Δε λες πάλι καλά, ναι, πες πάλι καλά. Τωόντι, πάλι καλά, Οδυσσέα Γεωργίου, πάλι την έβγαλες καθαρή, πάλι πέρασες από κάτι χαζές ψευτοσυμπληγάδες, χαζοπαγιδούλες και βρομοπεπονόφλουδες που ψοφοδεέστατοι ζηλόφθονες ορθώνουν και στήνουν και σπέρνουν, για σένα και για τους φίλους σου, μπας και κάνετε πίσω, μπας και χάσετε το φαλσταφικό σας κέφι, μπας και απωλέσετε τη δαιμόνια δημιουργικότητά σας, μπας και παραλείψετε να βάλετε στο πικάπ το “John Coltrane Stereo Blues”, μπας και κολώσετε και δεν είστε πια δριμύτατοι διάκονοι της δοτικότητας, μπας και δεν αφήσετε τα παρατημένα πουρνάρια για να πάτε στον γαμιστερό γάμο, μπας και λησμονήστε ότι στις αγαπημένες σας λέξεις ανήκει η λέξη ῾῾παραφερνάλια᾽᾽, Οδυσσέα Γεωργίου, στόχε —να τα λέμε κι αυτά— ζήλιας χαμερπούς και φθόνου άσφαιρου, ναι, Οδυσσέα Γεωργίου, Φίλε Φοβερέ των Φίλων της Φιλίας, ενίοτε ακαμάτη και ανεπρόκοπε, πράγματι, όλα τα τα λέμε, καρακυψελιώτη αμετανόητε και ξέφρενε εγλεντζέ κατά περιόδους, σταχανοβίτη της γραφής μέρα παρά μέρα, λαίμαργε καταβροχθιστή ανανάδων, υπέρμετρε φραουλοφάγε, πεταλουδολάτρη, ταξίαρχε της Φαιοάλικης Ταξιανθίας, και ασμένως Γελαστό Παιδί.
Δε λες φτηνά τη γλιτώσαμε, ναι, πες φτηνά τη γλιτώσαμε. Και πώς όχι, όταν έχεις τόσα και τόσα να κάνεις και να πεις, ενίοτε ρεμπεσκέ και ρέμπελε και ράθυμε, Οδυσσέα Γεωργίου, ενίοτε, ας επαναληφθεί το ενίοτε, καθόσον, ανθιστάμενος εντέλει στο δέλεαρ του Άσ᾽ το γι᾽ Αύριο, στρώνεσαι και γράφεις, με πείσμα, διότι καύσιμος ύλη σου είναι τα ενύπνιά σου, στα οποία ενύπνιά σου σάρκινα και αέρινα χορεύει το Άλικο Αερικό που αγάπησες και, ω Ουρανοί, σε αγάπησε, και, μαζί με τούτο τον ασύλληπτο ερωτικό χορό, λικνίζεται και η Λεγεώνα των Φίλων σου, και λες, κι εσύ, παρέα με τον Δημήτρη Νόλλα, ονειρεύομαι τους φίλους μου, και ξέρεις, το έχεις σιγουρέψει, και συγκροτείς δεόντως τις κατά Κλαούζεβιτς άμυνές σου, ότι η λέξη είναι phthonos, ναι, η λέξη είναι phthonos, πράγματι, Οδυσσέα, πράγματι, Αντρέα, πράγματι, Εμμανουήλ, πράγματι, Ευτυχία, πράγματι, Ερασμία, πράγματι Χάρη, πράγματι, Ελευθερία, η λέξη είναι phthonos, phthonos, phthonos, phthonos.
Δε λες τζιτζίκια πεταλώνουμε, ναι πες τζιτζίκια πεταλώνουμε. Και μπορείς να πεις, επίσης —why not & so what— ναι, να πεις, Σφάξαμε Φακές Να Φάμε τα Εντόσθια, κι ακόμα, να πεις, ναι, πες, ὄμφακές εἰσιν, πάει να πει, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, ήγουν, ότι φθονείτε το ξέρουμε, το κατέχουμε, το εμπεδώσαμε, αλλά το αυτί μας δεν ιδρώνει, συνεπώς ματαιοπονείτε, άρα αφήστε μας ήσυχους, τουτέστιν πάρτε το κουβαδάκι σας, ανθυποέχιδνες, και πηγαίνετε να παίξετε σε άλλη παραλία, σώνει πια όπως λέγαμε στον Βόλο, για σας δεν αδειάζουμε όπως λέμε στον χειμαζόμενο, ελπίζεις, Γεωργίου, όχι για πολύ, Παγασητικό, και άλλωστε, ζηλόφθονα παιδάρια, να ξέρετε, έχουμε κατορθώσει το ακατόρθωτο για σας, έχουμε κατορθώσει όχι μόνο το έσονται οι δύο εις σάρκα μία αλλά και το να γίνουμε και να γενούμε και ακραδάντως να γινόμαστε Καρδία Μία, ναι μία καρδιά που είναι Μέλαθρον Αγάπης, Πύργος Έρωτος, Οχυρό Δημιουργικότητας, Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αισθημάτων, Παράπηγμα Πάθους και Πόθου, πες το και αγγλιστί, Οδυσσέα, Our House of Tolerance and Excellence, εκάς, λοιπόν, μη χάνετε το χρόνο σας μ᾽ εμάς, ομιλείς και λέγεις, Γεωργίου, μην κάνετε πια τον κόπο να πασχίζετε να μας πεδικλώσετε, σώνει, δεν αδειάζουμε, φτάνει, εκάς, ακόμα και ουστ από δω, θα πεις, Οδυσσέα Γεωργίου, ναι, ουστ από δω, σκλαβάκια της πρασινοκίτρινης μυξιάρικης ζήλιας, ανθυποψευτοϊάγοι της συμφοράς.
Δε λες πάλι καλά, ναι, πες πάλι καλά. Διότι, Οδυσσέα, καλά είναι όταν είσαι φλανέρ των δέκα χιλιομέτρων ημερησίως, όταν στύβεις και πίνεις έξι ζουμερά πορτοκάλια την ημέρα, όταν τα φιλιά τα λες αθύρματα λατρείας, όταν στήνεις μια βιβλιοθήκη κόκκινη με κόκκινα βιβλία στο Κόκκινο Δωμάτιο, όταν σπουδάζεις την Τέχνη της Αναμονής, όταν τα κορμιά σας, το δικό σου και το δικό Της, γίνονται οι εξαϋλωμένες παρτιτούρες της Liebesnacht, όταν χαρτογραφείς και πάλι εκείνο το Νησί που είναι το μπούνκερ του Έρωτος, όταν επαναλαμβάνεις μειδιώντας λιγωμένος και λιωμένος τις προσφωνήσεις Kid, Slim, και Angel, όταν Εκείνη σε απογειώνει με τις λεξοπλασίες της και αναφωνεί με την κρυστάλλινα βραχνή φωνή της «Λεξοβελονιές! Λεξοβελονιές! Λεξοβελονιές!», όταν εντοπίζεις ανάμεσα στην πρόσθια κεντρική έλικά Της, στην ψίχα της ψυχής Της, και στο κνημιαίο κύρτωμά Της, το εξαίσιο Σημείο G που είναι πιο γλυκό κι από την πιο εξαίσια πάβλοβα κι από το πιο ηδύ Legendario της Υπερπλανητικής Κάβας για Υπερπλανητικούς Ερωτευμένους, λες και μελωδείς, κυριακάτικα, Οδυσσέα Γεωργίου, παίκτη/ρέκτη εσύ της πιο πυροβολημένης υπερβολής, θεόρατε θεομπαίχτη της Φωκίωνος Νέγρη, φίλε αδελφοποιτέ του Ρασκόλνικοφ της Κυψέλης, άτεγκτε διώκτη των ουτιδανών του φθαρμένου φθόνου, ναι, εσύ, Γεωργίου, που δεν παύεις να ονειρεύεσαι τους Φίλους σου και να τους υπενθυμίζεις ότι η λέξη είναι phthonos.
