Αγνώστου φωτογράφου

Αγνώστου φωτογράφου

Ο εκ της νορ­μαν­δι­κής πο­λί­χνης Ετρε­τά ορ­μώ­με­νος Πιέρ-Αλ­λύρ Μπυ­ρώ φω­το­γρα­φή­θη­κε ολί­γον πριν την κή­ρυ­ξη του Με­γά­λου Πο­λέ­μου ενώ­πιον πρω­το­τύ­που σκη­νι­κού, φέ­ρων την δε­ξιάν του εις την οσφρύν και την αρι­στε­ράν του επί του κέ­ντρου του πη­δα­λί­ου τού απα­στρά­πο­ντος πο­δη­λά­του του. Ο φω­το­γρά­φος πι­στο­ποιεί το όνο­μα «Π-Α Μπυ­ρώ» και υπο­γρά­φει «Αν­ρί Μπε­νουά Ιπ­πο­λύτ, 14 Ιου­λί­ου 1913», στο verso της φω­το­γρα­φί­ας, τυγ­χά­νει πά­ντως αγνώ­στου δια­μο­νής και δεν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται σε κα­νέ­ναν κα­τά­λο­γο καλ­λι­τε­χνών του φα­κού εκεί­νων των χρό­νων.
Όμως, το σκη­νι­κό εί­ναι άξιο προ­σο­χής, έρ­γο ζω­γρά­φου πα­ρα­θε­ρι­στή προ­φα­νώς στις νορ­μαν­δι­κές ακτές. Η κουρ­τί­να τρα­βηγ­μέ­νη, το μο­νο­κόμ­μα­το πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λο μι­σά­νοι­χτο, γλά­στρα με θάλ­λον φυ­τό επί ξύ­λι­νης εσο­χής, δια­κρί­νο­νται μα­κρό­στε­να φύλ­λα γιού­κας. Από το άνοιγ­μα με­τα­ξύ της κουρ­τί­νας και του πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λου, φως του δει­λι­νού χα­ρά­ζει σκιές στο εξω­τε­ρι­κό του χώ­ρου. Αυ­τό εί­ναι το βά­θος της ει­κό­νας, αφού μπρο­στά υψώ­νε­ται ορ­θία σπον­δυ­λω­τή δο­κός, καρ­φω­μέ­νη μάλ­λον σε ξύ­λι­νους πή­χεις με κρό­σια, θα λέ­γα­με, όπως εκεί­να της κουρ­τί­νας. Όσο για το πλά­τος της ει­κό­νας, ισού­ται με το έν τρί­τον του κά­δρου της φω­το­γρα­φί­ας. Ω, βέ­βαια! Ο για­τρός Πιέρ-Αλ­λύρ Μπυ­ρώ προ­βά­λει στα δύο τρί­τα του χώ­ρου μπρος από ένα φό­ντο, όπου σι­λου­έ­τες δέ­ντρων χά­νο­νται στο ελαύ­νον σκό­τος, στο ίδιο μού­χρω­μα που ει­σβά­λει από αρι­στε­ρά.
Πού εί­μα­στε, ανα­ρω­τιέ­μαι. Πού πα­τά­ει και στέ­κε­ται ο Πιέρ-Αλ­λύρ Μπυ­ρώ; Το άνοιγ­μα πί­σω του δεν έχει κά­γκε­λο! Ένα πε­ζού­λι δια­κρί­νε­ται μό­λις στην μπρο­στι­νή ρό­δα του πο­δη­λά­του του, το οποίο ισορ­ρο­πεί προς στή­ρι­ξη του τι­μώ­με­νου. Μαύ­ρο σκό­τος ανά­με­σα στα πό­δια του για­τρού, φο­ρά­ει κα­λο­γυα­λι­σμέ­νες μπό­τες, δια­φο­ρε­τι­κές οπωσ­δή­πο­τε από εκεί­νες που έλα­βε στα χα­ρα­κώ­μα­τα του Με­γά­λου Πο­λέ­μου. Και αυ­θαι­ρέ­τως υπο­ψιά­ζο­μαι ότι με αυ­τό το πο­δή­λα­το έφτα­σε στην μά­χη του Μάρ­νη, με­τα­ξύ 5 και 12 Σε­πτεμ­βρί­ου 1914. Υπέρ­γη­ρος πλέ­ον, υπο­στή­ρι­ζε ότι ο ει­κο­νι­ζό­με­νος ήταν ο προ­σφά­τως τε­λευ­τή­σας δί­δυ­μος αδελ­φός του, ο οποί­ος πο­λέ­μη­σε ηρω­ι­κώς, μη­δέ­πο­τε απο­χω­ρι­ζό­με­νος τα λευ­κά γά­ντια του, βέ­βαιος ότι αρ­γά ή γρή­γο­ρα ο νι­κη­φό­ρος γαλ­λι­κός στρα­τός θα πα­ρή­λαυ­νε στο Βε­ρο­λί­νο, έχο­ντας κα­τα­φέ­ρει τε­λειω­τι­κό χτύ­πη­μα στους Γερ­μα­νούς, έτσι που δεν θα τολ­μού­σαν να ση­κώ­σουν κε­φά­λι στον αιώ­να τον άπα­ντα. Αι­τιο­λο­γεί την άπο­ψή του, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι ο δί­δυ­μος αδελ­φός του ήταν ελα­φρώς αλ­λή­θω­ρος, το δεί­χνει η φω­το­γρα­φία αν προ­σέ­ξου­με το δε­ξί του μά­τι. Εξη­γεί­ται λοι­πόν το γε­γο­νός ότι πα­ρέ­μει­νε στα με­τό­πι­σθεν και υπη­ρέ­τη­σε ως μά­γει­ρας. Υπο­στη­ρί­ζει πως η μό­νη δια­φο­ρά σε σύ­γκρι­ση με τον αδελ­φό του ήταν αυ­τό ακρι­βώς, ότι δη­λα­δή εκεί­νος αλ­λη­θώ­ρι­ζε. Κα­τά τα άλ­λα, αν εκεί­νος εί­χε κα­ταρ­ροή στα χα­ρα­κώ­μα­τα, αν ψεί­ρες βα­σά­νι­ζαν το κορ­μί του στον Με­γά­λο Πό­λε­μο, τα ίδια υπέ­φε­ρε και ο ομι­λών, ας μην ήταν στα χα­ρα­κώ­μα­τα, ας μην εί­χε γνω­ρί­σει τις ψεί­ρες, πα­θο­λό­γος την ει­δι­κό­τη­τα, υπη­ρε­τών, κα­τά τις ανά­γκες, σε στρα­τιω­τι­κά νο­σο­κο­μεία. Όσο για τους ασθε­νείς, που έκρουαν με­τα­πο­λε­μι­κώς την θύ­ρα του για­τρεί­ου του επί της πα­ρι­σι­νής οδού Ζου­φλουά σε ανα­ζή­τη­ση σω­μα­τι­κής και ψυ­χι­κής θε­ρα­πεί­ας και απευ­θύ­νο­νταν στον επί της υπο­δο­χής αδελ­φό του, η απά­ντη­ση που λά­βαι­ναν ήταν: «Κοι­τά­χτε με στα μά­τια και θα δεί­τε πως δεν εί­μαι ο για­τρός», πράγ­μα που θε­ω­ρή­θη­κε εξέ­χων αν­θρω­πι­σμός, πά­ει να πει σω­τη­ρία των πα­σχό­ντων, αφού, οι επι­μέ­νο­ντες ότι εκεί­νος ήταν ο για­τρός, λά­βαι­ναν προς ανα­κού­φι­ση μί­αν ασπι­ρί­νη δω­ρε­άν και προ­φο­ρι­κή συ­ντα­γή για υπο­κλυ­σμό με χα­μο­μή­λι, απερ­χό­με­νοι άνευ κα­τα­βο­λής αμοι­βής.
Ω, βέ­βαια, επα­να­λαμ­βά­νω! Αλ­λιώς ήταν τα πράγ­μα­τα τό­τε και εύ­κο­λες οι λύ­σεις. «Οι γυ­ναί­κες μας δεν ξε­χώ­ρι­ζαν τον έναν από τον άλ­λο», χα­μο­γέ­λα­σε ο Πιέρ-Αλ­λύρ Μπυ­ρώ, «ιδιαι­τέ­ρως όταν άρ­χι­σα και εγώ να αλι­θω­ρί­ζω. Πά­ντως, η οι­κο­γε­νεια­κή ει­ρή­νη δεν δια­τα­ρά­χτη­κε, τό­τε τα πράγ­μα­τα ήταν αλ­λιώς, τα παι­διά μας με­γά­λω­σαν αγα­πη­μέ­να».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: