Όταν ο Ρουλετίστας εμφανίστηκε στην αίθουσα, με περιβολή που αποτελούσε εξεζητημένη απομίμηση των κουρελιών που φορούσε παλιά, και όταν ο αρχισερβιτόρος, παριστάνοντας τον πάτρονα, άνοιξε το κουτί που κρατούσε παραμέσχαλα και παρουσίασε στο κοινό ένα εξαίσιο Winchester (σήμερα σε ιδιωτική συλλογή) με λαβή από ελεφαντόδοντο και λαμπερή κάννη, μας κόπηκε η ανάσα. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι στ’ αλήθεια θα συνέβαινε αυτό που έμελλε να συμβεί. Γιατί πριν από μερικές εβδομάδες ο Ρουλετίστας είχε αναγγείλει ότι, στην προσεχή ρουλέτα, θα γέμιζε το περίστροφο με έξι σφαίρες! Μεταξύ της προόδου από τη μια σφαίρα στις πέντε, όσο απίθανη και να ήταν ακόμη κι εκείνη, και του παρόντος παραλόγου υπήρχε το χάσμα ανάμεσα στην μία πιθανότητα επιβίωσης και σε καμία. Το ελάχιστο ανθρώπινο στοιχείο, που διατηρούσε ακόμη ο Ρουλετίστας σε προηγούμενα παιχνίδια του, εξατμιζόταν τώρα στη φλόγα των εκατομμυρίων ηλίων της βεβαιότητας. Ο έλεγχος των φυσιγγίων και του περιστρόφου πήρε ολόκληρες ώρες. Όταν ξανάφτασαν σ’ αυτόν, ο Ρουλετίστας, ανεβασμένος στο κιβώτιό του, τα έπαιξε μια στιγμή στο χέρι σαν να ήταν ζάρια, κι έπειτα τα εισήγαγε ένα-ένα στις έξι θαλάμες του κυλίνδρου. Με μια βίαιη κίνηση της παλάμης τον έβαλε σε κίνηση. «Περιττό», θυμάμαι να ψιθύρισε κάποιος πλάι μου. Στην ανατριχιαστική σιωπή, ακούστηκε ολοκάθαρα το οδοντωτό γελάκι του κυλίνδρου που γυρνούσε γύρω από τον άξονά του. Τρέμοντας, παραμορφωμένο το πρόσωπό του, στα μάτια του με έναν φόβο που μόνο σε όσους χαροπαλεύουν μπορείς να δεις, έφερε το όπλο στον κρόταφό του. Ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος από τις καρέκλες.
Τον παρακολουθούσα με τόσην ένταση που ένιωσα τις φλέβες των κροτάφων μου να πρήζονται. Είδα τον κόκορα του περιστρόφου να ανεβαίνει αργά, λες και ήταν δονούμενος. Και ξαφνικά, λες και εκείνη η δόνηση είχε διαδοθεί στον περιβάλλοντα χώρο, ένιωσα το έδαφος να φεύγει κάτω απ' τα πόδια μου. Είδα τον Ρουλετίστα να πέφτει από το κιβώτιο και το περίστροφο να εκπυρσοκροτεί με έναν θόρυβο συντέλειας του κόσμου. Αλλά η ατμόσφαιρα είχε ήδη γεμίσει από μίαν υπόκωφη βοή, διακεκομμένη από τις στριγγλιές των γυναικών και τον θόρυβο από τα γυαλικά που έπεφταν κι έσπαγαν. Πανικόβλητοι, με το άγχος του κλειστού χώρου, ορμήσαμε ποδοπατώντας ο ένας τον άλλον να βγούμε το συντομότερο δυνατό από το υπόγειο. Το ταρακούνημα κράτησε για αρκετά ακόμη λεπτά, μετατρέποντας ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα σε σωρούς από χαλάσματα και στραβά σίδερα. Δίπλα ακριβώς στην έξοδο του κτηρίου, ένα εκτροχιασμένο τράμ είχε καρφωθεί σε κάποιο κατάστημα επίπλων, κάνοντας θρύψαλα την τζαμαρία του. Μετά από μια ώρα, ο σεισμός επαναλήφθηκε, αλλά με μικρότερη ένταση από την πρώτη φορά. Ποιος θα τολμούσε να μπει στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα; Περπατήσαμε στους δρόμους μέχρις ότου το πρωινό πούσι άσπρισε στον ορίζοντα