Πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν νεαρός και είχα μείνει τότε –καλοκαίρι– για ένα διάστημα στο σπίτι μας στο Μόλυβο, είχα την τύχη να γνωρίσω έναν άνθρωπο, από εκείνους τους λίγους που τιμούν τη ζωή με την ύπαρξή τους. Ήταν ένας αγρότης λεπτοκαμωμένος με ασυνήθιστη ευγένεια και σεμνότητα. Ερχόταν συχνά με τη γυναίκα του, όταν σουρούπωνε, για την πολύτιμη βραδινή συντροφιά που την είχε ανάγκη και η μητέρα μου.
Ο άνθρωπος αυτός είχε το σπάνιο χάρισμα της μαγευτικής ομιλίας. Συνήθως μιλούσε για πράγματα και περιστατικά σχεδόν ασήμαντα, και με τις λίγες λέξεις του κατάφερνε να υφαίνει μια σαγηνευτική αφήγηση – λες και τα λόγια του έβγαζαν φως. Τον άκουγα πάντα καθηλωμένος, απολαμβάνοντας με ευλάβεια τα λεγόμενά του .Κάποια φορά σκέφτηκα να κρατήσω σημειώσεις αλλά δεν έκανα την ιεροσυλία. Κατάλαβα ότι το σπάνιο αυτό χάρισμα ήταν συνυφασμένο με τον τρόπο της ζωής του, με την καθημερινή του εργασία μέσα στο φυσικό περιβάλλον, κι έτσι έπρεπε να παραμείνει. Έτσι λοιπόν συνέχισα να τον ακούω με ακόμα μεγαλύτερη ευχαρίστηση, καθώς ένιωθα ότι τα λόγια του, που τα έπαιρνε ο αέρας και τα σκορπούσε στα δέντρα, στα βουνά, στη θάλασσα, δεν πήγαιναν χαμένα.
Πράγματι, στο τοπίο αυτό που περιβάλλει τον Μόλυβο αισθάνεσαι πότε πότε τον ψίθυρο και το θρόισμα των ανθρώπων που χάθηκαν στο παρελθόν. Απ’ αυτή την περιοχή φυσάει μυστικά μια πνοή και φτάνει μέσα στη γραφή της Φωτεινής Φραγκούλη. Στο κείμενό της υπάρχει έντονη και αδιάλειπτη η αίσθηση του προφορικού λόγου. Καθώς διαβάζεις, νιώθεις την αμεσότητα –σχεδόν την αναπνοή!– κάποιου που βρίσκεται δίπλα σου και αφηγείται. Λέξεις απλές της κάθε μέρας, όπως αυτές που χρησιμοποιούν στο σπίτι τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα, οι γείτονες και οι φίλοι. Φράσεις πεντακάθαρες, λαμπερές, πανηγυρικές, μέσα από μονοπάτια με μοναδική εσωτερική θέα, συγκροτούν μια πλοκή γεμάτη εκπλήξεις. Η γραφή παίρνει συνήθως μια τέτοια τροπή που μας οδηγεί προς το μη αναμενόμενο, προς το παράδοξο. Ακόμα κι όταν η διήγηση της βασίζεται σε βιωμένα γεγονότα, μέσα απ’ την υπέρβαση της πραγματικότητας, αναδύεται αμέσως ο μαγευτικός της κόσμος που τον περιβάλλει ένα φως από κατάπληκτο βλέμμα παιδιού – σα να συμβαίνουν όλα για πρώτη φορά.
Το πρόσφατο βιβλίο της Φωτεινής Φραγκούλη, με τον τίτλο Οι άγγελοι των κοχυλιών, το διάβασα ξανά και ξανά, με την ίδια συγκίνηση, απολαμβάνοντας συνεπαρμένος τα παραμυθένια αφηγήματα. Μέσα απ’ την απέριττη γραφή με την αφοπλιστική λιτότητα, ξεκινά ένα φαντασμαγορικό ταξίδι που σε παίρνει μαζί. Φράσεις φωταγωγημένες μ’ ένα φως αθωότητας και καλοσύνης. Παντού απλώνεται μια τρυφερότητα σαν διακριτικό άρωμα. Στην απέραντη φαντασία εναλλάσσονται με θαυμαστό τρόπο τα απροσδόκητα τοπία της γραφής. Σε όλα τα κομμάτια του βιβλίου υπάρχει μια ευφυής και λαμπερή σύλληψη που σου δίνει την αίσθηση ότι ο σπινθήρας της προήλθε από την συνένωση ταπεινότητας και σοφίας.
Στο πρώτο κομμάτι, απ’ το οποίο πήρε τον τίτλο του το βιβλίο, τα μέλη του πληρώματος κάποιου πλοίου αξιώνονται κάποτε να δουν στη μέση του ωκεανού ένα όραμα που έχει περάσει στη πραγματικότητα. Βλέπουν τους αγγέλους να βγαίνουν απ’ τα νησιά-κοχύλια και να περπατούν πάνω στα κύματα, ανάμεσα σε κοράλια που αναδύονται στην επιφάνεια. Και όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το καράβι τους είναι «Αυτό που νήστεψε. Που δεν έστειλε και δεν πήρε γράμμα από πουθενά», όπως λέει η συγγραφέας.
«Η χήνα και τα μαύρα μαργαριτάρια» είναι μια μικρή, παράξενη ιστορία, γεμάτη συγκίνηση και τρυφερότητα. Μια κάτασπρη χήνα, σπάζοντας τον κλοιό της μοναξιάς της, εγκαταλείπει την μακρινή παγωμένη λίμνη της και, περιπλανώμενη στο άγνωστο, φτάνει κάποτε σ’ ένα πανδοχείο. Εκεί γνωρίζει έναν ναυτικό που επιστρέφει λυπημένος στον τόπο του. Τον ακούει προσεχτικά να της εξομολογείται την αιτία της λύπης του – την ιστορία ενός χαμένου έρωτα. Στο τέλος της εξομολόγησης βγάζει από την τσέπη του ένα βραχιόλι με μαύρα μαργαριτάρια και της το δωρίζει περνώντας το στον λαιμό της. «Φόρα το, σου αξίζει. Είναι σπάνιο ποίημα στον άσπρο σου λαιμό», της λέει. Όταν σηκώνεται να φύγει, συνεχίζοντας τον δρόμο της επιστροφής του, η χήνα τον ακολουθεί κι εκείνος κι εκείνος την παίρνει μαζί του, τρυφερή συντροφιά στη μοναχική ζωή του. Εύρημα αποτελεί το γεγονός ότι πρόκειται για πραγματική χήνα και όχι για μαγεμένη βασιλοπούλα.
«Η Κυδωνιά και τα κυδώνια της» είναι ένα τοπίο μοναδικής ομορφιάς, όπου μια κυδωνιά παραμένει ανθισμένη όλο τον χρόνο γιατί κάθε μέρα πηγαίνεικαι ξαπλώνει στον ίσκιο της ένα παλικαράκι. Όταν ήρθε κάποτε ο καιρός που το παλικάρι δεν ξαναφάνηκε, η κυδωνιά κάρπισε στυφούς καρπούς. Το τέλος –όπως συμβαίνει και σε όλες τις μικρές ιστορίες του βιβλίου– αφήνει ένα αίσθημα δικαίωσης ενώ το αφήγημα καταγράφεται στην ψυχή και στη μνήμη.
Η άλλη πλευρά του βιβλίου, που «διαβάζεται» διαφορετικά, είναι η εικονογράφηση. Εδώ δεν έχουμε μια διακοσμητική, «παιδική» εικονογράφηση, όπως γίνεται συνήθως στα βιβλία του είδους. Η Εύη Τσακνιά, ακολουθώντας τα κείμενα, αναπτύσσει μια δική της παράλληλη γραφή φορτισμένη απ’ την ατμόσφαιρα των ιστοριών. Οι μορφές, τα τοπία, τα σχήματα, οι ονειρικές συνδυασμοί των χρωμάτων, προσφέρουν έντονη αισθητική απόλαυση, Εικόνες τρυφερές, με πολλή φαντασία κι αισθαντικότητα. Κάθε φορά που τις κοιτάζω, νιώθω εκείνη την αδιόρατη ομίχλη που απλώνεται σαν αίσθηση ελευθερίας μέσα στα όνειρα.