Το «The Truman Show», μία από τις τρεις κορυφαίες ταινίες της δεκαετίας του ’90 (και οπωσδήποτε ένα απ’ τα πιο σημαντικά αμερικανικά φιλμ όλων των εποχών), ανήκει στο ολιγομελές αυτό κλαμπ καλλιτεχνικών έργων που ακριβώς επειδή είδαν τόσο καλά το πού πήγαινε η εποχή τους, ο κόσμος στάθηκε στην «προφητική» τους διάσταση και αμέλησε να ασχοληθεί με την ουσία τους (ανάλογα παραδείγματα απ’ τον χώρο της λογοτεχνίας είναι το 1984 του Τζορτζ Όργουελ και το Brave New World του Άλντους Χάξλεϊ). Θέλω να πω ότι το αριστούργημα του Πίτερ Γουίαρ είναι πολλά περισσότερα από μια κοινωνική προφητεία.
Ο ορυμαγδός των reality shows, τα διάφορα προϊόντα τηλεοπτικής υποκουλτούρας τύπου «Big Brother», τα υποτιθέμενα κοινωνιολογικά πειράματα που αποτέλεσαν θέμα για χιλιάδες πτυχιακές εργασίες (το πείραμα προσπαθεί να εξακριβώσει την αλήθεια μιας νέας θεωρίας: εδώ δεν υπάρχει καμία νέα θεωρία για επαλήθευση – ότι οι ματαιόδοξοι ηλίθιοι πλειοψηφούν στον κόσμο, είναι κάτι που ξέραμε από πάντα), όλες αυτές οι αθλιότητες που έπονται της συγκλονιστικής ταινίας του Γουίαρ, συσκότισαν την αλήθεια της. Μετέφεραν τη βαθύτερη σημειολογία του The Truman Show στο επιφανειακό επίπεδο μιας πρόβλεψης για τη μετεξέλιξη της κοινωνίας του θεάματος και τον εθελούσιο εγκλεισμό του ιδιωτικού χώρου στο ενυδρείο της δημόσιας σφαίρας (δεν χρειάζεται να πω ποιοι είναι τα «ψάρια» σ’ αυτό το ενυδρείο), ενώ η συμβολιστική του φιλμ, κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.
Το The Truman Show δεν έκανε «μαντεψιές», δεν ήθελε να πει ότι εκεί θα «καταλήξουμε», τουναντίον. Υποστήριξε ότι πάντα βρισκόμασταν «εκεί». Παραδομένοι αυτάρεσκα στα μάτια των «Άλλων», στην ακόρεστη λαχτάρα τους για εικόνες κάθε είδους (ακόμα κι αυτές μιας εντελώς αδιάφορης, πληκτικής καθημερινότητας), όπως ο Τρούμαν, ακόμα και χωρίς να το παραδεχόμαστε, ακόμα κι όταν –υποκρινόμαστε ότι– το φοβόμαστε. Ο Τρούμαν δεν είναι καμιά ιδιαίτερη περίπτωση, είναι ο καθένας μας. Γεννιέται ανάμεσα στις κάμερες, όπως εμείς, και βιώνει την ελάχιστα πρωτότυπη ύπαρξή του κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα τους που καταγράφει όλες τις τετριμμένες της πλευρές. Αλλά γιατί καταλαμβάνεται από τέτοιο πανικό όταν διαπιστώνει ότι η ζωή του είναι μια καλοστημένη απάτη προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού; Αυτό δεν λαχταρούσε πάντα; Φανατικούς θεατές δεν γύρευε (το καταμαρτυρούν οι σκηνές στον καθρέφτη όπου μετατρέπει το είδωλό του σε διάσημο αστροναύτη);
Τούτος ο συμπαθητικός υποκριτής, είναι ο μέσος άνθρωπος της δυτικής τηλε-πραγματικότητας όπως υφίσταται εδώ και πολλές δεκαετίες. Και το Truman Show αποδεικνύεται σήμερα πιο εύστοχο από ποτέ διότι ο ανθρωπότυπος που περιγράφει, στην εποχή των social media βιώνει τον πιο ακραίο –σχεδόν σχιζοφρενικό– διχασμό. Από τη μία μετατρέπει οικειοθελώς τη ζωή του σε θέαμα, λουστράροντας την κοινοτοπία της με τα «φίλτρα» μιας ψυχαναγκαστικά ματαιόδοξης –όσο και γελοιωδώς ανούσιας– αυτοπροβολής κι από την άλλη φωνασκεί ότι του «κλέβουν» την ιδιωτικότητά του. Νιώθει περιστοιχισμένος από «ηδονοβλεψίες» που καραδοκούν για να του αρπάξουν τις πιο προσωπικές του στιγμές, ενώ ο ίδιος τις έχει χαρίσει προ πολλού σε όποιον ενδιαφέρεται να τις «χαζέψει» (και το κωμικοτραγικό είναι ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για κάτι τέτοιο: ο καθένας είναι πολύ απασχολημένος με τον εαυτό του, με τη σκηνοθεσία της δικής του εικονικής ζωής, για να δώσει σημασία στα ναρκισιστικά νάζια του άλλου).