και η σκόνη από τα γκρεμισμένα κτήρια κατακάθησε λίγο στο καλντερίμι. Μόλις τότε πέρασε από το νου μου η σκέψη ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο Ρουλετίστας είχε εγκαταλειφθεί εκεί, στην υπόγεια αίθουσα, και γύρισα να δω αν ζουσε. Τον βρήκα ξαπλωμένο στο πάτωμα, να τον φροντίζουν λίγα άτομα. Είχε εξαρθρώσει το ισχίο του ενός ποδιού του και βαριανάσαινε από τον πόνο. Δίπλα του υπήρχε ακόμη το περίστροφο που μύριζε μπαρούτι κι είχε μόνον πέντε σφαίρες στον κύλινδρο. Η έκτη είχε ανοίξει μια μαύρη τρύπα σε έναν από τους τοίχους, κοντά στο ταβάνι. Σταμάτησα στο δρόμο ένα αμάξι και πήγα τον παιδικό μου φίλο στο νοσοκομείο. Ανάρρωσε γρήγορα, αλλά σε όλη την υπόλοιπη ζωή του κούτσαινε. Εκείνο το βράδυ έθαψε τη ρουλέτα, κι αυτή έσβησε από τα μυαλά όλων, γιατί συνήθως ξεχνάμε όσα έχουμε φέρει στην τελειότητα. Οι νεότερες, μεταπολεμικές γενιές, δεν κατάφεραν να εξιχνιάσουν τούτα τα μυστήρια. Μόνον εγώ καταθέτω τη μαρτυρία μου – αλλά για σένα, Ούτι, για σένα, Μηδέν.
Από το βράδυ του σεισμού ο Ρουλετίστας χάθηκε στις κακόφημες γειτονιές του, αφήνοντας πίσω του μακρά λιτανεία από σκάνδαλα που μετά βίας κουκουλώθηκαν. Φαίνεται πως κι εκείνος ξέχασε για πάντα τη ρουλέτα.
Δεν είμαι πια ικανός να γράφω ούτε μία σελίδα την ημέρα. Πονάω αδιάκοπα στα πόδια και στους σπονδύλους. Με πονούν τα δάκτυλα, τα αυτιά, το δέρμα του προσώπου μου. Τι θα ακολουθήσει μετά το θάνατο; Θέλω να πιστεύω –ω, πόσο το θέλω!– ότι, από το σημείο εκείνο θα ανοίξει μια νέα ζωή, ότι επί του παρόντος είμαστε σαν τη νύμφη της πεταλούδας, σε αναμονή. Ότι ο εαυτός μας, εφόσον υπάρχει, πρέπει να βρήκε κάποιο μέσο για να διασφαλίσει την διαιώνισή του. Ότι θα μεταμορφωθώ σε κάτι άλλο, απείρως πιο περίπλοκο. Διαφορετικά, είναι παράλογο και δεν βλέπω να χωράει το παράλογο στο σχέδιο της Δημιουργίας. Οι μυριάδες γαλαξίες, τα ακατάληπτα πεδία, εν τέλει όλος αυτός ο κόσμος που περιβάλλει σαν αύρα το κρανίο μου θα ήταν αδύνατο να υπάρχει αν δεν υπήρχα εγώ για να να το γνωρίσω εξ ολοκλήρου, να το κατέχω, να είμαι ο ίδιος ο κόσμος. Χθες, αργά τη νύχτα, κουλουριασμένος κάτω απ' το πάπλωμα, είχα κάτι σαν οπτασία. Μόλις είχα γεννηθεί από έναν κόλπο μακρύ, απερίγραπτα άσεμνο, που έσταζε αίμα και που, βγαίνοντας από μέσα του, μου ’δωσε μια περίεργη, κυκλική ώθηση. Με άπειρη ταχύτητα, αφήνοντας πίσω μου ίχνη από δάκρυα, λέμφο και αίματα, τρυπάνιζα το σκοτάδι. Και ξαφνικά, στην άκρη της νύχτας, βρέθηκα μπροστά σε έναν γιγαντιαίο Θεό, όλο φως, τόσο μεγάλο που δεν τον χωρούσαν οι αισθήσεις ούτε ο λογισμός μου. Προχωρούσα ιλιγγιωδώς προς το θεόρατο στέρνο του και τα αυστηρά χαρακτηριστικά του προσώπου του έφευγαν προς τα πάνω και συρρικνώνονταν στην περιφέρεια του οπτικού μου πεδίου. Σύντομα δεν έβλεπα πια παρά τη μεγάλη κίτρινη λάμψη του στήθους του, το οποίο και τρύπησα σβουριστά και, μετά από μιαν ατελείωτη πλεύση μέσα στην πύρινη σάρκα, βγήκα έξω, από την πλάτη του. Κοιτάζοντας