Βλέπεις, ακούς, μυρίζεις, γεύεσαι, ψαύεις. Και οι πέντε αισθήσεις (ίσως και η έκτη) σε επιφυλακή. Γύρω σου, η μουσική των δύο Νίκων (ακοή), η κάμερα της Αλίκης (όραση), οι αλαλαγμοί του Οδυσσέα (ακοή), τα κοψίδια που ετοιμάζονται στην κουζίνα (όσφρηση), η μελωδία της ευωδίας (όσφρηση), τα βιβλία παντού στο μεγάλο δωμάτιο με την καμάρα (όραση), οι δίσκοι βινυλίου και τα έντυπα στα χέρια σου (αφή), οι χειραψίες και τα φιλιά μετά το τραγούδι (αφή), ο Οδυσσέας Γεωργίου που λέει, αγγίζοντάς σου τον ώμο και αναδίνοντας μυρωδιές από άφιλτρο τσιγάρο, από τσικουδιά, κι από ψαρονέφρι, ενώ εσύ τον κοιτάζεις που σε κοιτάζει με κόκκινα μάτια και βλέμμα γαλάζιο, καθώς εσύ πίνεις την τσικουδιά που σου έχει προσφέρει (ακοή, αφή, όσφρηση, όραση, γεύση), ναι, ο Οδυσσέας Γεωργίου λέει, φωναχτά, δυνατά, ουρλιάζοντας σχεδόν, προς όλους, «Κατάνυξη και κοψίδια, αυτοί είναι οι δύο πόλοι. Κι αν δεν με πιστεύετε, διαβάστε Σάμιουελ Μπέκετ, διαβάστε Κωστή Παπαγιώργη».
Μπαινοβγαίνεις στον χρόνο, σημαίνει μπαινοβγαίνεις στην Ύπαρξη. Βλέπεις, ακούς, οσφραίνεσαι, ψαύεις, γεύεσαι, κι όλα, στα είκοσι πέντε σου μείον κάτι μήνες, («μείον ωά», όπως τιτλοφορούσε μια ποιητική του συλλογή ο πυραυλοκίνητος παράφορος ποιητής Μιχάλης Κατσαρός), και όλα, στα είκοσι πέντε σου, γίνονται ένα μεγάλο Ναι στη Ζωή, ένα μεγάλο Ναι στο Πνεύμα, ένα μεγάλο Ναι στο Κορμί. Οι δύο Νίκοι ξαναπιάνουν το τραγούδι, στην κατάφωτη κάμαρα με την καμάρα, στην μακριά σαν παράγραφος του Τόμας Μπέρνχαρντ και σαν το επαναλαμβανόμενο θέμα του «Μπολερό» του Ραβέλ, οδό Αλκαμένους, στο πολυπολιτισμικό χωνευτήρι όπου τα Σεπόλια χορεύουν καζατσόκ με την Κυψέλη υπό τους ήχους ηλεκτρικής κιθάρας, σιτάρ, σαντουριού, τύμπανου, ακορντεόν, και ντεφιού. Η Αλίκη Δέτση φιλμάρει τους δύο Νίκους, τους Uncensored, όπως έχουν βαφτίσει το μουσικό τους σχήμα/σήμα. Οι Uncensored έχουν μελοποιήσει το ποίημα του Ηλία Λάγιου για τον Κωστή Παπαγιώργη.
Βλέπεις, ακούς, μυρίζεις, γεύεσαι, ψαύεις. Το ποίημα του Λάγιου για τον Κωστή είναι μια γιορτή και των πέντε αισθήσεων. Είναι ένα κράμα Χάιντεγκερ και Μπαγιαντέρα, σκέφτεσαι, κι όποιος δύσπιστος έχει ανώφελες αμφιβολίες, ιδού: «Από μικρός διδάχτηκες / το τι ’ναι το Dasein / κι έτσι, Κωστή μου, τάχτηκες / μονάχος σαν τον Κάιν. / Της Ηθικής συνήγορο / γύρεψες τον Σπινόζα, / μα ήταν Οβριός· παρήγορο! / γιατί ήταν όλος πόζα. / Έτσι είσαι βίος άδικος, / μυλόπετρα κι αλέθεις· / της σούρας σου κατάδικος, / έγραψες Περί Μέθης» (Λάγιος). Και: «Αποβραδίς ξεκίνησα / μ’ έναν παλιό μου φίλο / για το Χατζηκυριάκειο / και για τον Άγιο Νείλο· / που ‘χει ρετσίνα δροσερή / και όμορφα κορίτσια / μόνο που σε τρελαίνουνε / με νάζια και καπρίτσια. / Έχει και μια μελαχροινή / που είναι όλο νάζι / πρώτα με κέρναγε φιλιά / και τώρα δεν την νοιάζει. / Και κάθε βράδυ καρτερώ / μπροστά μου να περάσει / κι αν δεν την κλέψω μια βραδιά / ο κόσμος θα χαλάσει». Οι Uncensored τραγουδάνε, η Αλίκη φιλμάρει, ο Γεωργίου χορεύει, τα κοψίδια ευωδιάζουν, τα κορμιά αγγίζονται, τα βλέμματα στροβιλίζονται, τα αυτιά πάλλονται, στα χείλη η αψάδα της τσικουδιάς και η λυτρωτική πίκρα του τσιγάρου (όσφρηση, αφή, όραση, ακοή, γεύση, σε απόλυτη ροή/αρμονία/μέθεξη/τρέλα/διαλεκτική/κατάνυξη).
Μπαινοβγαίνεις στον χρόνο, σημαίνει μπαινοβγαίνεις στην Ύπαρξη. Σου το δίδαξε ο Παπαγιώργης αυτό, έστω μέσα από τις σελίδες του, δεν τον πρόλαβες τον ίδιο, Νίκο Γιαννόπουλε, αλλά τον διάβασες, τον μελέτησες, τον αισθάνθηκες, τον αφομοίωσες, τον εγκολπώθηκες. Τον μνημονεύεις ξανά και ξανά στα γραπτά σου, είναι ένα από τα παράπλευρα θέματα της διατριβής σου που εκπονείς στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν σχετικά με τα underground, τα αριστερίστικα, τα αναρχικά και τα βραχύβια ερασιτεχνικά ροκ ρεύματα/στέκια/έντυπα της Μεταπολίτευσης. Υποστηρίζεις ότι, εμμέσως αλλά καταλυτικώς, ο Παπαγιώργης επηρεάζει ένα σωρό ανήσυχα μυαλά που είχαν βαλθεί ακριβώς να μπαινοβγαίνουν στον χρόνο, να μπαινοβγαίνουν στην Ύπαρξη, σ᾽ αυτό το λαβυρινθώδες ορυχείο των ημερών και των νυχτών, για να σκαλίσουν, να σκάψουν, να σκουντουφλήσουν, να σκαρφαλώσουν αναζητώντας πολύτιμους λίθους νοήματος, τιμαλφή σημασιών, αλλά και (γιατί όχι;) δικαιολογίες και θεωρητική κάλυψη για τις ευφρόσυνες αφροσύνες τους. Κι εσύ, τόσες δεκαετίες μετά, πιάνεις γραμμή και σκαλίζεις, σκάβεις, σκουντουφλάς, σκαρφαλώνεις αναδρομικά και μαζί τους, γιατί κι εσύ, και η παρέα σου, και η γενιά σου, έστω μια φράξια, ένα γκρουπούσκουλο της γενιάς σου, πεινάτε για νόημα, διψάτε για σημασίες, διακαώς δομείτε διαρκώς δικαιολογίες για τις δικές σας ευφρόσυνες αφροσύνες.
Βλέπεις, ακούς, μυρίζεις, γεύεσαι, ψαύεις. Και μαζί με τον Παπαγιώργη, ερήμην του αλλά με σέβας, πασχίζεις να συμφιλιώσεις Χέγκελ και Χατζηχρήστο, Μούζιλ και Μουφλουζέλη, Ιμμάνουελ Καντ και την μπάντα Can (Vitamin C και Oh Yeah), Μπακούνιν και Μπαγιαντέρα, Τσέλαν και Τσιτσάνη, Μέλανα Δρυμό και Ρούμελη, κατάνυξη και κοψίδια.