Αν το αντιμετωπίζαμε, λοιπόν, υπό την οπτική της κοινωνικής προφητείας που λέγαμε πριν, θα έπρεπε να πούμε ότι το Truman Show είναι σχεδόν παρωχημένο. Διότι, πλέον, όλοι είναι Τρούμαν του δικού τους σόου κι έτσι κανείς δεν μπορεί να γίνει μεγάλος «σταρ» για τις μάζες, έστω ερήμην του. Ο Πίτερ Γουίαρ, όμως, έφτιαξε μια αλληγορία για τους ανθρώπους της εποχής του, δεν τον ενδιέφερε να πει «τι πρόκειται να συμβεί». Κι οι άνθρωποι της εποχής του, στερούνταν τα μέσα για να γίνουν μικροί Τρούμαν. Οι σημερινοί, απ’ την άλλη, χάρη στα social media, παίζουν ταυτόχρονα δύο ρόλους: του Τρούμαν, του πρωταγωνιστή που δεν έχει ιδέα (; ) ότι η πραγματικότητά του είναι ένα οργανωμένο ψέμα, και του Κριστόφ, του σκηνοθέτη-Θεού (για τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της ταινίας περί αγώνα του δημιουργήματος ενάντια στο πεπρωμένο και τον Δημιουργό - ενορχηστρωτή της πτώσης του, θα χρειαζόταν ένα άλλο μεγάλο κείμενο).
Το βασικό εδώ, αυτό που κάνει το Truman Show ένα αριστούργημα για τους αιώνες, δεν είναι η «επίκαιρη» διάστασή του αλλά κάτι πολύ βαθύτερο και διαχρονικό: η διαπίστωση ότι κάθε άνθρωπος «παίζει» τον εαυτό του, σαν να ήταν ο σταρ μιας ταινίας, μιας παράστασης ή μιας τηλεοπτικής εκπομπής μεγάλης τηλεθέασης, κι ότι ο σύγχρονος κόσμος είναι φτιαγμένος για να δημιουργεί αυτή ακριβώς την ψευδαίσθηση. Ο Τρούμαν (ένας σπαρακτικός Τζιμ Κάρεϊ στη δεύτερη καλύτερη ερμηνευτική στιγμή της καριέρας του), όταν καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει, μοιάζει σαν να συνέρχεται από μια πλάνη την οποία αποδέχονται καλόπιστα όλα σχεδόν τα ανθρώπινα όντα στην ιστορική φάση της κατάρρευσης των ιδεολογιών.
Αν όλα όσα παρακολουθούμε δεν είναι παρά η φαντασίωση (ή ο εφιάλτης) ενός συνηθισμένου nobody που θα ήθελε να είναι διάσημος και που σιγά-σιγά κυριεύεται απ’ την παρανοϊκή ιδέα ότι το όνειρό του έχει πραγματοποιηθεί με έναν διεστραμμένο τρόπο, τότε καταλαβαίνουμε πολύ καλά πού το πάει ο Πίτερ Γουίαρ. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής, ο ακραία υλιστικός ατομικισμός, δεν έχει χώρο για ανθρώπους αλλά μόνο για ερασιτέχνες ηθοποιούς. Δώστε, λοιπόν, ο καθένας την καθημερινή του παραστασούλα, καταναλώστε τα προϊόντα που σας προτείνουν οι φίλοι, ανταλλάξτε χαριτωμένες κοινοτοπίες με τους γείτονες και τους γνωστούς, η σκηνογραφία του κόσμου θα παραμείνει άθικτη κι εσείς θα εξακολουθείτε να νιώθετε σημαντικοί. Μόνο προσέξτε να μην αφήσετε κανέναν να σας αποκαλύψει ότι όλο αυτό είναι ένα σόου, διότι καραδοκεί η τρέλα.
Παρά ταύτα, το Truman Show είναι μια αισιόδοξη ταινία. Διότι στο τέλος, ο Τρούμαν εγκαταλείπει τη σκηνή, ανοίγει μια πόρτα και βγαίνει, δηλαδή απαλλάσσεται απ’ την επικίνδυνη εμμονή να αποτελεί αντικείμενο θέασης (τι άλλο είναι η ματαιόδοξη επιθυμία της διασημότητας; ). Προτιμάει να ζήσει ελεύθερος και «αθέατος», μακριά απ’ τα σαρκοβόρα βλέμματα των Άλλων, να υπάρξει επιτέλους για τον εαυτό του, όχι για τους καθρέφτες και τις κάμερες. Ο πρώην «πρωταγωνιστής», συνειδητοποιεί την αξία του επικούρειου, «Λάθε βιώσας» και του «έζησε καλά όποιος κρύφτηκε καλά», που έλεγε ο Οβίδιος. Απομακρύνεται από το κέντρο του πλάνου, γίνεται αόρατος. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, να σβήσουμε τα υπερβολικά έντονα φώτα των «προβολέων» που εγκαταστήσαμε μέσα στην ψυχή μας και μας σιγοψήνουν. Υπάρχει ένα πιο δυνατό, υγιές, θεραπευτικό φως που η θέρμη του χαρίζει ζωή αντί να τη στραγγίζει: υπάρχει ο ήλιος εκεί «έξω» και μπορούμε να βαδίσουμε ανέμελα κάτω απ’ τις ακτίνες του.
Όπως λέει η Chloe, ίσως να είναι «way too early for that». Δεν πειράζει. Cue the sun.