πίσω, καθώς απομακρυνόμουν, είδα τον κολοσσιαίο Ιεχωβά να πέφτει μπρούμητα προς τα αριστερά. Σταδιακά μίκρυνε και χάθηκε και ήμουν ξανά μόνος μέσα στην απέραντη νύχτα. Μετά από ένα χρονικό διάστημα που δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί (αλλά που θα το έλεγα αιωνιότητα), στην άκρη της ματιάς μου υψώθηκε ένας άλλος, τεράστιος Θεός, πανομοιότυπος με τον πρώτο. Τον διαπέρασα κι αυτόν και εκτοξεύτηκα προς τα εμπρός, στο κενό. Έπειτα από άλλη μίαν αιωνιότητα, εμφανίστηκε ένας ακόμη. Η φάλαγγα των Θεών πίσω μου ολοένα μεγάλωνε. Ήταν εκατοντάδες κι ύστερα χιλιάδες, πεσμένοι μπρούμητα, πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά, σαν τα δόντια ενός γιγαντιαίου φερμουάρ από φλόγες. Και ανοίγοντας το φερμουάρ καθώς πετούσα, αποκάλυψα το στήθος του αληθινού Θεού, σε ένα ρακουρσί μεγαλειώδες όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Περιστρεφόμενος, απανθρακωμένος από το φως του, ανέβηκα τόσο ψηλά που αξιώθηκα να τον δω ολόκληρο. Ω, τι ωραίος που ήταν! Στο τριχωτό, σαν ταύρου, στέρνο του είχε γυναικείους μαστούς. Η όψη του ήταν νεανική, στεφανωμένη από τη φλόγα της κόμης του, η οποία ήταν πλεγμένη σε χιλιάδες πλοκάμους· με φαρδιά λεκάνη και, στη μέση, το σθεναρό ανδρικό μόριο. Ολόκληρος, απ' την κορφή ως τα νύχια, ήταν σκέτο φως. Είχε τα μάτια του μισάνοιχτα, με ένα εκστατικό μειδίαμα και, στο ύψος της καρδιάς, κάτω από την αριστερή θηλή, μια φοβερή πληγή. Ανάμεσα στα δάκτυλα του δεξιού χεριού του, σε χαριτωμένη στάση, κρατούσε ένα κόκκινο ρόδο. Έτσι λοιπόν έπλεε, μέσα στον χώρο που πάσχιζε να τον χωρέσει, αλλά που εκείνος, θαρρείς, τον απορροφούσε και τον περιλάμβανε μέσα του... Ξύπνησα ανάμεσα στα κρύα έπιπλα της κάμαράς μου, σκούζοντας χωρίς δάκρυα, γεροντίστικα. Θέλησα να πετάξω στα σκουπίδια όλο αυτό το μάτσο τα χαρτιά που έχουν μαζευτεί εδώ, χωρίς νόημα. Αλλά τι μπορεί να κάνει κάποιος που όλη τη ζωή του έγραφε λογοτεχνία; Πώς θα μπορούσε να αποδράσει από τα στεγανά τού ύφους; Πώς, με ποια μέσα, είναι δυνατόν να καταγράψει κανείς μια μαρτυρία άδολη και άμοιρη καλλιτεχνικών συμβάσεων και καταναγκασμών; Ας συγκεντρωθώ και ας βρω το θάρρος να το παραδεχτώ: δεν υπάρχει τρόπος. Το γνώριζα αυτό εξ αρχής, αλλά με πονηριά στριμωγμένου αγριμιού έκρυψα το παιχνίδι, τη μίζα, το στοίχημά μου από τα μάτια σου. Διότι, στο τέλος-τέλος, πόνταρα και πάλι στη φιλολογία. Χρησιμοποίησα στον μαζοχιστικό, αλά Πασκαλ, συλλογισμό μου,[6] ακριβώς εκείνο που φαινόταν να μου εναντιώνεται. Ιδού το σκεπτικό μου, το μόνο που με κάνει να φέρω σε πέρας (μόνο εγώ ξέρω με τι κόπο!) την ανά χείρας «ιστορία»: έχω συναντήσει τον Ρουλετίστα. Είναι κάτι για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλλω: παρ' ότι ήταν αδύνατο να υπάρξει, εντούτοις υπήρξε. Σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο υφίσταται λοιπόν μια περιοχή όπου το αδύνατον γίνεται δυνατόν, συγκεκριμένα στο χώρο της