Ο λευκός τοίχος

Ο λευκός τοίχος

Αντρέα Καμιλλέρι, «Δίχτυ ασφαλείας», Μετάφραση: Φωτεινή Ζερβού. Εκδόσεις Πατάκη

Ενώ η Βι­γκά­τα ζει στους ρυθ­μούς μιας σου­η­δι­κής πα­ρα­γω­γής με θέ­μα τη ζωή στην Ιτα­λία τη δε­κα­ε­τία του 1950, και όλα μοιά­ζουν τυ­λιγ­μέ­να στο πέ­πλο της τη­λε­ο­πτι­κής μυ­θο­πλα­σί­ας, ο Σάλ­βο Μο­νταλ­μπά­νο ανα­λαμ­βά­νει να παί­ξει όπως πά­ντα τον ρό­λο που ξέ­ρει κα­λύ­τε­ρα: τον ρό­λο του ερευ­νη­τή.
Δύο υπο­θέ­σεις «τρέ­χουν» και τον προ­κα­λούν να βρει την άκρη στο Δί­χτυ ασφα­λεί­ας, το ει­κο­στό πέμ­πτο βι­βλίο με κε­ντρι­κό ήρωα τον θύ­μο­σο­φο αστυ­νο­μι­κό επι­θε­ω­ρη­τή, το οποίο κυ­κλο­φό­ρη­σε δύο χρό­νια πριν από τον θά­να­το του Αντρέα Κα­μιλ­λέ­ρι (1925-2019). Η μία εί­ναι υφα­σμέ­νη με υλι­κά από το πα­ρελ­θόν της γε­νέ­θλιας πό­λης του Μο­νταλ­μπά­νο. Οι Σου­η­δοί πα­ρα­γω­γοί της σει­ράς, με τη βο­ή­θεια Ιτα­λών συ­να­δέλ­φων τους, για να ανα­συν­θέ­σουν την ατμό­σφαι­ρα των μέ­σων του 20ού αιώ­να στην Ιτα­λι­κή χερ­σό­νη­σο, ζή­τη­σαν από τους κα­τοί­κους της Βι­γκά­τα να ψά­ξουν στα συρ­τά­ρια τους για πα­λιά φιλ­μά­κια και φω­το­γρα­φί­ες, που, όπως θα απο­δει­χθεί, κρύ­βουν θα­νά­σι­μα μυ­στι­κά και ένα μυ­στη­ριώ­δη λευ­κό τοί­χο. Η αντα­πό­κρι­ση εί­ναι με­γά­λη και η με­τα­μόρ­φω­ση του αστι­κού το­πί­ου του­λά­χι­στον απροσ­δό­κη­τη. Η συ­νύ­παρ­ξη ηθο­ποιών, κα­τοί­κων και κο­μπάρ­σων φέρ­νει τα πά­νω κά­τω στη ζωή της μι­κρής πό­λης. Ακό­μη και το αστυ­νο­μι­κό τμή­μα της έχει με­τα­μορ­φω­θεί εξω­τε­ρι­κά σε σχο­λή χο­ρού για τις ανά­γκες των γυ­ρι­σμά­των. Πα­ράλ­λη­λα με αυ­τό το γε­γο­νός εκτυ­λίσ­σε­ται ο εορ­τα­σμός για την αδελ­φο­ποί­η­ση της Βι­γκά­τα με τη σου­η­δι­κή πό­λη Καλ­μάρ.

Η δεύ­τε­ρη υπό­θε­ση αφο­ρά το πα­ρόν. Μια ένο­πλη επί­θε­ση σε σχο­λι­κή μο­νά­δα, την άσκη­ση ψυ­χο­λο­γι­κής βί­ας σε εφή­βους, τις πα­γί­δες των μέ­σων κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης για τους χρή­στες τους. Αφο­ρά έναν κό­σμο που σφύ­ζει από ζωή, δέ­σμιο όμως στον ιστό της σύγ­χρο­νης ηλε­κτρο­νι­κής επι­κοι­νω­νί­ας. Έναν κό­σμο χω­ρίς δί­χτυ ασφα­λεί­ας. Έναν κα­λά κρυμ­μέ­νο κό­σμο που ο Κα­μιλ­λέ­ρι, μέ­σω της δρά­σης του Μο­νταλ­μπά­νο, κα­τα­φέρ­νει να φέ­ρει στην επι­φά­νεια για να απο­δεί­ξει ότι οι ήρω­ές του, εί­τε έρ­χο­νται από το πα­ρελ­θόν εί­τε ανα­πνέ­ουν στο πα­ρόν και αγω­νιούν για το μέλ­λον, εί­ναι δέ­σμιοι των αντι­νο­μιών και των πα­θών τους, πο­τέ από­λυ­τα αθώ­οι, πο­τέ αμε­τά­κλη­τα ένο­χοι.
Τον κό­σμο που έπλα­σε ο μετρ του σι­τσι­λιά­νι­κου νουάρ πο­λύ τον αγά­πη­σα κα­θι­σμέ­νος πλάι στον ήρωά του, τον Σάλ­βο, στη βε­ρά­ντα του σπι­τιού του με θέα τη θά­λασ­σα. Λά­τρε­ψα τις εμ­μο­νές του, ζή­λε­ψα τον μο­νή­ρη στο­χα­στι­κό βίο του και εξε­πλά­γην από τη συν­θε­τι­κή του σκέ­ψη, αλ­λά και γέ­λα­σα μέ­χρι δα­κρύ­ων με τους πα­νέ­ξυ­πνους δια­λό­γους που φι­λο­τε­χνού­σε όταν εί­χε κέ­φια. Και μα­ζί του ονει­ρεύ­τη­κα τους φό­βους, τις αγω­νί­ες και τις πιο βα­θιές και ανεί­πω­τες ερω­τι­κές επι­θυ­μί­ες μου.

Θα μου λεί­ψει ο στι­λί­στας της γρα­φής, που για τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα όπου πρω­τα­γω­νι­στεί ο Μο­νταλ­μπά­νο επι­νό­η­σε ένα μει­κτό γλωσ­σι­κό εί­δος. Από τη μια στα ιτα­λι­κά, που επι­τρέ­πουν στους ήρω­ές του να μι­λή­σουν με έναν κά­πως πιο επί­ση­μο, κα­θω­σπρέ­πει τρό­πο. Και από την άλ­λη στη σι­τσι­λιά­νι­κη διά­λε­κτο, που τους προ­σφέ­ρει την ευ­και­ρία να εκ­φρά­σουν άμε­σα και αφιλ­τρά­ρι­στα και τις πιο μύ­χιες σκέ­ψεις τους.
Θα φέρ­νω πά­ντα στο μυα­λό μου τον καλ­λι­τέ­χνη που δεν κα­τα­δέ­χτη­κε να ανή­κει σε κά­ποιο κόμ­μα, που ασκού­σε διαρ­κώς κρι­τι­κή στο Βα­τι­κα­νό λό­γω της δια­χρο­νι­κής ανί­ε­ρης εμπλο­κής του με πο­λι­τι­κούς και οι­κο­νο­μι­κούς πα­ρά­γο­ντες. Που δεν έπαυε να υπεν­θυ­μί­ζει σε όλους, όταν του δι­νό­ταν η ευ­και­ρία, ότι η Ιτα­λία εί­ναι κο­σμι­κό και όχι θρη­σκευ­τι­κό κρά­τος. Που δεν δί­στα­ζε να κα­τα­δι­κά­ζει τον μπερ­λου­σκο­νι­σμό, θε­ω­ρώ­ντας ότι ανε­πα­νόρ­θω­τες τις ζη­μιές που προ­κά­λε­σε στην ιτα­λι­κή κοι­νω­νία η κυ­βερ­νη­τι­κή θη­τεία του Κα­βα­λιέ­ρε. Που δεν φο­βή­θη­κε να βά­λει στο λο­γο­τε­χνι­κό του στό­χα­στρο τη μα­φία.
Και δεν θα ξε­χά­σω πό­τε τον εκλε­κτό θί­α­σο: τους Φά­τσιο, Μι­μί Αου­τζέλ­λο, Γκάλ­λο, φυ­σι­κά τον ανεκ­δι­ή­γη­το Κα­τα­ρέλ­λα, την αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του Μο­νταλ­μπά­νο, Λί­βια, που ζει μό­νι­μα στο Μπο­κα­ντά­σε, λί­γο έξω από τη Γέ­νο­βα, και την οι­κια­κή-εξαι­ρε­τι­κή-μα­γεί­ρισ­σα-βοη­θό Αντε­λί­να, που αντι­πα­θεί σφό­δρα τη Λί­βια, αλ­λά και τον εστιά­το­ρα Έν­τσο, του οποί­ου την κου­ζί­να τι­μά συ­χνά πυ­κνά ο Μο­νταλ­μπά­νο, κυ­ρί­ως όταν εί­ναι στε­νο­χω­ρη­μέ­νος.
Και θα θυ­μά­μαι πά­ντα ότι τα πράγ­μα­τα ξε­κι­νά­νε κά­πως έτσι: «Η μέ­ρα ήταν σαν εκεί­νες που βλέ­πεις στις καρτ-πο­στάλ: χρυ­σή αμ­μου­διά, σμα­ρα­γδέ­νια θά­λασ­σα, αί­θριος γα­λα­νός ου­ρα­νός. Υπήρ­χε ακό­μη και μια βάρ­κα με πα­νί κά­που στο βά­θος».
Το με­τά εί­ναι πά­ντα μια άλ­λη ιστο­ρία…

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.
«Δί­χτυ ασφα­λεί­ας» του Αν­δρέα Κα­μιλ­λέ­ρι

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: