό στα ρου­μα­νι­κά γράμ­μα­τα και στις τά­ξεις της οποί­ας ανα­δεί­χθη­κε μά­λι­στα ως (άτυ­πη) ιθύ­νου­σα φυ­σιο­γνω­μία. Έχει εκ­δώ­σει επτά ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, με­τα­ξύ των οποί­ων δια­κρί­νο­νται ιδιαί­τε­ρα οι Φά­ροι, βι­τρί­νες, φω­το­γρα­φί­ες (Faruri, vitrine, fotografii, 1980), βρα­βείο της Ενώ­σε­ως Συγ­γρα­φέ­ων Ρου­μα­νί­ας, και Το Λε­βά­ντε (Levantul, 1989), έρ­γο μο­να­δι­κό στο εί­δος του, κα­θώς, με πρό­σχη­μα την ανα­ψη­λά­φη­ση της πα­λιάς ποι­η­τι­κής φόρ­μας του ηρω­ι­κο-κω­μι­κού έπους, προ­σφέ­ρει στον ανα­γνώ­στη ένα με­τα­μο­ντέρ­νο πα­νό­ρα­μα της ρου­μα­νι­κής ποί­η­σης, από τις απαρ­χές της μέ­χρι τα τέ­λη του 20ού αιώ­να.
Πα­ράλ­λη­λα, ο Μ. Καρ­τα­ρέ­σκου γρά­φει και δη­μο­σιεύ­ει και πε­ζά, τα οποία τον κα­τέ­στη­σαν πο­λύ δη­μο­φι­λή, τό­σο στην χώ­ρα του όσο και στο εξω­τε­ρι­κό. Μέ­χρι στιγ­μής, τα δύο ση­μα­δια­κά αφη­γη­μα­τι­κά έρ­γα του εί­ναι η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή τρι­λο­γία Εκτυ­φλω­τι­κό (Orbitor, 1996-2007), με­τα­φρα­σμέ­νη σε διά­φο­ρες γλώσ­σες και το «μνη­μειώ­δες» Σο­λε­νοει­δές (Solenoid, 2015) –ο τί­τλος εί­ναι νε­ο­λο­γι­σμός–, το οποίο έγι­νε πρό­σφα­τα μπεστ-σέ­λερ στην Ισπα­νία.
Το ντε­μπού­το και η πρώ­τη με­γά­λη επι­τυ­χία του Ρου­μά­νου συγ­γρα­φέα στην πρό­ζα υπήρ­ξε όμως η συλ­λο­γή αφη­γη­μά­των Το όνει­ρο (Visul, 1989, βρα­βείο της Ρου­μα­νι­κής Ακα­δη­μί­ας), που το 1993 το ανα­σκεύ­α­σε ως «σπον­δυ­λω­τό» μυ­θι­στό­ρη­μα, με τί­τλο Η Νο­σταλ­γία (Nostalgia). Εδώ εί­ναι ήδη πα­ρό­ντα και ανα­γνω­ρί­σι­μα όλα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της γρα­φής του Μ. Καρ­τα­ρέ­σκου: η ρο­πή προς το ορα­μα­τι­κό φα­ντα­στι­κό, με συ­μπα­ντι­κό άνοιγ­μα από την Κό­λα­ση έως τον Πα­ρά­δει­σο, η ικα­νό­τη­τα για σύν­θε­ση του κο­λοσ­σιαί­ου με την ποι­η­τι­κή μι­νια­τού­ρα, το εκλε­πτυ­σμέ­νο, στο­χα­στι­κό ύφος, που βρί­θει ανα­φο­ρών, χω­ρίς πο­τέ να γί­νε­ται βα­ρύ.
Από τις εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη έτοι­μά­ζε­ται η ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση, μια πρό­γευ­ση της οποί­ας μπο­ρεί να πά­ρει ο ανα­γνώ­στης του «Χάρ­τη», δια­βά­ζο­ντας τον Ρου­λε­τί­στα (Ruletistul), που στην οι­κο­νο­μία του όλου έρ­γου κα­τα­λαμ­βά­νει την θέ­ση του «Προ­λό­γου». Στην Ελ­λά­δα έχει κυ­κλο­φο­ρή­σει επί­σης το Για­τί αγα­πά­με τις γυ­ναί­κες (Dece iubim femeile, 2004), σε με­τά­φρα­ση Πά­νου Απαλ­λί­δη, εκδ. Αλ­λό­τρο­πο 2011.

————————————————————————————————

Ο ρουλετίστας

Χά­ρι­σε, Κύ­ριε, την πα­ρη­γο­ριά του Ισ­ρα­ήλ
σ’ αυ­τόν που εί­ναι ογδό­ντα χρό­νων και δεν έχει αύ­ριο.
[1]

Αντι­γρά­φω εδώ (προς τι, άρα­γε;) τους στί­χους αυ­τούς του Έλιοτ. Οπωσ­δή­πο­τε όχι για να γί­νουν μό­το σε κά­ποιο βι­βλίο μου, για­τί πλέ­ον δεν πρό­κει­ται να γρά­ψω ο,τι­δή­πο­τε. Εάν, ωστό­σο και πα­ρά ταύ­τα, γρά­φω τώ­ρα τού­τες εδώ τις αρά­δες, εί­ναι επει­δή τις θε­ω­ρώ κά­θε άλ­λο πα­ρά λο­γο­τε­χνία. Αρ­κε­τή λο­γο­τε­χνία έχω πα­ρα­γά­γει, επί εξή­ντα συ­να­πτά έτη δεν έκα­να και τί­πο­τ’ άλ­λο, πλην όμως τώ­ρα, πριν από το ύστα­το τέ­λος, θα πα­ρα­χω­ρή­σω στον εαυ­τό μου μια στιγ­μή αυ­τε­πί­γω­σης: όλα όσα έχω γρά­ψει με­τά τα τριά­ντα μου δεν ήσαν πα­ρά μια οι­κτρή φε­νά­κη. Βα­ρέ­θη­κα να γρά­φω χω­ρίς την προσ­δο­κία να υπερ­βώ κά­πο­τε τον εαυ­τό μου, να δρα­σκε­λί­σω τον ίδιο τον ίσκιο μου. Εί­ναι αλη­θεια πως, μέ­χρι ενός ση­μεί­ου, στά­θη­κα έντι­μος, με τον μο­να­δι­κό τρό­πο που δια­θέ­τει ένας καλ­λί­τέ­χνης, δη­λα­δή πά­σχι­ζα να ξε­γυ­μνω­θώ εξ ολο­κλή­ρου. Αλ­λά η αυ­τα­πά­τη μου απο­δεί­χτη­κε έτι πιο πι­κρή, αφού η λο­γο­τε­χνία πο­σώς δεν εν­δεί­κνυ­ται για εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις, έστω και στο ελά­χι­στο. Από τις πρώ­τες αρά­δες που ρί­χνει κα­νείς στο χαρ­τί, ένα ξέ­νο χέ­ρι εισ­δύ­ει χλευα­στι­κά μέ­σα στο χέ­ρι που κρα­τά­ει τη γρα­φί­δα, όπως σε ένα γά­ντι, ενώ στον κα­θρέ­φτη της λευ­κής σε­λί­δας το εί­δω­λό αυ­τού που γρά­φει δια­σπά­ται και σκορ­πά­ει προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις, σαν τον υδράρ­γυ­ρο, με απο­τέ­λε­σμα οι πα­ρα­μορ­φω­τι­κές εκεί­νες στα­γό­νες να σχη­μα­τί­ζουν πό­τε την ει­κό­να της Αρά­χνης και πό­τε του Σκώ­λη­κα, πό­τε του Κί­ναι­δου και πό­τε του Μο­νό­κε­ρου ή του Θε­ού, ενώ εκεί­νος απλού­στα­τα προ­σπα­θού­σε να μι­λή­σει για τον εαυ­τό του. Η Λο­γο­τε­χνία ως Τε­ρα­το­λο­γία.
Εδώ και αρ­κε­τά χρό­νια κοι­μά­μαι ανή­συ­χα και ονει­ρεύ­ο­μαι έναν γέ­ρο να τρε­λαί­νε­ται μό­νος κι έρη­μος. Το όνει­ρο αυ­τό εί­ναι η πιο αλη­θο­φα­νής αντα­νά­κλα­ση της κα­τά­στα­σής μου. Ξυ­πνάω κλαί­γο­ντας από τη μο­να­ξιά, ακό­μη κι όταν, τη μέ­ρα, περ­νάω κα­λά, συ­ντρο­φιά με όσους φί­λους μου ζουν ακό­μη. Δεν αντέ­χω πια τη ζωή μου, και η προσ­δο­κία αύ­ριο-με­θαύ­ριο να ει­σέλ­θω στην ατέρ­μο­νη επι­κρά­τεια του θα­νά­του με προ­τρέ­πει στην προ­σπά­θεια συλ­λο­γι­σμού. Γι’ αυ­τό λοι­πόν, επει­δή οφεί­λω να συλ­λο­γιέ­μαι, όπως ο έγκλει­στος σε λα­βύ­ριν­θο οφεί­λει να ψά­χνει για κά­ποια διέ­ξο­δο ανά­με­σα στους πα­σα­λειμ­μέ­νους με κό­πρα­να τοί­χους, ακό­μη και μέ­σα από την τρύ­πα που άνοι­ξε ο αρου­ραί­ος, γι’ αυ­τό λοι­πόν και μό­νο εδέ­η­σα να γρά­ψω αυ­τές τις αρά­δες. Όχι ακρι­βώς για να απο­δεί­ξω (σ’ εμέ­να τον ίδιον) ότι υπάρ­χει Θε­ός. Δυ­στυ­χώς, πα­ρά τις όποιες προ­σπά­θειές μου, ου­δέ­πο­τε πί­στευα, ου­δέ­πο­τε πέ­ρα­σα από κρί­σεις αμ­φι­βο­λί­ας ή άρ­νη­σης. Μα­κά­ρι να ήμουν πι­στός, για­τί το γρά­ψι­μο θέ­λει δρά­μα και το δρά­μα γεν­νά­ται από τον βα­σα­νι­στι­κό αγώ­να με­τα­ξύ ελ­πί­δας και από­γνω­σης, στον οποίο η πί­στη παί­ζει ου­σια­στι­κό, υπο­θέ­τω, ρό­λο. Στα νιά­τα μου, οι μι­σοί λο­γο­τέ­χνες εί­χαν ασπα­στεί τη θρη­σκεία, ενώ οι άλ­λοι μι­σοί την απαρ­νή­θη­καν· και η μία και η άλ­λη στά­ση εί­χαν τον ίδιο σχε­δόν αντί­κτυ­πο στα γρα­πτά τους. Ω, πό­σο ζή­λευα τις φω­τιές που οι δαί­μο­νές τους συ­ντη­ρού­σαν κά­τω από τις χύ­τρες όπου εκεί­νοι εί­χαν βο­λευ­τεί, ως αρ­μό­ζει σε καλ­λι­τέ­χνες! Και να με κι εγώ, τώ­ρα, στη γω­νιά μου, ένα κου­βά­ρι από ρά­κη και χόν­δρους· κα­νείς πια δεν θα στοι­χη­μά­τι­ζε στο νου, στην καρ­διά ή στην πί­στη μου, αφού τί­πο­τα δεν απο­μέ­νει που δε μου έχει αφαι­ρε­θεί.
Κεί­το­μαι εδώ στην πο­λυ­θρό­να, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος από τη σκέ­ψη πως έξω πλέ­ον τί­πο­τα δεν υπάρ­χει πα­ρά η συ­μπα­γής νύ­χτα, ένας τε­ρά­στιος όγκος πα­γω­μέ­νης πίσ­σας, μια μαύ­ρη ομί­χλη που σι­γά-σι­γά, κα­θώς με­γά­λω­να στην ηλι­κία, διέ­βρω­σε πό­λεις, σπί­τια, δρό­μους, όψεις. Η λά­μπα μου λες κι έχει μεί­νει ο τε­λευ­ταί­ος ήλιος μέ­σ’ στο σύ­μπαν, ενώ το μό­νο που φω­τί­ζει εί­ναι οι ζά­ρες στο γε­ρο­ντι­κό μου πρό­σω­πό.

Αυτά λοιπόν τα φύλλα συνιστούν το δικό μου προσχέδιο αθανασίας.

Αφού θα 'χω πε­θά­νει εγώ, ο τά­φος μου, ετού­τη εδώ η γω­νιά, θα εξα­κο­λου­θή­σει να πλέ­ει μέ­σ' στη μαύ­ρη, τη συ­μπα­γή ομί­χλη, κου­βα­λώ­ντας τού­τα εδώ τα φύλ­λα στο που­θε­νά, για να τα δια­βά­σει ο Ού­τις: κα­νείς. Μέ­σα όμως σ’ αυ­τά υπάρ­χει, επι­τέ­λους, το παν. Έχω γρά­ψει με­ρι­κές χι­λιά­δες σε­λί­δες λο­γο­τε­χνί­ας: στά­χτη και κουρ­νια­χτός. Πλο­κές αρι­στο­τε­χνι­κά στη­μέ­νες, αν­δρεί­κε­λα με γαλ­βα­νι­κά χα­μό­γε­λα· μα πώς να κα­τα­φέ­ρεις να πεις ο,τι­δή­πο­τε, έστω και το πα­ρα­μι­κρό, εντός της απέ­ρα­ντης σύμ­βα­σης που εί­ναι η τέ­χνη; Εσύ πα­σχί­ζεις να ανα­πο­δο­γυ­ρί­σεις την καρ­διά του ανα­γνώ­στη σου, κι αυ­τός τι κά­νει; Στις τρεις η ώρα τε­λειώ­νει το βι­βλίο σου και στις τέσ­σε­ρις πιά­νει κά­ποιο άλ­λο, ασχέ­τως πό­σο κα­λό ήταν εκεί­νο που εί­χες βά­λει στα χέ­ρια του. Όμως αυ­τά τα δέ­κα, δε­κα­πέ­ντε φύλ­λα εί­ναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά, εί­ναι χαρ­τιά από άλ­λη τρά­που­λα. Ο ανα­γνώ­στής μου δεν εί­ναι πια κα­νείς άλ­λος πα­ρά ο θά­να­τος. Ήδη βλέ­πω τα μαύ­ρα μά­τια του, υγρά, προ­ση­λω­μέ­να, όπως τα μα­τά­κια των μι­κρών κο­ρι­τσιών, να δια­βά­ζουν κα­θώς εγώ μαυ­ρί­ζω τη σε­λί­δα, αρά­δα την αρά­δα. Αυ­τά λοι­πόν τα φύλ­λα συ­νι­στούν το δι­κό μου προ­σχέ­διο αθα­να­σί­ας.
Το λέω προ­σχέ­διο, αν και όλα –κι εδώ έγκει­ται ο θρί­αμ­βος και η ελ­πί­δα μου–, όλα, μα όλα εί­ναι αλη­θι­νά. Τι πα­ρά­ξε­νο: οι πε­ρισ­σό­τε­ροι χα­ρα­κτή­ρες που υπάρ­χουν στα βι­βλία μου εί­ναι επι­νε­νοη­μέ­νοι, αλ­λά στους πά­ντες έμοια­ζαν παρ­μέ­νοι από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Κα­νείς ανα­γνώ­στης δεν θα απο­δε­χό­ταν ότι στον κό­σμο του θα μπο­ρού­σε να ζει, να συ­νω­στί­ζε­ται στα ίδια τραμ, να ανα­πνέ­ει τον ίδιον αέ­ρα, ένας άν­θρω­πος του οποί­ου ο βί­ος απο­δει­κνύ­ει με μα­θη­μα­τι­κή ακρί­βεια την ύπαρ­ξη μιας τά­ξης πραγ­μά­των στην οποία κα­νέ­νας πια δεν πι­στεύ­ει σή­με­ρα, ή την πι­στεύ­ει ακρι­βώς επει­δή εί­ναι πα­ρά­λο­γη. Αλί­μο­νο, όμως! — ο Ρου­λε­τί­στας δεν εί­ναι όνει­ρο, ού­τε η ψευ­δαί­σθη­ση ενός εγκε­φά­λου που πά­σχει από μα­λά­κυν­ση, ού­τε καν ένα άλ­λο­θι. Τώ­ρα που τον σκε­φτό­μαι, έχω την πε­ποί­θη­ση ότι γνώ­ρι­σα κι εγώ εκεί­νον τον ζη­τιά­νο στην άκρη της γέ­φυ­ρας, για τον οποί­ον έγρα­φε ο Ρίλ­κε πως γύ­ρω του πε­ρι­στρέ­φο­νται οι κό­σμοι.