μυθοπλασίας, δηλαδή της λογοτενίας. Εκεί οι νόμοι της στατιστικής παραβιάζονται, εκεί μπορεί να εμφανιστεί ένα ανθρώπινο ον ισχυρότερο από το τυχαίο. Ένας Ρουλετίστας δεν ήταν δυνατό να ζούσε στον κόσμο, που θα πει ότι ο κόσμος στον οποίον όντως έζησε είναι επινενοημένος, είναι λογοτεχνία. Επί του προκειμένου, και πάλι δεν έχω καμίαν αμφιβολία: ο Ρουλετίστας είναι φανταστικός χαρακτήρας. Τοτε όμως κι εγώ είμαι φανταστικός χαρακτήρας, κάτι που με κάνει πανευτυχή. Γιατί οι χαρακτήρες ποτέ δεν πεθαίνουν, ζουν όσο ο κόσμος τους καθίσταται και παραμένει «αναγνώσιμος». Αν μεν ο ποιμένας που απεικονίζεται στην ελληνική υδρία δεν πρόκειται να φιλήσει ποτέ την καλή του, ξέρει τουλάχιστον ότι θα την βλέπει αιώνια. Ιδού το στοίχημα, ιδού και η ελπίδα μου. Και έχω επίσης ένα ισχυρό επιχείρημα, τον Ρουλετίστα, υπέρ του ότι ανήκω σε μίαν αφήγηση, με την ιδιότητα του χαρακτήρα, και ότι, παρ’ όλο που είμαι ογδόντα ετών, δεν θα πεθάνω ποτέ γιατί, κατά βάθος, ποτέ δεν έχω ζήσει. Μπορεί να μη βιώνω σε κάποιο αξιόλογο αφήγημα, μπορεί να είμαι ένας απλός κομπάρσος, αλλά για κάποιον που έχει φθάσει στο τέρμα του βίου του, οποιαδήποτε εναλλακτική προοπτική είναι προτιμότερη απέναντι στον οριστικό αφανισμό.
Όσον αφορά τις φανταστικές πιθανότητες του Ρουλετίστα, έχουν γίνει εκατοντάδες υποθέσεις. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να προσθέσω μίαν ακόμη, αν όχι πιο αληθινή, τουλάχιστον πιο συνεκτική από τις περισσότερες υπόλοιπες. Γνωρίζοντας τον Ρουλετίστα από παιδί, ξέρω ότι, στην ουσία, αυτό που ανέκαθεν τον χαρακτήριζε δεν ήταν η τύχη, αλλ' απεναντίας, μια μεταφυσική ατυχία. Ουδέποτε είχε τη χαρά να κερδίσει έστω και το πιο παιδαριώδες παιχνίδι όπου το τυχαίο έπαιξε κάποιον ρόλο. Από το παιχνίδι με τις μπίλιες μέχρι τις ιπποδρομίες, από το πέταγμα του πέταλου στη βάση ενός πασάλου ως το πόκερ, λες και η μοίρα τον είχε κάνει παλιάτσο της, λες και μονίμως τον έβλεπε με ειρωνικό μάτι. Η ρουλέτα αποδείχθηκε η μεγάλη του ευκαιρία και είναι απορίας άξιον πώς αυτό το άτομο, με τόσο πρωτόγονη νοημοσύνη, φάνηκε αρκετά οξυδερκές ώστε να εντοπίσει το μοναδικό εκείνο σημείο όπου ήταν εφικτό να τρυπήσει, σαν σκορπιός, την ασπίδα του πεπρωμένου και να μεταβάλλει τον αιώνιο εμπαιγμό σε αιώνιο θρίαμβο. Με ποιον άραγε τρόπο; Τώρα το βλέπω απλό, στοιχειώδες και συγχρόνως λαμπρό: ο Ρουλετίστας στοιχημάτιζε ενάντια στον εαυτό του. Καθώς έφερνε το όπλο στον κρόταφό, ο ίδιος διχαζόταν. Η βούληση στρεφόταν εναντίον του και τον καταδίκαζε σε θάνατο. Κάθε φορά ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι θα πέθαινε. Εξού, νομίζω, και η έκφραση απέραντου τρόμου στο πρόσωπό του. Αλλά η καθολική του γκίνια άλλο δεν έκανε παρά να ματαιώνει μονίμως την πρόθεσή του να αυτοκτονήσει. Μπορεί αυτή η εξήγηση να μην είναι παρά μια ανοησία, αλλά, όπως έλεγα, δεν βλέπω άλλη που να στέκεται. Άλλωστε, τώρα πια, όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία.
Είμαι κατάκοπος. Κάνω την προσπάθεια της ζωής μου προκειμένου να γράψω μία ακόμη σελίδα. Θα είναι η τελευταία, αφού οι κύβοι ερίφθησαν και η κατασκευή του ενυδρείου έχει τελειώσει. Ας σφραγίσω και την τελευταία ρωγμή απ' όπου χάνεται το νερό – και τότε θα παραμείνω κι εγώ σιωπηλός και ακίνητος πλάι του. Μόνον οι ουρές και τα πέπλα των πτερυγίων μας θα κυματίζουν από καιρού εις καιρόν. Περιμένω εκείνη τη στιγμή με τόση αδημονία, που σχεδόν δεν μου μένει υπομονή για να ολοκληρώσω την ιστορία του Ρουλετίστα. Το τέλος του επήλθε σύντομα, μετά τη ρουλέτα των έξι φυσίγγίων, από την οποίαν είχε επιβιώσει τερατωδώς.
Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, βγαίνοντας από το χαμαιτυπείο, χαράματα, με φως που άσπριζε σαν το γάλα, κι ενώ σερνόταν προς το σπίτι του σ' ένα κακόφημο δρομάκι, τον τράβηξαν ξαφνικά στο στενό διάδρομο της εισόδου κάποιου κτηρίου. Ένας έφηβος, ούτε δεκαεπτά χρονών, έβαλε ένα περίστροφο στον κρόταφό του και ζήτησε τα λεφτά του. Βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα, νεκρός, και δίπλα του πεσμένο το περίστροφο από το οποίο ο νεαρός ούτε καν φρόντισε να σβήσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Το πτώμα δεν έφερε ίχνη τραυματισμού και η ιατροδικαστική εξέταση διεπίστωσε θάνατο από καρδιακή προσβολή. Άλλωστε στο περίστροφο, με το οποίο δεν τον είχαν πυροβολήσει, δεν βρέθηκε ούτε ένα φυσίγγιο. Ο μικρός εντοπίστηκε την ίδια μέρα, κρυμμένος στο σπίτι φίλων του και τα πάντα ξεκαθαρίστηκαν. Πρόθεσή του ήταν απλά η ληστεία. Το όπλο ήταν άδειο και το χρησιμοποίησε μόνο για εκφοβισμό. Αλλά ο μέθυσος τον οποίον είχε απειλήσει τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ που σωριάστηκε στο έδαφος, και ο νεαρός τα χασε κι εκείνος, πέταξε το περίστροφο και το 'βαλε στα πόδια. Επειδή δεν είχε συγγενείς και κανείς δεν φαίνεται να τον γνώριζε (εγώ ο ίδιος κρύφτηκα για λίγες μέρες, έως ότου καταλάγιασαν τα πράγματα), ο Ρουλετίστας θάφτηκε βιαστικά, με ένα απλό, ξύλινο σταυρό στο μνήμα του.
Έτσι λοιπόν ολοκληρώνω και εγώ το σταυρό και το σάβανό μου από λέξεις, αναμένοντας εκεί να ξαναζωντανέψω σαν τον Λάζαρο, μόλις ακούσω τη δυνατή και καθαρή φωνή σου, αναγνώστη. Και, προκειμένου η ταφόπλακα να έχει κι έναν επιτάφιο και ο κύκλος να κλείσει όπως πρέπει, θα τελειώσω με τους στίχους του Έλιοτ, που τόσο πολύ αγάπησα:
Χάρισε, Κύριε, την παρηγοριά του Ισραήλ
Σ’ αυτόν που είναι ογδόντα χρόνων και αύριο πια δεν έχει.