Οι επιμέρους θεσπίζουσες πράξεις μιας πολιτικής κοινότητας αντλούν νομιμοποίηση από τον υπερκείμενο οικουμενικό Νόμο, τον καθ’ Ηράκλειτο θεῖον νόμο, ο οποίος υπερβαίνει τις επιμέρους εκφάνσεις του και υφίσταται ανεξάρτητα από αυτές—«κατισχύει και επαρκεί και πλεονάζει».
*
Το αποφασιστικό, λοιπόν, πλεονέκτημα της συμμετοχικής διακυβέρνησης έγκειται ακριβώς στη σύνθεση του κοινοῦ και του κεχωρισμένου, στο πλαίσιο της οποίας η συλλογική σοφία της πολιτικής κοινότητας εκπηγάζει μεν από τη μεμερισμένη σοφία ενός εκάστου πολιτικού υποκειμένου, αλλά μεταρσιώνει το άθροισμα των επιμέρους διανοιών σε μιαν υπέρτερη καθολικότητα. Κρίσιμη προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτή η (δυναμική, δηλαδή διαρκώς εν εξελίξει) σύζευξη των διεστώτων —αυτή η coincidentia oppositorum— είναι το εύμετρο μέγεθος της πολιτικής κοινότητας, το ευάριθμο πλήθος των πολιτικών υποκειμένων που τη συγκροτούν—κάτι που επιτυγχάνεται με τον βέλτιστο τρόπο στο πλαίσιο της επαρχίας και του εν επαρχία πολιτεύεσθαι.
*
Ο όρος επαρχιωτισμός, τον οποίο επανειλημμένα μεταχειρίζεται ο Ρόις, κάθε άλλο παρά σχετίζεται με τη μικρόνοια του αγελαίου αμυντορισμού. Τουναντίον, ο «σώφρων» ή «υγιής» επαρχιωτισμός, όπως τον ονομάζει ο Ρόις,[10] χαρακτηρίζει μια κοινότητα πολιτικώς και ηθικώς αυτάρκη, με εδραίο αίσθημα συλλογικής ταυτότητας και με συγκροτημένη, διακριτή φυσιογνωμία. Ακριβώς η ώριμη και σώφρων ιδιοπροσωπία της επαρχιακής κοινότητας μπορεί να αποτελέσει ασφαλές αντίβαρο στις ισοπεδωτικές, αφομοιωτικές ροπές που αναπόδραστα αναπτύσσονται στα πολυπληθή σύνολα και έχουν ως αποτέλεσμα «να συμμερίζονται [οι μεγάλες μάζες] τις ίδιες γενικές ιδέες, να καθυποτάσσονται στις ίδιες κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις […] και να κατατείνουν προς την ίδια στάθμη ταλαίπωρης μετριότητας.»[11] Ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε αυτού του είδους τη μαζική εξομοίωση τάσεων, νοοτροπιών και δραστηριοτήτων είναι προφανής: στο έδαφος αυτό καλλιεργούνται οι συνθήκες που διευκολύνουν την εξίσου μαζική διέγερση του όχλου, τον εξερεθισμό των μιμητικών ενορμήσεών του, και την υποταγή του «στην υπνωτική επιρροή λίγων ηγετών, λίγων μοιραίων φράσεων».[12]
*
Κάτι τελευταίο, εξίσου σημαντικό. Στην περίπτωση του «σώφρονος επαρχιωτισμού», το εδραίο και ώριμο αίσθημα ταυτότητας συνυπάρχει και συνυφαίνεται —όπως στην αυστροουγγρική Βιέννη του Τσβάιχ— με το κοσμοπολιτικό πνεύμα και, οπωσδήποτε, με τη γνήσια προθυμία για δεξίωση και ενσωμάτωση «του ξένου, του παρεπιδημούντος, του νεήλυδος».[13] Αυτός ο κοσμοπολιτικός επαρχιωτισμός αποστρέφεται την εχθροξενία, την άκαμπτη απόρριψη του αλλότριου και του αλλοδαπού, και ασπάζεται τη γενναιόδωρη φιλοφροσύνη που οδηγεί στη φιλόξενη υποδοχή.
Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η δεξίωση του Ξένου είναι καταστατική προϋπόθεση για τη συγκρότηση της σώφρονος επαρχιακής κοινότητας. Η επαρχία αποκτά οργανική ταυτότητα ως κοινοτικό σώμα όχι κατ’ αντιδιαστολή προς το έξω και το ξένο, αλλά σε συνάρτηση με αυτό: η κοινότητα συνιστά κοινότητα μόνο στον βαθμό που μπορεί να ενσωματώσει τον Άλλο, ενώπιον του οποίου επανασυγκροτείται συμβολικά. Για να συσταθεί, λέει ο Ντεριντά στο Περί Φιλοξενίας, ο τόπος ενός οίκου κατοικήσιμου, ο τόπος τού εν οίκω, απαιτείται ένα άνοιγμα, μια πόρτα που ανοίγει πέρασμα στον ξένο / στο έξω.[14]
*
Αρχετυπικό εδώ το παράδειγμα της Οδύσσειας. Όταν ο Τηλέμαχος και ο «Μέντης» (στην πραγματικότητα η Αθηνά) φτάνουν στην Πύλο (γ 31 κ.εξ.), βρίσκουν τους Πυλίους να τελούν πάνδημη θυσία — μια τελετουργική πράξη που πιστοποιεί την ταυτότητα και τη συνοχή της κοινότητας ενώπιον του Θείου, αλλά και ενώπιον των νεηλύδων. Παρομοίως, όταν ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος φτάνουν στη Σπάρτη (δ 1 κ.εξ.), βρίσκουν τον Μενέλαο να γιορτάζει, εν μέσω μεγάλου πλήθους, τον διπλό γάμο της κόρης του και του γιου του — να επικυρώνει δηλαδή ενώπιον της κοινότητας τη σύσταση δύο νέων οικιακών μονάδων, οι οποίες θα εδραιώσουν την κοινότητα, επιβεβαιώνοντας την προοπτική της διαιώνισής της.
Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, μάλιστα, ο επικός αφηγητής προσθέτει μια κρίσιμη λεπτομέρεια: η επίγαμη κόρη του Μενέλαου ετοιμάζεται να αναχωρήσει για τη Φθία, όπου θα νυμφευθεί τον γιο του Αχιλλέα. Η ταυτότητα του ομηρικού οίκου συγκροτείται όχι μόνο κάθετα, μέσω των απογόνων του, αλλά και οριζόντια, μέσω επιγαμιών με άλλους οίκους. Στην ενίσχυση αυτής της οριζόντιας ταυτότητας κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η ξενίη, η ισόβια και κληρονομούμενη σχέση ανάμεσα σε ξενιστή και φιλοξενούμενο, η οποία επικυρώνεται με την προσφορά δώρων (ξεινηΐων). Στην Ιλιάδα (Ζ 119 κ.εξ.), ο Γλαύκος και ο Διομήδης, λίγο πριν να συγκρουστούν στο πεδίο της μάχης, διαπιστώνουν ότι συνδέονται με κληρονομική σχέση ξενίης, την οποία επιβεβαιώνουν εκ νέου ανταλλάσσοντας τις πανοπλίες τους. Εδώ αναδεικνύεται η βασική λειτουργία της ξενίης, που είναι να εγκαθιδρύει ή να ανακαινίζει υπερτοπικά δίκτυα σχέσεων, ήτοι δίκτυα αλληλεγγύης. Ο ομηρικός άνθρωπος δεν υφίσταται ως μονάδα, αλλά εν κοινότητι, δηλαδή ως ένας από τους πολυάριθμους κόμβους που συναπαρτίζουν πολλαπλά και ενίοτε επάλληλα πλέγματα σχέσεων (ξενίας, επιγαμίας).
*
Η απουσία τέτοιων δικτύων, η αντίσταση στην είσοδο του Ξένου, μετατρέπει την κοινότητα σε κλειστό σύστημα. Και όπως συμβαίνει σε οποιοδήποτε κλειστό σύστημα (είτε στη φυσική είτε στη βιολογία είτε στην οικονομία είτε στην κοινωνία), η εντροπία του κατατείνει προοδευτικά προς τη μέγιστη τιμή της, μειώνοντας αντιστοίχως στο ελάχιστο τη δυνατότητα για παραγωγή χρήσιμου έργου, με αποτέλεσμα να οδηγείται το σύστημα σε απόλυτη στασιμότητα, δηλαδή στον θάνατο. Ασφαλιστική δικλίδα απέναντι σε αυτό τον κίνδυνο μπορεί να αποτελέσει η (κατά Ρόις) σώφρων επαρχία ως τόπος σχέσεων μεταξύ κοινωνικώς ορατών, διακριτών προσώπων, είτε αυτά ανήκουν ήδη στην κοινότητα είτε επιδιώκουν την εισδοχή τους σε αυτήν. Ως τόπος σχέσεων, η επαρχιακή κοινότητα δεν μπορεί παρά να είναι τόπος φιλόξενος.