Οπό­τε, αγα­πη­τέ Ού­τι, ο Ρου­λε­τί­στας υπήρ­ξε. Και η ρου­λέ­τα υπήρ­ξε. Δεν έχεις ακού­σει τί­πο­τα γι' αυ­τήν; Μα πες μου, τι άκου­σες για την Αγάρ­θα;[2] Εγώ έζη­σα τους απί­θα­νους εκεί­νους και­ρούς της ρου­λέ­τας, εί­δα να χά­νο­νται και να απο­κτώ­νται πε­ριου­σί­ες εν ρι­πή οφθαλ­μού, στο άγριο φως του μπα­ρου­τιού. Ούρ­λια­ξα κι εγώ στις μι­κρές, υπό­γειες αί­θου­σες και έκλα­ψα με δά­κρυα χα­ράς όταν κου­βα­λού­σαν έξω κά­ποιο πτώ­μα με σμπα­ρα­λια­σμέ­να μυα­λά. Γνώ­ρι­σα τους με­γι­στά­νες της ρου­λέ­τας, βιο­μη­χά­νους, γαιο­κτή­μο­νες, τρα­πε­ζί­τες που στοι­χη­μά­τι­ζαν εκεί­να τα απί­στευ­τα υπέ­ρο­γκα πο­σά. Για πά­νω από δέ­κα χρό­νια, η ρου­λέ­τα υπήρ­ξε το ψω­μί και το θέ­α­μα της ανέ­με­λης κό­λα­σής μας. Δεν ακού­στη­κε ού­τε ψί­θυ­ρος γι’ αυ­τό εδώ και σα­ρά­ντα χρό­νια; Ανα­λο­γί­σου πό­σες χι­λιε­τί­ες έχουν πε­ρά­σει από τα ελ­λη­νι­κά μυ­στή­ρια. Γνω­ρί­ζει κα­νείς ο,τι­δή­πο­τε, σή­με­ρα, για το τι ακρι­βώς συ­νέ­βαι­νε τό­τε σ’ εκεί­να τα άντρα; Το αί­μα ακο­λου­θεί πά­ντα η νε­κρι­κή σι­γή. Όλοι σιώ­πη­σαν, ή ίσως ο κά­θε γνώ­στης άφη­σε πί­σω του, με­τά θά­να­τον, κά­ποιες ανώ­φε­λες σε­λί­δες σαν κι αυ­τές εδώ, τις οποί­ες μό­νον ο θά­να­τος θα δια­τρέ­ξει με το σκε­λε­τω­μέ­νο δά­κτυ­λό του. Ο ατο­μι­κός θά­να­τος τού κα­θε­νός, ο μαύ­ρος, δί­δυ­μος αδελ­φός που γεν­νή­θη­κε μα­ζί του.
Ο άντρας για τον οποίο γρά­φω εδώ εί­χε ένα κοι­νό όνο­μα, που όμως κα­νείς δεν θυ­μό­ταν, για­τί σύ­ντο­μα τον εί­παν «ο Ρου­λε­τί­στας». Λέ­γο­ντας λοι­πόν «ο Ρου­λε­τί­στας» δεν μπο­ρού­σες να ανα­φερ­θείς πα­ρά μό­νο σ' αυ­τόν, αν και ρου­λε­τί­στες υπήρ­χαν αρ­κε­τοί. Τον θυ­μά­μαι χω­ρίς κα­μιά δυ­σκο­λία, πά­ντα συ­νο­φρυω­μέ­νο, μια τρι­γω­νι­κή φά­τσα πά­νω σε έναν κι­τρι­νω­πό, μα­κρύ και λε­πτό λαι­μό, το δέρ­μα του ξε­ρό, τα μαλ­λιά και το τρί­χω­μά του σχε­δόν άλι­κα. Μά­τια θλιμ­μέ­νου πι­θή­κου, ασύμ­με­τρα, νο­μί­ζω δια­φο­ρε­τι­κού με­γέ­θους. Άφη­νε μιαν εντύ­πω­ση ατι­με­λη­σί­ας, ελ­λι­πούς υγιει­νής. Το ίδιο με τα ρού­χα της δου­λειάς, όσο και με τα σμό­κιν που του φό­ρε­σαν με­τέ­πει­τα. Θεέ μου, τι πει­ρα­σμός να προ­σφύ­γω εδώ σε μία ελά­χι­στη δό­ση αγιο­γρα­φί­ας, να ρί­ξω στο πρό­σω­πό του ένα (ού­τως ει­πείν) «υπε­ρα­ριθ­μή­σι­μο» φως και να βά­λω λί­γη φλό­γα στα μά­τια του! Αλ­λά σφίγ­γω τα δό­ντια και κα­τα­πί­νω τα άθλια τού­τα τικ. Ο Ρου­λε­τί­στας εί­χε τη σκο­τει­νή φι­γού­ρα ενός χω­ριά­τη, κά­πως εύ­πο­ρου, με δό­ντια μι­σά από σί­δε­ρο και μι­σά από άν­θρα­κα. Από τό­τε που τον πρω­το­γνώ­ρι­σα και μέ­χρι που πέ­θα­νε (από πε­ρί­στρο­φο, όχι από σφαί­ρα) εί­χε την ίδια εμ­φά­νι­ση. Υπήρ­ξε ωστό­σο ο μό­νος θνη­τός στον οποίο δό­θη­κε το χά­ρι­σμα να αγνα­ντέ­ψει τον άπει­ρο μα­θη­μα­τι­κό Θεό και να ανα­με­τρη­θεί μα­ζί του.
Δεν έκα­να τί­πο­τα ιδιαί­τε­ρο για να αξιω­θώ να τον γνω­ρί­σω και να εί­μαι τώ­ρα σε θέ­ση να γρά­φω γι' αυ­τόν. Θα μπο­ρού­σα, έχο­ντας τη μορ­φή του και μό­νον μπρο­στά μου, να στή­σω ένα πε­λώ­ριο σκα­ρί, ένα πε­ρί­πλο­κο ικρί­ω­μα για την ανέ­γερ­ση ενός χάρ­τι­νου Πύρ­γου της Βα­βέλ, ενός Bildungsroman χι­λί­ων σε­λί­δων στο οποίο εγώ, δί­κην τα­πει­νού Σε­ρέ­νους Τσάι­τμπλομ, να κα­τα­γρά­ψω πυ­ρε­τω­δώς την προ­ο­δευ­τι­κή με­τα­μόρ­φω­ση του νέ­ου αυ­τού Αδρια­νού σε δαί­μο­να.[3] Και λοι­πόν; Ακό­μη και αν κα­τά­φερ­να, πράγ­μα πο­λύ απί­θα­νο, όσα δεν έχω κα­τα­φέ­ρει σε εξή­ντα χρό­νια κό­πων, δη­λα­δή ένα αρι­στούρ­γη­μα, και πά­λι διε­ρω­τώ­μαι: προς τι;... Για τον τε­λι­κό μου σκο­πό, το με­γά­λο στοί­χη­μα (μπρο­στά στο οποίο όλα τα αρι­στουρ­γή­μα­τα του κό­σμου δεν εί­ναι πα­ρά άμ­μος της κλε­ψύ­δρας και γύ­ρη στον αέ­ρα), τρεις αρά­δες φτά­νουν και πε­ρισ­σεύ­ουν, προ­κει­μέ­νου να πε­ρι­γρά­ψω τα στά­δια της υπο­τυ­πώ­δους ζω­ής ενός ψυ­χο­πα­θούς: το βί­αιο και μο­χθη­ρό παι­δί, να κομ­μα­τιά­ζει έντο­μα και να σκο­τώ­νει ωδι­κά που­λιά με πέ­τρες, πά­θια­σμέ­νο με το παι­χνί­δι με τις μπί­λιες ή το πέ­τα­λο, τον θυ­μά­μαι να χά­νει, να χά­νει μο­νί­μως λε­φτά, μπί­λιες, κου­μπιά κι έπει­τα να παί­ζει μα­νια­σμέ­να ξύ­λο με τους υπό­λοι­πους παί­κτες· τον έφη­βο με κρί­σεις επι­λη­πτι­κής μα­νί­ας και πα­ρά­φο­ρες ερω­τι­κές ορέ­ξεις, τον κα­τά­δι­κο για βια­σμούς και λη­στεί­ες. Νο­μί­ζω πως το μό­νο «κο­ντι­νό» πρό­σω­πο που εί­χε κα­θ’ όλη τη δαι­δα­λώ­δη αυ­τήν πε­ρί­ο­δο της ζω­ής του υπήρ­ξα εγώ, ίσως επει­δή εί­χα­με με­γα­λώ­σει μα­ζί, αφού οι γο­νείς μας ήταν γεί­το­νες. Πά­ντως, πο­τέ δεν με έδει­ρε και με έβλε­πε λι­γό­τε­ρο κα­χύ­πο­πτα απ’ ό,τι τους άλ­λους, όποιοι και να ήταν αυ­τοί. Με­ρι­κές φο­ρές, θυ­μά­μαι, πή­γα να τον δω στη φυ­λα­κή, όπου, στην πρά­σι­νη, πα­γω­μέ­νη αί­θου­σα επι­σκε­πτη­ρί­ων, δεν στα­μα­τού­σε να μου πα­ρα­πο­νιέ­ται, βρί­ζο­ντας χυ­δαία, για την γκα­ντε­μιά του στο πό­κερ – και μου ζη­τού­σε λε­φτά. Σχε­δόν έκλαι­γε από την τα­πεί­νω­ση να μέ­νει πά­ντα τα­πί, να μην εί­ναι πο­τέ ικα­νός να κερ­δί­σει έστω και μια παρ­τί­δα και να πά­ρει κι αυ­τός, μια στις τό­σες, τα λε­φτά των άλ­λων. Κα­θό­ταν εκεί, στο πρά­σι­νο σα­νί­δι, μια στα­λιά αν­θρω­πά­κι, με τα μά­τια κόκ­κι­να από επι­πε­φυ­κί­τι­δα.
Όχι, λοι­πόν, αδυ­να­τώ να μι­λή­σω γι' αυ­τόν σε ρε­α­λι­στι­κή γλώσ­σα. Πώς να πα­ρου­σιά­σεις ρε­α­λι­στι­κά μια ζω­ντα­νή αλ­λη­γο­ρία; Κά­θε τερ­τί­πι, τέ­χνα­σμα ή υφο­λο­γι­κός αυ­το­μα­τι­σμός, που θυ­μί­ζει έστω και ελά­χι­στα την τέ­χνη της πε­ζο­γρα­φί­ας, μου φέρ­νει κα­τά­θλι­ψη και αη­δία. Θα πω ακό­μη ότι, αφού βγή­κε από τη φυ­λα­κή, το 'ρι­ξε στο πιο­τό και, το πο­λύ μέ­σα σε ένα χρό­νο, ξέ­πε­σε φο­βε­ρά. Δεν εί­χε μό­νι­μη δου­λειά, και τα μό­να μέ­ρη όπου τον έβρι­σκες ανελ­λι­πώς ήταν σε κά­ποια κου­τού­κια της κα­κιάς ώρας, όπου, νο­μί­ζω, και κοι­μό­ταν. Τον έβλε­πες να πε­ρι­φέ­ρε­ται από τρα­πέ­ζι σε τρα­πέ­ζι, ντυ­μέ­νος σαν τυ­πι­κός μπε­κρού­λια­κας (χω­ρίς που­κά­μι­σο, με το στέρ­νο γυ­μνό κά­τω από το σα­κά­κι, τα πα­ντε­λό­νια του να κρέ­μο­νται χα­μη­λά) ζη­τια­νεύ­ο­ντας κα­μιά μπύ­ρα. Πα­ρα­κο­λού­θη­σα επα­νει­λημ­μέ­να τη σκλη­ρή και δια­σκε­δα­στι­κή συ­νά­μα πλά­κα που έσπα­γαν εις βά­ρος του, κά­θε το­σο, οι τα­κτι­κοί θα­μώ­νες του κα­πη­λειού: τον κα­λού­σαν στο τρα­πέ­ζι και του έλε­γαν ότι θα 'παιρ­νε την μπύ­ρα του εάν κα­τά­φερ­νε να τρα­βή­ξει το μα­κρύ σπίρ­το από τα δύο που έκρυ­βαν στο χέ­ρι τους. Κι έσκα­γαν στα γέ­λια όταν εκεί­νος έβγα­ζε πά­ντα το κο­ντό. Πο­τέ, μα πο­τέ, εί­μαι σί­γου­ρος, δεν «κέρ­δι­σε» τη μπύ­ρα μ’ αυ­τό τον τρό­πο.
Εκεί­νη πε­ρί­που την επο­χή δη­μο­σιεύ­τη­καν σε πε­ριο­δι­κά τα πρώ­τα δι­η­γή­μα­τά μου και, σε λί­γο, εκ­δό­θη­κε ο πρώ­τος μου τό­μος ιστο­ριών, που και σή­με­ρα μου φαί­νε­ται ό,τι κα­λύ­τε­ρο έχω φτιά­ξει στη ζωή μου. Τό­τε λοι­πόν, η κά­θε γραμ­μή που έγρα­φα με έκα­νε ευ­τυ­χι­σμέ­νο, ένιω­θα να αντα­γω­νί­ζο­μαι όχι τους λο­γο­τέ­χνες της δι­κιάς μου γε­νιάς αλ­λά τους με­γά­λους συγ­γρα­φείς του κό­σμου. Ει­σήλ­θα σι­γά-σι­γά στη συ­νεί­δη­ση του κοι­νού και των συ­να­δέλ­φων λο­γο­τε­χνών, έχω γνω­ρί­σει επαί­νους και σφο­δρές απορ­ρί­ψεις σε ίσες ανα­λο­γί­ες. Έκα­να τον πρώ­το μου γά­μο και, επι­τέ­λους, ένιω­σα πως ζού­σα. Αυ­τό, άλ­λω­στε, στά­θη­κε μοι­ραίο για μέ­να, για­τί το γρά­ψι­μο συ­νή­θως δεν συμ­βι­βά­ζε­ται με την ευ­μά­ρεια και την ευ­τυ­χία. Βε­βαί­ως, εί­χα πα­ντε­λώς ξε­χά­σει τον αλ­λο­τι­νό μου φί­λο, όταν σε ανύ­πο­πτο χρο­νο τον ξα­να­συ­νά­ντη­σα στο πιο απί­θα­νο, προ­κει­μέ­νου γι' αυ­τόν, μέ­ρος: ένα κε­ντρι­κό εστια­τό­ριο, με χα­μη­λό, σχε­δόν από­κο­σμο φω­τι­σμό, από πο­λυ­ε­λαί­ους δια­κο­σμη­μέ­νους με μι­κρά κρυ­στάλ­λι­να πρί­σμα­τα στα χρώ­μα­τα του ου­ρά­νιου τό­ξου. Κου­βε­ντιά­ζα­με ήσυ­χα με τη γυ­ναί­κα μου, χα­ζεύ­ο­ντας πό­τε-πό­τε την αί­θου­σα. Ξαφ­νι­κά, την προ­σο­χή μου τρά­βη­ξε μια πα­ρέα από αβα­ντα­δό­ρους που κα­θό­ντου­σαν σ' ένα τρα­πέ­ζι επι­δει­κτι­κά γε­μά­το εδέ­σμα­τα. Εν μέ­σω αυ­τών και στο επί­κε­ντρο της προ­σο­χής τους βρι­σκό­ταν εκεί­νος, με το μα­κρύ, ισχνό πρό­σω­πό του, παρ­δα­λά ντυ­μέ­νος, αλ­λά με το ίδιο αλή­τι­κο ύφος, και τα μά­τια βα­θου­λω­μέ­να και σβη­στά. Στρογ­γυ­λο­κα­θι­σμέ­νος στην κα­ρέ­κλα του, πα­ρα­κο­λου­θού­σε με ύφος βα­ριε­στη­μέ­νο το άξε­στο κέ­φι και την ακα­τά­σχε­τη πάρ­λα των άλ­λων. Ανέ­κα­θεν με απω­θού­σαν τα γυα­λι­στε­ρά μού­τρα και η άσε­μνη, πε­θα­με­να­τζί­δι­κη πε­ρι­βο­λή με την οποία τέ­τοιου εί­δους υπο­κεί­με­να προ­σπα­θούν να μπουν στο μά­τι των συ­ναν­θρώ­πων. Αλ­λά, εν­νο­εί­ται, με ξέ­νι­ζε κυ­ρί­ως η ανα­πά­ντε­χη βελ­τί­ω­ση της οι­κο­νο­μι­κής κα­τά­στα­σης του φί­λου μου. Πλη­σί­α­σα στο τρα­πέ­ζι τους και του έτει­να το χέ­ρι. Δεν ξέ­ρω αν χά­ρη­κε που με εί­δε, έμει­νε ανέκ­φρα­στος, αλ­λά μας κά­λε­σε να έλ­θου­με στην πα­ρέα τους και, κα­θώς κυ­λού­σε η βρα­διά και πέρ­να­γε η ώρα, ανά­με­σα στα πολ­λά κοι­νό­το­πα ως ηλί­θια που λε­γό­ντου­σαν, άρ­χι­σαν να ακού­γο­νται κά­τι μι­σό­λο­γα και αι­νιγ­μα­τι­κές κου­βέ­ντες που οι συν­δαι­τή­μο­νες πέ­τα­γαν ο ένας στον άλ­λον, πά­νω από το πα­ρα­φορ­τω­μέ­νο, μπα­ρόκ τρα­πέ­ζι, και στις οποί­ες εγώ δεν ήξε­ρα πώς να αντι­δρά­σω. Για αρ­κε­τές εβδο­μά­δες με­τά, με κυ­ρί­ευε η φρί­κη στη σκέ­ψη πως τό­τε εί­χα δια­κρί­νει αμυ­δρά, υπο­συ­νεί­δη­τα, μια προ­ο­πτι­κή που άνοι­γε προς έναν κό­σμο δια­φο­ρε­τι­κόν από το, κα­τά βά­θος αστι­κό –πα­ρά την κά­ποια επί­φα­ση Τέ­χνης που το χρω­μά­τι­ζε–, πε­ρι­βάλ­λον στο οποία ζού­σα. Επι­πλέ­ον, πολ­λές φο­ρές, στο δρό­μο ή και στο γρα­φείο μου, ένιω­θα να με πα­ρα­κο­λου­θούν, να με επο­πτεύ­ει ένα απροσ­διό­ρι­στο κλι­μά­κιο, που η λαν­θά­νου­σα πα­ρου­σία του έμοια­ζε με κα­πνό του δει­λι­νού. Σή­με­ρα ξέ­ρω με σι­γου­ριά ότι πράγ­μα­τι με υπέ­βαλ­λαν σε διε­ξο­δι­κούς ελέγ­χους, επει­δή εί­χα προ­τα­θεί για μύ­η­ση στην υπό­χθό­νια κoι­νω­νία της ρου­λέ­τας.

Aντρέα Μαντένια, «Ο Χριστός νεκρός», 1480 (Μιλάνο, Πινακοθήκη Μπρέρα)
Aντρέα Μαντένια, «Ο Χριστός νεκρός», 1480 (Μιλάνο, Πινακοθήκη Μπρέρα)

Εί­ναι φο­ρές που η ιδέα ότι, ίσως, δεν υπάρ­χει Θε­ός με γε­μί­ζει ευ­τυ­χία. Εκεί­νο που πριν από με­ρι­κά χρό­νια φά­ντα­ζε αι­μα­τη­ρός πα­ρά­δει­σος (και η τό­τε ζωή μου, σε πρά­σι­νη, συ­ντο­μευ­μέ­νη προ­ο­πτι­κή, έμοια­ζε στον Χρι­στό του Μα­ντέ­νια), τώ­ρα μου φαί­νε­ται μια κό­λα­ση που η λή­θη έχει μεν εξευ­με­νί­σει, πλην όμως πα­ρα­μέ­νει εξί­σου υπαρ­κτή, άρα φρι­κια­στι­κή. Για να με εν­θαρ­ρύ­νουν στην παρ­θε­νι­κή μου κά­θο­δο στα κα­τα­γώ­για της ρου­λέ­τας, μου έλε­γαν ότι το δύ­σκο­λο εί­ναι να αντέ­ξεις το πρώ­το παι­χνί­δι· κα­τό­πιν τού­του, η «σω­μα­τι­κή» πλευ­ρά του θε­ά­μα­τος όχι μό­νο δε σε απω­θεί πια, αλ­λά της βρί­σκεις κιό­λας κά­ποια γοη­τεία, τη γνή­σια, γλυ­κειά από­λαυ­ση του παι­χνι­διού. Σε όποιον εθι­στεί σ’ αυ­τήν, μου ’λε­γαν επί­σης, γί­νε­ται απα­ραί­τη­τη σαν το κρα­σί και σαν τη γυ­ναί­κα. Το πρώ­το βρά­δυ μου ’δε­σαν τα μά­τια και με πε­ριέ­φε­ραν πρώ­τα με το αυ­το­κί­νη­το στους δρό­μους της πό­λης, μέ­χρι που δεν ήξε­ρα πια ποιος ήμουν· πό­σο μάλ­λον το πού βρι­σκό­μουν. Κα­τό­πιν με έσυ­ραν από ατε­λεί­ω­τους, δαι­δα­λώ­δεις δια­δρό­μους, με­τά κα­τέ­βη­κα κά­τι σκα­λιά που έζε­χναν βρεγ­μέ­νη πέ­τρα και ψό­φια γά­τα. Από πά­νω, κα­τά δια­στή­μα­τα, ακού­γο­νταν θό­ρυ­βοι από τραμ. Όταν μου έλυ­σαν τα μά­τια, βρέ­θη­κα σε ένα κε­λά­ρι αμυ­δρά φω­τι­σμέ­νο με κε­ριά, όπου, κά­τω από τον το­ξοει­δή θό­λο, υπήρ­χαν σαρ­δε­λο­βά­ρε­λα αντί για τρα­πέ­ζια και μι­κρό­τε­ρα κι­βώ­τια ή κού­τσου­ρα από κομ­μέ­να δέ­ντρα αντί για κα­ρέ­κλες. Τα πά­ντα θυ­μί­ζαν τα­βέρ­να εξε­ζη­τη­μέ­να δια­κο­σμη­μέ­νη σε στυλ ρου­στίκ. Την εντύ­πω­ση αυ­τήν ενί­σχυαν και οι μπα­κι­ρέ­νιες κα­νά­τες και τα κύ­πελ­λα μπύ­ρας απ' όπου έπι­ναν, κοι­τώ­ντας εμέ­να και κου­βε­ντιά­ζο­ντας με­τα­ξύ τους, κά­που δέ­κα με δε­κα­πέ­ντε θα­μώ­νες, κα­λο­διά­θε­τοι και κα­λο­ντυ­μέ­νοι. Το χω­μα­τέ­νιο πά­τω­μα έβρα­ζε από με­γά­λες κα­τσα­ρί­δες κου­ζί­νας. Με­ρι­κές απ’ αυ­τές, μι­σο­λειω­μέ­νες από τις πα­τη­μα­σιές, κου­νού­σαν ακό­μη κά­ποια πό­δια και κα­μιά κε­ραία τους. Κά­θι­σα στο τρα­πέ­ζι όπου ήδη κα­θό­ταν ο κοκ­κι­νο­τρί­χης φί­λος μου. Τα στοι­χή­μα­τα εί­χαν ήδη γί­νει και ήταν γραμ­μέ­να με κι­μω­λία σε έναν μι­κρό μαυ­ρο­πί­να­κα· συ­μπέ­ρα­να λοι­πόν πως αυ­τή τη φο­ρά θα ήμουν απλά ένας θε­α­τής. Τα πο­σά ήταν με­γά­λα, με­γα­λύ­τε­ρα από ό,τι εί­χα δει πο­τέ να στοι­χη­μα­τί­ζουν σε τυ­χε­ρά παι­χνί­δια. Κά­πο­τε άρ­χι­σε να πέ­φτει το κέ­φι των με­τό­χων –έτσι λέ­γο­νταν, όπως έμα­θα αρ­γό­τε­ρα, όσοι στοι­χη­μά­τι­ζαν στο παι­χνί­δι– και το πιο­τό ξε­χά­στη­κε στα κύ­πελ­λα και στις κα­νά­τες, γε­μί­ζο­ντας σι­γά-σι­γά την ατμό­σφαι­ρα με τη ξι­νή μυ­ρω­διά του οι­νο­πνεύ­μα­τος και της ξε­θυ­μα­σμέ­νης μπύ­ρας. Τα βλέμ­μα­τα τον συν­δαι­τη­μό­νων έτρε­χαν κά­θε τό­σο προς τη στε­νή εί­σο­δο της αί­θου­σας. Με­τά από λί­γο η πόρ­τα άνοι­ξε και στο κε­λά­ρι μπή­κε ένα υπο­κεί­με­νο που έμοια­ζε πα­ρά πο­λύ στον παι­δι­κό μου φί­λο, την πε­ρί­ο­δο της χει­ρό­τε­ρης πα­ρακ­μής του. Φο­ρού­σε ένα σακ­κά­κι με ξυ­λω­μέ­νες τις τσέ­πες και, αντί για ζώ­νη, τα πα­ντε­λό­νια του ήταν δε­μέ­να με σπά­γκο. Για την όψη του, όση φαι­νό­ταν μέ­σα από τα ανά­κα­τα μαλ­λιά του, δεν μπο­ρού­σε να πει κα­νείς τί­πο­τα άλ­λο πα­ρά ότι ήταν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή φά­τσα μέ­θυ­σου. Τον έσπρω­χνε από πί­σω ο πά­τρο­νάς του –έτσι ονό­μα­ζαν αυ­τόν που προ­σλάμ­βα­νε τους ρου­λε­τί­στες– με ύφος μπάρ­μαν, ο οποί­ος κου­βα­λού­σε πα­ρα­μά­σχα­λα ένα ξύ­λι­νο, μι­κρό κι­βώ­τιο. Ο μπε­κρού­λια­κας ανέ­βη­κε σ' ένα τρα­πέ­ζι στο οποίο δεν εί­χα δώ­σει ση­μα­σία μέ­χρι εκεί­νη τη στιγ­μή, και έμει­νε εκεί κα­μπου­ρια­σμέ­νος, πι­θη­κί­ζο­ντας τρα­γε­λα­φι­κά τη στά­ση ενός ολυ­μπιο­νί­κη. Οι μέ­το­χοι τον κοί­τα­γαν κουρ­δι­σμέ­νοι κι έδει­χναν ο ένας στον άλ­λον κα­ποια λε­πτο­μέ­ρεια της εμ­φά­νι­σής του. Έναν απ’ αυ­τούς εί­δα να κά­νει δια­κρι­τι­κά το σταυ­ρό του. Ένας άλ­λος δά­γκω­νε με­τά μα­νί­ας τις πα­ρο­νυ­χί­δες του. Άλ­λος πά­λι κά­τι φώ­να­ζε στον πά­τρο­να. Αλ­λά ο θό­ρυ­βος κό­πα­σε σαν κομ­μέ­νος με μα­χαί­ρι όταν ο πά­τρο­νας άνοι­ξε το κι­βώ­τιο. Όλοι άπλω­σαν τους λαι­μούς τους, υπνω­τι­σμέ­νοι, προς το μι­κρό μαύ­ρο αντι­κεί­με­νο που έλα­μπε εκεί μέ­σα, θαρ­ρείς κε­ντη­μέ­νο με δια­μά­ντια. Ήταν ένα εξά­σφαι­ρο πε­ρί­στρο­φο, κα­λά γρα­σα­ρι­σμέ­νο. Ο πά­τρο­νας το πα­ρου­σί­α­σε στο κοι­νό με αρ­γές, σχε­δόν τε­λε­τουρ­γι­κές κι­νή­σεις, όπως ένας μά­γος του τσίρ­κου επι­δει­κνύ­ει τις άδειες πα­λά­μες του με τις οποί­ες πρό­κει­ται να κά­νει θαύ­μα­τα. Έπει­τα, με την πα­λά­μη του, έδω­σε μια κυ­κλι­κή ώθη­ση στον κύ­λιν­δρο του όπλου, που άρ­χι­σε να πε­ρι­στέ­φε­ται γύ­ρω από τον άξο­νά του, βγά­ζο­ντας έναν οξύ, θαρ­ρείς οδο­ντω­τόν ήχο, σαν γέ­λιο νά­νου. Άφη­σε το πε­ρί­στρο­φο και, από ένα χάρ­τι­νο κου­τά­κι, έβγα­λε ένα φυ­σίγ­γιο με χάλ­κι­νο κά­λυ­κα που γυά­λι­ζε, το οποίο ενε­χεί­ρι­σε στον πλη­σιέ­στε­ρο μέ­το­χο. Εκεί­νος το ήλεγ­ξε προ­σε­κτι­κά από όλες όλες τις πλευ­ρές, κού­νη­σε σύ­ντο­μα το κε­φά­λι του, σαν δυ­σα­ρε­στη­μέ­νος που δεν εί­χε βρει κα­μία πα­ρα­τυ­πία, και το πέ­ρα­σε στον δι­πλα­νό του. Το βλή­μα έκα­νε το γύ­ρο του δω­μα­τί­ου, αφή­νο­ντας ίχνη γρά­σου σε όλα τα δά­χτυ­λα. Το άγ­γι­ξα κι εγώ για λί­γο. Πε­ρί­με­να, δεν ξέ­ρω για­τί, να εί­ναι πα­γω­μέ­νο ή να καί­ει, αλ­λά ήταν χλια­ρό. Το φυ­σίγ­γιο επέ­στρε­ψε στον πά­τρο­να ο οποί­ος, με επι­δει­κτι­κό ύφος, το ει­σή­γα­γε σε μία από τις έξι θα­λά­μες του κυ­λίν­δρου. Με την πα­λά­μη του έβα­λε και πά­λι σε κί­νη­ση τό με­ταλ­λι­κό εξάρ­τη­μα, το οποίο πε­ρι­στρά­φη­κε για με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα με τον ίδιο οξύ ήχο τριγ­μού. Τε­λι­κά, με μια πα­ρά­ξε­νη υπό­κλι­ση, έβα­λε το στιλ­πνό όπλο στο χέ­ρι του άν­δρα που στε­κό­ταν επά­νω στο ξύ­λι­νο τρα­πέ­ζι. Γύ­ρω, η σι­γή έσπα­γε κόκ­κα­λα: δεν ακου­γό­ταν, το θυ­μά­μαι μέ­χρι σή­με­ρα, πα­ρά το θρόι­σμα των γι­γα­ντιαί­ων κα­τσα­ρί­δων και ο λε­πτός ήχος από τις κε­ραί­ες τους να τρί­βο­νται η μία με την άλ­λη· τό­τε λοι­πόν ο τύ­πος έφε­ρε το πε­ρί­στρο­φο στον κρό­τα­φό του. Λό­γω της φο­βε­ρής έντα­σης και του αδύ­να­μου φω­τός, τα μά­τια μου άρ­χι­σαν να κου­ρά­ζο­νται, με απο­τέ­λε­σμα, ξαφ­νι­κά, η σι­λου­έ­τα του ζη­τιά­νου με το πε­ρί­στρο­φο στον κρό­τα­φο να απο­συ­ντε­θεί σε με­ρι­κές φω­σφο­ρί­ζου­σες κί­τρι­νες και πρα­σι­νω­πές κη­λί­δες. Πί­σω του, το αστά­ρι του λευ­κού τοί­χου φά­νη­κε ανά­γλυ­φο με με­γά­λη ακρί­βεια: έβλε­πα κά­θε ρά­γι­σμα και κά­θε κου­κί­δα ασβέ­στη να προ­βάλ­λουν πα­χιά, όπως η επι­δερ­μί­δα στο πρό­σω­πο ενός γέ­ρου, αφή­νο­ντας μπλε ση­μά­δια στον τοί­χο. Αίφ­νης, στο κε­λά­ρι άρ­χι­σε να μυ­ρί­ζει έντο­να μό­σχο και ιδρώ­τα. Ο άντρας, όρ­θιος στο τρα­πέ­ζι, με τα μά­τια σφι­χτά και τα χεί­λη σου­φρω­μέ­να σαν να ένιω­θε μια απαί­σια γεύ­ση στο στό­μα, πί­ε­σε βί­αια τη σκαν­δά­λη.

