Ο Κωστής Παπαγιώργης ως κριτικός

Για τον Κωστή Παπαγιώργη τα βιβλία υπήρξαν ο πιο ζωτικός κι ακατάλυτος δεσμός του με τον κόσμο. Η ανακάλυψή τους, στην όψιμη εφηβεία του, έλαβε διαστάσεις αποκάλυψης. Ο έφηβος που βασανιζόταν απ’ το αίσθημα ότι είναι «υπεράριθμος», «καρέκλα με τρία πόδια», «ελαττωματικό ανταλλακτικό» ή «παιδί του Καιάδα» συνειδητοποίησε, με φρίκη σχεδόν, ότι δεν είναι μόνος, ότι μπορούσε να περιέχεται ολόκληρος στη γραφή ενός άλλου: «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τα μύχια αισθήματά μου ήταν καταγεγραμμένα φαρδιά-πλατιά σε σελίδες. Το θεώρησα ανοσιούργημα!». Ένα «φιλάσθενο, μίζερο, προβληματικό» παιδί, που ένιωθε «σαν τον άνθρωπο που τού λείπει το δέρμα και ό,τι τον αγγίζει τον τραυματίζει», απέκτησε, χάρη στα βιβλία, ένα ισχυρότερο δέρμα, ένα ανθεκτικότερο περίβλημα, που θα τόν προστάτευε απ’ την πραγματικότητα και θα τόν απάλλασσε απ’ το αίσθημα του ελαττωματικού και του παρία. Βραδύγλωσσος, με τη γλώσσα του να «κολλάει στον ουρανίσκο» και το στόμα του ένα «χτισμένο παράθυρο», θ’ αναζητούσε εναγωνίως στην τυπωμένη σελίδα, κι αργότερα στη γραφή, τη φωνή που τού είχαν στερήσει: «Μιλούσα γράφοντας, αλλά δεν μπορούσα να γράφω μιλώντας». «Χαμένος, όπως όλοι οι έφηβοι, δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος έπαιζε με τη ζωή μου, ποιο στυγνό χέρι με είχε κλειδώσει μέσα στο σώμα μου. Έτσι αποφάσισα να γίνω επαγγελματίας αναγνώστης για να το μάθω. Έτρωγα τα βιβλία με την οκά, αλλά η αδύνατη μνήμη μου δε συγκρατούσε τίποτα». «Το μόνο μου πλεονέκτημα ήταν ότι είχα όλα τα βιβλία σπίτι μου, ασκούσα βλέπεις ένα από τα ακατοχύρωτα επαγγέλματα που προστατεύει ο θεός Ερμής».
Η επταετής παραμονή του στο Παρίσι (1968-1975) –μυθοποιημένη απολαυστικά σε αυτοβιογραφικά κείμενα και συνεντεύξεις του– σημαδεύτηκε από μία μοναδική φιλοδοξία: να διαβάσει βουλιμικά, «μέχρι τελικής πτώσεως». Οι ηρωικές, ανερμάτιστες, ψυχαναγκαστικές εκείνες αναγνώσεις συγκρότησαν τελικά έναν εαυτό ταυτισμένο ομοιοπαθητικά με εκατοντάδες άλλους. Όπως εξιστόρησε στους «Βιβλιολάτρες» και στο «Curriculum Vitae», οι χιλιάδες τόμοι που απαλλοτρίωσε από ράφια και πάγκους βιβλιοπωλείων – κλέβοντας απαγορευμένους καρπούς απ’ το δέντρο της γνώσης, ή επανορθώνοντας μιαν ακατανόητη υπαρξιακή αδικία, ή δοκιμάζοντας απλώς, όπως κάποιος άλλος νεαρός κλέφτης, «τη γεύση της αμαρτίας» (Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις, ΙΙ.9.12) – έμελλε να τόν μυήσουν σε πνευματικές απορίες που θα τόν συνόδευαν, εν είδει απόλυτου προορισμού, διά βίου. Επιστρέφοντας το 1975 στο Χαλάνδρι και τη μεταπολιτευτική Αθήνα, η μόνη περιουσία του θα εξισωνόταν απερίφραστα με μερικές εκατοντάδες λαθροχειριασμένα και χιλιοδιαβασμένα βιβλία: «πενήντα χαρτοκάσονα έφταναν για να χωρέσουν το έχει μου».
Kι ήταν κάποιες απ’ τις αναγνώσεις αυτές που πυροδότησαν τα πρώτα κριτικά του γραπτά. Απασφαλίζοντας το παρισινό θεωρητικό οπλοστάσιο, και με μια σπάνια θυμική εμπλοκή, ο Παπαγιώργης εμφανίστηκε στα γράμματα την πενταετία 1975-1980 με μια σειρά πολεμικών κριτικών για νεότερους έλληνες στοχαστές – αρχής γενομένης με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο («Για το Χαμένο Κέντρο», Σπείρα 4, 1975) και συνεχίζοντας, μεταξύ άλλων, με τον Χρήστο Μαλεβίτση, τον Στέλιο Ράμφο και τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Παράλληλα μία πρώτη φιλοσοφική δοκιμή του στο έργο του Ζακ Ντεριντά («Η παρουσία και το ίχνος. Εισαγωγή στη ‘Γραμματολογία’ του Ντεριντά’», Ηριδανός 2, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1975) προλείανε το έδαφος για τις σελίδες που θ’ αφιέρωνε αργότερα στις μεγάλες ιερατικές φωνές της αλήθειας και του μηδενός, τον Πλάτωνα και τον Χάιντεγκερ, στον Nομοθέτη που αυτοκτονεί (1978), την Οργή Θεού: Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου (1981) και την Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγγερ (1983). Στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα χρονολογούνται και τα πρώτα βήματά του στην καθαρή βιβλιοκριτική, που θ’ ακολουθούσαν όμως μια τεθλασμένη διαδρομή τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα. Έχοντας ήδη δημοσιεύσει ορισμένα οξυδερκή σχόλια για την λειτουργία της λογοτεχνίας (τον «παντογνώστη» αφηγητή ή τα μυστικά της μεταφοράς) σε περιοδικά της εποχής και στη στήλη «Κακοπαιδεία» που κράτησε ο ίδιος στο περιοδικό Το Δέντρο (β’ περίοδος, τ. 1/1983 έως 10-11/1984), βαπτίστηκε στην κριτικογραφία ψευδωνύμως, αρχικά ως «Κίμων Νησιώτης» στα τρία τεύχη που πρόλαβε να κυκλοφορήσει το περιοδικό Κριτική και Κείμενα (1984-1985) και στη συνέχεια ως «Κ. Πλάνης» στο διάδοχο περιοδικό Πλανόδιον (τεύχη 1-5, 1986-1987). Σε τριάντα περίπου σύντομα σημειώματα, παρακολούθησε για πρώτη φορά συστηματικά την τρέχουσα εκδοτική παραγωγή, γράφοντας μεταξύ άλλων για συγγραφείς στους οποίους θα επανερχόταν σταθερά στο μέλλον: Βακαλόπουλος, Βαλτινός, Δούκα, Ζατέλη, Κουμανταρέας. Διεισδυτικές, οξύθυμες κι ασυμβίβαστες –στους αντίποδες του εφησυχασμού ή της εθελοτυφλίας που καλλιεργούν συχνά οι επαγγελματίες τοποτηρητές της λογοτεχνικής επετηρίδα –, οι πρώιμες κριτικές του δεν πέρασαν απαρατήρητες, προκαλώντας ενίοτε και τη μήνι των κρινομένων. Ενοχλημένος με τις αντιρρήσεις για τη Φανέλα με το Εννιά, ο Μένης Κουμανταρέας σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικάκι, το ‘Πλανόδιον’, ο ανώνυμος κ. Πλάνης γράφει ότι δεν ξέρω καθόλου από ποδοσφαιριστές, αλκοολικούς, μπουκαδόρους, όπως τούς αποκαλεί, κι ότι τα μαύρα της μπάλας δεν είναι τετράγωνα, αλλά πεντάγωνα. ‘Σ’ αυτό, Μένη, είσαι ασυγχώρητος.’ Νέο ήθος στο στίβο της κριτικής. Ο γράφων αποτείνεται στον συγγραφέα με το μικρό του όνομα, σαν να είναι πρώτοι φίλοι» («Το Ημερολόγιο της ‘Φανέλας με το Εννιά’», Ο Πλανόδιος Σαλπιγκτής, 1989, 256).
Ωστόσο, η μαχητική εκείνη αρθρογραφία ανεστάλη γρήγορα εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε ο Παπαγιώργης στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, αλλά και μιας βραδυφλεγούς ρήξης με το πρώτο πρόσωπο των νεανικών του γραπτών. Όπως αρεσκόταν να υπογραμμίζει, οι «παθητικές» και «τυφλές» αναγνώσεις είχαν τελικά γεννήσει έναν «βιβλιάνθρωπο» «στείρο, άγονο» – ένα «ψευδές συγγραφικό εγώ» που «διάβασε δουλικά, μπουκώθηκε με ξένα λόγια και με μεγάλες ιδέες που δεν έχουν σχέση με το μπόι του» και κατόπιν «βγήκε στο μεϊντάνι και στις ρούγες για να πουλήσει την πραμάτεια του», γράφοντας «με το χέρι στην βιβλιοθήκη» και όχι «στην καρδιά». Η αποκήρυξη του πρότερου συγγραφικού βίου του σήμαινε, εντούτοις, και την επιστροφή σ’ ένα πάσχον σώμα, στο ψυχικό τραύλισμα, ή σε ακόμα πιο δυσοίωνους διχασμούς: «Έχουμε τη συνήθεια να λέμε: αυτός διαβάζει πολύ, όπως για κάποιον άλλο μπορεί να λέμε: Πίνει πολύ. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτοί οι κάποιοι είναι ο ίδιος άνθρωπος;».
Ως γνωστόν, η λύση που τελικά έδωσε έμοιαζε αυτοκαταστροφική –«με τα διαβάσματα είχα πλάσει ένα παρά φύσιν εγώ– σαν παράνομη οικοδομή, η οποία γκρεμίστηκε τούβλο-τούβλο» – αλλά γέννησε έναν μείζονα δοκιμιογράφο, αναθερμαίνοντας συγχρόνως τους δεσμούς του με τη λογοτεχνία, κι όχι μόνον ως αντίδραση στις αναπόφευκτες ματαιώσεις που γεύονται τελικά όσοι εναπόθεσαν στη νεότητά τους τις ελπίδες τους στη φιλοσοφία. Αφιερωμένα στη μέθη, τη ζήλεια, τη μνησικακία, τη βία, τον πόλεμο και το θάνατο, τα βιβλία του θα προσέφευγαν ξανά και ξανά στη λογοτεχνική αναπαράσταση των αρνητικών παθών ως αντίβαρο στη φιλοσοφική αποσιώπηση ή καταδίκη τους. Και μόνον το Περί Μέθης μπορεί να διαβαστεί ως διονυσιακό υπόμνημα ολόκληρου του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, απ’ τον Όμηρο και τον Αθήναιο ως τον Μπάροουζ και τον Λόουρι.

Η επιστροφή του Παπαγιώργη στη βιβλιοκριτική έλαβε χώρα απρόσμενα, και μάλιστα εκτός αυστηρού λογοτεχνικού πλαισίου. Ξεκινώντας το 1994 μια εβδομαδιαία συνεργασία με το περιοδικό Αθηνόραμα, θα δημοσίευε για τα επόμενα δεκαοκτώ χρόνια στη στήλη «Λαϊκή Απογευματινή» αυτοσχέδιους ανθρωπολογικούς στοχασμούς για την πολιτική, τη λογοτεχνία, την τηλεόραση ή το ποδόσφαιρο. Το 1997 ανέλαβε στο ίδιο έντυπο και τις σελίδες για το βιβλίο, παρουσιάζοντας κάθε εβδομάδα δύο ή τρεις καινούργιες εκδόσεις, ενώ την ίδια χρονιά άρχισε να χρονογραφεί και στην εφημερίδα Επενδυτής, όπου θα δημοσίευε εκτενέστερες πλέον βιβλιοπαρουσιάσεις στη στήλη «Ισόπεδος Διάβασις», την οποία μετέφερε στη συνέχεια στον Κόσμο του Επενδυτή (2002-2012). Το 2011 ανέλαβε τη στήλη του βιβλίου και στη Lifο, όπου επίσης αρθρογραφούσε απ’ το πρώτο τεύχος της το 2005 (στην αρχή αποκλειστικά για το ποδόσφαιρο). Σύντομα σημειώματά του για συγγραφείς φιλοξενήθηκαν και στον ενημερωτικό ιστότοπο Matrix24 με τον οποίο συνεργάστηκε απ’ τον Ιούνιο του 2012 ως τον θάνατό του. Παραδίδοντας τέσσερις ή πέντε κριτικές την εβδομάδα, μετατράπηκε αθόρυβα στον πολυγραφότερο έλληνα κριτικό, κι οπωσδήποτε στον πιο διαβασμένο. Η ανταπόκριση του κοινού υπήρξε ομόθυμη κι ενθουσιώδης: οι κριτικές του διαβάζονταν ως χρονογραφήματα από αναγνώστες που δεν άνοιγαν ποτέ λογοτεχνικά περιοδικά ή τα βιβλιοφιλικά ένθετα των εφημερίδων, κι απ’ την άλλη δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αγόραζαν τον Επενδυτή μόνο για να διαβάσουν τα κείμενά του.
Ξορκίζοντας τους κινδύνους της δημοσιογραφικής «ταχυγραφίας» και κρατώντας αποστάσεις απ’ ό,τι ονόμαζε καθημερινή «συναναστροφή με τον κοινό νου», σ’ ένα σημείωμα με αφορμή το πανηγυρικό χιλιοστό τεύχος του Αθηνοράματος με τίτλο «Millenium και βάλε!» (15-21/12/1995) συνέκρινε τα «βραχύβια» και «θνησιγενή» λογοτεχνικά περιοδικά στα οποία είχε συνηθίσει να γράφει με τη μακροβιότητα του λαϊκού μαζικού εντύπου, και τον αγοραφοβικό ναρκισσισμό του «ανθρώπου της βιβλιοθήκης» με την προσπάθεια να μιλήσει κανείς «για το κοινό βίωμα» αλλά «όχι με κοινό τρόπο»:
«Μαθημένος κανείς σε λογοτεχνικές επιθεωρήσεις θνησιγενείς ή βραχύβιες –Χώρα, Ηριδανός, Σπείρα, Κριτική και Κείμενα–, νιώθει κατάπληκτος όταν συνεργάζεται με ένα περιοδικό που μετράει τεύχη ώς τα χίλια. Millenium και βάλε! Φυσικά οι μομφές δεν λείπουν. Όποιος παντρεύεται την καθημερινότητα του κοινού και εξ επαγγέλματος πια πρέπει να την πειράζει, να την κολακεύει, ή να την συνερίζεται, δεν μπορεί να έχει καλά ξεμπερδέματα. Η ταχυγραφία έθαψε πολλούς κονδυλοφόρους! Αιωνία τους η μνήμη. Γιατί αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος της βιβλιοθήκης, εδώ και παντού, ζει διχασμένος και νευρωτικός –αιώνιος στα διαβάσματα, σουρνάμενος στην καθημερινότητα–, ο σχολιασμός της επικαιρότητας ενδέχεται να βοηθάει. Μιλώντας για το κοινό βίωμα, αλλά όχι αναγκαστικά με κοινό τρόπο, έχει κανείς την ευκαιρία να ασκείται σαν μάρτυρας κατηγορίας ή υπερασπίσεως και συνάμα να θεραπεύει τον αγοραφοβικό εγωισμό του. Αν είσαι κάτι, μπορείς να το είσαι είτε βιβλία γράφεις, είτε σημειώματα για τα μικροκαμώματα της κοινωνίας (…) Λίγη χλεύη σε αυτές τις περιπτώσεις λύνει όλες τι απορίες. Η πρόταση που μου έκανε ο φίλος μου Τέλης Σαμαντάς, πριν από δύο χρόνια σε κάποιο μπαρ, τα έλεγε όλα: ‘Έλα σε μας, ηλίθιε, όχι μόνο θα γράφεις, αλλά θα σε πληρώνουμε κιόλας...’».