Δε λες φτηνά τη γλιτώσαμε, ναι, πες φτηνά τη γλιτώσαμε. Αν και, εδώ που τα λέμε, ακριβά τη γλίτωσες, τέως πιτσιρικά και νυν μεσήλικα Γαβριά, σκαμπρόζικε νεορομαντικέ και παλαιομπητνίκε, Γεωργίου, καθόσον, με την προεξάρχουσα προμελετημένη προτροπή εκείνης —και σε αρμονική αντίθεση/αντίστιξη με τα φερόμενα ως famous last words του Μπόγκαρτ (I should never have switched from Scotch to Martinis)— εσύ, Άριστε Μαθητή Οδυσσέα Γεωργίου, τωόντι το γύρισες στο λυτρωτικό Legendario, στο καλώς συγκερασμένο Caol Ila, και στο διπλοπεντανόστιμο Diplomatico. Ω ναι, ακριβά, πολύ ακριβά τη γλίτωσες, πουλάκι μου Γεωργίου, κι έτσι δύνασαι τώρα να επιδίδεσαι στις χωροχρονικές σου dérives και flâneries, και να αλωνίζεις στα ερτζιανά μεταδίδοντας μελωδικά μηνύματα ερωτικής παλιγγενεσίας και λιμπιστικής λαγνείας μαζί με άσματα του Lou Reed, και ενώ προηγουμένως απέκτησες την Κάρτα Μέλους στο Συνδικάτο του Ονείρου.
Δε λες τζιτζίκια πεταλώνουμε, ναι πες τζιτζίκια πεταλώνουμε. Πες, πες, όλο και κάτι θα μείνει, κι αυτό είναι το αίτημα/ενδιαίτημα, όπως έλεγε κι ο Μισέλ ο Κατσαρός, μέγκλα, μεγαλείο, Γεωργίου, ναι, μέγκλα, μεγαλείο, η διάρκεια, το να μένει το Ωραίο, το να εμμένει το Υψηλό, το να επιστρατεύεις και πάλι, παρέα μ᾽ Εκείνη, την Μεραρχία Sublime-F που θα κατατροπώσει ό,τι είναι ζήλια, μιζέρια, μνησικακία, μάτιασμα, χθαμαλή ύλη, κακοφωνία, συκοφαντία, καταλαλιά, ό,τι κουβαλάει εντός της η λέξη phthonos, ακούς, Οδυσσέα, ακούς Ευτυχία, ακούς, Χάρη, ακούς, Ελευθερία, ακούς, Αντρέα, ακούς, Ερασμία, ακούς Εμμανουήλ, κι ύστερα, Γεωργίου, θα στήσεις τα Ηχεία του Ουρανού, κι ο κόσμος όλος, σύνολος ο ντουνιάς, θα ακούσει το άσμα, του έρωτος τον ύμνο, “The Power of Love”, θ᾽ ακούσει, και θα ακούει ώρες και μέρες και εβδομάδες και μήνες και έτη πολλά τους ιερούς γενναίους στίχους, This time we go sublime / Lovers entwine, / divine divine / Love is danger, love is pleasure / Love is pure, the only treasure / I'm so in love with you / Purge the soul / Make love your goal / The power of love / A force from above / Cleaning my soul / The power of love / A force from above / A sky-scraping dove, και θα αποκατασταθεί, επιτέλους!!!, η αλήθεια, ναι, θα αποκατασταθεί, και οι πάντες, όλοι, θα μάθουν ότι, όχι, τα famous last words του Μπόγκαρτ δεν ήταν "I should never have switched from Scotch to Martinis”, αλλά "Goodbye Kid. Hurry back”.
[ Συνεχίζεται ]
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