Έπει­τα έσκα­σε ένα αφε­λές, σα­στι­σμέ­νο χα­μό­γε­λο. Το μι­κρό κλικ της σκαν­δά­λης ήταν ο μό­νος ήχος που εί­χε ακου­στεί. Κα­τέ­βη­κε από το τρα­πέ­ζι και κά­θι­σε, κα­τά­κο­πος, σε ένα κι­βώ­τιο. Ο πά­τρο­νας έτρε­ξε να τον αγκα­λιά­σει και σχε­δόν τον έρι­ξε χά­μω. Αντί­θε­τα, οι θε­α­τές, στην αί­θου­σα, άρ­χι­σαν να ουρ­λιά­ζουν έξαλ­λοι και να βρί­ζουν χυ­δαία. Ο πά­τρο­νας και ο ρου­λε­τί­στας του βγή­καν από τη στε­νή πόρ­τα, συ­νο­δε­μέ­νοι από άγρια γιου­χα­ΐ­σμα­τα, σαν κι αυ­τά που μπο­ρεί κα­νείς ν’ ακού­σει μό­νο σε αγώ­νες πυγ­μα­χί­ας.

Εντε­λώς τυ­χαία, ο πρώ­τος ρου­λε­τί­στας που εί­δα στη ζωή μου την εί­χε γλι­τώ­σει. Από τό­τε και για πολ­λά χρό­νια, πα­ρα­βρέ­θη­κα σε εκα­το­ντά­δες ρου­λέ­τες και συ­χνά ατέ­νι­σα μί­αν ει­κό­να που δεν πε­ρι­γρά­φε­ται: τον αν­θρώ­πι­νο εγκέ­φα­λο, τη μό­νη πραγ­μα­τι­κά θεϊ­κή ου­σία, τον αλ­χη­μι­κό χρυ­σό όπου τα πά­ντα υπάρ­χουν, σμπα­ρα­λι­σμέ­νο στους τοί­χους και στο πά­τω­μα, ανά­μι­κτο με θρίμ­μα­τα κρα­νί­ου. Φέ­ρε στο νου σου τις ταυ­ρο­μα­χί­ες ή τους μο­νο­μά­χους της αρ­χαιό­τη­τας και θα κα­τα­λά­βεις πώς το παι­χνί­δι αυ­τό σύ­ντο­μα με μπό­λια­σε και άλ­λα­ξε τη ζωή μου. Κα­τ’ αρ­χήν, η ρου­λέ­τα έχει βα­σι­κά τη γε­ω­με­τρι­κή απλό­τη­τα και τη δύ­να­μη του ιστού της αρά­χνης: ένας ρου­λε­τί­στας, ένας πά­τρο­νας, με­ρι­κοί μέ­το­χοι εί­ναι, όλα κι όλα, τα πρό­σω­πα του δρά­μα­τος. Δευ­τε­ρεύ­ο­ντες ρό­λους, κο­μπάρ­σων, παί­ζουν ο εκά­στο­τε ιδιο­κτή­της του κε­λα­ριού, ο αστυ­νο­μι­κός που πε­ρι­πο­λεί την πε­ριο­χή, οι αχθο­φό­ροι που προ­σλαμ­βά­νο­νται για να ξε­φορ­τω­θούν τα πτώ­μα­τα. Τα ανα­λό­γως μι­κρά πο­σά που επέν­δυε σ' αυ­τούς η ρου­λέ­τα φά­ντα­ζαν από τη δι­κή τους σκο­πιά σω­στές πε­ριου­σί­ες. O ρου­λε­τί­στας εί­ναι, φυ­σι­κά, το αστέ­ρι και ο λό­γος ύπαρ­ξης της ρου­λέ­τας. Κα­τά κα­νό­να, οι ρου­λε­τί­στες επι­λέ­γο­νταν από τις πο­λυ­πλη­θείς τά­ξεις των από­κλη­ρων που μο­νί­μως ανα­ζη­τού­σαν ένα κομ­μά­τι ψω­μί, σαν τ’ αδέ­σπο­τα σκυ­λιά, των μέ­θυ­σων, των κα­τά­δι­κων που μό­λις εί­χαν εκτί­σει την ποι­νή τους. Οποιοσ­δή­πο­τε, αρ­κεί να ήταν ζω­ντα­νός και δια­τε­θη­μέ­νος να παί­ξει την ψυ­χή του κο­ρώ­να-γράμ­μα­τα για πολ­λά, πολ­λά λε­φτά (αλ­λά, υπό πα­ρό­μοιες συν­θή­κες, τι σή­μαι­ναν πια τα λε­φτά;) μπο­ρού­σε να γί­νει ρου­λε­τί­στας. Ήταν επί­σης προ­τι­μό­τε­ρο να μην έχει κα­νε­νός εί­δους κοι­νω­νι­κούς δε­σμούς: οι­κο­γέ­νεια, ερ­γα­σία, στε­νούς φί­λους.

Κα­τά κα­νό­να, οι πι­θα­νό­τη­τες να γλι­τώ­σει ο παί­κτης εί­ναι πέ­ντε στις έξι. Παίρ­νει συ­νή­θως πε­ρί­που το 10% των ει­σπρά­ξε­ων του πά­τρο­να. Ο τε­λευ­ταί­ος πρέ­πει όμως να δια­θέ­τει σε­βα­στά απο­θέ­μα­τα για­τί, αν ο ρου­λε­τί­στας του σκο­τω­θεί, οφεί­λει να πλη­ρώ­σει τα στοι­χή­μα­τα όλων των με­τό­χων που πό­ντα­ραν ενα­ντί­ον του. Οι μέ­το­χοι, με τη σει­ρά τους, έχουν μία πι­θα­νό­τη­τα στις έξι να κερ­δί­σουν, πλην όμως, σε πε­ρί­πτω­ση θα­νά­του τού ρου­λε­τί­στα, μπο­ρούν να διεκ­δι­κή­σουν το δε­κα­πλά­σιο του στοι­χή­μα­τος, ή ακό­μη και το ει­κο­σα­πλά­σιο, ανά­λο­γα με την προ­συ­νεν­νό­η­ση του κα­θε­νός με τον κά­θε πά­τρο­να. Αλ­λά ο ρου­λε­τί­στας δεν εί­χε τις πέ­ντε στις έξι πι­θα­νό­τη­τες να γλι­τώ­σει πα­ρά μό­νο στο πρώ­το παι­χνί­δι. Στα­τι­στι­κά, αν έφερ­νε ακό­μη μια φο­ρά το πι­στό­λι στον κρό­τα­φό του, οι πι­θα­νό­τη­τές μειώ­νο­νταν. Στην έκτη δο­κι­μή ήταν μη­δε­νι­κές. Βα­σι­κά, μέ­χρι που ο πα­λιός μου φί­λος ει­σήλ­θε στον κύ­κλο της ρου­λέ­τας και έγι­νε ο Ρου­λε­τί­στας με Ρω κε­φα­λαίο, δεν εί­χαν κα­τα­γρα­φεί πε­ρι­πτώ­σεις που επι­βί­ω­σαν, ού­τε καν με­τά από τέσ­σε­ρα παι­χνί­δια. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ρου­λε­τί­στες ήταν, βε­βαί­ως, πε­ρι­στα­σια­κοί, και επ’ ου­δε­νί λό­γω δεν επρό­κει­το να επα­να­λά­βουν την τρο­με­ρή αυ­τή εμπει­ρία. Μό­νο με­ρι­κούς τους δε­λέ­α­ζε η προ­ο­πτι­κή του με­γά­λου κέρ­δους· συ­νή­θως το έκα­ναν για να μπο­ρέ­σουν κα­τό­πιν να προ­σλά­βουν οι ίδιοι κα­νέ­ναν ρου­λε­τί­στα και να γί­νουν πά­τρο­νες, κά­τι που γι­νό­ταν εφι­κτό ακό­μη και με­τά το δεύ­τε­ρο παι­χνί­δι.

Ακριβώς το χειμώνα εκείνης της χρονιάς ανακοίνωσε μέσω του αλάνθαστου, ασφαλούς και ταχέως συστήματος πληροφόρησης της κοινωνίας της ρουλέτας ότι θα οργάνωνε μια ειδική εμφάνιση, τη βραδιά των Χριστουγέννων, όπου το περίστροφο θα είχε στον κύλινδρό του δύο σφαίρες αντί για μία.

Δεν έχει νό­η­μα να συ­νε­χί­σω εδώ την πε­ρι­γρα­φή του παι­χνι­διού. Ήταν ανό­η­το και ελ­κυ­στι­κό όπως κά­θε τυ­χε­ρό παι­χνί­δι, αλ­λά, η αλή­θεια να λέ­γε­ται, εί­χε την αί­γλη του αί­μα­τος που κο­λα­κεύ­ει την πο­τα­πό­τη­τά μας. Επι­στρέ­φω σ' αυ­τόν που κα­τάρ­γη­σε το παι­χνί­δι, παί­ζο­ντάς το στην εντέ­λεια. Λέ­ει ο θρύ­λος (που ακου­γό­ταν τό­τε σε όλες τις τα­βέρ­νες της πό­λης), πως δεν τον εί­χε «ψω­νί­σει» κα­νέ­νας πά­τρο­νας, αλ­λά έμα­θε ο ίδιος για την ύπαρ­ξη της ρου­λέ­τας και πή­γε μό­νος του να που­λη­θεί. Υπο­θέ­τω πως ο πά­τρο­νας που τον προ­σέ­λα­βε χά­ρη­κε πο­λύ να βρει τό­σο εύ­κο­λα έναν ρου­λε­τί­στα, διό­τι συ­νή­θως κά­τι τέ­τοιο απαι­τού­σε μα­κρο­χρό­νιες και βα­ρε­τές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις, ενο­χλη­τι­κά πα­ζα­ρέ­μα­τα με εκεί­νους που έβγα­ζαν την ψυ­χή τους στο σφυ­ρί. Στην αρ­χή ο κά­θε αλή­της ζη­τού­σε τον ου­ρα­νό με τ’ άστρα, και ήθε­λε με­γά­λη δε­ξιό­τη­τα για να τον πεί­σεις ότι η ζωή και το αί­μα του δεν άξι­ζαν ολά­κε­ρο το σύ­μπαν, αλ­λά μό­νο έναν ορι­σμέ­νο αριθ­μό χαρ­το­νο­μι­σμά­των, συ­νάρ­τη­ση της ζή­τη­σης στην αγο­ρά. Ένας ρου­λε­τί­στας που δεν ήταν ανά­γκη να του απο­δεί­ξεις πως, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ήταν ένα τί­πο­τα και τον οποίο δεν έπρε­πε να τον απει­λή­σεις με την αστυ­νο­μία ήταν ένα ανα­πά­ντε­χο τυ­χε­ρό, ει­δι­κά όταν δε­χό­ταν με την πρώ­τη και ασυ­ζη­τη­τί, το πο­σό που, με μι­σή φω­νή και ρί­χνο­ντας πλά­γιες μα­τιές, του πρό­τει­νε ο πά­τρο­νας. Για τα πρώ­τα παι­χνί­δια στα οποία συμ­με­τεί­χε ο φί­λος μου δεν μπό­ρε­σα να μά­θω πολ­λά πράγ­μα­τα. Την πρώ­τη και τη δεύ­τε­ρη φο­ρά που βγή­κε σώ­ος και αβλα­βής, ίσως και την τρί­τη, φα­ντά­ζο­μαι πως μό­λις που τον πρό­σε­ξαν οι μέ­το­χοι. Το πο­λύ-πο­λύ, θε­ω­ρή­θη­κε ένας τυ­χε­ρός ρου­λε­τί­στας. Αλ­λά με­τά την τέ­ταρ­τη και την πέμ­πτη ρου­λέ­τα ήδη εί­χε γί­νει σπου­δαία φυ­σιο­γνω­μία του παι­χνι­διού, βα­σι­κά ένας πραγ­μα­τι­κός μύ­θος που θα με­γά­λω­νε αφά­ντα­στα τα επό­με­να χρό­νια. Σε μία διε­τία, δη­λα­δή μέ­χρι τη συ­νά­ντη­σή μας στο εστια­τό­ριο, ο Ρου­λε­τί­στας εί­χε ση­μα­δέ­ψει οκτώ φο­ρές τον κρό­τα­φό του, στα διά­φο­ρα άντρα που σχη­μα­τί­ζουν έναν βρώ­μι­κο λα­βύ­ριν­θο κά­τω από τα θε­μέ­λια της πό­λης μας. Κά­θε φο­ρά, μου δι­η­γή­θη­καν (και αρ­γό­τε­ρα μπό­ρε­σα να το δια­πι­στώ­σω ιδί­οις όμ­μα­σι), η βα­σα­νι­σμέ­νη όψη του, σχε­δόν χω­ρίς το μέ­τω­πο, εί­χε μί­αν έκ­φρα­ση αφό­ρη­του, ζω­ώ­δους φό­βου, που ήταν αδύ­να­το να αντέ­ξει κα­νείς ακό­μη και τη θέα της. Φαί­νε­ται πως ήταν αυ­τός ακρι­βώς ο φό­βος που εξη­μέ­ρω­νε πά­ντα τη μοί­ρα του και τον βοη­θού­σε να γλυ­τώ­σει. Η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή του έντα­ση έφτα­νε στο ζε­νίθ τη στιγ­μή που τρα­βού­σε σπα­σμω­δι­κά τη σκαν­δά­λη, με τα μά­τια κλει­στά και μια γκρι­μά­τσα ζω­γρα­φι­σμέ­νη στο πρό­σω­πό του. Ακου­γό­ταν το μι­κρό κλικ και, με­τά, το σώ­μα του σω­ρια­ζό­ταν απα­λά στο πά­τω­μα, λυ­πό­θυ­μο αλ­λά αλώ­βη­το. Για λί­γες μέ­ρες δεν ση­κω­νό­ταν από το κρε­βά­τι, τε­λεί­ως εξα­ντλη­μέ­νος, αλ­λά σύ­ντο­μα συ­νερ­χό­ταν και συ­νέ­χι­ζε τη ζωή του, με­τα­ξύ κα­μπα­ρέ και πορ­νεί­ων. Όσο και να προ­σπα­θού­σε, αφού η φα­ντα­σία του ήταν πε­ριο­ρι­σμέ­νη, δεν κα­τά­φερ­νε να ξο­δέ­ψει όσα κέρ­δι­ζε, και έτσι γι­νό­ταν όλο και πλου­σιό­τε­ρος. Προ πολ­λού δεν εί­χε πια ανά­γκη να κη­δε­μο­νεύ­ε­ται από κά­ποιον πά­τρο­να, και έτσι έγι­νε κη­δε­μό­νας του εαυ­τού του.
Για­τί όμως εξα­κο­λου­θού­σε να ρι­σκά­ρει τη ζωή του στη ρου­λέ­τα; Μυ­στή­ριο. Η μό­νη εξή­γη­ση που χω­ρού­σε εδώ, αλ­λά ένας Θε­ός ξέ­ρει κα­τά πό­σον αλή­θευε, δεν μπο­ρού­σε να εί­ναι πα­ρά ότι το έκα­νε για κά­ποιου εί­δους δό­ξας, όπως ένας αθλη­τής προ­σπα­θεί σε κά­θε αγώ­να να ξε­πε­ρά­σει τις προη­γού­με­νες επι­δό­σεις του. Αν έτσι εί­χαν τα πράγ­μα­τα, αυ­τό σή­μαι­νε κά­τι εντε­λώς πρω­το­φα­νές, αφού η ρου­λέ­τα πά­ντα παι­ζό­ταν για τα χρή­μα­τα. Σε ποια­νού το μυα­λό θα γεν­νιό­ταν η ιδέα να γί­νει ένα εί­δος πα­γκό­σμιου πρω­τα­θλη­τή επι­βί­ω­σης; Το γε­γο­νός εί­ναι ότι ο ρου­λε­τί­στας, για την ώρα, κα­τά­φερ­νε να δια­τη­ρή­σει τον τρε­λό αυ­τόν ρυθ­μό του δι­κού του αγώ­να δρό­μου, με έναν και μό­νον αντα­γω­νι­στή: το θά­να­το. Και ακρι­βώς όταν η πα­ρά­νο­μη αυ­τή κούρ­σα πλη­σί­α­ζε, θαρ­ρείς, το αδιέ­ξο­δο της μο­νο­το­νί­ας (όσοι έρ­χο­νταν να πα­ρα­κο­λου­θή­σουν τις ρου­λέ­τες του φί­λου μου το έκα­ναν μό­νο και μό­νο για να τον δουν επι­τέ­λους να τα τι­νά­ζει, όχι πια για στοι­χή­μα­τα, επει­δή εί­χαν την, όλο και πιο ρι­ζω­μέ­νη αί­σθη­ση πως έπαι­ζαν ενα­ντί­ον του δια­βό­λου), ο Ρου­λε­τί­στας προ­έ­βη στην πρώ­τη προ­κλη­τι­κή χει­ρο­νο­μία, η οποία ου­σια­στι­κά κα­τήρ­γη­σε τη ρου­λέ­τα, αναι­ρώ­ντας κά­θε πι­θα­νό­τη­τα αντα­γω­νι­σμού, εκτός της ανα­μέ­τρη­σής του με όλα όσα υπερ­βαί­νουν την πε­νι­χρή υπό­στα­σή μας ως αν­θρω­πί­νων όντων. Ακρι­βώς το χει­μώ­να εκεί­νης της χρο­νιάς ανα­κοί­νω­σε μέ­σω του αλάν­θα­στου, ασφα­λούς και τα­χέ­ως συ­στή­μα­τος πλη­ρο­φό­ρη­σης της κοι­νω­νί­ας της ρου­λέ­τας ότι θα ορ­γά­νω­νε μια ει­δι­κή εμ­φά­νι­ση, τη βρα­διά των Χρι­στου­γέν­νων, όπου το πε­ρί­στρο­φο θα εί­χε στον κύ­λιν­δρό του δύο σφαί­ρες αντί για μία.
Οι πι­θα­νό­τη­τες επι­βί­ω­σης ήταν τώ­ρα μό­νο τρεις προς μία, χω­ρίς να υπο­λο­γί­σου­με την προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­σή τους με την κά­θε επα­να­νά­λη­ψη του παι­χνι­διού. Πολ­λοί γνώ­στες, ακό­μη και με­τά το θά­να­το του Ρου­λε­τί­στα, θε­ω­ρού­σαν πως εκεί­νη η χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη ρου­λέ­τα υπήρ­ξε, βα­σι­κά, η αρι­στο­τε­χνι­κή κί­νη­σή του, και ότι οι υπό­λοι­πες, εν συ­νε­χεία, αν και θε­α­μα­τι­κό­τε­ρες, δεν ήταν πα­ρά μό­νο τα επα­κό­λου­θά της.
Ήμουν κι εγώ πα­ρών στη ρου­λέ­τα των Χρι­στου­γέν­νων. Η υπό­γεια αί­θου­σα ανή­κε σε ένα ερ­γο­στά­σιο μπρά­ντυ και δια­τη­ρού­σε τη χη­μι­κή μυ­ρω­διά του κα­κού πο­τού. Αν και με­γα­λύ­τε­ρη από κά­θε άλ­λη που εί­χα δει μέ­χρι τό­τε, εκεί­νη τη βρα­διά ήταν ασφι­κτι­κά γε­μά­τη. Όπου και να κοι­τού­σες, έβλε­πες όλο γνώ­ρι­μα πρό­σω­πα, αξιω­μα­τι­κούς και ζω­γρά­φους, με­ρι­κούς πα­πά­δες με γέ­νια, βιο­μη­χά­νους και κο­σμι­κές κυ­ρί­ες, όλοι τους υπε­ρε­ρε­θι­σμέ­νοι από την απροσ­δό­κη­τη και­νο­το­μία στο παι­χνί­δι της ρου­λέ­τας. Ο πί­να­κας στον οποίο δύο νέ­οι με που­κά­μι­σα έγρα­φαν τα πο­σά των στοι­χη­μά­των, κα­τα­λάμ­βα­νε ολό­κλη­ρο τον τοί­χο πί­σω από το κι­βώ­τιο όπου επρό­κει­το να στα­θεί ο Ρου­λε­τί­στας. Εκεί­νος εμ­φα­νί­στη­κε με­τά από λί­γη ώρα, με­τά βί­ας ορα­τός μέ­σα από τον μπλε κα­πνό που γέ­μι­ζε το άντρο. Ανέ­βη­κε επά­νω στο κι­βώ­τιο και με­τά από όλο το τε­λε­τουρ­γι­κό επι­θε­ω­ρή­σε­ως του όπλου και των φυ­σιγ­γί­ων, το οποίο κρά­τη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε άλ­λη φο­ρά, επει­δή κα­νείς δεν ήθε­λε να στε­ρη­θεί την σχε­δόν ηδο­νι­κή από­λαυ­ση να χαϊ­δέ­ψει την κάν­νη του πε­ρι­στρό­φου, πή­ρε το όπλο, έρι­ξε τα δύο φυ­σίγ­για, στην τύ­χη, μέ­σα στις θα­λά­μες του κυ­λίν­δρου, το οποίο έβα­λε σε κυ­κλι­κή κί­νη­ση με την πα­λά­μη του. Το οξύ οδο­ντω­τό γε­λά­κι ήχη­σε και πά­λι στην νε­κρι­κή σι­γή της αί­θου­σας, αλ­λά, όπως πά­ντα, κα­μιά έκρη­ξη δεν την τά­ρα­ξε και κα­νέ­να αι­μά­τι­νο λου­λού­δι δεν απλώ­θη­κε στους ασβε­στω­μέ­νους τοί­χους. Ο Ρου­λε­τί­στας σω­ριά­στη­κε από το κι­βώ­τιό του στις αγκα­λιές των θε­α­τών της πρώ­της σει­ράς, γκρε­μί­ζο­ντας τα αυ­το­σχέ­δια τρα­πε­ζά­κια γε­μά­τα πο­τή­ρια και σω­ρούς από νο­μί­σμα­τα. Έκλα­ψα τό­τε σαν μι­κρό παι­δί, με δά­κρυα συ­γκί­νη­σης και από­γνω­σης, για­τί εί­χα στοι­χη­μα­τί­σει ένα υπέ­ρο­γκο για μέ­να πο­σό και το έχα­σα, όπως έχα­σαν όλοι όσοι πεί­σμω­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρο όσο πιο προ­φα­νής φαι­νό­ταν η τε­ρα­τώ­δης τύ­χη του Ρου­λε­τί­στα. Βγή­κα­με, όπως πά­ντα, σε μι­κρές ομά­δες από το υπό­γειο άντρο και, πα­ρ’ο­τι ήταν νύ­χτα, πα­ρ’ όλη την ηρε­μία της από­μα­κρης εκεί­νης συ­νοι­κί­ας, νιώ­θα­με κα­θ' οδόν να μας πα­ρα­κο­λου­θεί αδιά­κο­πα ένα απροσ­διό­ρι­στο βλέμ­μα, θαρ­ρείς δια­λυ­μέ­νο στην πε­ριρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα, στον εκ­θαμ­φω­τι­κό φθο­ρι­σμό του χιο­νιού που εί­χε στρω­θεί πα­ντού, στις δια­κο­σμη­μέ­νες με μι­κρά έλα­τα και αση­μέ­νια χάρ­τι­να αστε­ρά­κια, βι­τρί­νες των κα­τα­στη­μά­των, στους αραιούς πε­ρα­στι­κούς φορ­τω­μέ­νους με πα­κέ­τα και στα παι­διά με τα χο­ντρά παλ­του­δά­κια τους και τα μάλ­λι­να κα­σκόλ να τους σκε­πά­ζουν τη μύ­τη και το στό­μα. Κά­ποια γυ­ναί­κα με ρο­δο­κόκ­κι­να μά­γου­λα από το υγρό κρύο, ρι­γώ­ντας μέ­σα στο γού­νι­νο παλ­τό της, έσερ­νε το συ­νο­δό ή το σύ­ζυ­γό της μπρο­στά στις προ­θή­κες με μπό­τες και εσάρ­πες που έρι­χναν στα πρό­σω­πά τους σκιές τυρ­κουάζ, μπλε και μωβ. Ο δρό­μος για το σπί­τι μου περ­νού­σε έξω από έναν παι­δό­το­πο, όπου ένα πλή­θος από πι­τσι­ρι­κά­δες, πι­πι­λί­ζο­ντας γλει­φι­τζού­ρια συ­νω­στί­ζο­νταν μπρο­στά στα πε­ρί­πτε­ρα όπου που­λού­σαν λε­μο­νά­δα και πα­ντε­σπά­νι. Ένας μπα­μπάς, χο­ντρά ντυ­μέ­νος, που τρα­βού­σε πί­σω του το έλ­κη­θρο με το κο­ρι­τσά­κι του, μου έκλει­σε το μά­τι. Ήταν ένας πά­τρο­νας που τον εί­χα γνω­ρί­σει σε κά­ποια άλ­λη ρου­λέ­τα. Ξαφ­νι­κά ένιω­σα απαί­σια.

Ο ρουλετίστας

Φυ­σι­κά, κά­θε τό­σο ορ­κι­ζό­μουν να ξε­κό­ψω από το παι­χνί­δι. Αλ­λά εκεί­νη την επο­χή εξέ­δι­δα δύο-τρία βι­βλία το χρό­νο, εί­χα το εί­δος επι­τυ­χί­ας που προ­μη­νύ­ει μια με­γά­λη σιω­πή κι έπει­τα τη λή­θη. Με κά­θε και­νού­ριο βι­βλίο μου ορ­θο­πο­δού­σα οι­κο­νο­μι­κά από τη χα­σού­ρα στην τε­λευ­ταία ρου­λέ­τα και τρύ­πω­να ξα­νά στο υπέ­δα­φος, εκεί όπου φαί­νε­ται να μας τρα­βά­ει ενό­σω ζού­με μια προ­αί­σθη­ση της σάρ­κας και του σκε­λε­τού μας. Αυ­τό που με ξε­νί­ζει σή­με­ρα εί­ναι το «ιδε­ώ­δες», «τρυ­φε­ρό» πε­ριε­χό­με­νο των εν λό­γω βι­βλί­ων, η εμε­τι­κή αλά Ντ' Ανούν­τσιο[4] ωραιο­πά­θεια που καλ­λιερ­γού­σα εκεί­νη την επο­χή. Ευ­γε­νι­κές σκέ­ψεις, πρι­γκι­πι­κές χει­ρο­νο­μί­ες, με­τα­ξω­τές δα­ντέ­λες, αφρώ­δη ευ­φυο­λο­γή­μα­τα και ένας σο­φός, πα­ντο­γνώ­στης αφη­γη­τής, που με την ανού­σια ου­σία των ιστο­ριών του έκα­νε χί­λια λε­πτε­πί­λε­πτα τερ­τί­πια. Με την επά­νο­δό μου στη συ­νω­μο­σία της ρου­λέ­τας, ήταν αδύ­να­το να απο­φύ­γω οι ει­δή­σεις για τους νέ­ους κα­νό­νες του παι­χνι­διού που εί­χε επι­βάλ­λει σιω­πη­ρώς με τη συ­ντρι­πτι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τά του, ο Ρου­λε­τί­στας, να με χτυ­πά­νε, σαν κύ­μα ολο­έ­να και πιο καυ­τό. Αφού επα­νέ­λα­βε για άλ­λες δύο φο­ρές τη ρου­λέ­τα με τις δύο σφαί­ρες, εί­χε γί­νει τό­σο πλού­σιος και με τό­ση πα­ρου­σία σε δε­κά­δες βιο­μη­χα­νί­ες της χώ­ρας όπου εί­χε με­το­χές, ώστε η ιδέα της ρου­λέ­τας ως κοι­νής επι­χεί­ρη­σης, ως τρό­που βιο­πο­ρι­σμού ή και ως πη­γής πλού­του να φα­ντά­ζει πια πα­ρά­λο­γη. Έμοια­ζε πια κα­κό­γου­στο να διορ­γα­νώ­σει κα­νείς ρου­λέ­τες όπου ένας φτω­χο­διά­βο­λος, ένας αλή­της να ση­μα­δεύ­ει με το πε­ρί­στρο­φο τον κρό­τα­φό του. Πά­τρο­νες και μέ­το­χοι δεν υπήρ­χαν πια και ο Ρου­λε­τί­στας εί­χε μεί­νει ο μό­νος που κα­τά και­ρούς συ­γκα­λού­σε ακό­μη κα­νέ­να παι­χνί­δι. Αλ­λά όλα εί­χαν γί­νει πια υπερ­θέ­α­μα, όπου αντί για στοι­χή­μα­τα έκο­βαν ει­σι­τή­ρια στην εί­σο­δο, και που εί­χαν έναν και μό­νον πρω­τα­γω­νι­στή ο οποί­ος, δί­κην μο­νο­μά­χου στον στί­βο, ανα­με­τριό­ταν κα­τά δια­στή­μα­τα με το πε­πρω­μέ­νο. Οι αί­θου­σες που νοί­κια­ζαν επί τού­τω ήταν όλο και πιο ευ­ρύ­χω­ρες. Η πα­ρά­δο­ση της πο­ντι­κό­τρυ­πας, της μυ­ρω­διάς από αί­μα και κό­πρα­να, του ημί­φω­τος αλά Ρέ­μπραντ εί­χε πε­ριέλ­θει σε λή­θη. Στα υπό­γεια υπήρ­χαν τώ­ρα βα­ριά με­τά­ξια με ανταύ­γειες, κρυ­στάλ­λι­νες κού­πες σε τρα­πέ­ζια με τρα­πε­ζο­μά­ντη­λα από ολ­λαν­δι­κή δα­ντέ­λα, έπι­πλα σκα­λι­στά με φυ­τι­κά μο­τί­βα και πο­λυ­ε­λαί­ους με εκα­το­ντά­δες πρι­σμα­τά­κια από χα­λα­ζία. Αντί για την αλ­λο­τι­νή φτη­νή μπύ­ρα, τώ­ρα σέρ­βι­ραν ακρι­βά πο­τά σε φιά­λες με πε­ρί­ερ­γα σχή­μα­τα. Γυ­ναί­κες με βρα­δι­νές τουα­λέ­τες έφτα­ναν συ­νο­δευό­με­νες στα τρα­πέ­ζια κι έρι­χναν πε­ρί­ερ­γες μα­τιές προς την εξέ­δρα, όπου για την ώρα έπαι­ζε μια ορ­χή­στρα, με επί­χρυ­σα χω­νιά τρο­μπέ­τας, κα­μπυ­λω­τούς λαι­μούς σα­ξο­φώ­νων και χα­ρι­τω­μέ­νες, αει­κί­νη­τες ρά­βδους από τρο­μπό­νια να εξέ­χουν προς κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. Νο­μί­ζω πως έτσι έδει­χνε και η αί­θου­σα όπου ο Ρου­λε­τί­στας έπαι­ξε για πρώ­τη φο­ρά με τρεις σφαί­ρες στο πε­ρί­στρο­φο. Τώ­ρα εί­χε ακρι­βώς τις ίδιες πι­θα­νό­τη­τες να επι­βιώ­σει όσες και το πα­ρα­νοϊ­κό αυ­τό παι­χνί­δι να εί­ναι το τε­λευ­ταίο του. Επει­δή ο και­νού­ριος διά­κο­σμος με την επι­δει­κτι­κή χλι­δή του δεν ήταν πα­ρά η χρυ­σα­λί­δα που πε­ριέ­βαλ­λε το φο­βε­ρό έντο­μο της ρου­λέ­τας, και αυ­τό δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να αυ­ξή­σει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τον ερε­θι­σμο του κοι­νού στην οσμή του θα­νά­του. Όλα εξα­κο­λου­θού­σαν να εί­ναι αλη­θέ­στα­τα. Ναι μεν ο Ρου­λε­τί­στας έβα­ζε τώ­ρα μπρι­για­ντί­νη στα μαλ­λιά του και φο­ρού­σε σμό­κιν και τα φαρ­διά πα­ντε­λό­νια της μό­δας, αλ­λά το πε­ρί­στρο­φο ήταν πραγ­μα­τι­κό και πραγ­μα­τι­κές οι σφαί­ρες, ενώ η πι­θα­νό­τη­τα του δια­κα­ώς ανε­με­νο­μέ­νου «ατυ­χή­μα­τος», υψη­λό­τε­ρη από πο­τέ. Το όπλο πε­ρά­σε και πά­λι απ' όλα τα χέ­ρια, αφή­νο­ντας στα δά­χτυ­λα μια ελα­φρά μυ­ρω­διά γρά­σου. Στην αί­θου­σα, ού­τε η πιο ευαί­σθη­τη κυ­ρία δεν έκρυ­βε τα μά­τια της, και στη βιο­λε­τιά λάμ­ψη τους διά­βα­ζε κα­νείς την διε­στραμ­μέ­νη επι­θυ­μία για θέ­α­ση αυ­τού που με­ρι­κές μό­νον εξ ακο­ής γνώ­ρι­ζαν σχε­τι­κά με το παι­χνί­δι της ρου­λέ­τας: να δουν, δη­λα­δή, το κρα­νίο να σκά­ει σαν τσό­φλι αυ­γού και το, απροσ­διο­ρί­στου φύ­σε­ως, εγκε­φα­λι­κό υγρό να πε­τιέ­ται λε­κιά­ζο­ντας τους πο­δό­γυ­ρους των φο­ρε­μά­των τους. Άλ­λω­στε πά­ντα με συ­νε­κλό­νι­ζε ο πό­θος των γυ­ναι­κών να αγ­γί­ξουν το θά­να­το, η ακα­τα­μά­χη­τη γοη­τεία που ασκούν επά­νω τους οι, σχε­δόν με­τα­φυ­σι­κά μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νοι άν­δρες. Aπό κει πρέ­πει να πή­γα­ζε η απί­στευ­τη πέ­ρα­ση που εί­χε στις γυ­ναί­κες ο ηλί­θιος και ζα­ρω­μέ­νος εκεί­νος χι­μπα­τζής, που με­ρι­κές φο­ρές έπαι­ζε τη ζωή του στα ζά­ρια. Πι­στεύω πως πο­τέ άλ­λο­τε οι γυ­ναί­κες εκεί­νες δε θα έκα­ναν πιο άγριο σεξ πα­ρά τό­τε που, έχο­ντας πα­ρα­στεί στο θά­να­τό του, θα γυρ­νού­σαν σπί­τια τους με τους εκά­στο­τε ερα­στές και θα πέ­τα­γαν από πά­νω τους τα μα­τω­μέ­να ρού­χα, σαν επί­δε­σμους που έστα­ζαν φαιά ου­σία και οφθαλ­μι­κό υγρό.

Η ρουλέτα με τα τρία φυσίγγια στον κύκινδρο του περιστρόφου μπερδεύεται στο μυαλό μου με εκείνες που ακολούθησαν.

Αλ­λά ο Ρου­λε­τί­στας ανέ­βη­κε επά­νω στο επεν­δε­δυ­μέ­νο με κόκ­κι­νο μπρο­κάρ κι­βώ­τιο, έβα­λε το πι­στό­λι στον κρό­τα­φο και, με την ίδιαν έκ­φρα­ση πα­ρο­ξυ­στι­κού τρό­μου ζω­γρα­φι­σμέ­νη στην όψη του, τρά­βη­ξε από­το­μα τη σκαν­δά­λη. Για λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα, τα πά­ντα έμει­ναν με­τέ­ω­ρα μέ­σα στη βα­θιά σι­γή, κι έπει­τα ακού­στη­κε μο­νά­χα ο γδού­πος του σώ­μα­τός του να πέ­φτει κα­τα­γής. Δυ­σκο­λεύ­ο­μαι να ξε­χά­σω το βα­σα­νι­σμέ­νο πρό­σω­πό του κα­θώς κεί­το­νταν στο χα­λί Μπου­χά­ρας, πλάι στο κι­βώ­τιο. Πα­λιά, οι ρου­λε­τί­στες που τη γλί­τω­ναν ει­σέ­πρατ­ταν γιου­χα­ΐ­σμα­τα, με­ρι­κές φο­ρές και ξύ­λο από τους απελ­πι­σμέ­νους με­τό­χους· τώ­ρα ο φί­λος μου κα­τα­χει­ρο­κρο­τή­θη­κε σαν αστέ­ρας του σι­νε­μά και το λι­πό­θυ­μο κορ­μί του έγι­νε αντι­κεί­με­νο δέ­ους και λα­τρεί­ας. Νε­α­ρά κο­ρί­τσια συ­νω­στί­ζο­νταν γύ­ρω του κλαί­γο­ντας υστε­ρι­κά, ενώ ανεί­πω­τη ευ­τυ­χία τα πλημ­μύ­ρι­ζε όταν κα­τά­φερ­ναν έστω να τον ακου­μπή­σουν.

Η ρου­λέ­τα με τα τρία φυ­σίγ­για στον κύ­κιν­δρο του πε­ρι­στρό­φου μπερ­δεύ­ε­ται στο μυα­λό μου με εκεί­νες που ακο­λού­θη­σαν. Λες και η δια­βο­λι­κή αλα­ζο­νεία του Ρου­λε­στί­στα τον ωθού­σε να προ­κα­λεί όλο και πιο επι­κίν­δυ­να τις θε­ό­τη­τες της τύ­χης. Σύ­ντο­μα, ανάγ­γει­λε μια ρου­λέ­τα με τέσ­σε­ρις σφαί­ρες στις έξι θα­λά­μες του κυ­λίν­δρου και έπει­τα με πέ­ντε. Μία και μό­νο κε­νή θα­λά­μη από τις έξι, με πι­θα­νό­τη­τα επι­βί­ω­σης μία προς έξι! Το παι­χνί­δι έπαυε να εί­ναι παι­χνί­δι, και ακό­μη και οι πιο επι­πό­λαιοι από τους πα­ρι­στα­μέ­νους, που κά­θο­νταν τώ­ρα σε βε­λού­δι­νες πο­λυ­θρό­νες, ένιω­σαν, όχι με το μυα­λό ού­τε με την καρ­διά, αλ­λά με τα οστά, με τους χόν­δρους και τα νεύ­ρα τους, το θε­ο­λο­γι­κό με­γα­λείο που εί­χε απο­κτή­σει η ρου­λέ­τα. Αφού ο Ρου­λε­τί­στας γέ­μι­σε το όπλο και πε­ριέ­στρε­ψε τον κύ­λιν­δρο, προ­κα­λώ­ντας και πά­λι το δια­κε­κομ­μέ­νο μι­κρό γε­λά­κι του μαύ­ρου, κα­λά γρα­σα­ρι­σμέ­νου με­τάλ­λου, το γε­μά­το φυ­σίγ­για εξάρ­τη­μα στα­μά­τη­σε με τη μο­να­δι­κή άδεια θα­λά­μη ευ­θυ­γραμ­μι­σμέ­νη με την κάν­νη. Το κλικ του εκ­πυρ­σο­κρο­τη­τή που χτύ­πη­σε κε­νό και ο θό­ρυ­βος του λι­πό­θυ­μου Ρου­λε­τί­στα να σω­ριά­ζε­ται στο πά­τω­μα ακού­στη­καν μέ­σα σε ιε­ρή σιω­πή.

Όσο έγραφα αυτές εδώ τις αράδες, η κάμαρή μου, ο τάφος μου, ταξίδευε μέσα στη μαύρη ομίχλη με τόση ταχύτητα που ζαλίστηκα.

Κά­θο­μαι μπρο­στά στο γρα­φείο μου κου­κου­λω­μέ­νος με μια κου­βέρ­τα, κι όμως τουρ­του­ρί­ζω από το κρύο. Όσο έγρα­φα αυ­τές εδώ τις αρά­δες, η κά­μα­ρή μου, ο τά­φος μου, τα­ξί­δευε μέ­σα στη μαύ­ρη ομί­χλη με τό­ση τα­χύ­τη­τα που ζα­λί­στη­κα. Ολη­νύ­χτα στρι­φο­γύ­ρι­ζα στο κρε­βά­τι, ένα ανή­μπο­ρο τσου­βά­λι κόκ­κα­λα μού­σκε­μα στον ιδρώ­τα. Έξω δεν υπάρ­χει πια τί­πο­τα, πο­τέ δεν υπήρ­ξε. Ασχέ­τως πό­σο θα προ­χω­ρή­σει κα­νείς προς οποιαν­δή­πο­τε κα­τεύ­θυν­ση, έως το άπει­ρο, το μό­νο που θα συ­να­ντή­σει εί­ναι αυ­τή η μαύ­ρη και πα­χιά ομί­χλη, στέ­ρεη σαν την πίσ­σα. Στον Ρου­λε­τί­στα πο­ντά­ρω, και αυ­τός θα ’πρε­πε να γί­νει το προ­ζύ­μι γύ­ρω από το οποίο, ίσως, να φου­σκώ­σει και πά­λι το αφρά­το ψω­μί του κό­σμου. Δια­φο­ρε­τι­κά, το παν, αν υφί­στα­ται κά­ποιο παν, θα έμε­νε επί­πε­δο σαν πί­τα. Αλ­λά αν εκεί­νος υπήρ­ξε, και όντως υπήρ­ξε –ιδού το στοί­χη­μα μου– τό­τε και ο κό­σμος υπάρ­χει και εγώ δεν θα ανα­γκά­στώ πια να κλεί­σω τα μά­τια μου και, με το πε­τσί να κρέ­με­ται στα κόκ­κα­λά μου, με τη σάρ­κα απ' έξω ίδια γού­να αί­μα­τος, να βα­δί­ζω και να βα­δί­ζω έτσι, όσο κρα­τά­ει η αιω­νιό­τη­τα. Απ' αυ­τήν εδώ την ιστο­ρία θα φτιά­ξω ένα ενυ­δρείο, το πιο πα­ρα­κα­τια­νό ενυ­δρείο, για­τί ένα δια­κο­σμη­τι­κό πο­σώς με εν­δια­φέ­ρει, όπου κι αυ­τός κι εγώ, εγ­γυώ­με­νοι ο κα­θέ­νας την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του άλ­λου, να προ­σπα­θή­σου­με να επι­βιώ­σου­με σαν δύο ημι­δια­φα­νή ψα­ρά­κια, με ορα­τή και την καρ­διά, τους παλ­μούς της, σέρ­νο­ντας πί­σω μας μια λε­πτή ου­ρί­τσα από πε­ριτ­τώ­μά­τα. Με τρο­μο­κρα­τεί η ιδέα πως το ενυ­δρείο μπο­ρεί να μεί­νει τρύ­πιο. Για όνο­μα του Θε­ού ας κά­νω μια προ­σπά­θεια ακό­μη, αν και δεν νιώ­θω πια τη σπον­δυ­λι­κή μου στή­λη...

Για χρό­νια, ο Ρου­λε­τί­στας κρα­τού­σε σφι­χτά τον άγ­γε­λο από τον χι­τώ­να του και αγω­νι­ζό­ταν να τον ρί­ξει χά­μω, τρα­βο­λο­γώ­ντας τον δε­ξιά κι αρι­στε­ρά. Έφτα­σε όμως κι η στιγ­μή που κα­τά­φε­ρε να τον αρ­πά­ξει από το σβέρ­κο και, βά­ζο­ντας όλη τη δύ­να­μή του, τον κοί­τα­ξε ολόι­σια, βα­θιά στα μά­τια. Και ο Κύ­ριος, κα­τά τα χα­ρά­μα­τα, τον σα­κά­τε­ψε και άλ­λα­ξε το όνο­μά του. Τη βρα­διά της τε­λευ­ταί­ας ρου­λέ­τας, όλη ου­σια­στι­κά η αφρό­κρε­μα της πό­λης εί­χε συ­γκε­ντρω­θεί στον πε­λώ­ριο θά­λα­μο κα­τά­ψυ­ξης, στο υπό­γειο του Δη­μο­τι­κού Σφα­γεί­ου. Η δια­κό­σμη­ση της αί­θου­σας φά­ντα­ζε, εν­δε­χο­μέ­νως, ολωσ­διό­λου πα­ρά­ξε­νη σε όσους εί­χαν συ­νη­θί­σει την επι­δει­κτι­κή, νε­ο­πλου­τί­στι­κη πο­λυ­τέ­λεια των προη­γού­με­νων αι­θου­σών. Άρα­γε η διαί­σθη­ση συ­γκε­κρι­μέ­νου ατό­μου ή κά­ποιες μνή­μες από το À rebours[5]  ήταν αυ­τές που οδή­γη­σαν στο νο­σταλ­γι­κό εκεί­νο υβρί­διο, το κά­πως δια­στρο­φι­κό αμάλ­γα­μα από χυ­δαιό­τη­τα και εκλε­πτι­σμό, με αντί­κτυ­πο πο­λύ πιο χτυ­πη­τό απ' αυ­τό που εί­χε η, μέ­χρι πρό­τι­νος επι­κρα­τού­σα χλι­δή; Δεν το γνω­ρί­ζω. Πά­ντως, εξαι­ρου­μέ­νου του με­γέ­θους της αί­θου­σας, η πρώ­τη εντύ­πω­ση ήταν πως εί­χες να κά­νεις με ένα από τα πα­λιά εκεί­να κα­τα­γώ­για των «προϊ­στο­ρι­κών» χρό­νων της ρου­λέ­τας. Στους τοί­χους έβλε­πες άσε­μνες ζω­γρα­φιές και πα­ρό­μοιες φρά­σεις, χον­δροει­δώς σκα­λι­σμέ­νες ή γραμ­μέ­νες με κάρ­βου­νο, αλ­λά ένα μά­τι στοι­χειω­δώς καλ­λιερ­γη­μέ­νο δεν μπο­ρού­σε να μην πα­ρα­τη­ρή­σει ευ­θύς εξ αρ­χής την αι­σθη­τι­κή αρ­τιό­τη­τα, την ενο­ποιό ευαι­σθη­σία και το εξα­σκη­μέ­νο χέ­ρι ενός με­γά­λου καλ­λι­τέ­χνη, που, για προ­φα­νείς λό­γους, προ­τι­μώ να μην ανα­φέ­ρω εδώ το όνο­μά του. Τα τρα­πε­ζά­κια ήταν αντι­γρα­φές, σε πο­λύ­τι­μο ξύ­λο και επί­χρυ­σο γυ­ψο­μάρ­μα­ρο, των σαρ­δε­λο­βά­ρε­λων γύ­ρω από τα οποία κα­θό­ντου­σαν οι μέ­το­χοι πα­ρω­χη­μέ­νων επο­χών. Τα πο­τή­ρια μπύ­ρας, από ακρι­βό κρύ­σταλ­λο, πι­θή­κι­ζαν την άξε­στη φόρ­μα και το φθη­νό γυα­λί των αλ­λο­τι­νών σκευών, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων της πρα­σι­νω­πής από­χρω­σης του υλι­κού αλ­λά και των, τε­χνη­τών βε­βαί­ως, ρα­γι­σμά­των. Μου­ντά φίλ­τρα σκορ­πού­σαν ένα νο­ση­ρό φως κέ­ρι­νης λα­μπά­δας, ανα­με­μειγ­μέ­νο με μια γα­λα­ζω­πή άχνα που θύ­μι­ζε τον κα­πνό από τα πού­ρα των πα­λαιών· τώ­ρα όμως με άρω­μα μό­σχου που ξύ­πνα­γε λε­πτά, νο­σταλ­γι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα. Στην εξέ­δρα, που κα­τα­λάμ­βα­νε την μπρο­στι­νή πλευ­ρά της αί­θου­σας, υπήρ­χε ένα αυ­θε­ντι­κό κα­φά­σι πορ­το­κα­λιών, που εί­χαν φέ­ρει από το λι­μά­νι, με το λο­γό­τυ­πο κά­ποιας αρα­βι­κής εται­ρί­ας. Στην αί­θου­σα, ανα­γνώ­ρι­ζες διά­φο­ρους με­γι­στά­νες του πε­τρε­λαί­ου με λευ­κές κε­λε­μπί­ες, αστέ­ρες του κι­νη­μα­το­γρά­φου και τρα­γου­δι­στές της μό­δας, βιο­μή­χα­νους με κολ­λα­ρι­στά πλα­στρόν και γα­ρύ­φαλ­λα στο πέ­το· όλους ανε­ξαι­ρέ­τως τους εί­χε προ­σελ­κύ­σει το φα­ντα­στι­κό στοί­χη­μα που θα παι­ζό­ταν εκεί­νη τη βρα­διά. Ο κα­θέ­νας εί­χε δε­χτεί, στην εί­σο­δο, να του δέ­σουν τα μά­τια με ένα με­τα­ξω­τό μα­ντή­λι, το οποίο θα αφαι­ρού­σαν όταν θα έφτα­ναν στην αί­θου­σα. Εγώ ο ίδιος εί­χα με­τα­τρα­πεί (το λέω με τό­ση απο­στρο­φή ώστε κα­νείς δεν μπο­ρεί να μου προ­σά­ψει το πα­ρα­μι­κρό ίχνος έπαρ­σης) σε ένα εί­δος βε­ντέ­τας, που τρα­βού­σε τα βλέμ­μα­τα και των πιο αδιά­φο­ρων, αλ­λά ακό­μη κι εκεί­νων που βρί­σκο­νταν αυ­τή τη φο­ρά δί­πλα μου. Πο­τέ άλ­λο­τε τα βι­βλία μου δεν εί­χαν με­γα­λύ­τε­ρη δη­μο­σιό­τη­τα, πο­τέ δεν ήταν τό­σο ογκώ­δη και τό­σο δη­μο­φι­λή για τα γού­στα τους. Ευ­γε­νι­κά, ναι, πρω­τί­στως ευ­γε­νι­κά. Με­γα­λό­καρ­δα, ναι, πρω­τί­στως με­γα­λό­καρ­δα. Έτσι αι­τιο­λό­γη­σε η κρι­τι­κή επι­τρο­πή το Εθνι­κό Βρα­βείο Γραμ­μά­των που μου απέ­νει­με: «Για την ευ­γε­νι­κή και με­γα­λό­καρ­δη αν­θρω­πιά των έρ­γων του, για τον αρι­στο­τε­χνι­κό χει­ρι­σμό μιας εκ­φρα­στι­κής γλώσ­σας».