Εντούτοις, παρέμεινε ως το τέλος αμφίθυμος ως προς την τύχη της επιφυλλιδογραφίας του. Κατ’ αρχάς, απέκλεισε τα πρώτα μαχητικά του δοκίμια και τις ψευδώνυμες κριτικές απ’ τα Σιαμαία και Ετεροθαλή (1987), όπου για πρώτη φορά συγκέντρωσε περιστασιακά κείμενά του, με μόνη εξαίρεση το επώνυμο δοκίμιο για τον Γιώργο Ιωάννου. Είκοσι χρόνια αργότερα, απέκλεισε κι απ’ το Kέντρο Δηλητηριάσεων (2006) όλα τα σημειώματα του Αθηνοράματος, διασώζοντας ελάχιστες επιφυλλίδες δημοσιευμένες στον Κόσμο του Επενδυτή και τη Lifo, κυρίως προσωπογραφίες και νεκρολογίες (Σεφέρης, Λορεντζάτος, Λάγιος, Πετρόπουλος, Μπόρχες, Σιοράν, Στήβεν Κινγκ). Το οπισθόφυλλο του βιβλίου ήταν εξόχως απολογητικό: «Σκοπίμως επιχειρήσαμε μια εκλογή από τα άρθρα που γράψαμε την τελευταία δεκαετία –του ποδοσφαίρου μη εξαιρουμένου–, για να φανεί ότι η αυτοσχέδια ταχυγραφία μπορεί κι αυτή να κάνει την τσάρκα της στο παζάρι. Υπό μορφήν βιβλίου αυτή τη φορά». Δεν έπαψε να θεωρεί την επιφυλλίδα ένα είδος θνησιγενές, «όπως τα λόγια που λέμε καθημερινά», μία «κλεψιγαμία προφορικού και γραφτού» που δεν «ανήκει σε κανένα από αυτά» και αξίζει μόνον ως υλικό μιας ωριμότερης «συνθετικής εργασίας» (Επενδυτής, 26/27-1-2002). Οι σπάνιες αναφορές του στις παλιές βιβλιοκρισίες ήταν, εξάλλου, σταθερά αρνητικές – όπως σε μια νυχτερινή στιχομυθία του με τον Χρήστο Βακαλόπουλο που διασώζεται στο Γειά σου Ασημάκη (1993): «΄Θα σού εξηγήσω τι εννοώ΄, πρόλαβα να του πω ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο ‘Βαλτάσαρ’, σαν απολογία για κάτι κρυάδες που τού είχα γράψει με ψευδώνυμο σε ένα βραχύβιο περιοδικό» – με τον Βακαλόπουλο να τού απαντά φλεγματικά: «Δεν έχω αντίρρηση, αλλά πώς θα γίνει αυτό, αφού, όποτε σε βλέπω, είσαι πιωμένος;».
Όπως συμβαίνει με όλους τους σημαντικούς συγγραφείς, οι αντιρρήσεις του Παπαγιώργη δεν έβρισκαν σύμφωνους τους αναγνώστες του. Η πεποίθηση ότι τα δημοσιογραφικά του κείμενα θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να περισωθούν, είχε διατυπωθεί εγκαίρως, κι από πολύ διαφορετικής προέλευσης φωνές. Σε μια παλιότερη επισκόπηση της σύγχρονης ελληνικής κριτικής (2000), ο Δημοσθένης Κούρτοβικ είχε παρατηρήσει ότι «οι πιο πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες, έστω και σποραδικές, παρατηρήσεις για τη λογοτεχνία προέρχονται σήμερα στην Ελλάδα από ανθρώπους που δεν είναι καθαυτό κριτικοί: από τον Κωστή Παπαγιώργη, για παράδειγμα, στα σύντομα σημειώματα που δημοσιεύει στο Αθηνόραμα» (Νέα Εστία 1726, 291). Τρία χρόνια αργότερα, με αφορμή την έκδοση του Κανέλλου Δεληγιάννη, ο Ηλίας Λάγιος υποστήριζε ότι τα «δεκαέξι βιβλία του Παπαγιώργη (…) καθώς και τα ακόμη (;) αθησαύριστα κείμενά του, τα σπαρμένα δεξιά κι αριστερά» αποτελούν «ένα όλον» (Νέα Εστία 1755, 696) – ενώ, οικειοποιούμενος μια φροϋδική μεταφορά, είχε περιγράψει το παπαγιωργικό corpus ως έναν λογοτεχνικό «οίκο», με «ισόγειο», «πατώματα» και το «υπόγειό του», όπου ο Παπαγιώργης «συνάζει και στοιβάζει τα σκόρπια του γραφτά», προειδοποιώντας: «μη βιαστείτε να τα καταφρονέσετε, γιατί και αυτήν καθεαυτήν έχουν την αξία τους, και κυοφορούν την αύξηση των δωμάτων, μπορεί και των ορόφων, του υπερκειμένου και ορατού οικοδομήματος» (696-697). Στο σχήμα του Λάγιου, τα χρονογραφήματα καταλαμβάνουν τη θέση του ασυνείδητου, που τροφοδοτεί με ενέργεια τις εξωτερικές στιβάδες, δηλαδή τα καθαυτό δοκίμια. Στο παπαγιωργικό αφιέρωμα του περιοδικού Νέον Πλανόδιον, ο Κώστας Κουτσουρέλης επέμεινε στην «τεράστια πλην αθησαύριστη αρθρογραφία», όπου ο Παπαγιώργης «σχολιάζει, δημοσιολογεί, σταχυολογεί, χρονογραφεί, επικαιρογραφεί, κρίνει, αποτιμά και προτείνει σχεδόν σε ημερήσια βάση» – καταλήγοντας ότι «προς δική μας ζημία, ο ανθολόγος τους δεν έχει ακόμη βρεθεί» (τ. 1, χειμώνας 2013-2014, 85-86). Τέλος, σε μία πυκνή κι ακριβόλογη νεκρολογία στην εφημερίδα Αυγή (30-3-2014), ο Σταύρος Ζουμπουλάκης προέτρεπε, «τώρα που ο Παπαγιώργης είναι πια το έργο του», να «συγκεντρώσουμε τα χιλιάδες κυριολεκτικά κείμενά του, να «τα εκδώσουμε (όλα;)» και κυρίως να «τα μελετήσουμε ξανά και ξανά όλα μαζί, υπό το πρίσμα πιο συγκεκριμένων ερωτημάτων».

Ανταποκρινόμενοι στις εκκλήσεις αυτές, σχεδιάσαμε από κοινού με τον Γιάννη Αστερή μιαν εκδοτική σειρά που φιλοδοξεί να στεγάσει, σε διαδοχικούς τόμους θεματικά διαρθρωμένους, ένα σημαντικό μέρος της παπαγιωργικής κριτικής που βρίσκεται μέχρι σήμερα διασκορπισμένη σε περιοδικά, εφημερίδες, ιστοσελίδες, προλόγους ή καταλόγους εκθέσεων. Ο ιλιγγιώδης αριθμός των κειμένων στάθηκε εξ αρχής απαγορευτικός για μία συνολική έκδοση, και συνεπώς καταλήξαμε στη συμβιβαστική λύση της ανθολόγησης. Ο πρώτος τόμος της σειράς περιλαμβάνει μιαν εκτεταμένη επιλογή κριτικών για την παλιότερη και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ενώ ο δεύτερος συγκεντρώνει δοκίμια και σημειώματα για νεότερους Έλληνες στοχαστές (Λορεντζάτος, Καστοριάδης, Κονδύλης, Ζηζιούλας, Ράμφος, Γιανναράς, Λυκιαρδόπουλος κ.ά.). Στους επόμενους τόμους θα παρουσιαστούν κείμενα για την ξένη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την ιστοριογραφία, ενώ στον τελευταίο – προκειμένου ν’ αντισταθμιστούν οι αναπόφευκτες απώλειες –, θα περιληφθεί βιβλιογραφικός κατάλογος όλων των δημοσιευμένων κριτικών, με την ελπίδα ότι θα γίνει εφικτή στο μέλλον η πλήρης ψηφιοποίησή τους.

[...]

Αν και συχνά διαβάζεται στη σκιά του δοκιμιογράφου, ο κριτικός Παπαγιώργης όχι μόνον είχε προηγηθεί χρονικά κατά μία ολόκληρη δεκαετία, αλλά διεκδικεί μόνος του μιαν ιδιάζουσα θέση στην άγραφη, ακόμα, ιστορία της νεοελληνικής κριτικής. Η ιδιομορφία δεν έγκειται απλώς στην ειρωνική ανυπακοή του στους συμβατικούς –επαγωγικούς ή ανακριτικούς– κριτικούς κανόνες. Ο ίδιος ανακαλούσε, ως αφανές, ίσως, πρότυπο, μια «χρυσή εποχή» της επιφυλλιδογραφίας, πριν και στη διάρκεια της δικτατορίας: «εκείνη την εποχή, η επιφυλλιδογραφία στο Βήμα (Φτέρης, Τερζάκης, Παπανούτσος, Δημαράς, Σκαλιώρας, Αργυρίου, χωρίς να ξεχνάμε τον Βάσο Βαρίκα, τον Μάριο Πλωρίτη και τον Θεοτοκά) επείχε θέση σχολείου και σεμιναρίου, διότι η προχειρογραφία δεν είχε (ακόμη) επιβληθεί στον καθημερινό Τύπο. Οι επιφυλλίδες ήταν μικρά δοκίμια, ενίοτε καλύτερες κι από δοκίμια» (Αθηνόραμα 8/1/2009). Στην πράξη, όμως, ανέτρεψε το πρότυπο αυτό εκ βάθρων. Πρώτον, δεν συνεργάστηκε ποτέ, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις, με τις παραδοσιακές εφημερίδες του κατεστημένου τύπου (εκτός απ’ το πρώτο εξάμηνο του 2013 που αρθρογράφησε στη θνήσκουσα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία), αλλά επέλεξε έντυπα εντελώς περιθωριακά προς τη λογοτεχνία –οδηγούς πόλης και ψυχαγωγίας, οικονομικά φύλλα, παραπολιτικές ιστοσελίδες– που τού εξασφάλιζαν μιαν απόλυτη ανεξαρτησία και κυρίως το πραγματικό ρίζωμα στην αγορά που επιδίωκε και στα βιβλία του: «Το πρότυπο που έχουμε του στοχαστή είναι του πιο αγοραίου ανθρώπου. Ο Σωκράτης ήταν το πιο αγοραίο πρόσωπο. Δηλαδή, μπορεί να ζεις στην αγορά, αλλά να μην είσαι αγοραίος, να μην ταυτίζεσαι μαζί της. Εγώ νομίζω ότι το έχω καταφέρει αυτό». Στην αγορά, όποια μορφή κι αν είχε πάρει στις δεκαετίες του ενενήντα και του δύο χιλιάδες, κι όχι σε κάποιον απρόσωπο δημόσιο χώρο, ο Παπαγιώργης διαλεγόταν με τα βιβλία και λογοδοτούσε για τις κρίσεις του. Η φύση της κριτικής του ήταν περιπατητική – σαν να μην έγραφε στο ημίφως ενός γραφείου αλλά περιδιαβάζοντας και μονολογώντας στο σκληρό φως των αθηναϊκών δρόμων. Επιπλέον, ήταν σωκρατικός κριτικός – όχι μόνον λόγω της ισόβιας αφοσίωσής του στους ἐν τῷ ἄστει ανθρώπους, αλλά επειδή οι κρίσεις του έμοιαζαν με ακαριαίες εμπνεύσεις, λοξούς φωτισμούς υπαγορευμένους από κάποιο προσωπικό δαιμόνιο ικανό ν’ ανασύρει, μαιευτικά, από κάθε βιβλίο και την παραμικρή κρυμμένη αρετή του, το καλύτερο που μπορούσε να δώσει. Aδιαφορώντας για τις παρεξηγήσεις που γεννιούνται όταν στοχαστές του είδους του Σωκράτη τελικά γράφουν και ιδέες που μόνο στον προφορικό λόγο αντέχουν, παίρνουν γραπτή μορφή αποκτώντας μιαν αμφιλεγόμενη κανονιστική δύναμη – όπως κι όταν συγγραφείς του είδους του Πλάτωνα (στους αντίποδες του Παπαγιώργη) απευθύνονται στην αγορά, επιβάλλοντας τις ιδεοληψίες τους ή επιβεβαιώνοντας ψυχρά το είδωλό τους.
Κι ακόμα, το ύφος του αδιαφορούσε για την θεωρητική κι αποδεικτική λειτουργία της κριτικής, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα κοινόχρηστη, θερμή, κουβεντιαστή, οικεία, θυμόσοφη κι αποφθεγματική, μεταδίδοντας ένα σπάνιο αίσθημα μοιρασιάς και συντροφικότητας. Όπως και στα δοκίμιά του, το ύφος αυτό διέσωζε το σπάνιο απόθεμα παιδείας αλλά και την ψυχική αυθορμησία του, εξημερώνοντας τους γρίφους που πλέκει η λογοτεχνία χωρίς ποτέ να τούς απονευρώνει ή να τούς απομυθοποιεί. Αντί για ολοκληρωμένα επιχειρήματα, προσέφευγε σε απρόσμενες μεταφορές, αυτοσχέδιους μύθους, απόκρυφους συνειρμούς, χιουμοριστικές εκμυστηρεύσεις κι αναπολήσεις ή εγκάρδιες αποστροφές – στη Μαρία Μήτσορα, λόγου χάρη, σε μια κριτική για την Περίληψη του Κόσμου: «ΥΓ. Παράκληση: Μαράκι, μην ξαναγράψεις για τον Ντουφτ και τον Μπασενάουερ…» – ή ειδοποιώντας τον Ίκαρο Μπαμπασάκη, σε κάποιο άλλο υστερόγραφο: «Ίκαρε, έχεις ξεχάσει μια ομπρέλα σπίτι μου!». Εξανθρωπίζοντας τα πάντα κι υπενθυμίζοντας, ανακουφιστικά σχεδόν, την παροδικότητα όλων των πραγμάτων.
Η γλώσσα του, στο μεταίχμιο συντήρησης κι ανανέωσης, αρνήθηκε το ακαδημαϊκό ιδίωμα και την αστική δημοτική της γενιάς του τριάντα, συντονιζόμενη με τον εκδημοκρατισμό των λογοτεχνικών ηθών και τον κλονισμό των παραδοσιακών ταξικών ιεραρχήσεων απ’ τη μεταπολίτευση κι εντεύθεν. Μεικτή κι υβριδική, συναιρώντας το κανονιστικό και το παραβατικό, την κοινή λαλιά και το στοχασμό, αντανακλούσε έναν δυϊσμό που χαρακτήριζε αποφασιστικά και τον ίδιο. Υπήρξε ένας δημόσιος διανοούμενος (φυσικά σιχαινόταν τον όρο) που ανήκε σε διαφορετικούς πνευματικούς χρόνους: αφενός στο παλιό καθεστώς των μεγάλων οντολογικών ερωτημάτων, της πατρικής γενεαλογίας, της τριτοπρόσωπης αφήγησης, των ριζικών μεταμορφώσεων της δυτικής συνείδησης απ’ τα ομηρικά έπη ως το αστικό μυθιστόρημα του δεκάτου ενάτου αιώνα, και συγχρόνως στο ρευστό χρόνο των νέων μέσων, ηλεκτρονικών κι ελεύθερης κυκλοφορίας, παρακολουθώντας κάθε εβδομάδα την προϊούσα εμπορευματοποίηση της εκδοτικής παραγωγής και τη χαοτική διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού στις δεκαετίες του ενενήντα και του δύο χιλιάδες. Απ’ τη μία άνοιγε την πόρτα του μαζικού στο υψηλό –γράφοντας, λόγου χάρη, τη νεκρολογία του Ντελέζ στο Αθηνόραμα– κι απ’ την άλλη συζητούσε για τις σιωπές του Μπέκετ ή την επιστημολογία του Φουκώ με μια γλώσσα που νοσταλγούσε τις αρχαϊκές ή τις κοινοτικές της ρίζες.

[...]

Αν υπάρχει πράγματι κάποιος διχασμός στον κριτικό Παπαγιώργη αφορά την διαρκή ένταση ανάμεσα στη φιλοσοφική του παιδεία και τα κριτικά εργαλεία του. Ακροατής στο Παρίσι του Ντελέζ, του Λεβινάς, του Σατελέ και του Λυοτάρ, προσήλυτος της γαλλικής θεωρητικής σκέψης στη χρυσή της εποχή και μεταφραστής εμβληματικών έργων, απ’ την Αρχαιολογία της Γνώσης και το Περί Γραμματολογίας ως την Ζωντανή Μεταφορά, στις κριτικές του, εντούτοις, απέχει συνειδητά απ’ τη θεωρία. Η μέθοδός του, εμπειρική, σχεδόν χειρωνακτική, χρησιμοποιεί τις παραδοσιακές αριστοτελικές κατηγορίες, αναζητά την λέξη και την διάνοια του κειμένου κι όχι κάποιο υπέρτερο νόημα, και κυρίως τον προσωπικό μηχανισμό με τον οποίο κάθε συγγραφέας πετυχαίνει ή αποτυχαίνει να υπερβεί τα δεδομένα της πραγματικότητας και να κατασκευάσει έναν αυτόνομο λογοτεχνικό κόσμο. Το μοιραίο σφάλμα της θεωρίας είναι ότι συγχέει την αξία ενός έργου με τη σημασία του:

«Τι νόημα θα είχε αν λέγαμε ότι ο Μόμπι Ντικ εξεικονίζει έναν τρόμο μπροστά στον ευνουχισμό χωρίς να δικαιολογούμε την αξία του βιβλίου; Το ίδιο συμπέρασμα θα μπορούσε να συναχθεί και από ένα μέτριο βιβλίο. Οι ψυχαναλυτές αντιδρούν απέναντι στην «μεταρσίωση» – αλλά η λογοτεχνία αφορά τη μετάρσια κίνηση, όχι το πρωτογενές δεδομένο».

Απ΄την άλλη, η άρνησή του να υποτάξει το λογοτεχνικό κείμενο σε κάποιο εξωτερικό, ανώτερο ή κατώτερο σημαινόμενο, έχει τους φιλοσοφικούς της προγόνους – απηχεί, λόγου χάρη, τον πρώιμο Ντερριντά, ή θυμίζει παλιότερες ιδέες του φορμαλισμού για την αυτόνομη λειτουργία της λογοτεχνίας, για έναν μοναδικό κόσμο λέξεων ο οποίος δεν ανάγεται πουθενά αλλού εκτός από την γλώσσα. Αλλά όποια κι αν είναι η καταγωγή της παπαγιωργικής αντίληψης, είναι βέβαιο ότι έρχεται σε αντίθεση με την συνολική τροπή που πήρε η σύγχρονη πολιτιστική κριτική, με την εργαλειοποίηση των λογοτεχνικών έργων προκειμένου να επιβεβαιώσουν προειλημμένες θέσεις και την επιβολή μίας νέας ειδωλολατρείας, της μυθικής και μοναδικής αλήθειας της θεωρίας.
Για τον Παπαγιώργη, η λογοτεχνική αλήθεια δεν υφίσταται έξω απ’ το κείμενο. Η λογοτεχνία δεν αναπαριστά την πραγματικότητα, όπως δεν εκφράζει ούτε τα βιώματα και τα πάθη του δημιουργού της. Αν και στα δοκίμιά του επανέρχεται αξιωματικά η πεποίθηση ότι «συγγραφέας χωρίς πατρίδα, γλώσσα και ιθαγένεια δεν μπορεί να υπάρξει» –κάτι που υποστήριζε πολύ πριν στραφεί, μετά τη μελέτη του για τον Παπαδιαμάντη (1997), σε μιαν «ιθαγένεια χωρίς ιδεολογία περί ελληνισμού»– καμία ρίζα ή εντοπιότητα, όπως και καμιά αυθεντικότητα ή αμεσότητα της γραφής δεν εγγυάται την δημιουργία ενός έργου. «Ο δημιουργός μόνο μέσα στους κόλπους του πλασματικού μπορεί να αξιωθεί την αλήθεια του». «Όσο πιο τεχνητό είναι κάτι, τόσο πιο φυσικό και ακέραιο φαίνεται – στη λογοτεχνία, εννοούμε». Ο συγγραφέας πρέπει «να δίνει πνοή σε συμβάντα που ζουν στη σκηνή της σελίδας», και όχι να τροφοδοτούνται από τα αισθήματα ή την μνήμη. Στο σημαντικότερο κριτικό του κείμενο, στον πρόλογο μίας ανθολόγησης του Παπαδιαμάντη («Η αντοχή του Σκιαθίτη», 2003) υποστήριζε:

«H πλάνη της κριτικής –φιλικής και εχθρικής– είναι ότι ταυτίζει το έργο με τον άνθρωπο και την εποχή καθιστώντας έτσι τον ένα πόλο υπόλογο του άλλου. Αλλά η εποχή και ο άνθρωπος –γενεσιουργά ασφαλώς στοιχεία και απαραίτητα– τελικά καταντούν αρνητικά γνωρίσματα του έργου. Δεν λογαριάζονται οι ‘δοξασίες του γράφοντος’, τα προσωπικά του πάθη, το κλίμα της εποχής, η όποια ιστορική συγκυρία’. […] Απεναντίας, αν διαβάσουμε «το ‘τι’ μέσα από το πώς’ […] απομένει ένα έργο που γεννήθηκε ως εκ θαύματος και αποτάσσει μυστηριωδώς κάθε πλαίσιο». «Μπορεί ο συγγραφέας να είναι θρησκευόμενος αλλά δεν οφείλει στην θρησκεία την λογοτεχνία του. Μπορεί να είναι αντιδραστικός, ψυχοτραυματίας, δυστυχής, αλλά ουδέποτε η λογοτεχνία αναγνωρίζει την καταγωγή της σε παρόμοιους παράγοντες. Ουσιαστικά το έργο πυκνώνεται ως αιτία του εαυτού του, αυτόνομη ενότητα χωρίς κηδεμονία»

Οι θέσεις αυτές αναπτύσσονται ως διμέτωπη κριτική στον Παπαδιαμάντη του Ζήσιμου Λορεντζάτου και στον Παπαδιαμάντη του Παναγιώτη Μουλλά – στον Παπαδιαμάντη ως εκφραστή της ορθόδοξης θρησκευτικότητας και στον Παπαδιαμάντη ως «αντιδραστικό ψυχοτραυματία», και συγκλίνουν στην εισαγωγή ενός τρίτου όρου: στο αίνιγμα της μετουσίωσης, στην θαυματουργική απαρτίωση της μορφής ενός έργου που δεν ανάγεται σε κανένα απ’ τα «δεδομένα του βίου» αλλά μεταβαίνει σε ένα «στοιχείο πνευματικό», ανείδωτο κι απροσδιόριστο:

«Η παραλληλία έργου και ζωής, με όλες τις ψυχολογικές μεσιτεύσεις –αναπλήρωση, εκδίκηση, παιδικά σύνδρομα, στερήσεις…– διεκδικούν την ολότητα της ερμηνείας. Η γεωπονική δεν κάνει τίποτα διαφορετικό∙ σπουδάζοντας τις κλιματολογικές συνθήκες, το έδαφος και τον σπόρο, μπορεί να κομίσει πολλές διαφωτιστικές πληροφορίες για την ευδοκίμηση ενός άνθους. Το μόνο που τής λείπει –και λείπει θορυβωδώς, γιατί είναι το ουσιώδες– αφορά την τελική μορφή, η οποία, παρότι προαπαιτεί τις συνθήκες, αρνείται να αναχθεί σε αυτές. Επειδή σε κάθε δημιούργημα –φυσικό ή ανθρώπινο– μετέχει ένα στοιχείο πνευματικό, η αναγκαία συνθήκη μόνο αυθαιρέτως μπορεί να προαχθεί σε επαρκή […] Το λογοτέχνημα έχει δικούς του νόμους και ερμηνεύεται αφ’ εαυτού. Δεν παραπέμπει στον άνθρωπο –ακόμα κι αν πρόκειται για αυτοβιογραφία–, όπως ένα μουσικό κομμάτι δεν παραπέμπει στο όργανο που το εκτελεί. Όχι μόνο γιατί το ανώτερο δεν ανάγεται στο κατώτερο ή το αλλογενές, αλλά, κυρίως, γιατί στο περίπλοκο σχήμα των αλληλεπιδράσεων, κάθε μετάβαση σε άλλη τάξη –από το βίωμα στο έργο, από τον άνθρωπο στη γλώσσα– συνιστά γέφυρα και αυτόχρημα τομή […] Το έκτακτο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι το έργο αυτονομείται: διαβάζεται αυτοτελώς, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα για τον δημιουργό του […] Στη λογοτεχνία υπάρχει πάντα ένας πνευματικός παράγοντας που υπερβαίνει απείρως τα δεδομένα του βίου»

Παρότι δεν ανάγεται πουθενά, χάρη στο πνευματικό αυτό στοιχείο η λογοτεχνία δεν κλείνεται ποτέ στον εαυτό της. Αντίθετα, όπως είχε διαισθανθεί λυτρωτικά ο έφηβος Παπαγιώργης, τα βιβλία χαρίζουν στον αναγνώστη μιαν «αλήθεια» που η ζωή φέρει χωρίς να μπορεί να την ζήσει:

«Η λατρεία του βιβλίου, ο φετιχισμός της γραφής, πέρα από την όποια παράδοση των γραμμάτων, είναι επαφή με την αλήθεια που μια ζωή ενέχει χωρίς να μπορεί να τη ζήσει. Το ολοκληρωμένο, ως μορφή, μόνο καλλιτεχνικά μπορεί να εκφραστεί, ποτέ σαν βίωμα. Κάθε ζωή, κατά συνέπεια, είναι χαμένος χρόνος, και κερδισμένος χρόνος είναι η αλήθεια αυτής της ζωής, που επιστρέφει δραματικά ως λογοτεχνία»

Διάβαζε ξαπλωμένος στο πάτωμα, πάνω σ’ ένα χαλάκι, με στίβες βιβλία δίπλα του και κάτω απ’ το γυάλινο τραπέζι του σαλονιού, διαβασμένα ή αδιάβαστα ακόμα, αγορασμένα και χαρισμένα, τσακισμένα στις ράχες, σε κάθε τους σελίδα γεμάτα με δεκάδες σημειώσεις, υπογραμμίσεις, θαυμαστικά, διορθώσεις, επιφωνήματα, γρυλλίσματα – πρακτικά της αυθόρμητης συνομιλίας του με τον συγγραφέα που δεν μπορεί ν’ ανθολογηθεί αλλά συνιστά τον απόκρυφο βίο της κριτικής του, τον μουσικό τονισμό της. Μετά σηκωνόταν κι έγραφε σαν επιμελής μαθητής στο στενό του γραφείο, αποθηκεύοντας τα αρχεία στον υπολογιστή του με ακατονόμαστες επικεφαλίδες. Όταν επέστρεφε, καθόμασταν στον καναπέ, απαξίωνε μ’ ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο το κείμενο που είχε μόλις τελειώσει κι εμείς αδημονούσαμε να τό διαβάσουμε, γραμμένο καθώς ήταν απ’ τον εφηβικό μας ήρωα κι όχι απ’ τον άνδρα που στεκόταν όρθιος μπροστά μας σαν να περπατάει στον αέρα, με τους ώμους σηκωμένους και τα χέρια στις τσέπες. Στο τέλος επιστρέφαμε στην καθιερωμένη τελετουργία των προσευχών και των κατάρων για τα ίδια πάντα πρόσωπα της λογοτεχνικής κωμωδίας, ζωντανά και νεκρά, ώσπου έπεφτε το βράδυ πάνω απ’ τις στέγες της Μπουμπουλίνας και της Πατησίων, μαζί με μιαν ανεξήγητη μέθη που θέλαμε να κρατήσει για πάντα.

[Μέρος της «Εισαγωγής» στην έκδοση: Κωστή Παπαγιώργη, Τα βιβλία των άλλων Ι. Έλληνες συγγραφείς (Εισαγωγή: Δ. Καράμπελας. Επιλογή κειμένων: Γιάννης Αστερής, Δημήτρης Καράμπελας), εκδ. Καστανιώτη 2020]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Κωστή Παπαγιώργη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: