Σημειολογικά τινά των κοσμικών εγκαινίων

Jean Andre Rixens, «Εγκαίνια στο μέγαρο των Ηλυσίων» (1890)
Jean Andre Rixens, «Εγκαίνια στο μέγαρο των Ηλυσίων» (1890)

Τώρα που η πολυκοσμία και ο συγχρωτισμός αποτελούν πρόβλημα, οι περισσότερες από τις λίγες εκθέσεις που επρόκειτο να εγκαινιασθούν ματαιώθηκαν. Δεν αρκεί η κατά μόνας επίσκεψη στις εκθέσεις, διότι ακυρώνεται η πανηγυρική αίσθηση των εγκαινίων. Η ηλεκτρονική δημοσιότητα είναι ελάχιστη μπρος σ’ αυτήν της αυτοπρόσωπης παρουσίας.
Πολύτιμο και σπάνιο επειδή είναι ρευστό, φευγαλέο και συχνά ανυπόληπτο, το σημειολογικό υλικό από τις πολιτισμικές αυτές συγκεντρώσεις δεν καταγράφεται ούτε συνυπολογίζεται στις κρίσεις μας. Ένας σπουδαίος κοινωνιολόγος, ο Erwin Goffman (1922-1982), έγραψε βιβλία όπως τα Interaction Ritual, Presentation of Self in Everyday Life, Games People Play κ.ά. ενώ, ανάλογα, ένας άλλος, ο Desmond Morris, το Παρατηρώντας τους ανθρώπους (Menwatching). Έρευνες πεδίου όμως λείπουν.

Ειδικά για τα εικαστικά, για τα οποία οι εκθέσεις και οι δημόσιες σχέσεις είναι συστατικό της ίδιας της αισθητικής τους υπόστασης, αφού καθορίζουν το τι είναι αυτό που θα εγγραφεί στη μνήμη ως νόημα του εκτιθέμενου έργου, ειδικά αν είναι έργο τέχνης πολύ σύγχρονο, όπου συχνά ο εντυπωσιασμός είναι το ίδιο το υλικό του.
Έχω στο νου ένα χαρακτηριστικό συμβάν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε κοσμικά εγκαίνια έκθεσης σε επιφανή αίθουσα τέχνης. Εκδηλώσεις αυτού του είδους βρίσκονταν τότε στην κορύφωσή τους, παρουσία προσωπικοτήτων περί τα εικαστικά και τα μουσεία, φωτορεπόρτερ και κοσμικογράφους και αποτελούσαν για την Αθήνα μια νέα κατάσταση που εγκαινίασαν και καλλιέργησαν ο γκαλερίστας Αλεξ. Ιόλας και η Πινακοθήκη Πιερίδη αλλά σύντομα γενικεύτηκε.

Καθώς πλησίαζαν οι μέρες, λοιπόν, για κάποια εγκαίνια με μεγάλη επικοινωνιακή βαρύτητα, δέχθηκα διερευνητικό τηλεφώνημα από γνωστή κυρία που πρωταγωνιστούσε στις κοσμικές στήλες του «Ίακχου», για να προσέλθουμε μαζι. Τότε ακόμη μάθαινα και μελετούσα οτιδήποτε θα εξηγούσε το πως καταξιώνεται το έργο τέχνης σε μια κοινωνία, και τα εγκαίνια είναι όντως ισχυρότατος συντελεστής.
Η κυρία Μ. ήταν μάστορας στην επικοινωνία, μια celebrity, με ιδιαίτερο σημειολογικό της κεφάλαιο το πόσο επιλεκτική και εντυπωσιακή ήταν στις δημόσιες εμφανίσεις της. Έχοντας προϋπολογίσει, λοιπόν, την βέλτιστη ώρα προσέλευσης ώστε να παρίστανται οι σημαντικοί καλεσμένοι, από το κεφαλόσκαλο της γκαλερί Ζουμπουλάκη κατέγραφε με αστραπιαία ματιά όλες τις ομάδες των παρευρισκομένων, ποιό ήταν το κεντρικό πρόσωπο, με ποιές ιδιότητες μαγνητισμού κ.λπ. Κατόπιν, μ’ εμένα δίπλα της –θα μπορούσε να είναι κι ένας μεγαλοσυλλέκτης ή κάποιος άλλος με επιρροή στον χώρο αυτόν– κατέβαινε δήθεν αδιάφορη και πλήττουσα, πραγματοποιώντας τη διαδρομή που είχε σχεδιάσει.