Γιατί πριν από μερικές εβδομάδες ο Ρουλετίστας είχε αναγγείλει ότι, στην προσεχή ρουλέτα, θα γέμιζε το περίστροφο με έξι σφαίρες!

Όταν ο Ρου­λε­τί­στας εμ­φα­νί­στη­κε στην αί­θου­σα, με πε­ρι­βο­λή που απο­τε­λού­σε εξε­ζη­τη­μέ­νη απο­μί­μη­ση των κου­ρε­λιών που φο­ρού­σε πα­λιά, και όταν ο αρ­χι­σερ­βι­τό­ρος, πα­ρι­στά­νο­ντας τον πά­τρο­να, άνοι­ξε το κου­τί που κρα­τού­σε πα­ρα­μέ­σχα­λα και πα­ρου­σί­α­σε στο κοι­νό ένα εξαί­σιο Winchester (σή­με­ρα σε ιδιω­τι­κή συλ­λο­γή) με λα­βή από ελε­φα­ντό­δο­ντο και λα­μπε­ρή κάν­νη, μας κό­πη­κε η ανά­σα. Δεν μπο­ρού­σα­με να πι­στέ­ψου­με ότι στ’ αλή­θεια θα συ­νέ­βαι­νε αυ­τό που έμελ­λε να συμ­βεί. Για­τί πριν από με­ρι­κές εβδο­μά­δες ο Ρου­λε­τί­στας εί­χε αναγ­γεί­λει ότι, στην προ­σε­χή ρου­λέ­τα, θα γέ­μι­ζε το πε­ρί­στρο­φο με έξι σφαί­ρες! Με­τα­ξύ της προ­ό­δου από τη μια σφαί­ρα στις πέ­ντε, όσο απί­θα­νη και να ήταν ακό­μη κι εκεί­νη, και του πα­ρό­ντος πα­ρα­λό­γου υπήρ­χε το χά­σμα ανά­με­σα στην μία πι­θα­νό­τη­τα επι­βί­ω­σης και σε κα­μία. Το ελά­χι­στο αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο, που δια­τη­ρού­σε ακό­μη ο Ρου­λε­τί­στας σε προη­γού­με­να παι­χνί­δια του, εξα­τμι­ζό­ταν τώ­ρα στη φλό­γα των εκα­τομ­μυ­ρί­ων ηλί­ων της βε­βαιό­τη­τας. Ο έλεγ­χος των φυ­σιγ­γί­ων και του πε­ρι­στρό­φου πή­ρε ολό­κλη­ρες ώρες. Όταν ξα­νά­φτα­σαν σ’ αυ­τόν, ο Ρου­λε­τί­στας, ανε­βα­σμέ­νος στο κι­βώ­τιό του, τα έπαι­ξε μια στιγ­μή στο χέ­ρι σαν να ήταν ζά­ρια, κι έπει­τα τα ει­σή­γα­γε ένα-ένα στις έξι θα­λά­μες του κυ­λίν­δρου. Με μια βί­αιη κί­νη­ση της πα­λά­μης τον έβα­λε σε κί­νη­ση. «Πε­ριτ­τό», θυ­μά­μαι να ψι­θύ­ρι­σε κά­ποιος πλάι μου. Στην ανα­τρι­χια­στι­κή σιω­πή, ακού­στη­κε ολο­κά­θα­ρα το οδο­ντω­τό γε­λά­κι του κυ­λίν­δρου που γυρ­νού­σε γύ­ρω από τον άξο­νά του. Τρέ­μο­ντας, πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο το πρό­σω­πό του, στα μά­τια του με έναν φό­βο που μό­νο σε όσους χα­ρο­πα­λεύ­ουν μπο­ρείς να δεις, έφε­ρε το όπλο στον κρό­τα­φό του. Ο κό­σμος ση­κώ­θη­κε όρ­θιος από τις κα­ρέ­κλες.

Τον πα­ρα­κο­λου­θού­σα με τό­σην έντα­ση που ένιω­σα τις φλέ­βες των κρο­τά­φων μου να πρή­ζο­νται. Εί­δα τον κό­κο­ρα του πε­ρι­στρό­φου να ανε­βαί­νει αρ­γά, λες και ήταν δο­νού­με­νος. Και ξαφ­νι­κά, λες και εκεί­νη η δό­νη­ση εί­χε δια­δο­θεί στον πε­ρι­βάλ­λο­ντα χώ­ρο, ένιω­σα το έδα­φος να φεύ­γει κά­τω απ' τα πό­δια μου. Εί­δα τον Ρου­λε­τί­στα να πέ­φτει από το κι­βώ­τιο και το πε­ρί­στρο­φο να εκ­πυρ­σο­κρο­τεί με έναν θό­ρυ­βο συ­ντέ­λειας του κό­σμου. Αλ­λά η ατμό­σφαι­ρα εί­χε ήδη γε­μί­σει από μί­αν υπό­κω­φη βοή, δια­κε­κομ­μέ­νη από τις στριγ­γλιές των γυ­ναι­κών και τον θό­ρυ­βο από τα γυα­λι­κά που έπε­φταν κι έσπα­γαν. Πα­νι­κό­βλη­τοι, με το άγ­χος του κλει­στού χώ­ρου, ορ­μή­σα­με πο­δο­πα­τώ­ντας ο ένας τον άλ­λον να βγού­με το συ­ντο­μό­τε­ρο δυ­να­τό από το υπό­γειο. Το τα­ρα­κού­νη­μα κρά­τη­σε για αρ­κε­τά ακό­μη λε­πτά, με­τα­τρέ­πο­ντας ολό­κλη­ρα οι­κο­δο­μι­κά τε­τρά­γω­να σε σω­ρούς από χα­λά­σμα­τα και στρα­βά σί­δε­ρα. Δί­πλα ακρι­βώς στην έξο­δο του κτη­ρί­ου, ένα εκτρο­χια­σμέ­νο τράμ εί­χε καρ­φω­θεί σε κά­ποιο κα­τά­στη­μα επί­πλων, κά­νο­ντας θρύ­ψα­λα την τζα­μα­ρία του. Με­τά από μια ώρα, ο σει­σμός επα­να­λή­φθη­κε, αλ­λά με μι­κρό­τε­ρη έντα­ση από την πρώ­τη φο­ρά. Ποιος θα τολ­μού­σε να μπει στο σπί­τι του εκεί­νη τη νύ­χτα; Περ­πα­τή­σα­με στους δρό­μους μέ­χρις ότου το πρω­ι­νό πού­σι άσπρι­σε στον ορί­ζο­ντα και η σκό­νη από τα γκρε­μι­σμέ­να κτή­ρια κα­τα­κά­θη­σε λί­γο στο καλ­ντε­ρί­μι. Μό­λις τό­τε πέ­ρα­σε από το νου μου η σκέ­ψη ότι, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, ο Ρου­λε­τί­στας εί­χε εγκα­τα­λει­φθεί εκεί, στην υπό­γεια αί­θου­σα, και γύ­ρι­σα να δω αν ζου­σε. Τον βρή­κα ξα­πλω­μέ­νο στο πά­τω­μα, να τον φρο­ντί­ζουν λί­γα άτο­μα. Εί­χε εξαρ­θρώ­σει το ισχίο του ενός πο­διού του και βα­ρια­νά­σαι­νε από τον πό­νο. Δί­πλα του υπήρ­χε ακό­μη το πε­ρί­στρο­φο που μύ­ρι­ζε μπα­ρού­τι κι εί­χε μό­νον πέ­ντε σφαί­ρες στον κύ­λιν­δρο. Η έκτη εί­χε ανοί­ξει μια μαύ­ρη τρύ­πα σε έναν από τους τοί­χους, κο­ντά στο τα­βά­νι. Στα­μά­τη­σα στο δρό­μο ένα αμά­ξι και πή­γα τον παι­δι­κό μου φί­λο στο νο­σο­κο­μείο. Ανάρ­ρω­σε γρή­γο­ρα, αλ­λά σε όλη την υπό­λοι­πη ζωή του κού­τσαι­νε. Εκεί­νο το βρά­δυ έθα­ψε τη ρου­λέ­τα, κι αυ­τή έσβη­σε από τα μυα­λά όλων, για­τί συ­νή­θως ξε­χνά­με όσα έχου­με φέ­ρει στην τε­λειό­τη­τα. Οι νε­ό­τε­ρες, με­τα­πο­λε­μι­κές γε­νιές, δεν κα­τά­φε­ραν να εξι­χνιά­σουν τού­τα τα μυ­στή­ρια. Μό­νον εγώ κα­τα­θέ­τω τη μαρ­τυ­ρία μου – αλ­λά για σέ­να, Ού­τι, για σέ­να, Μη­δέν.

Από το βρά­δυ του σει­σμού ο Ρου­λε­τί­στας χά­θη­κε στις κα­κό­φη­μες γει­το­νιές του, αφή­νο­ντας πί­σω του μα­κρά λι­τα­νεία από σκάν­δα­λα που με­τά βί­ας κου­κου­λώ­θη­καν. Φαί­νε­ται πως κι εκεί­νος ξέ­χα­σε για πά­ντα τη ρου­λέ­τα.

Δεν εί­μαι πια ικα­νός να γρά­φω ού­τε μία σε­λί­δα την ημέ­ρα. Πο­νάω αδιά­κο­πα στα πό­δια και στους σπον­δύ­λους. Με πο­νούν τα δά­κτυ­λα, τα αυ­τιά, το δέρ­μα του προ­σώ­που μου. Τι θα ακο­λου­θή­σει με­τά το θά­να­το; Θέ­λω να πι­στεύω –ω, πό­σο το θέ­λω!– ότι, από το ση­μείο εκεί­νο θα ανοί­ξει μια νέα ζωή, ότι επί του πα­ρό­ντος εί­μα­στε σαν τη νύμ­φη της πε­τα­λού­δας, σε ανα­μο­νή. Ότι ο εαυ­τός μας, εφό­σον υπάρ­χει, πρέ­πει να βρή­κε κά­ποιο μέ­σο για να δια­σφα­λί­σει την διαιώ­νι­σή του. Ότι θα με­τα­μορ­φω­θώ σε κά­τι άλ­λο, απεί­ρως πιο πε­ρί­πλο­κο. Δια­φο­ρε­τι­κά, εί­ναι πα­ρά­λο­γο και δεν βλέ­πω να χω­ρά­ει το πα­ρά­λο­γο στο σχέ­διο της Δη­μιουρ­γί­ας. Οι μυ­ριά­δες γα­λα­ξί­ες, τα ακα­τά­λη­πτα πε­δία, εν τέ­λει όλος αυ­τός ο κό­σμος που πε­ρι­βάλ­λει σαν αύ­ρα το κρα­νίο μου θα ήταν αδύ­να­το να υπάρ­χει αν δεν υπήρ­χα εγώ για να να το γνω­ρί­σω εξ ολο­κλή­ρου, να το κα­τέ­χω, να εί­μαι ο ίδιος ο κό­σμος. Χθες, αρ­γά τη νύ­χτα, κου­λου­ρια­σμέ­νος κά­τω απ' το πά­πλω­μα, εί­χα κά­τι σαν οπτα­σία. Μό­λις εί­χα γεν­νη­θεί από έναν κόλ­πο μα­κρύ, απε­ρί­γρα­πτα άσε­μνο, που έστα­ζε αί­μα και που, βγαί­νο­ντας από μέ­σα του, μου ’δω­σε μια πε­ρί­ερ­γη, κυ­κλι­κή ώθη­ση. Με άπει­ρη τα­χύ­τη­τα, αφή­νο­ντας πί­σω μου ίχνη από δά­κρυα, λέμ­φο και αί­μα­τα, τρυ­πά­νι­ζα το σκο­τά­δι. Και ξαφ­νι­κά, στην άκρη της νύ­χτας, βρέ­θη­κα μπρο­στά σε έναν γι­γα­ντιαίο Θεό, όλο φως, τό­σο με­γά­λο που δεν τον χω­ρού­σαν οι αι­σθή­σεις ού­τε ο λο­γι­σμός μου. Προ­χω­ρού­σα ιλιγ­γιω­δώς προς το θε­ό­ρα­το στέρ­νο του και τα αυ­στη­ρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που του έφευ­γαν προς τα πά­νω και συρ­ρι­κνώ­νο­νταν στην πε­ρι­φέ­ρεια του οπτι­κού μου πε­δί­ου. Σύ­ντο­μα δεν έβλε­πα πια πα­ρά τη με­γά­λη κί­τρι­νη λάμ­ψη του στή­θους του, το οποίο και τρύ­πη­σα σβου­ρι­στά και, με­τά από μιαν ατε­λεί­ω­τη πλεύ­ση μέ­σα στην πύ­ρι­νη σάρ­κα, βγή­κα έξω, από την πλά­τη του. Κοι­τά­ζο­ντας πί­σω, κα­θώς απο­μα­κρυ­νό­μουν, εί­δα τον κο­λοσ­σιαίο Ιε­χω­βά να πέ­φτει μπρού­μη­τα προς τα αρι­στε­ρά. Στα­δια­κά μί­κρυ­νε και χά­θη­κε και ήμουν ξα­νά μό­νος μέ­σα στην απέ­ρα­ντη νύ­χτα. Με­τά από ένα χρο­νι­κό διά­στη­μα που δεν ήταν δυ­να­τόν να εκτι­μη­θεί (αλ­λά που θα το έλε­γα αιω­νιό­τη­τα), στην άκρη της μα­τιάς μου υψώ­θη­κε ένας άλ­λος, τε­ρά­στιος Θε­ός, πα­νο­μοιό­τυ­πος με τον πρώ­το. Τον δια­πέ­ρα­σα κι αυ­τόν και εκτο­ξεύ­τη­κα προς τα εμπρός, στο κε­νό. Έπει­τα από άλ­λη μί­αν αιω­νιό­τη­τα, εμ­φα­νί­στη­κε ένας ακό­μη. Η φά­λαγ­γα των Θε­ών πί­σω μου ολο­έ­να με­γά­λω­νε. Ήταν εκα­το­ντά­δες κι ύστε­ρα χι­λιά­δες, πε­σμέ­νοι μπρού­μη­τα, πό­τε προς τα δε­ξιά, πό­τε προς τα αρι­στε­ρά, σαν τα δό­ντια ενός γι­γα­ντιαί­ου φερ­μουάρ από φλό­γες. Και ανοί­γο­ντας το φερ­μουάρ κα­θώς πε­τού­σα, απο­κά­λυ­ψα το στή­θος του αλη­θι­νού Θε­ού, σε ένα ρα­κουρ­σί με­γα­λειώ­δες όσο τί­πο­τα άλ­λο στον κό­σμο. Πε­ρι­στρε­φό­με­νος, απαν­θρα­κω­μέ­νος από το φως του, ανέ­βη­κα τό­σο ψη­λά που αξιώ­θη­κα να τον δω ολό­κλη­ρο. Ω, τι ωραί­ος που ήταν! Στο τρι­χω­τό, σαν ταύ­ρου, στέρ­νο του εί­χε γυ­ναι­κεί­ους μα­στούς. Η όψη του ήταν νε­α­νι­κή, στε­φα­νω­μέ­νη από τη φλό­γα της κό­μης του, η οποία ήταν πλεγ­μέ­νη σε χι­λιά­δες πλο­κά­μους· με φαρ­διά λε­κά­νη και, στη μέ­ση, το σθε­να­ρό αν­δρι­κό μό­ριο. Ολό­κλη­ρος, απ' την κορ­φή ως τα νύ­χια, ήταν σκέ­το φως. Εί­χε τα μά­τια του μι­σά­νοι­χτα, με ένα εκ­στα­τι­κό μει­δί­α­μα και, στο ύψος της καρ­διάς, κά­τω από την αρι­στε­ρή θη­λή, μια φο­βε­ρή πλη­γή. Ανά­με­σα στα δά­κτυ­λα του δε­ξιού χε­ριού του, σε χα­ρι­τω­μέ­νη στά­ση, κρα­τού­σε ένα κόκ­κι­νο ρό­δο. Έτσι λοι­πόν έπλεε, μέ­σα στον χώ­ρο που πά­σχι­ζε να τον χω­ρέ­σει, αλ­λά που εκεί­νος, θαρ­ρείς, τον απορ­ρο­φού­σε και τον πε­ρι­λάμ­βα­νε μέ­σα του... Ξύ­πνη­σα ανά­με­σα στα κρύα έπι­πλα της κά­μα­ράς μου, σκού­ζο­ντας χω­ρίς δά­κρυα, γε­ρο­ντί­στι­κα. Θέ­λη­σα να πε­τά­ξω στα σκου­πί­δια όλο αυ­τό το μά­τσο τα χαρ­τιά που έχουν μα­ζευ­τεί εδώ, χω­ρίς νό­η­μα. Αλ­λά τι μπο­ρεί να κά­νει κά­ποιος που όλη τη ζωή του έγρα­φε λο­γο­τε­χνία; Πώς θα μπο­ρού­σε να απο­δρά­σει από τα στε­γα­νά τού ύφους; Πώς, με ποια μέ­σα, εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­γρά­ψει κα­νείς μια μαρ­τυ­ρία άδο­λη και άμοι­ρη καλ­λι­τε­χνι­κών συμ­βά­σε­ων και κα­τα­να­γκα­σμών; Ας συ­γκε­ντρω­θώ και ας βρω το θάρ­ρος να το πα­ρα­δε­χτώ: δεν υπάρ­χει τρό­πος. Το γνώ­ρι­ζα αυ­τό εξ αρ­χής, αλ­λά με πο­νη­ριά στρι­μωγ­μέ­νου αγρι­μιού έκρυ­ψα το παι­χνί­δι, τη μί­ζα, το στοί­χη­μά μου από τα μά­τια σου. Διό­τι, στο τέ­λος-τέ­λος, πό­ντα­ρα και πά­λι στη φι­λο­λο­γία. Χρη­σι­μο­ποί­η­σα στον μα­ζο­χι­στι­κό, αλά Πα­σκαλ, συλ­λο­γι­σμό μου,[6] ακρι­βώς εκεί­νο που φαι­νό­ταν να μου ενα­ντιώ­νε­ται. Ιδού το σκε­πτι­κό μου, το μό­νο που με κά­νει να φέ­ρω σε πέ­ρας (μό­νο εγώ ξέ­ρω με τι κό­πο!) την ανά χεί­ρας «ιστο­ρία»: έχω συ­να­ντή­σει τον Ρου­λε­τί­στα. Εί­ναι κά­τι για το οποίο δεν μπο­ρώ να αμ­φι­βάλ­λω: πα­ρ' ότι ήταν αδύ­να­το να υπάρ­ξει, εντού­τοις υπήρ­ξε. Σ’ αυ­τόν εδώ τον κό­σμο υφί­στα­ται λοι­πόν μια πε­ριο­χή όπου το αδύ­να­τον γί­νε­ται δυ­να­τόν, συ­γκε­κρι­μέ­να στο χώ­ρο της μυ­θο­πλα­σί­ας, δη­λα­δή της λο­γο­τε­νί­ας. Εκεί οι νό­μοι της στα­τι­στι­κής πα­ρα­βιά­ζο­νται, εκεί μπο­ρεί να εμ­φα­νι­στεί ένα αν­θρώ­πι­νο ον ισχυ­ρό­τε­ρο από το τυ­χαίο. Ένας Ρου­λε­τί­στας δεν ήταν δυ­να­τό να ζού­σε στον κό­σμο, που θα πει ότι ο κό­σμος στον οποί­ον όντως έζη­σε εί­ναι επι­νε­νοη­μέ­νος, εί­ναι λο­γο­τε­χνία. Επί του προ­κει­μέ­νου, και πά­λι δεν έχω κα­μί­αν αμ­φι­βο­λία: ο Ρου­λε­τί­στας εί­ναι φα­ντα­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας. Το­τε όμως κι εγώ εί­μαι φα­ντα­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας, κά­τι που με κά­νει πα­νευ­τυ­χή. Για­τί οι χα­ρα­κτή­ρες πο­τέ δεν πε­θαί­νουν, ζουν όσο ο κό­σμος τους κα­θί­στα­ται και πα­ρα­μέ­νει «ανα­γνώ­σι­μος». Αν μεν ο ποι­μέ­νας που απει­κο­νί­ζε­ται στην ελ­λη­νι­κή υδρία δεν πρό­κει­ται να φι­λή­σει πο­τέ την κα­λή του, ξέ­ρει του­λά­χι­στον ότι θα την βλέ­πει αιώ­νια. Ιδού το στοί­χη­μα, ιδού και η ελ­πί­δα μου. Και έχω επί­σης ένα ισχυ­ρό επι­χεί­ρη­μα, τον Ρου­λε­τί­στα, υπέρ του ότι ανή­κω σε μί­αν αφή­γη­ση, με την ιδιό­τη­τα του χα­ρα­κτή­ρα, και ότι, πα­ρ’ όλο που εί­μαι ογδό­ντα ετών, δεν θα πε­θά­νω πο­τέ για­τί, κα­τά βά­θος, πο­τέ δεν έχω ζή­σει. Μπο­ρεί να μη βιώ­νω σε κά­ποιο αξιό­λο­γο αφή­γη­μα, μπο­ρεί να εί­μαι ένας απλός κο­μπάρ­σος, αλ­λά για κά­ποιον που έχει φθά­σει στο τέρ­μα του βί­ου του, οποια­δή­πο­τε εναλ­λα­κτι­κή προ­ο­πτι­κή εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρη απέ­να­ντι στον ορι­στι­κό αφα­νι­σμό.

Όσον αφο­ρά τις φα­ντα­στι­κές πι­θα­νό­τη­τες του Ρου­λε­τί­στα, έχουν γί­νει εκα­το­ντά­δες υπο­θέ­σεις. Αυ­τό που μπο­ρώ να κά­νω εί­ναι να προ­σθέ­σω μί­αν ακό­μη, αν όχι πιο αλη­θι­νή, του­λά­χι­στον πιο συ­νε­κτι­κή από τις πε­ρισ­σό­τε­ρες υπό­λοι­πες. Γνω­ρί­ζο­ντας τον Ρου­λε­τί­στα από παι­δί, ξέ­ρω ότι, στην ου­σία, αυ­τό που ανέ­κα­θεν τον χα­ρα­κτή­ρι­ζε δεν ήταν η τύ­χη, αλ­λ' απε­να­ντί­ας, μια με­τα­φυ­σι­κή ατυ­χία. Ου­δέ­πο­τε εί­χε τη χα­ρά να κερ­δί­σει έστω και το πιο παι­δα­ριώ­δες παι­χνί­δι όπου το τυ­χαίο έπαι­ξε κά­ποιον ρό­λο. Από το παι­χνί­δι με τις μπί­λιες μέ­χρι τις ιπ­πο­δρο­μί­ες, από το πέ­ταγ­μα του πέ­τα­λου στη βά­ση ενός πα­σά­λου ως το πό­κερ, λες και η μοί­ρα τον εί­χε κά­νει πα­λιά­τσο της, λες και μο­νί­μως τον έβλε­πε με ει­ρω­νι­κό μά­τι. Η ρου­λέ­τα απο­δεί­χθη­κε η με­γά­λη του ευ­και­ρία και εί­ναι απο­ρί­ας άξιον πώς αυ­τό το άτο­μο, με τό­σο πρω­τό­γο­νη νοη­μο­σύ­νη, φά­νη­κε αρ­κε­τά οξυ­δερ­κές ώστε να εντο­πί­σει το μο­να­δι­κό εκεί­νο ση­μείο όπου ήταν εφι­κτό να τρυ­πή­σει, σαν σκορ­πιός, την ασπί­δα του πε­πρω­μέ­νου και να με­τα­βάλ­λει τον αιώ­νιο εμπαιγ­μό σε αιώ­νιο θρί­αμ­βο. Με ποιον άρα­γε τρό­πο; Τώ­ρα το βλέ­πω απλό, στοι­χειώ­δες και συγ­χρό­νως λα­μπρό: ο Ρου­λε­τί­στας στοι­χη­μά­τι­ζε ενά­ντια στον εαυ­τό του. Κα­θώς έφερ­νε το όπλο στον κρό­τα­φό, ο ίδιος δι­χα­ζό­ταν. Η βού­λη­ση στρε­φό­ταν ενα­ντί­ον του και τον κα­τα­δί­κα­ζε σε θά­να­το. Κά­θε φο­ρά ήταν βα­θιά πε­πει­σμέ­νος ότι θα πέ­θαι­νε. Εξού, νο­μί­ζω, και η έκ­φρα­ση απέ­ρα­ντου τρό­μου στο πρό­σω­πό του. Αλ­λά η κα­θο­λι­κή του γκί­νια άλ­λο δεν έκα­νε πα­ρά να μα­ταιώ­νει μο­νί­μως την πρό­θε­σή του να αυ­το­κτο­νή­σει. Μπο­ρεί αυ­τή η εξή­γη­ση να μην εί­ναι πα­ρά μια ανοη­σία, αλ­λά, όπως έλε­γα, δεν βλέ­πω άλ­λη που να στέ­κε­ται. Άλ­λω­στε, τώ­ρα πια, όλα αυ­τά δεν έχουν κα­μία ση­μα­σία.

Εί­μαι κα­τά­κο­πος. Κά­νω την προ­σπά­θεια της ζω­ής μου προ­κει­μέ­νου να γρά­ψω μία ακό­μη σε­λί­δα. Θα εί­ναι η τε­λευ­ταία, αφού οι κύ­βοι ερί­φθη­σαν και η κα­τα­σκευή του ενυ­δρεί­ου έχει τε­λειώ­σει. Ας σφρα­γί­σω και την τε­λευ­ταία ρωγ­μή απ' όπου χά­νε­ται το νε­ρό – και τό­τε θα πα­ρα­μεί­νω κι εγώ σιω­πη­λός και ακί­νη­τος πλάι του. Μό­νον οι ου­ρές και τα πέ­πλα των πτε­ρυ­γί­ων μας θα κυ­μα­τί­ζουν από και­ρού εις και­ρόν. Πε­ρι­μέ­νω εκεί­νη τη στιγ­μή με τό­ση αδη­μο­νία, που σχε­δόν δεν μου μέ­νει υπο­μο­νή για να ολο­κλη­ρώ­σω την ιστο­ρία του Ρου­λε­τί­στα. Το τέ­λος του επήλ­θε σύ­ντο­μα, με­τά τη ρου­λέ­τα των έξι φυ­σίγ­γί­ων, από την οποί­αν εί­χε επι­βιώ­σει τε­ρα­τω­δώς.

Λι­γό­τε­ρο από ένα χρό­νο με­τά, βγαί­νο­ντας από το χα­μαι­τυ­πείο, χα­ρά­μα­τα, με φως που άσπρι­ζε σαν το γά­λα, κι ενώ σερ­νό­ταν προς το σπί­τι του σ' ένα κα­κό­φη­μο δρο­μά­κι, τον τρά­βη­ξαν ξαφ­νι­κά στο στε­νό διά­δρο­μο της ει­σό­δου κά­ποιου κτη­ρί­ου. Ένας έφη­βος, ού­τε δε­κα­ε­πτά χρο­νών, έβα­λε ένα πε­ρί­στρο­φο στον κρό­τα­φό του και ζή­τη­σε τα λε­φτά του. Βρέ­θη­κε λί­γες ώρες αρ­γό­τε­ρα, νε­κρός, και δί­πλα του πε­σμέ­νο το πε­ρί­στρο­φο από το οποίο ο νε­α­ρός ού­τε καν φρό­ντι­σε να σβή­σει τα δα­κτυ­λι­κά του απο­τυ­πώ­μα­τα. Το πτώ­μα δεν έφε­ρε ίχνη τραυ­μα­τι­σμού και η ια­τρο­δι­κα­στι­κή εξέ­τα­ση διε­πί­στω­σε θά­να­το από καρ­δια­κή προ­σβο­λή. Άλ­λω­στε στο πε­ρί­στρο­φο, με το οποίο δεν τον εί­χαν πυ­ρο­βο­λή­σει, δεν βρέ­θη­κε ού­τε ένα φυ­σίγ­γιο. Ο μι­κρός εντο­πί­στη­κε την ίδια μέ­ρα, κρυμ­μέ­νος στο σπί­τι φί­λων του και τα πά­ντα ξε­κα­θα­ρί­στη­καν. Πρό­θε­σή του ήταν απλά η λη­στεία. Το όπλο ήταν άδειο και το χρη­σι­μο­ποί­η­σε μό­νο για εκ­φο­βι­σμό. Αλ­λά ο μέ­θυ­σος τον οποί­ον εί­χε απει­λή­σει τρο­μο­κρα­τή­θη­κε τό­σο πο­λύ που σω­ριά­στη­κε στο έδα­φος, και ο νε­α­ρός τα χα­σε κι εκεί­νος, πέ­τα­ξε το πε­ρί­στρο­φο και το 'βα­λε στα πό­δια. Επει­δή δεν εί­χε συγ­γε­νείς και κα­νείς δεν φαί­νε­ται να τον γνώ­ρι­ζε (εγώ ο ίδιος κρύ­φτη­κα για λί­γες μέ­ρες, έως ότου κα­τα­λά­για­σαν τα πράγ­μα­τα), ο Ρου­λε­τί­στας θά­φτη­κε βια­στι­κά, με ένα απλό, ξύ­λι­νο σταυ­ρό στο μνή­μα του.

Έτσι λοι­πόν ολο­κλη­ρώ­νω και εγώ το σταυ­ρό και το σά­βα­νό μου από λέ­ξεις, ανα­μέ­νο­ντας εκεί να ξα­να­ζω­ντα­νέ­ψω σαν τον Λά­ζα­ρο, μό­λις ακού­σω τη δυ­να­τή και κα­θα­ρή φω­νή σου, ανα­γνώ­στη. Και, προ­κει­μέ­νου η τα­φό­πλα­κα να έχει κι έναν επι­τά­φιο και ο κύ­κλος να κλεί­σει όπως πρέ­πει, θα τε­λειώ­σω με τους στί­χους του Έλιοτ, που τό­σο πο­λύ αγά­πη­σα:

Χά­ρι­σε, Κύ­ριε, την πα­ρη­γο­ριά του Ισ­ρα­ήλ
Σ’ αυ­τόν που εί­ναι ογδό­ντα χρό­νων και αύ­ριο πια δεν έχει.


ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Βί­κτω­ρα Ιβά­νο­βιτς ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: