Ενώ η Βιγκάτα ζει στους ρυθμούς μιας σουηδικής παραγωγής με θέμα τη ζωή στην Ιταλία τη δεκαετία του 1950, και όλα μοιάζουν τυλιγμένα στο πέπλο της τηλεοπτικής μυθοπλασίας, ο Σάλβο Μονταλμπάνο αναλαμβάνει να παίξει όπως πάντα τον ρόλο που ξέρει καλύτερα: τον ρόλο του ερευνητή.
Δύο υποθέσεις «τρέχουν» και τον προκαλούν να βρει την άκρη στο Δίχτυ ασφαλείας, το εικοστό πέμπτο βιβλίο με κεντρικό ήρωα τον θύμοσοφο αστυνομικό επιθεωρητή, το οποίο κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Αντρέα Καμιλλέρι (1925-2019). Η μία είναι υφασμένη με υλικά από το παρελθόν της γενέθλιας πόλης του Μονταλμπάνο. Οι Σουηδοί παραγωγοί της σειράς, με τη βοήθεια Ιταλών συναδέλφων τους, για να ανασυνθέσουν την ατμόσφαιρα των μέσων του 20ού αιώνα στην Ιταλική χερσόνησο, ζήτησαν από τους κατοίκους της Βιγκάτα να ψάξουν στα συρτάρια τους για παλιά φιλμάκια και φωτογραφίες, που, όπως θα αποδειχθεί, κρύβουν θανάσιμα μυστικά και ένα μυστηριώδη λευκό τοίχο. Η ανταπόκριση είναι μεγάλη και η μεταμόρφωση του αστικού τοπίου τουλάχιστον απροσδόκητη. Η συνύπαρξη ηθοποιών, κατοίκων και κομπάρσων φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή της μικρής πόλης. Ακόμη και το αστυνομικό τμήμα της έχει μεταμορφωθεί εξωτερικά σε σχολή χορού για τις ανάγκες των γυρισμάτων. Παράλληλα με αυτό το γεγονός εκτυλίσσεται ο εορτασμός για την αδελφοποίηση της Βιγκάτα με τη σουηδική πόλη Καλμάρ.
Η δεύτερη υπόθεση αφορά το παρόν. Μια ένοπλη επίθεση σε σχολική μονάδα, την άσκηση ψυχολογικής βίας σε εφήβους, τις παγίδες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για τους χρήστες τους. Αφορά έναν κόσμο που σφύζει από ζωή, δέσμιο όμως στον ιστό της σύγχρονης ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Έναν κόσμο χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Έναν καλά κρυμμένο κόσμο που ο Καμιλλέρι, μέσω της δράσης του Μονταλμπάνο, καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια για να αποδείξει ότι οι ήρωές του, είτε έρχονται από το παρελθόν είτε αναπνέουν στο παρόν και αγωνιούν για το μέλλον, είναι δέσμιοι των αντινομιών και των παθών τους, ποτέ απόλυτα αθώοι, ποτέ αμετάκλητα ένοχοι.
Τον κόσμο που έπλασε ο μετρ του σιτσιλιάνικου νουάρ πολύ τον αγάπησα καθισμένος πλάι στον ήρωά του, τον Σάλβο, στη βεράντα του σπιτιού του με θέα τη θάλασσα. Λάτρεψα τις εμμονές του, ζήλεψα τον μονήρη στοχαστικό βίο του και εξεπλάγην από τη συνθετική του σκέψη, αλλά και γέλασα μέχρι δακρύων με τους πανέξυπνους διαλόγους που φιλοτεχνούσε όταν είχε κέφια. Και μαζί του ονειρεύτηκα τους φόβους, τις αγωνίες και τις πιο βαθιές και ανείπωτες ερωτικές επιθυμίες μου.
Θα μου λείψει ο στιλίστας της γραφής, που για τα μυθιστορήματα όπου πρωταγωνιστεί ο Μονταλμπάνο επινόησε ένα μεικτό γλωσσικό είδος. Από τη μια στα ιταλικά, που επιτρέπουν στους ήρωές του να μιλήσουν με έναν κάπως πιο επίσημο, καθωσπρέπει τρόπο. Και από την άλλη στη σιτσιλιάνικη διάλεκτο, που τους προσφέρει την ευκαιρία να εκφράσουν άμεσα και αφιλτράριστα και τις πιο μύχιες σκέψεις τους.
Θα φέρνω πάντα στο μυαλό μου τον καλλιτέχνη που δεν καταδέχτηκε να ανήκει σε κάποιο κόμμα, που ασκούσε διαρκώς κριτική στο Βατικανό λόγω της διαχρονικής ανίερης εμπλοκής του με πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Που δεν έπαυε να υπενθυμίζει σε όλους, όταν του δινόταν η ευκαιρία, ότι η Ιταλία είναι κοσμικό και όχι θρησκευτικό κράτος. Που δεν δίσταζε να καταδικάζει τον μπερλουσκονισμό, θεωρώντας ότι ανεπανόρθωτες τις ζημιές που προκάλεσε στην ιταλική κοινωνία η κυβερνητική θητεία του Καβαλιέρε. Που δεν φοβήθηκε να βάλει στο λογοτεχνικό του στόχαστρο τη μαφία.
Και δεν θα ξεχάσω πότε τον εκλεκτό θίασο: τους Φάτσιο, Μιμί Αουτζέλλο, Γκάλλο, φυσικά τον ανεκδιήγητο Καταρέλλα, την αρραβωνιαστικιά του Μονταλμπάνο, Λίβια, που ζει μόνιμα στο Μποκαντάσε, λίγο έξω από τη Γένοβα, και την οικιακή-εξαιρετική-μαγείρισσα-βοηθό Αντελίνα, που αντιπαθεί σφόδρα τη Λίβια, αλλά και τον εστιάτορα Έντσο, του οποίου την κουζίνα τιμά συχνά πυκνά ο Μονταλμπάνο, κυρίως όταν είναι στενοχωρημένος.
Και θα θυμάμαι πάντα ότι τα πράγματα ξεκινάνε κάπως έτσι: «Η μέρα ήταν σαν εκείνες που βλέπεις στις καρτ-ποστάλ: χρυσή αμμουδιά, σμαραγδένια θάλασσα, αίθριος γαλανός ουρανός. Υπήρχε ακόμη και μια βάρκα με πανί κάπου στο βάθος».
Το μετά είναι πάντα μια άλλη ιστορία…