...Και τι διαδρομή! Σαν να υπήρχε σενάριο ήδη επεξεργασμένο από συστάδα επικοινωνιολόγων και σεναριογράφων: Άλλος διασπούσε την παρέα του για να τη θαυμάσει καλύτερα, κίνηση που προκαλούσε καραμπόλα στο βλέμμα της κυρίας της διπλανής ομάδας που ζήλευε και προσπαθούσε να γυρίσει την πλάτη κοκ. Ως συνολικό αποτέλεσμα, ένας αναβρασμός και μια αίσθηση ότι ο χώρος της ανθρωποσυγκέντρωσης άνοιγε όπως η θάλασσα υπό την ράβδο του Μωυσή. Εντέλει η διαδρομή της κατέληγε με θαυμασμό μπροστά σε κάποιον πίνακα/έκθεμα που υποτίθεται ότι την μαγνήτιζε. Εκεί ανέμεναν φωτογράφοι που γνώριζαν απ’ αυτά, και διοχέτευαν το ενσταντανέ στις εφημερίδες και στα κοσμικά των περιοδικών, οπότε το συμβάν αποκτούσε πολλαπλασιαστική δυναμική.

Albert Robida, «Εγκαίνια» (1900)
Albert Robida, «Εγκαίνια» (1900)

Είναι ένα μικρό θαύμα όλα αυτά, να τα χαζεύει ένας τεχνοκριτικός και να μαθαίνει τι ενεργοποιείται έτσι από δυνάμεις καλλιτεχνικές, κοινωνικές, οικονομικές, επικοινωνιακές σ’ αυτά τα δρώμενα των εγκαινίων. Κι όλες να συγκλίνουν στο τέλος στην αποδοχή και δόξα των εκθεμάτων και του εκθέτη-καλλιτέχνη, όπως περίπου γίνεται με τις καταθέσεις μαρτύρων στο δικαστήριο. Οι παρουσίες μεταφράζονται σε ψήφο εμπιστοσύνης, υποδειγματική κατάφαση, κάτι σαν εκείνο το «ορίστε ο κύριος αγόρασε» που εκφωνούσε ο λεγόμενος «κράχτης» στις μικροσυμμορίες απατεώνων που πουλούσαν ντόπιο για εγγλέζικο ύφασμα.
Όλο αυτο το υλικό είναι ρευστό –για πολλούς σιχαμερό– αλλά για τον ειδικό παρατηρητή συμπεριφορών είναι συχνά ισάξιο με τις ίδιες τις μορφές των έργων τέχνης, αφού συντελεί στην καθιέρωσή τους. «Τα εκτός κειμένου εκφραστικά μέσα στις εκθέσεις τέχνης» (Non-textual means of expression in art exhibitions) είναι ένα σχετικό κείμενό μου της εποχής εκείνης.
Κάποιες φορές, μόνο μια διακριτική κίνηση στο βλέμμα, στα χείλη ή στην κλίση τής κεφαλής από πρόσωπο επιρροής λειτουργεί ως υπολανθάνουσα συναίνεση («Pωτούσε για την ποιότητα»), που θα έλεγε ο Ποιητής, και μπορεί να κρίνει μια απόφαση αισθητικής συμφωνίας είτε και αγοράς. Πολύ περισσότερο μάλιστα από τη θεωρητική ρητορεία τεχνοκριτικού και όσων άλλων τυχόν ανιχνεύουν τα εικαστικά έργα μόνο ως οπτικό κείμενο, χωρίς τους «εκτός κειμένου» –τους κοσμικούς– παράγοντες.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: